Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Η ώρα της μοναξιάς / Γιάννος Λαμπής


Ήρθε και πάλι απόψε η ώρα, την καρτερούσα,
π’ απλώνονται ίσκιοι στη κάμαρα μου.
Με βρήκε καθισμένο στη ψάθινη καρέκλα
μπροστά απ’ το τραπέζι το παλιό.
Δυο πιάτα και δυο ποτήρια με κόκκινο κρασί γλυκό
και στη μέση ένα κερί ν’ αχνοφέγγει,
με τη πόρτα πάντα ανοιχτή.
Κανείς όμως δεν μπαίνει,
μονάχα σκόρπιοι ψιθύροι απ’ τον κήπο,
κι εγώ το ξέρω, δεν είναι άνθρωποι,
κουβέντες είναι μεταξύ των λουλουδιών,
και γέλιο μοναχικών, σάπιων, νεκρών ψυχών.

Ο Δύων Ανατέλλων και η Πανσέληνος Βροχή / Πήττας Γιώργος

Aλφα
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Ανώνυμες οι λίμνες μου μες στην άχλυ μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Μακρύκαννο πρωινό, εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου
και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας
τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου.
Τι θέλει ο άνθρωπος με τη στολή του δύτη
και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του κάμπου;
Γιατί είναι τόσο ξένος;
Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή;
Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή
έδωσε απόψε το φεγγάρι.
Γύρισα πέρα απ' τον καθρέφτη
που είχε φυτρώσει εμπρός μου.
Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί
προκύπτουν αίφνης από τη Γη
να φύγω;
Μ' ένα λεβιέ ταχυτήτων στην κοιλιά
με μιαν εξάτμιση στην πλάτη
το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ
από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής.
Άβυσσος.
Με μια ταξιανθία αρωμάτων και ποικιλίες μπαχαρικών
φορτωμένος
θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα
συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν
άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Αποσκευές μου, ένα λευκό προσόψιο και το έσχατο
των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι,
να μεταλάβεις, να καταλάβεις
πως ούτο εστί το νόημα των ανέμων
που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια
των οιωνοσκόπων εραστών.
Έλα κατόπιν, να με καλοστρατίσεις
γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ
ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας,
συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας,
που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των άστρων.
εκείνο το φως που τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι
Ανώνυμες οι λίμνες μου, μες στην άχλυ μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Διάστικτο πρωινό, διαχέεται γύρω, σαν μουσική
ενός αυλού από την ανατολή
που χρόνια πολλά πριν
χάθηκε στις χαράδρες
μ' ακόμη αντιλαλεί.
Αντιλαλεί και πάει, κι ανοίγει μονοπάτια
κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα
τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται,
κρατούν ρυθμό.
Τι θέλει ο άνθρωπος με το σκάφανδρο
και στέκει έφεδρος της νύχτας
απέναντι από το φως;
Γιατί είναι τόσο νέος;
Γιατί κρατά δοξάρι;
Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο χρόνος σταματά
κι ούτε η γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει.
Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα
που φτιάχτηκαν μπροστά μου.
Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή
σε μια διαρκή ειρωνεία.
Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων.
Άφωνος στέκω μες στο βαρύτονο τοπίο.
Δεν το αντέχω πια. Να φύγω;
Μ' ένα ποδήλατο παλιό, ποδήλατο χωρίς πετάλια
το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ
από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα.
Άβυσσος.
Με μια χρόνια ορεσιπάθεια στη ματιά,
άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ
να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ.
Αποσκευές μου, μια φιάλη σφραγιστή
φέρει εντός της, τη βροχή
που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα.
Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς.
Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς
κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό
να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα
βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό.
Μακρύκαννο πρωινό εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου.
Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά μου
αγγίξει.
Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε και γιόρτασε τον ουρανό μου
ίσαμε που ‘σβησε. Πυροτέχνημα.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,
έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ
Πλησίστιος, πλησιφαής κι όμως μεσίστιος, ρωτώ:
Τι θέλει ο άνθρωπος και στέκει έμβρυος
στη μέση αυτού του κόσμου;
Γιατί χαμογελάει πλάθοντας τις οδύνες του
βαφτίζοντάς τες μοίρα;
Δεν κρατάει τίποτα.
Τίποτα δεν κρατάει.
Με τα χέρια στην έκταση ανοιχτά
μοιάζει να χορεύει συνέχεια
ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα
και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει
εγκλωβισμό.
Έμβρυος. Κι ωστόσο το βλέμμα του
γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε
μοιάζει με νύχτα.
Βρέφος, το απροσπέλαστο, πονάει ακόμα
σε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για χρόνια πολλά, περπατούσα
ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν
οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες.
Η λάσπη έγινε χώμα ξερό, θρυμματίζεται στο πέρασμά μου.
Ο τοίχος όμως αντέχει.
Τόσοι σεισμοί, τόσες ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα
δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση.
Από πέτρα σε πέτρα, ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα
καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε
ικανά να βάζουν την καρδιά μου σ' έναν ταχύπαλμο
ρυθμό:
Ένα ξερό κλαδάκι,
ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο
λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού
μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται
παφλασμούς.
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποια να ‘ναι η αλήθεια; Τι είναι η αλήθεια;
Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων ορίων;
Τι θα πει όφελος, σκοπός, έργο Τι είναι θυμάμαι;
Και τι είναι γνωρίζω;
Τι είναι αυτό και κείνο και τ' άλλο;
γιατί ρωτάω;
γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο;
Τι ζωγραφίζει τις τροχιές μας;
Τι μας νοιάζει;
Σε ποιο έγκλημα συμπράττω;
όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες;
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ
καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες.
Τώρα, που μάζεψα τόσους ίσκιους
που γέμισα το σάκο μου βροχές
μπορώ να κοιμηθώ
μπορώ και να κινήσω
«Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν
την εν Βαβυλώνι
εις δρόσον μεταβαλών
και τους αγίους σου τρεις παίδας
σώους διαφυλάξας»*
Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση Έπαρση;
Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη του Χρόνου;

ωμέγα.

Γιώργος Πήττας (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Γιώργος Πήττας γεννήθηκε το 1956 στη Λευκωσία της Κύπρου. Σπούδασε Κινηματογράφο, εργάζεται στη διαφήμιση και κάνει ραδιόφωνο. Αρθρογραφεί τακτικά στην Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης και στο tvxs.gr. 

Έργα του:
  • (2001)  «Ο Δύων Ανατέλλων και 
  • η "πανσέληνος βροχή» από τα Νέα Σύνορα 
. Ποιήματα του βρίσκονται στο διαδίκτυο και σε περιοδικά που φιλοξενούν Ποίηση.

Πλούς : Ποιητική Συλλογή του Ρόη Παπαγγέλου




"Ο πλους ως βήμα.
Εκκρεμές
ενάλιο. Ρότα συνεχής
ορθοτομώντας
πέρα απ\' ακτές - ιδωμένες απ\' τη βίγλα όμως
σκόπιμα
σε εφαπτόμενον περίπλουν".

Ρόης Παπαγγέλου (βιογραφικό)

Ο Ρόης Παπαγγέλου γεννήθηκε το 1941 στη Λεμεσό.  Αρχιτέκτων, Πολεοδόμος, Συγγραφέας, Ποιητής, Μεταφραστής. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1958-63), Πολυτεχνείο Κεντρικού Λονδίνου (1969-72), Κολλέγιο Χώκγουντ (1976), Πανεπιστήμιο Μπέρμιγχαμ (1980). 
Πρωτοεξέδωσε το 1974. 
Έχει δημοσιεύσει, ποιητικά έργα, θεατρικά,  λογοτεχνικά και κριτικά δοκίμια, άρθρα σε περιοδικά και έχει μεταφράσει ξένους ποιητές.
Το 2001 του έχει απονεμηθεί το Βραβείο 'Πνευματικής Δημιουργίας' της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Συμπεριλαμβάνεται από το 2002 στους ετήσιους τόμους του 'WHO IS WHO' των εκδόσεων Μέτρον. 
 Για την "συνεισφορά του στην οικοδόμηση της Σύγχρονης Πολιτιστικής Φυσιογνωμίας της Κύπρου" του απενεμήθει το 2008 ειδική Χορηγία από την Κυπριακή Δημοκρατία. Διεθνή έντυπα έχουν δημοσιεύσει ποιήματα και σχόλια για την ποίησή του. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά.






Ποιητικές συλλογές:

Ρωγμές, 1974.
Στροφές,1974.
Κύπρος/Θαλασσοφίλητη, 1974.
Πνοές, 1975.
Σφαγή, 1975.
Στιγμές, 1975.
Θρήνος 1976.
Ατλαντίδα. Αθήνα, Διογένης, 1976.
Άτομα. Αθήνα, Διογένης, 1977. 
Αλμπατρός. Αθήνα, Διογένης, 1977. 
Φάσεις. Αθήνα, Διογένης, 1978. 
Ιστοί. Αθήνα, Διογένης, 1978 
Μάσκες. Διογένης, 1979. 
Τόξα. Αθήνα, Διογένης , 1979. 
Ήχοι. Αθήνα, Διογένης, 1980. 
Έρημος. Αθήνα, Διογένης, 1981. 
Όνειρα. Αθήνα, Διογένης, 1982.
Ώρες. Αθήνα, Διογένης, 1982.
Μεσόγειος. Αθήνα, Διογένης, 1983. 
Γυρισμός. Αθήνα, Διογένης, 1984. 
Ψύξεις. Αθήνα, Διογένης, 1985. 
Βύσματα. Αθήνα, Διογένης, 1986. 
Νύξεις. Αθήνα, Διογένης, 1987.
Λοξοδρομία. Αθήνα, Διογένης, 1989.
Λουριά. Αθήνα, Διογένης, 1990.
Ύφαλα.Αθήνα, Διογένης, 1991.
Σκιές. Αθήνα, Διογένης, 1992.
Χτύποι. Αθήνα, Διογένης, 1993.
Ζωντανά. Αθήνα, Διογένης, 1998. 
Κλεψύδρα. Αθήνα, Διογένης, 2001. Σελ.: 29. 
Διάφανα. Αθήνα, Διογένης, 2004. 

Θεατρικά έργα:

Καθρέφτες. Αθήνα, Διογένης, 1980. 

Διττά. Αθήνα, Διογένης, 1981. 

Ξένοι.Αθήνα, Διογένης, 1985.


Πλους (τέσσερις στίχοι)

Μάινα. Μάινα! Η θέα σκοτεινιάζει. 
Σκότος. Μόρσιμο γέρμα. 
Θα σπάσει η αορτή. 
Η ανελέητη αυλαία. Μαίνεται η γιορτή.




Ρόης Παπαγγέλου

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ



Τι να πρωτοθυμηθώ, Βαρώσι,

απ' τα τόσα σου καλά;
Χρόνια τώρα την καρδιά σου 
βάρβαρος εχθρός πατά.

Βαρώσι όμορφο
 με τις δροσάτες σου πορτοκαλιές, 
πώς ξυπνάς μες στην καρδιά μου 
αναμνήσεις μακρινές.

Τ' ακρογιάλια σου όλο άμμο 
γύρω θάλασσα πλατιά,
τα καράβια σου και οι βάρκες 
ψαροπούλια στο βορρά.

Τα πετρόκτιστα σου τείχη 
το λιμάνι βουερό 
και σε πνίγουν γύρω-γύρω
τα περβόλια ένα σωρό.

Τα αρχαία σου μνημεία
από τον παλιό καιρό,
ζωντανεύουν στην ψυχή μου
κάποιο χρέος ιερό.

Εκκλησίες, μοναστήρια
και διωγμένοι μοναχοί 
και ο λαός σου, ο λαός σου 
π' αναμένει τη στιγμή,

που κοντά σου θα ξανάρθει,
άγια ώρα και ιερή,
για να σκύψει να φιλήσει
τη μαρτυρική σου γη.

Βαρώσι όμορφο,
πάντα μου σ' έχω μέσα στην καρδιά,
πάντα , πάντα σε θυμάμαι,
η ψυχή μου δεν ξεχνά.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Ζανζουέρα (1990) Έργο του Άντη Χατζηαδάμου

Απόσπασμα μπορείτε να αναγνώσετε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://dialogos.com.cy/blog/grammes-tou-anti-chatziadamou/#.V4xtivl97IU

Ο Κεβεζές του Άντη Χατζηαδάμου

‘Αντης Χατζηαδάμος (μικρή αναφορά)

Ο ‘Αντης Χατζηαδάμος υπήρξε γλύπτης, χαράκτης, ζωγράφος, ποιητής  και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1936 και απεβίωσε το 1990.
Έργα του:
1.      Σκνιπόγιακ(1982), 
2.     Κρεπέλλο (1988), 
3.     Ζανζουέρα(1990).

Το Σκνιπόγιακ τιμήθηκε με κρατικό βραβείο διηγήματος για το 1982. 

Ο Φσήκουας


– Πού πας ρε Θεωρή βουρητός, βουρητός;
– Πάω στο ππολίτσιν*.
– Χα;
– Έκρουσέν με ο φσήκουας τζαι πάω να τον λαπορτάρω*.
– Ολάν* ποιον έν να λαπορτάρεις, τον σφήκουον;
– Καλό ποιον;
– Ρε πάεννε στο μεσοκομείον να σου βάλουν καμμιάν ένεσιν μέμπα 
τζαι πάθεις τίποτε.
– Όι ολάν! Μεσοκομείον; Πρώτα στο ππολίτσιν τζι ύστερις 
θωρούμεν.
– Ο Θεός να βλέπει τζαι να σσέπει γιέ μου*.
Έφυεν βουρητός για την αστυνομίαν το Θεορούιν. Καθήκον ήταν 
ο Νικήτας ο σάρτζης*.
– Καλώς το Θεορούιν. Είντα μαντάτα;
– Σάρτζη έκρουσέν με ο φσήκουας.
– Πού ρε;
– Πα στο δεξίν το κωλομέριν.
– Επήες εις τον γιατρόν;
– Όι. Είπα νάρτω να τον λαπορτάρω πρώτα τζι ύστερα να πάω.
– Καλά έκαμες.
Έβηξεν δκυο τρεις βηξιές ξερές ο Σαρτζηκύπας τζι άρχισε να 
παίρνει κατάθεσιν.
– Είνταλος εγίνην η δουλειά;
– Έτο εκάθουμουν εις τον καφενέν του Έντεκα με τον Πέτσαν τον 
αρφότεχνον του Ττοουλή του όμπαση*· ξέρεις τον. Εκαθούμασταν 
τζι εθωρούσαμεν τον κόσμον που επέρναν. Άξιππα έννοιωσα έναν 
πόνον στο κωλομέριν τζι έβαλα τες σκληρκές*. Εμουντάρασιν* 
πεντέξι μα ο φσήκουας έφυεν· ξέρω τον όμως τζαι ξέρω τζαι την 
τρύπαν του.
– Είσαι σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Τέλεια σίουρος.
– Εσού σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Να τον συλλάβεις.
– Τον σφήκουον· να συλλάβω τον σφήκουον...
– Ινναί...
– Καλόν. Έλα υπόγραψε. Ναι τέλεια κάτω. Χάτε πάμεν να τον 
ήβρουμεν.
Εσηκωστήκαν τζι οι δκυο τζι εφύασιν.



Επεξηγήσεις:

* ππολί(τ)σιν, το: αστυνομία, αστυνομικός σταθμός
* λαπορτάρω: υποβάλλω μήνυση
* ολάν (προσφώνηση): καλέ
* Ο Θεός να σε προστατεύει και να σ’ έχει καλά
* σάρτζης, ο: λοχίας
* όμπασης, ο: υποδεκανέας χωροφυλακής
* σκληρκά, η: καρυγή, τσίριγμα

* μουντάρω: ορμώ απειλητικά 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Για κείνο το πρωινό / Άντρια Γαριβάλδη

της 15ης Ιουλίου

Δεν ξεχνώ 

Την ώρα που έσχισε το μαντάτο
Το θλιβερό εκείνο πρωινό 

Κραυγή οργής για πραξικόπημα
Παύση ατέρμονη
Σε τούντη γη τη ματωμένη
Θολή ομίχλη στο τζάμι της μνήμης
Λαύρα Δευτερογιούνη που καίει ανελέητα τα χρόνια
Ένα και δυο... Σαρανταδυό

Κι ο πήχυς του μυαλού αιμορραγεί...


Άντρια Γαριβάλδη

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Η 15η Ιουλίου 1974 (απόσπασμα) / Κολοκασίδου Μελπομένη

Την Κύπρο δες, αιμόφυρτη 
σκλάβα και προδομένη 
από παντού δικαίωση 
ζητά και περιμένει. 

Μελπομένη Κολοκασίδου (μικρή αναφορά)

Η Μελπομένη Κολοκασίδου γεννήθηκε στην Κερύνεια το 1915.  Η γιαγιά της Αννέττα είχε έλθει από το Κρανίδι της Ελλάδας και ήταν αδελφή του Νικολού Κρανιδιώτη. 
Αποφοίτησε από το πεντατάξιο τότε Γυμνάσιο Κυρηνείας. Πάντρεμένη με τον έμπορο Δημητράκη Κολοκασίδη από τη Λευκωσία, απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Ποιητική συλλογή: Καημοί της Κύπρου


Για τη ζωή της ποιήτριας μπορείτε να διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://loukis-kyrenia.blogspot.com.cy/2012/12/blog-post_28.html

Κερύνεια, ποιος τις χάρες σου


Σαν θλιβερά χτυπήσανε
τ' Αρχάγγελου καμπάνες
έγιν' ο πόνος σπαραγμός
μοιρολογούν οι μάνες!

Κερύνεια ποιος τις χάρες σου 
και ποιος τις ομορφιές σου, 
τα κάστρα, τα λιμάνια σου 
και τις βουνοκορφές σου;