Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Ο ύμνος της Ομόνοιας

Εμπρός Oμόνοια για νέες νίκες πάμε
κι ένα στεφάνι σ’ όλα τα παιδιά.
Την πράσινη φανέλα σαν φοράνε
σου δίνουν την ψυχή και την καρδιά.

Στην άμυνα λιοντάρια επίθεση κανόνια
και του λαού ομάδα Oμόνοια, Oμόνοια, Oμόνοια.
Το πράσινο το χρώμα το τίμησες για χρόνια
και το τιμάς ακόμα Oμόνοια, Oμόνοια, Oμόονοια.

Μέσα στα γήπεδα, σε κάθε σου αγώνα
χιλιάδες οι πιστοί σου οπαδοί.
Σε τρέμουν οι αντίπαλοι σου Oμόνοια
της Κύπρου το καμάρι είσαι εσύ.

Στην άμυνα λιοντάρια επίθεση κανόνια
και του λαού ομάδα Oμόνοια, Oμόνοια, Oμόνοια.
Το πράσινο το χρώμα το τίμησες για χρόνια
και το τιμάς ακόμα Oμόνοια, Oμόνοια, Oμόνοια.

Φοράς το πράσινο το χρώμα της ελπίδας
και το λευκό το χρώμα της χαράς.
Στο στήθος με το ένδοξο τριφύλλι
Oμόνοια στο γήπεδο πετάς.

Στην άμυνα λιοντάρια επίθεση κανόνια
και του λαού ομάδα Oμόνοια, Oμόνοια, Oμόνοια.
Το πράσινο το χρώμα το τίμησες για χρόνια
και το τιμάς ακόμα Oμόνοια, Oμόνοια, Oμόνοια.



Ο ύμνος της Ανόρθωσης

Περπατώ του δρόμου η άκρη είναι μακριά
θολωμένο δάκρυ, αίμα στάζει η καρδιά
μοναξιά είσαι απέραντη σαν λίμνη
έρημος χωρίς σκιά
μάνα εσύ έχεις την λύπη
τη σιωπή για συντροφιά

Τραγουδάω για μια πόλη
που `χω μέσα στην καρδιά
τραγουδάω για μια πόλη
κόρη στην ακρογιαλιά

Χώμα που περπάτησα
γη που νοσταλγώ
χώμα που μ’ ανάστησες
Αμμόχωστος


Ο Ύμνος του ΑΠΟΕΛ



Στα κόνιστρα των αγώνων
που το πνεύμα μας κεντά
και το πνεύμα των προγόνων
πάντα αθάνατο πετά.

ΑΠΟΕΛ συ μας φτερώνεις
τη ψυχή και το κορμί
και τη νίκη καμαρώνεις
που σου φέρνουμε μ΄ορμή.

Κι΄ οταν βλέπεις νικηφόρα
τα δικά σου τα παιδία
που σου φέρνουνε για δώρα
των δαφνών τους τα κλαδία.

Στεφανώνεις την ορμή τους
κι΄η σημαία σου ποθεί
σαν ασκείται το κορμί τους
κι΄η ψυχή τους ν΄ασκηθεί
Και θα ψάλλουμε τον ύμνο
πάντοτε όλοι μαζί

ΤΟ ΑΠΟΕΛ ΕΙΝΑΙ ΙΔΕΑ
ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟ ΘΑ ΖΕΙ


***
Ψηλά, ψηλότερα ο Θρύλος!

Στρατός γαλαζοκίτρινος, δόξα, τιμή προγόνων
πατρίδας χρώματα ιερά, μπροστάρης των αγώνων

Εμπρός παιδιά του ΑΠΟΕΛ, των Ακριτών εγγόνια
χορός της νίκης να στηθεί σε μαρμαρένια αλώνια (δις).

Ψηλά ψηλότερα ο Θρύλος, γενιές γενιών μαζί
το ΑΠΟΕΛ είναι ΙΔΕΑ, αθάνατο θα ΖΕΙ

Περνούν γαλαζοκίτρινοι και στρώθηκαν οι δάφνες
της δόξας σήμαντρα ηχούν, κτυπάνε οι καμπάνες (δις)

Ψηλά ψηλότερα ο Θρύλος, γενιές γενιών μαζί
το ΑΠΟΕΛ είναι ΙΔΕΑ, αθάνατο θα ΖΕΙ!

Ψηλά ψηλότερα ο Θρύλος, οι Έλληνες μαζί

το ΑΠΟΕΛ είναι ΙΔΕΑ, αθάνατο θα ΖΕΙ!


Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Ο ποιητής που έγραφε στους τοίχους



Είχε συνηθίσει να περπατά μόνος στο πεζοδρόμιο
Από την μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη
Κρατούσε στα χέρια του μια μακριά πένα
Όμοιο φτερό πουλιού
Κι έγραφε – έγραφε
πάνω στους λερωμένους, από την ανθρώπινη έπαρση,  τοίχους
Την επομένη δεν υπήρχαν  τα ποιήματά του.

Όταν έβρεχε πετούσε τα ρούχα του
Όπως αφαιρούσε τις λέξεις από τους στίχους.
Έμενε γυμνός
Όπως τις χήρες λέξεις που πάλευαν με τα κοσμητικά
μη γίνουν και τούτες πλούσιες προτάσεις,
στα χαρακώματα μιας πληκτικής νουβέλας.

Και ενώ
οι πογιατζήδες πιάνανε δουλειά τα ξημερώματα,
αυτός συνέθετε τους στίχους στα όνειρά του.


Το πρωί σαν οι αγύρτες πίνανε τσάι και αφεψήματα
Νυσταλέοι στις επαύλεις τους
Στίχοι ξεφεύγαμε από το βαρύ σπιτικό
Μέσα από καμινάδες και υπόγειους διαδρόμους
Και τρέχαμε να προλάβουμε
Την Ανατολή αν ήταν μπορετό
Την Δύση και τον Βορρά
Τον νότο με τους θερμούς αέρηδές του

Παίζαμε κρυφτό κυνηγητό και γλυτωμό
Με τους χαφιέδες στα σοκάκια και τους δρόμους
Έπεφταν κι πρώτες πιστολιές
Γυρίζαμε στο σπιτικό κάποιοι στίχοι χωρίς λέξεις
Κάποιο στίχοι με  τις λέξεις μισές.
Τ΄ αφεψήματα τότε γινότανε οινόπνευμα
Κι έτσουζε ο ήλιος στο λαρύγγι .


Ο ποιητής συνέχιζε  να περπατά μόνος στο πεζοδρόμιο
Να γράφει στους τοίχους που βάφηκαν στο χρώμα του μολυβιού.
Τώρα πια ποιος τους διαβάζει πλην της βροχής που ρουφάει το μεδούλι τους;

Οι χαφιέδες που ακόμα μας κυνηγούν;
Οι αγύρτες που πίνουν τσάι στις νέες αποικίες τους;
Εμείς, μόνες λέξεις στις ζωές που γεννιόμαστε

Ο ποιητής αναγνώστης τυφλός ....

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Κυριάκος Κατσιαντώνης (βιογραφικά στοιχεία)


Ο Κυριάκος Κατσιαντώνης κατάγεται από την κατεχόμενη Μακράσυκα Αμμοχώστου. Γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου, 1964 και είναι το τρίτο από εννέα παιδιά του ζεύγους Ανδρέα και Παυλίνας Κατσιαντώνη. Το 1982 αποφοίτησε από το Λύκειο Αγίου Γεωργίου, στη Λάρνακα, στον Εμπορικό Κλάδο. Από την ηλικία των 16 χρόνων εργαζόταν ως μουσικός σε διάφορα κέντρα αναψυχής και ξενοδοχεία ανά την Κύπρο.  Το 1989 νυμφεύεται την Ιωάννα Βασιλειάδου, από την Αγία Μαρίνα Κελοκεδάρων της Πάφου και το 2007 αποκτούν τον γιο τους, Δαμιανό. Το 2003 απέκτησε Πτυχίο Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σήμερα εργάζεται ως Δημόσιος Υπάλληλος στο Τμήμα Εργασίας. Τα τελευταία χρόνια διαμένει στην ιδιόκτητή του κατοικία, στα Λειβάδια Λάρνακας.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση άρχισε το 1994. Επηρεασμένος από το επάγγελμα του μουσικού, είχε τότε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Στίχοι Που Ψάχνουν Μελωδία», με 12 ποιήματα στην ελληνική, δημοτική γλώσσα και με έντονο το λαϊκό στοιχείο. Το 2009 ξεκινά να γράφει κυπριακή ποίηση, τιμώντας έτσι τις καταβολές του (συγγένεια με Κυριάκο Καρνέρα από Ξυλοτύμπου και Κόκο του Μηνά από Μακράσυκα). Τα πρώτα του κυπριακά ποιήματα τα ένταξε στην προσωπική του συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες». Τον Φεβράρη του 2014 ξεκινά μια νέα συλλογή, παράλληλα με την προηγούμενη, με τίτλο: «Ανέκδοτα Διασκευασμένα Σε Κυπριακά Σατυρικά Ποιήματα». Στο παρόν στάδιο οι 2 τελευταίες συλλογές βρίσκονται στο στάδιο της επιμέλειας και όταν είναι έτοιμα θα εκδοθούν σε βιβλία.

Δουλειάν τζ’ υγείαν



Ένας κυπραίος Αλαντίν που ήβρεν το λυχνάρι,
του Ντζίνι μέσα πό ’φκηκεν, εζήτησέν του χάρη:

- Ντζίνιν, αντίς για χάρες τρεις, που μού ’πες να ζητήσω,
δκυό χάρες μόνον σου ζητώ, την μιάν θα την αφήσω.

Δεν θα ζητήσω, με γρουσόν, με μάλια, με αστέρκα,
μόνον να μ’ έσιεις υγιήν, νά ’χω τα δκυό μου σιέρκα,

τζιαι μιάν δουλειάν να μάχουμαι, νάν’ του μεροκαμάτου,
’φού τ’ άδρωπου το καθισιόν χαλά τον τζι’ ’έν φελά του.

Άδρωπον π’ ’όν έσιει δουλειάν, τρώει τον το σαράτζιν,
εν το βλαντζίν τ’ ολόμαυρον τζιαι στην καρκιάν φαρμάτζιν.

Μιάς τζι’ έτυχέν μου, Ντζίνιν μου, τζι’ επλάστηκες ομπρός μου,
να σιαίρεσαι τα γρόνια σου, δουλειάν τζ’ υγείαν δώσ’ μου!



Κυριάκος Κατσιαντώνης
05 Φεβράρη,  2014
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)

Ο Διατροφολόγος.

  
Κάποιαν φοράν που έτυχεν να πάω φαρμακείον,
είσιεν πολλές εις την σειράν, το φύλον γυναικείον.

Κάποια κυρία στρουμπουλή την ζυαρκάν εσσιάστην
τζιαι όπως την εσίνιαρα, να ζυαστεί εσάστην.

«Έννεν ανάγκη, σγιάν λαλώ, να ζυαστείς, κυρία,
είσ’ εβδομήντα  τζιαι μισόν, μέν έσιεις απορία!»

Έτσι της είπα, μά ’ν έπιαν τόπον η συμβουλή μου
τζιαι άμαν εζυάστηκεν, γυρίζει τζιαι λαλεί μου:

«(Δ)έν το πιστεύκω, κύριε, το βάρος μου εμέναν
που σύγκοψες ακρίβειαν, χωρίς να λείφκετ’ έναν!»

Την φάσην ούλλην εί(δ)εν την τζιαι μί-α σαν τον ταύρο(ν)
τζι’ αρώτησέν το βάρος της με μιαν μμαθκιάν αν θά ’βρω.

Λαλώ: «Εσού, κυρία μου, χωρίς δεύτερην σκέψη,
δηλώννω το με σιουρκάν, είσ’ ενενήντα έξι!»

Εί(δ)α την που τσουννιάστηκεν! Χωρίς τζιαιρόν να χάσει
αππήησεν στην ζυαρκάν, χαζίριν να την σπάσει.

Όσα εν πού ’πα έδειξεν! Γυρίζουν τζιαι θωρούν με,
οι δκυό κυρίες οι αδρές, τζι’ αμέσως αρωτούν με:

«Που σύγκοψες το βάρος μας, πε μας, ποιος εν ο λόγος;
Άμπα τζιαι είσαι, που λαλούν, ο Διατροφολόγος;»

«Δεν είμαι τούτον πού ’πετε, αφράτες μου κοπέλλες!
Εγιώ νιώννω τζιαι πουλώ ... δαμάλια τζιαι κατσέλλες!»



08 Γενάρη, 2015
(Από τη συλλογή: «Ανέκδοτα Διασκευασμένα Σε Κυπριακά Σατυρικά Ποιήματα»)

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Αγγέλα Καϊμακλιώτη: Παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής :ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ

 Στις 11 Φεβρουαρίου, στις 7:30 μ.μ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λάρνακα!



Λήδρας

Πέραν του οδοφράγματος
χρόνος ανάδρομος
χώρος αλαλάζων
ουρανός πλατύτερος
μνήμη αιχμηρή
Η χώρα ενδότερη
στρώματα ιστορίας
σώματα μυθολογίας
χώματα και ονόματα
Εκεί
η πατρίδα ψυχή
πτώμα σε Προκρούστειο κλίνη





ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ του Νίκου Πενταρά


I
Η σιωπή
διάτρητη από τους πυροβολισμούς των στεναγμών
καίγεται στον πυρετό της απουσίας σου
και δάκρυα τριαντάφυλλα
ραίνουν το πρόσωπό της.

ΙΙ
Όσο κι αν προσπαθήσεις
ποτέ σου δεν θα καταφέρεις
ν’ ακούσεις τον από χρόνια τώρα
ηχογραφημένο ήχο της σιωπής μου
γιατί δεν υπάρχουν πια
συμβατές συσκευές
για να τον αναμεταδώσουν.

ΙΙΙ
Θα σβήσω
τα ίχνη των βημάτων μου στην άμμο
θα καταργήσω
τις παρενθέσεις ιστοριών
που χάραξα στα βράχια
κι από αφρός στην παραλία
θα γίνω πέλαγος
ν’ αφουγκράζομαι τις ιστορίες
του αρχέγονου γαλάζιου
στη σιωπή των κοχυλιών.

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Ομάδα Λογοτεχνών-Καλλιτεχνών Λάρνακας




ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας
και οι Φίλοι Λάρνακας
σας προσκαλούν σε συνάντηση
την Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου, ώρα 7.00 μ.μ.,
στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας
(πλατεία Βασιλέως Παύλου)
όπου θα συζητηθούν θέματα σχετικά 
με τους συγγραφείς και 
καλλιτέχνες της πόλης μας
και θα οργανωθεί η Ομάδα Λογοτεχνών-Καλλιτεχνών Λάρνακας.



Για την ομάδα πρωτοβουλίας
Κώστας Κατσώνης-Λούης Περεντός

SEA MAIL

Στην εξορία μας στείλανε 
δεμένους μες στα κάρρα. 

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

ΝΑ ΥΦΑΝΩ ΛΕΞΕΙΣ / Παιονίδου Έλλη


Να υφάνω λέξεις από νήμα ονείρου βοήθησε 
με Σαπφώ εσύ κατέχεις τα μυστήρια της 
νύχτας και του χρόνου.

Απολιθώματα ακούσιων στεναγμών ήχοι λινοί 
και δρόσος κουδούνια σε γλαυκήν εσπέρα. 
Γόρδιοι της μνήμης ατραποί.

Στο βάθος Άτροπος η ατροπός.

ΑΠΟΡΙΑ / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα


Ενώ ένιωσα το κάψιμο του βέλους
τόσο βαθειά
- ήμουν σίγουρη για το τέλος-
το πρωί ξύπνησα
μ'ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
στη θέση της πληγής
Δεν καταλαβαίνω τίποτα...
Έτσι γεννιούνται τα τριαντάφυλλα;

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ (απόσπασμα) / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

Τώρα που βρέχει 
απλώστε τα σπίτια μας, 
απλώστε τους δρόμους, 
απλώστε τα χέρια μας
κάτω απ΄  τον ουρανό
όσο να τα θωπεύσει η βροχή. 
- Δε βαριέστε. 
Τα κλειστά παραθυρόφυλλα
κρύβουν την ύπαρξη της σκόνης
πάνω στα σκαλιστά μας έπιπλα
και τους ακριβούς μας πίνακες.
Το φως δεν είναι παρά για τα δένδρα
που αφήνονται άνευ όρων 
στη θωπεία της βροχής.

.....

[Τ αθώο ξέγνοιαστο παιδί] / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

Τ αθώο ξέγνοιαστο παιδί
κρύφτηκε πίσω από ρυτίδες και χλωμά μάγουλα.
Όμως τις νύχτες σεριανά όπως τότε
στις όχθες των παραμυθιών
στις ξύλινες κούνιες αλλότριου τόπου
στις αλάνες των ξεπεσμένων καλοκαιριών
στο ραγισμένο πιάτομε το στάρι του άφαντου Άι Βασίλη
στο άδειο πορτοφόλι
που πιστεύει ακόμα στα θαύματα.
Τ' αθώο ξέγνοιαστο παιδί
κυκλοφορεί μόνο τις άγρυπνες νύχτες.
Τις μέρες
τρώει με αγωνία τα νύχια του
μήπως και γδάρουν τη ψυχή του