Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΓΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΦΕΛΗΣ / Παιονίδου Έλλη



Άσπρη σαν χιόνι, στρουμπουλή και ψηλομύτα
δεν γύριζε να ρίξει ούτε  ματιά  
στους γείτονες της πίσω πόρτας.

Ροζίτα μου πριγκήπισα, Ροζίτα παινεμένη
Την φώναζε η Νεφέλη.
Την τάιζε και του πουλιού το γάλα.
 Πούπουλα για να κοιμηθεί, μετάξια για να σκεπαστεί.

Και κάποια μέρα σύννεφο  απ’ τον ουρανό
κατέβηκε και πήρε τη Νεφέλη
Κι απόμεινε η πριγκήπισα Ροζίτα δίχως στέμα
Επαίτης στης γειτόνισας την πίσω πόρτα,

Όχι για το φαί ή τα πούπουλα
και  τα μεταξωτά . Για ένα γλυκό λογάκι μοναχά.


Όνειρα / Τυρίμου Γ. Ελένη

Αχ! Να ΄ χαν τα όνειρα ζωή 
Να βγουν να σεργιανίσουν 
Σαν τα πουλιά ελεύθερα
Τη γη να ομορφύνουν 
Κάθε αγάπης όνειρο, να αναθεί και να μυρίσει 
Παντού γέλια, τραγούδια και χαρές η πλάση να καρπίσει 
Αχ! Όνειρα που μένετε βαθειά παντού κρυμμένα
Όνειρα, άπιαστα πουλιά λεύτερα, σκλαβωμένα!

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΑ

Το αίμα αδιάφορο απ΄ τον πόνο
κατατρώγει τις πληγές σου.
Κλείνουν τα μάτια οκνηρά 
τα τέρατα της πόλης, 
σου στήνουνε φραγμούς 
μα εσύ εκεί 
μες στο καλύβι με τα Βασιλόπουλά σου.
Δεν το κατάλαβες
πως τ΄  όνειρο γλείφει τα δάκρυα 
με σάλιο λύκου;

ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Μπόλι της προσφυγιάς
ένα παιδί 
που μεταφέρεται νεκρό
μες στο σκοτάδι.
Αγγελινό το πρόσωπο 
σαν στου χωριού 
το λιμανάκι η γαλήνη
Αψύς καιρός 
και σταλαχτίτης πόνος.
Στην εξορία ο τάφος του
κι η γη με τα πλιθάρια. 

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΘΡΩΠΕ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΕ


Την ανθρωπιάν στον άνθρωπον,
εν την μετρούν με λίρες,
ούτε γοράζουν με πουλούν,
εις της ζωής τες θύρες.

Η κοινωνία τους μετρά,
τζιαι φκάλλει τους ανθρώπους,
δκιαλέει κοσιηνίζει τους,
με τους δικούς της τρόπους.

Ο άνθρωπος πας τουν τη γη,
όσον ψηλά τζι’αν πάει,
θα φα κουγκιάν του Πλάστη μου,
τα μούτρα του θα φάει.

Αν γεννηθείς αβάττατζιης,
τέτοιος εν να πεθάνεις,
έν η αρρώστια που κρατείς,
ποττέ σου εν θα γιάνεις.

Σαν τούτους έσιει κάμποσους,
στη γη που λαχταρούσιν,
να παραδώσουσιν ψυσιήν,
εν να δυσκολευτούσιν.

Στην Κοινωνίαν άνθρωπε,
πάλεψε να γυρίσεις,
πιάστην πυξίδαν της ζωής,
άνθρωπος να μυρίσεις.

Στην κοινωνίαν άνθρωπε,
κτίσε δικό σου κάστρο,
να ξεχωρίζεις που μακρά,
σαν της πορνής το άστρο.

Ένα περιστέρι στην Οδησσό...



Εκεί σ΄ένα περβάζι παραθύρου
 τσιμπολογούσε γουργουρίζοντας
 τα σπόρια και τα ψίχουλα
 από τη φούχτα της Νατάσιας
 που τρυφερά το φίλευε
 με όση μητρική στοργή
 μάζευε κάθε μέρα
 καθώς μεγάλωνε το σπλάχνο
 πούχε στην κοιλιά της

Μα να που ακούστηκαν
 στις σκάλες βήματα βαριά
 φωνές, καπνοί και ποδοβολητά
 συνόδευαν τον όχλο των βαρβάρων...
 Έσυρε φωνή η Νατάσια
 καθώς την άρπαζαν τα βέβηλα τους χέρια
 Σκιάχτηκε η περιστέρα
 απόμεινε με το σπυρί στο ράμφος
 μα σαν τα μάτια της αντίκρυσαν τα μάτια τους
 φτερούγισε τρομάζοντας και πέταξε μακριά....



 Στη μνήμη της Ουκρανής εγκύου που δολοφόνησαν στο κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό....

Αισιοδοξία



Ποτέ μη σκύψεις κάτω το κεφάλι
Στις μπόρες της ζωής υποταγή ποτέ σου μη δηλώσεις
Μην απελπίζεσαι: η άνοιξη θάρθει ξανά και πάλι
γεμάτη υποσχέσεις. Πώς θα τις εκπληρώσεις
την πίκρα άμα αφήσεις να σε καταβάλει ;
Σήκω και με μέτωπο ψηλά προχώρα
τα εμπόδια πέρασε το ένα μετά το άλλο.
Μη μετανοιώνεις για ό,τι έζησες ως τώρα
Ήταν ωραίο και μεγάλο !
Θάρθει η στιγμή που απ’ τη ζωή θ’ανταμειφθείς

Τι θέλεις άλλο ;

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Η μπόρα



Η μπόρα ξέσπασε άγρια στα τζάμια
θαρρείς και πάει το σπίτι να γκρεμίσει.
Είπες, «θα φύγω, ποιός θα μ’ εμποδίσει ;
Πάω σε νέους κόσμους, σ’ άγνωστα λιμάνια»
Ο,τι έζησες δεν μπόρεσε να σε κρατήσει,
άφησες πίσω σου ερημιά κι’ ορφάνια.
Και πήρες μόνο αυτό που δεν θα σ’ ωφελήσει

Μια πληγωμένη περηφάνια......

Ξεχασμένες λέξεις …..



Ξεχασμένες λέξεις ανασύρονται,
Θροϊζουν τετριμμένες
Ως φύλλα φθινοπώρου
Σε απογευματινά μονοπάτια

Μοναχικών αναζητήσεων….

ΠΕΡΙ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ...



Είν΄η συζήτηση μας φιλοσοφική
τη ματαιότητα των εγκοσμίων πραγματεύεται
κι όλοι αποφαίνονται και συμφωνούν ρητορικά
για τη μακαριότητα και την ευδαιμονία της ψυχής
απαλλαγμένης από γήινες μικρότητες και απολαύσεις...
Μα σαν γυρνάς στην κάμαρά σου κατά μόνας
κάνεις μια κίνηση στις σκέψεις του μυαλού
σαν να τους λες... εντάξει!
σαν φρόνιμοι και υποτακτικοί
κάνατε το καθήκον σας.
Στήν άκρη κάντε τώρα..
αφήστε χώρο για να ζήσω....

ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΕΣ…ΤΩΝ ΗΧΩΝ…



Ακροβατώ στο πιο ψηλό σκαλί
 της κλίμακας του πενταγράμμου
 κι οι νότες από κάτω
 μεταμορφωμένες σειρήνες
 τραβάνε σαν μαγνήτες

Αλλά εγώ εκεί,
 ναι εκεί ψηλά θα μείνω!
 σταθερά στην ύψιστη οκτάβα
 των αισθήσεων και των παραισθήσεων...

Δεν προσμονώ τη λύτρωση
 παρά μόνο τον ήχο του άπιαστου «σι»

 απ’ τους κελαηδισμούς της Ύμα Σουμάκ…

..Περί ταλέντου… (..είπε κάποιος!!!!…)



..Έχω στερέψει!
ούτε σταγόνα έμπνευσης…
πάω να ζηλέψω αυτούς
που λέξεις ποιητικές ,με στόμφο
ορμάνε χειμαρρώδεις από την πέννα τους…

κι εγώ; το στύβω και το ξαναστύβω!
..ΤΙΠΟΤΑ… το απέραντο κενό στη σκέψη…
Πλην όμως, ΟΧΙ μέσα μου….
εκεί όλως παραδόξως νοιώθω αγαλλίαση!!!
Ρε σεις, μπας κι είμαι ατάλαντος
και δεν το αντιλήφθηκα εγκαίρως;…
..εντάξει τότε… αποσύρομαι….
..τι κι αν δεν είμαι ποιητής…

..εξάλλου εγώ αγάπησα την ποίηση!!!!

ΑΠΟΨΕ….



Απόψε θα ‘θελα να διαχτινιστώ
καταμεσής στην έρημο της Αραβίας
να βρεθώ όπως παλιά…
μόνος, κατάμονος
ανάσκελα πεσμένος
τυλιγμένος με νύχτα
πηχτή σα μαύρη πίσσα
τόσο ως να πιάνεται στις φούχτες
κι ο ουρανός τόσο κοντά χαμηλωμένος
ν’ αγγίζουνε θαρρείς τ’ αστέρια στο κορμί σου
κι εγώ να ουρλιάζω και να αλυχτώ
να διώξω από μέσα το κενό
που ρίζωσε σα γρανιτένιος βράχος

στη καρδιά μου…..

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

[ Πάλι...] / Λούης Περεντός

Πάλι σε πήρε ο ύπνος. 
Υπερασπίζεσαι τη ζωή σου γυρίζοντας
πλευρό σε κρεβάτια ιδρωμένα. 
Κρατάς σφικτά το κινητό μη χάσεις τη 
συνέχεια της μοναξιάς σου, απαντάς 
μυνήματα με κλειστά μάτια. Ελπίζεις 
ότι θα ξυπνήσεις με φουλ του άσου
και θα κτυπήσεις το χέρι στο τραπέζι 
κλείνοντας το στόμα των άλλων.Με 
κλεμμένο κλειδί προσπαθείς ν΄ ανοίξεις
νέους δρόμους. Ζεις μες στη μιζέρια
μιας ακαθόριστης ελπίδας. 

[πάντα υπάρχει καιρός να προφτάσεις] / Παναγή Ειρήνη

....Πάντα υπάρχει καιρός να προφτάσεις.
Το τραίνο που χάθη σφυρίζοντας μέσα στη νύχτα
μπορείς να προλάβεις στο πάρα κάτω σταθμό. 
Η σιωπή σου τα μπέρδευε.
Στο μεταξύ τα φώτα του τραίνου σβήσαν στο μέσο του δρόμου.
Το σφύριγμα μόνο ακουόταν σ΄ απόσταση δέκα μιλίων .
Θαρρούσα πως ήσουν εσύ και με φώναζες.