Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Οι δέκα (10) μεγαλύτερες Κωμοπόλεις και Κοινότητες της Επαρχίας Λάρνακας

ΚΑΤΑΤΑΞΗ
ΚΩΜΟΠΟΛΕΙΣ- ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1.      
Ορόκλινη ή Βορόκλινη
6134
2.      
Ξυλοφάγου
 4957
3.      
Κίτι
4252
4.      
Ορμήδεια
3960
5.      
Περβόλια
3009
6.      
Κόρνος
2083
7.      
Καλό Χωριό
1518
8.      
Μοσφιλωτή
1365
9.      
Τερσεφάνου
1299
10.                         
Ψευδάς
1261

* Με βάση την απογραφή του 2011

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Στην επιτομή της 
ίδιος μένει πάντοτε ο κύκλος
μ΄ εκείνα τα στοιχεία
που σκιαγραφούν την επανάσταση
το κίνημα οικουμενικό. 
Η αναλογία των πράξεων
διασωρίζει τον ένα απ΄ τους δυό
"ολίγον φταίχτες".
Στη μέση ο ήλιος κι απ΄ την άλλη
το καινοτάφιο των Πραιτόρων.

Φωνοκιβώτιο



Η ψυχή που καλέσατε
δεν ανταποκρίνεται.
Παρακαλώ
δοκιμάστε
αργότερα.
Η κλήση σας
προωθείται
στο φωνοκιβώτιο
των ανεκπλήρωτων

υποσχέσεων.

Φεύγω




Το ρήμα “φεύγω”.
Αινιγματικό, άταχτο
ζωντανό.
Δηλώνει προπάντων κίνηση,
συναισθήματα
φευγάτα ή φευγαλέα,
τέλος ή αρχή μιας ιστορίας
ή μιας χημείας.
Υπάρχει μέσα του
ολοφάνερα και μυστικά
το ευ
η αρχή του καλού.
Φεύγω.
Αντιφατικό εγχείρημα.
Συνήθως σημαίνει “έρχομαι”
περισσότερο

απ΄ όσο σημαίνει “φεύγω”.

Σχέδιο Απόδρασης




Κατάφερε να φυτέψει
μιαν άσπρη ελπίδα
έξω απ’ τον τοίχο της φυλακής του.
Έσκαβε μήνες, χρόνια.
το τούνελ της απόδρασης.
Και τώρα, να!
Χωρά το χέρι του ολόκληρο.
Μέχρι τον αγκώνα.
Βούλιαξε στο χώμα μυστικά.
Τα δάκτυλα ελεύθερα
τον σπόρο φύτεψαν,
στα τυφλά ψαχουλεύοντας
κι ένα λουλούδι φύτρωσε.
Tώρα αυτός ανασαίνει
με μιαν αίσθηση ελευθερίας.
Όταν βγει, θα έχει άνθη

να φτιάξει ένα μπουκέτο.

Τουλάχιστον βροχή





Μα τελικά αυτό ήσουν;
Μια σκιά;
Μια νεφέλη;
Τώρα εξηγείται
το μέγεθος,
η αστάθεια,
το γκρίζο.
Αυτό το απροσδιόριστο γκρίζο.
Ούτε μαύρο,
ούτε άσπρο.
Μια νεφελώδης σκιά.
Κρίμα.
Μπορούσες τουλάχιστον

βροχή να γίνεις.

Στο Φάρο








Μέχρι το Φάρο
απόγευμα του Απρίλη
περπατήσαμε παρέα.
Στα βραχάκια
της κοινής πορείας μας
σταθήκαμε
μουσκεμένοι ως τα γόνατα
μ’ αρμυρό νερό, γλυφό.
Στ’ άσπρα βότσαλα
τις ανείπωτες ελπίδες
ζωγραφίσαμε
με αρμυρίκια
και μελάνι κόκκινο.
Ο Φάρος, είπες
άντεξε το βάθος
και το σκοτάδι
μιας θάλασσας
γνώριμης
μα ολωσδιόλου ξένης.
Ο Φάρος, είπα
στην ίδια θέση
αιώνες τώρα
να ξεγελά τους ναυτικούς
-και τους χαμένους, είπες-
με φωτεινά καμώματα
κι αντικατοπτρισμούς.
Ο Φάρος,
ολόγραμμα της επιθυμίας,
οφθαλμαπάτη, συμφωνήσαμε.
Μέχρι το Φάρο περπατήσαμε
εκείνο του Απριλίου το δείλι
κι ήταν η θάλασσα
καθρέφτης
κι ο Φάρος σκοτεινός

και ψεύτης.

Ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα





Απύθμενα
βάθη
γονυπετής
διένυσα
επιθυμώντας
ζωή
ήλιο
Θεό.
Ικετεύοντας
και
λοιδορώντας
μοίρες
νυκτερινές.
Ξέροντας
ότι
πέρασαν,
ρήμαξαν,
σκότωσαν,
τέλειωσαν.
Ύστερα
φεύγοντας
χρωμάτισα
ψεύτικα

ωροσκόπια.

Οι κατσελλούες του γερό-Μαρκου



**************************************
-Όϊ, έν φεύκω εγιώ δίχα τες κατσελλούες μου, τα μωρά μου…
κλαψούριζε ο θειός μου ο Μάρκος, αδερφός της μάνας μου – θεός σχωρές τους και τους δυο…
οι κόρες έσκουζαν, άτε παπό, εν τζιαιν να μας καρτερά εμάς το φορτηγόν, εν να φύουν τζιαι να μας παρετήσουν μανιχούς μας να μας πχιάχουν οι τούρτζιοι..
μα του γερό-Μαρκου δεν τούκαμνε καρκιάν να φύει τζιαι ν΄αφήκει τες δαμαλούες του..
τις κοιτούσε με μάτια βουρκωμένα.
-Ποιος εν να μου τες ταϊζει τζια να τες ποτίζει ώσπου να στραφούμεν;
Όλη του η ζωή τα περβόλια του και τα χτηνά του, τζιαι αίγες είσιεν με τα ριφούθκια τους, τζιαι μια γαούραν την Μάγκα, ούλλα αγάπαν τα, αλλά αγάπη όσην έδειχνε στες κατσελλούες του δεν έδειχνε στα άλλα .. Τζιείνες ήταν τα μωρά του, έφκαλεν τους ονόματα, εσυντύχαννεν τους, εχάϊδευκεν τες, σαν τα κανονικά πλάσματα…
- Μα ήντα σκοπόν έσιεις ά παπό, χαρκέσαι εν να πάμε στο Βαρώσιν με την καρρέττα; Μήτε σ’ έναν μήνα εθ θα φτάσουμε, εν να μας φτάσουν οι τούρτζιοι ομπρίττερα.. έσκουζαν οι κόρες…
Πώς να τες αφήκει μόνες τους απροστάτευτες; Τόσους γρόνους ήταν οι ξεχωριστοί του σύντροφοι.. άρκεψαν να περνούν οι εικόνες ομπρός του…
Χάραμαν του φου, με μισοζωσμένη την μαυροκουρούκλα γύρω που το κεφάλι του, κάπως σαν τo κρητικό σαρίκι, χρόνους πολλούς έτσι μαυροφορεμένος…. απόταν έχασεν ένα γιό κάμποσα χρόνια πριν, δεν έφκαλεν τα μαύρα που πάνω του.. ούτε κατέβηκαν τα μαύρα πανιά που κάλυπταν του καθρέφτες έσσω του…
Ίσ'ιωννεν που το χάραμαν του φου να ζέξει τες θκυό μεγάλες δαμάλες στην καρρέττα, να δέσει τον βουν τζιαι τες κατσελλούες στο στύλλον του κάρου, τη Μάγκα τζιαι τες τσούρες του, τζιαι να λαμνήσει για την Κότσ’ινην, στα περβόλια του.
Η Μάγκα έπιαννεν δουλειάν μονομιάς στο αλακάτιν για να γεμώσει τη δοξαμένη για να αρκέψει το πότισμα… Παράδεισος τζείν’ το περβόλιν, τζιαί τι δεν εφύτευκεν.. απού κολοκάσιν, τομάτες, κολοκούθκια, αγγουράκια, πάμιες, βαζανούθκια..
Να ρέσσεις που τον κατεβάτην τζιαι να ζαλίζεσαι που τες μυρωθκιές, βασιλιτζιές τζιαι κατιφέδες ανακατεμένοι με τες βαζανιές τζιαι τες πομιλορκές... τζιαί χρώματα, σ'ιλλιάες χρώματα οι ζίνιες τζιαι οι κοτσ'ινόγλυντοι!!
Α! έ τζιαι τον αρφότεχνον του τον Κωστή, που σπουδάζει στα εξωτερικά γεωπονία..
- Α! θείε, γιατί εν βάλλεις λλίον λίπασμα στα φυτά σου να σου πολλήνει η παραγωγή;
- Ίντα μπό πες; λίπασμαν; Εγιώνι μ’ έτσι πράματα εφ φαρμακώνω τα φυτά μου. Η κοπριά που τα χτηνά μου εν το καλλύττερον λίπασμαν…Εθ θα ψατζιέψω εγιώ τον κόσμο που γοράζει τα περβολικά μου…
Τζιαι τωρά προσγειώνεται ξανά... πού να πάει τζιαι να τες αφήκει μανισ’ιές τους, με ίντα καρκιάν να πάρει έτσι απόφασιν; Πού ν΄αφήκει τα περβόλια του, ο μόχτος τζιαι οι κόποι μιάς ζωής....
Με τα σ’ιλια ζόρκα ετραβήσαν τον τζι εφκάλαν τον πας το φορτηγόν τζιαι ξεκινήσαν τον δρόμο της προσφυγιάς…
……………………………………………………….
Κλεισμένος τωρά σε μιάν κάμαρη στη Σκάλα, κοντά δέκα χρόνους μετρά μακριά που το χωρκόν του…
Εφκάλαν του τζιαι τη βράκα.. πού νάβρεις ράφτη να κάμνει βράτζιες στην προσφυγιά.. εφορέσαν του παντελόνια αλλά αντρέπετουν να κυκλοφορήσει....
Ακίνητος πάς τη σιεροκαρκόλα, ανακατώνει στο μυαλό του όνειρα με οράματα.. πότε τους τούρκους θωρεί ομπρός του άξιππα τζιαι δείχνει τους αλλοπαρμένος πάς τους τοίχους, πότε νεκαλιέται σαν το μωρό άμα αθθυμάται τα χτηνά του…..
..............................................
Έφυες τζιαι σου θκειέ Μάρκο με τον καμόν σου αγιάτρευτον... Ο Θεός να σε μακαρίσει....


Αθήνα- Αύγουστος 2014


******
Γλωσσάρι:

κατσελλούες, κατσέλλα = αγελάδες
ριφούθκια, ρίφιν, το ερίφιον = κατσικάκια
βαζανιά, βαζανούθκια =μελιτζανιά, μελιτζάνες
γαούρα= γαϊδούρα
μαυροκουρούκλα = μαυρομαντήλα
αλακάτιν = μαγκανοπήγαδο
τσούρες= αίγες, κατσίκες
αρφότεχνος, αδερφο-τεκνον = γιός αδελφού, ανιψιός
πομιλορκές = ντοματιές
σιεροκαρκόλα = σιδερένιο κρεββάτι
ψατζιέψω, ψατζιεύκω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω
ρέσσεις, ρέσσω = περνώ, διαβαίνω
ίσ'ιωννεν= κίναγε, ξεκινούσε

νεκαλιέται=κλαίει γοερά

[14 Αυγουστου μα θρηνώ] / Κυπριανού Ντίνος

14 Αυγουστου μα θρηνώ ..
Για ποιούς να κλάψω .

Αν τα ποτάμια στερέψουν
ας πάρουν τα δάκρυα μου ,
αυτα δεν στραγγούνε'''
να ποτίσουν πεδιάδες βουνά
εκεί που παλληκάρια βλαστούνε ....

Εγώ ποτίζω τους νεκρούς
τους ανασταίνω ,
μιά χούφτα χώμα ρίχνω τους

μα και γι'αυτούς πεθαίνω''

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Πένθος γένους θηλυκού


Είναι θαρρώ το ίδιο μαύρο τσεμπέρι
Επάνω στα μαλλιά της
Κάποτε τούτα τα ξέμπλεκα όνειρα
 ΄Ητανε της νιότης στόλισμα
Τώρα σαν γλάροι κάτασπροι
Βουτάνε μες στο γερο-χρόνο
Γυρεύοντας τροφή για επιβίωση
 Κι ύστερα αναδύονται μικρές γοργόνες
Ρωτώντας διψασμένα τις τρικυμισμένες μέρες
«Ζει ο βασιλιάς της πίστης μας; »
«Ζει και βασιλεύει»
 Απαντάει σταθερά   το ατσάλι

Μιας ανοξείδωτης ψυχής 

Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος  της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς

Στα μάτια του


Χαράζω στα μάτια του παιδιού μου τη λέξη πατρίδα
Τη γράφω στους τοίχους της ζωής του
Μήπως και γίνουνε οι φθόγγοι της παράθυρα
Που με τα δυο φτερά του  αητός
Διάπλατα θ΄ανοίξει
Σ΄εαρινή μυσταγωγία της Ανάστασης


Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος  της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς

Αγνοούμενες αγάπες


Ο καημός ξαγρυπνά στο περβάζι με τα κίτρινα χρόνια
Περάσανε σκληροί χειμώνες κι ηπιότεροι
Τα καλοκαίρια κοίταζαν κλεφτά μες στις ζωές
Και ξεστρατίζανε
Αδύναμα ν΄αντέξουνε τ’ αγιάζι 
Όταν  φυσούσε από αγνοούμενες αγάπες

΄Ενα πιάτο  ραγισμένη πορσελάνη από καρδιά
Στο τραπέζι με τις κίτρινες κορδέλες
Τα κίτρινα σημειώματα επάνω στο ψυγείο
« Μην αργείς.  Σε περιμένω μες στο ηλιοβασίλεμα
Τον ήλιο καλοπιάνω μήπως δύσει»


Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος  της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς

Σαράντα χρόνια μνήμη υπό κατοχή


Ο χρόνος  παραμόνευε  και πάλι στο σκοτάδι
Πρόταξε το όπλο του
Σήκωσα ψηλά  τη μνήμη
Είμαι μονάχα οχτώ χρονών είπα
Θέλω να ζήσω μες στο παρελθόν μου
Προετοιμάζοντας το μέλλον μου
Μην κοιτάς τα γκρίζα  χέρια μου
Τα σκονισμένα μου τα μάτια
Είμαι μονάχα οκτώ χρονών
Σαράντα χρόνια τώρα
Στολίζω τα μαλλιά στις κούκλες μου
Με αποξηραμένη λύπη
Κοιμάμαι  πλάι στις βαλσαμωμένες πεταλούδες μου
Ελευθερώνοντας τα πρωινά την προοπτική τους να πετάξουν
Δε σκέφτομαι πια με λέξεις
Με χρώμα μόνο απ΄τα γεννήματα της γης μου
Έχω αποκλείσει από καιρό τις πένθιμες προσμίξεις
Η άνοιξη απ΄το Βορρά
 Μοσχοβολάει πάντα  ρόδα κι ανθολέμονα
Ελιά  και στάρι και  νοτισμένο πράσινο του κάμπου
Κι ένα ελαφρύ αεράκι  απ΄το πέλαγο
Με τις ματοβαμμένες πλώρες των ονείρων μας
Πλάθει στο κόκκινό τους τη νέα καρδιά μας  


Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος  της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Εσωτερικός Διάλογος (απόσπασμα) /Λούης Περεντός

Πίσω από την πόρτα της απελπισίας
κρύβεις τις παιδικές σου μνήμες, ζητάς 
δικαιολογίες  για τα όνειρα που δεν 
προκάλεσες.

Κάτω από το σεντόνι του πόνου
ταξινομείς τα λόγια των φίλων, όσα σε 
γέμισαν με φωνές κι όσα δεν μπόρεσες 
ν΄αρθρώσεις, χορεύοντας στα πεζοδρόμια 
της Αγίας Νάπας.

Μέσα στη δίνη της αδικίας ρωτάς και
δεν παίρνεις απαντήσεις, αφρίζεις 
παράπονα και οδυρμούς ψάχνοντας για 
πατέρα που δεν εμφανίζεται ποτέ.

Μια καταιγίδα είναι τα λόγια σου
ξεκινάς και δεν ξέρεις που φτάνεις,
αμφισβητείς τον καθένα που νοιάζεται,
όλα τα ξέρεις και τίποτα δεν γίνεται.

Ένα σύννεφο θυμωμένο είσαι, που 
υπερίπταται μιας πόλης αδιάφορης,
ζητιανεύει χωράφι να ποτίσει κι όλο 
ταράτσες και δρόμοι προβάλλονται.


σελ: 23