Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (απόσπασμα) / Νικολαΐδης Παναγιώτης

ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
ο χρόνος

++
ξυπνά η μάνα
με ξυπνά
ψήνει καφέ να σηκωθεί
οχιά ο χρόνος

++
δίχως επίθετο
τη θράκα του θανάτου
θωπεύω

++
έμπης τζ’ ο τόπος έφεξεν
εστάξαν φως τα δέντρα
++
σε τούτο το βάραθρο βάση μου είναι η Στιγμή
ο Σολωμός κομήτης

++
 δίχως πατρίδα
περπατώ στον χρόνο πόνο
πόντο

++
 η πένα μου βαθιά
φλεβίτιδα
βάφει το ποίημα μαύρο

++
 χρόνια εμπορευόμαστε
το φως
κι όμως σκοτάδι
ασάλεφτο

++
 με φυσικό αέριο
ορύσσουμε
ξανά
την ιστορία

++
 όταν ο άνθρωπος πεινά
το μάτι του ζώου
βαθαίνει

++
 μ’ ένα στενό ντουφέκι
πενθώ
τα τρομαγμένα κοπάδια

++
 με φως σφαλίζουμε τα μάτια
των νεκρών
++
 σε εποχή τετράγωνη
θάνατος και ζωή
εξέχουν

++
 πεθαίνοντας έρχεται η ποίηση
++
το ποίημα
δεν είναι αλήθεια
δεν είναι ψέμα
είναι το ουράνιο τόξο
του ποιητή 

++
 
φύτρωσα

στην πέτρα και στον φόβο

++

 
χωρίς βροχή μεγάλωσα

 λιθάρι φως σκοτάδι

++

 
στη γλώσσα μου

 κλίνεται η ψυχή
 σ' όλες τις πτώσεις

++

 
όταν τα σύμφωνα φλέγονται

 ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ο μουγκός ποιητής / Καλλίνος Χριστόδουλος

Ο μουγκός ετούτος ποιητής,
που τον βαραίνει η οργή των τρομερών ανέμων
η θλίψη των κλειστών παραθυριών
των ερημωμένων δρόμων η οδύνη.
ο μουγκός ετούτος ποιητής
που τον βαραίνει η σιωπή,
η αδικία των αιώνων,
ο μουγκός ετούτος ποιητής,
δεν θα μιλήσει…

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΗς ΨΥΧΗΣ

(Και εγένετο Εύη Ζυμπουλάκη)
Το ΔΙΑΜΑΝΤΙ της ψυχής  λατρεία
δάκρυα της γαρδένιας Άνοιξή μου
σούρουπου το φως Εσύ.
Πάνε κι έρχονται τα χελιδόνια
φθινοπώρου μοναξιά
μα η ποίηση της καρδιάς μου
ωρολόγιον μουσικής.
Πρωινού τρισάγιο χρόνου
κρίνοι, γιασεμιά, λευκά τα φούλια
και το γέρικο πουλί
ανασαίνει ανταρσία.
Λιγοστός ο χρόνος
προσευχή ζωής.
Πιάσαμε τα χέρια και τα μάτια εκ βαθέων
το ουράνιο τόξο.
Στη μορφή του ονείρου
τ΄  όνειρο μας ένα.
Ένα Εσύ, Ένα εγώ
και οι γλάροι συντροφιά μας
στο πλατύ η θάλασσα
Το παραπάνω ποίημα του Στέφανου Ζυμπουλάκη γράφτηκε στις 24 Μαίου 2010.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Η μαύρη μπαλαρίνα / Νικήτα Δάφνη



Σήμερα πήρε το γράμμα
στα χέρια της
το φως από την υγρή πλατεία με τα ψηλά φανάρια
γλιστρά στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου
το κρυστάλλινο πρόσωπο ακουμπάει στην άδεια παλάμη
-πρέπει να σε αφήσω πια-
Το φόρεμά της λάμπει κάτω από τη φωτισμένη ομπρέλα της σκυφτής κάμαρας
τα παπούτσια με τις μαύρες κορδέλες ισορροπούν στις μύτες ανάποδα σε ταβάνι
με αγγέλους και τριαντάφυλλα από μαλακό χαρτί
χορεύει με τα χέρια ανοικτά σε κύκλους
από λευκή κιμωλία και παλιά φαντάσματα
χωρίς μουσική, όμως όλα είναι όμορφα
μόνο ο ήχος της μυστικής ιστορίας οδηγεί τον παράξενο ρυθμό της
-θέλω να πάω εκεί έξω χωρίς εσένα-
Ο χορός δυναμώνει,
το δωμάτιο μεγαλώνει,
το σώμα  αιωρείται τεντωμένο σαν σχοινί,
το γράμμα εκεί
πάνω στο χαμηλό τραπέζι του περσινού ονείρου
όταν η μαύρη μπαλαρίνα σωριάζεται στο πάτωμα,
σε μια λίμνη
από το δάκρυ
μιας ανόητης
νύχτας.

Ο μολυβένιος άνθρωπος / Νικήτα Δάφνη



Και ξαφνικά
απλώνει το χέρι
και πετάει τη χρυσή
επιταγή στο ποτάμι
που στις όχθες του
ανασαίνουν με δυσκολία
ανάμεσα σε βρώμικα σεντόνια
και τυφλά σκυλιά
οι απόκληροι της μολυβένιας χώρας
με τα κλειστά παράθυρα
και τα κρύα μπαλκόνια
Ανεβαίνει στην άκρη του μεγάλου γεφυριού
πετάει από το κεφάλι
το στέμμα του δειλού άρχοντα
ξεριζώνει από το βαρύ παλτό
τα μικρά πολύτιμα εικονίδια της νίκης
ανοίγει τα μακριά του χέρια
και πηδά
στο κενό.

Παγωμένα πουλιά / Νικήτα Δάφνη




Αυτά που μου
δίνεις είναι ψίχουλα για παγωμένα πουλιά 
που κρέμονται τα βράδια στα παράθυρα  των σπιτιών
των ρημαγμένων πόλεων.

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

ΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΟ ΠΟΙΗΤΗ


Ως πότε θα στήνεις καρτέρι
στα τραγικά συμβάντα
με απώτερο σκοπό ιδία οφέλη
Ένα ποίημα να έγραφες
για τον αγνοούμενο αρκούσε
Με μια ολόκληρη όμως συλλογή
βεβήλωσες εντέλει τον πόνο
της δικής του αγαπημένης.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ


Σήμερα που τα ποιήματα
κυκλοφορούνε συστημένα
πρέπει να βρω κι ’γω προξενητή
κι ας τον καλοπληρώσω
αλλιώς θα πρέπει ν’ αρκεστώ
σε δύο ή τρεις ομότεχνους μου
Αν κι αυτοί με απαξιώσουν
το δυσοίωνο μέλλον σου τέχνη
με σκεύος ποιητικής δεν θα επιβαρύνω
Τρόμαξα σαν άκουσα τα πουλιά να κρώζουν.

ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΑΚΑΚΙ



Στο μουντό Λονδίνο
τον έδιωξαν από τη δουλειά
γιατί φορούσε καφέ σακάκι.
Χρώμα αντιεπαγγελματικό
όπως του εξήγησαν
Δείλιασε να τους πει
ότι καφέ είναι οι κορμοί των δέντρων
καφέ είναι και η γη που κατοικούμε
Φόρεσε γκρι κουστούμι κι επέστρεψε
επαγγελματίας στη δουλειά
Στη μέσα τσέπη είχε
τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.

ΔΙΑΙΡΕΣΗ


Για τη διαίρεση
από μικρός κουβαλώ τον φόβο
Όταν την έμαθα στην Δευτέρα τάξη
τον τόπο μου διαίρεσαν
σε δύο πράξεις
Τώρα που την μαθαίνω
στο δικό μου το παιδί
Φοβάμαι
Το πηλίκο θα επικυρωθεί.

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΚΡΟΒΑΤΗ


Θα συντάξω βιβλίο σχολικό
χωρίς φασαρίες
Κηπουρό θα προσλάβω
να ψεκάζει τη μνήμη
σαν την ψώρα την άνοιξη
Χαριτωμένα θα συνοψίζω
αιματηρά γεγονότα
σε βωμούς κινουμένων σχεδίων
Υπόσχομαι να ταυτίσω τις δάφνες
με τους Βeat ποιητές
Να συστήνω ασκήσεις ισορροπίας
το σούρουπο
Να περνώ την ιστορία
δυο φορές από το μηχάνημα
κοπής του κιμά
Να φαίνομαι πολίτης του κόσμου
Ποιου κόσμου δε θα ρωτήσω
Διατάξτε κύριε!

ΓΙΑΤΙ ΣΒΗΝΕΙΣ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ



Σ’ έγραψα, σε ξανάγραψα
σε δούλεψα
κι όταν κατάλαβες
ότι σε προόριζα για ποίημα
έγινες έξαλλο.
Δεν ντρέπεσαι μου ’πες
Τόση δουλειά
για να μείνω αδιάβαστο
Πες με στιχούργημα
Δώσε μου μέτρο
Να ’χω ελπίδα τραγουδηθώ
αλλιώς σ’ εγκαταλείπω
Δάκρυσα
Δεν είμαι προϊόν ευαισθησίας
είπες αμείλικτα
πριν σβήσεις αγριεμένο.

ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΜΥΘΟΣ


Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος τόσο νωρίς
Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος
Να μη ζήσουμε ως κατ’ εξοχή θνητοί
Είναι κρίμα να γίνουν οι μικρές μας χαρές
ξένες χαρές
Είναι κρίμα οι λύπες μας
να αποκτήσουν διαστάσεις εξωπραγματικές
Είναι κρίμα να μην παραμείνει κάτι
καθαρά προσωπικό
Να μην κρατήσουμε μια μας ήττα
εμπιστευτική
ένα μας όραμα υπερρεαλιστικό.

Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος
ερήμην της δικής μας ψυχής

Βάκης Λοϊζίδης (μικρό βιογραφικό)

Ο Βάκης Λοϊζίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1965. Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά με θέμα τον τουρισμό στην Αγγλία. 

Ποιητικές συλλογές: 

  • "Ποίηση και Κολάζ", Λευκωσία 1995· 
  •  "Χειροποίητα Μηχανής", εκδ. Ορίων, Λευκωσία 1999· 
  • "Κινητά Μνημεία", Λευκωσία 2002· 
  • "Σε ώρα Αιχμής", εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, 
  • "Κλαράκι σπάζει", εκδ. Γαβριηλίδης 2007 και
  •  "Τα στοιχειώδη", εκδ. Γαβριηλίδης 2009.

Σαν άλλοθι οι λέξεις (απόσπασμα) / Μιχαηλίδης Μάριος

Σαν άλλοθι οι λέξεις
Κι ο ποιητής υψώνει το σώμα του
Καιόμενος
Μα ούτε φθόγγος κραταιός
Μόνον ανάσες χνώτο προβάτου
Πριν απ’ τη σφαγή
Ή σαν νεφέλη απλωμένη
Στο σώμα στρατιώτη που ξεψύχησε
Βογκώντας όνειρα παιδικά.
Αποκεφαλισμένοι φθόγγοι
Τυμπανισμένοι ήχοι
Κραυγές αλυχτώντας
Σαν άλλοθι οι λέξεις
Γυρεύουν δικαίωση

Και φρύαξε η αυγή
Καθώς μας άνοιγαν τα σπλάχνα οι οβίδες
Και δεν μπορώ σου λέω να μη θυμάμαι
Και σκοτείνιασε μου λες
Τα κορίτσια μας κλειστά
Σαν άνθη και δεν έστερξαν το φως.
Η Μαίρη η Χρύσω κι η άλλη Μαίρη
Με τους λωτούς στα στήθη
Και σκοτείνιασε Κι ούτε που ξέρω
Πώς θα βγει και τούτη η νύχτα

Λοιπόν πώς εκλαμβάνεις
Τα όσα τεκταίνονται
Σιωπάς
Ωσάν να συνηγορείς μου φαίνεται
Και εκείνος ο Καρδιανός ο Θραξ
Πού έπεσε στα ανοιχτά του Κιτίου
Να πούμε πως δεν υπήρξε ποτέ
Άλλωστε με αρχαία φαντάσματα δεν πλάθεται η Ιστορία
Βέβαια παραμένει εκείνη η λευκή λήκυθος
Τοις εν Κύπρω πεσούσι
Μα και σ’αυτό θα δώσουμε απάντηση
Ναι πρόκειται περί ψευδεπιγράφου
Τώρα ως προς «τα κόκκαλα που λευκαίνονται
Στις ακτές μας» το ματωμένο πουκάμισο
Του τελευταίου στρατιώτη κλπ., κλπ
Ας το παραδεχθούμε πώς όλα υπήρξαν εν φαντασία
Είναι ρομαντικοί σου λέω οι ποιηταί
Πολύ ρομαντικοί

Να βαδίζεις ώρα μεσάνυχτα
Γυρτή η ματιά στους ώμους
Μια σκιά να πασχίζει λοξά
Τα λόγια που ακούς
Και να σέρνεις ένα βήχα
Στο στόμιο του φεγγαριού αργά
Τα βήματα σου ώρα μηδέν

Λόγος αντίφωνος
Στην όρχηση του μυαλού
Καθώς αρχινάς τον κανόνα
Ψαλμωδία μεσονύκτια
Εκεί που θροΐζουν φυλλωσιές
Και φιλήματα λάγνα
Τροπαιούχε ερωτικέ
Κανοναρχείς τη ζωή με το λόγο σου
Σαν άξαφνα ο πεπτωκώς μου φθόγγος
Ανοίγει τις φτερούγες του
Στο αιθέριο Σύμπαν

Σαν κάτι μια υποψία
Ψηλαφώντας αδιόρατους παλμούς
Και ήχους συριστικούς
Μιας ανάσας κεκαυμένης
Πώς όταν επέρχεται σκότος
Και μυριάδες θρύμματα
Του αντιρρόπου φωτός
Περιλούζουν το συμπαντικό κενό
Και μέσα σε όλα αυτά
Ασθμαίνει η εσωλέμβιος Μαρία
Τα έξω του κόσμου καταμετρώντας
Σαν κάτι μια υποψία
Το «αχ» που της έλαχε
Στα περίχωρα μιας νυκτωδίας
Και η αγωνία της να φθέγγεται
Καμπύλους υμεναίους
Στα άωρα μιας ευμέλειας
Ο ίσκιος της με τις ευθυτενείς προσδοκίες
Καθώς η Μαρία συρρικνώνεται υποδορίως
Μες στην ευρυχωρία του κάτι



.....................