Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022
Ο γιατρός Θρασύβουλος Ρώπας, ο πρωτοπόρος του Ιατρικού λογοτεχνικού κινήματος της Κύπρου.
γράφει ο Αντωνιάδης Σωκράτης (αναδημοσίευση από τη σελίδα του συγγραφέα σε Κοινωνικό Δίκτυο)
Ο Θρασύβουλος Ρώπας Κιτιεύς1, όπως τον αποκαλεί στο έργο του ο Ελλαδίτης λόγιος Αθ. Σακελλάριος γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1841. Ήταν γιος του Χατζηκωνσταντή Ρώπα από τα Λεύκαρα και της Θηρεσίας, κόρης του προύχοντα Αντρέα Δαυΐδ Πτολεμαίου που καρατομήθηκε το 1821. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και το Παρίσι. Το 1869 πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου ήταν εγκατεστημένος ο αδελφός του και άσκησε για δύο χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Όταν επέστρεψε στην Κύπρο η οθωμανική διοίκηση τον διόρισε στρατιωτικό γιατρό στη Λάρνακα. Ευρισκόμενος στη γενέτειρά του συμμετέχει τον Φεβρουάριο του 1878 στην ίδρυση του Γραικικού (αργότερα Ελληνικού) Αναγνωστηρίου «Ο Κιτιεύς»2. Το 1880 η βρετανική διοίκηση τον διόρισε επαρχιακό γιατρό στη Λεμεσό3. Λίγο μετά βρέθηκε στη Λευκωσία, όπου ως ιδιώτης γιατρός διακρίθηκε για την επιστημονική του επάρκεια και την επαγγελματική του φιλανθρωπία, γι αυτό και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό της πρωτεύουσας.
Όπως αναφέρουν η Αγνή Μιχαηλίδου στο βιβλίο της «Χώρα η Παλιά Λευκωσία»4 και ο Β. Πετρίδης σε άρθρο υπό τον τίτλο «Τύποι της Λευκωσίας» στο περ. Τάιμς οφ Σάιπρους5, καβάλα σε γαϊδούρι, συνήθεια της εποχής, και συνοδευόμενος από τον φαρμακοποιό του, ο οποίος έκρουε τον κώδωνα και φώναζε «ποιος θέλει να δει τον γιατρό», ο Ρώπας, γυρνούσε στους δρόμους της Λευκωσίας και παρείχε σε όποιον τον καλούσε τις ιατρικές του υπηρεσίες, ενώ ο φαρμακοποιός συμπλήρωνε την ιατρική πράξη με τα ανάλογα φάρμακα. Ο Β. Πετρίδης, στο ίδιο άρθρο, χαρακτηρίζει τον Ρώπα επιβλητικό στην εμφάνιση, καλό γιατρό, αστείο τύπο, ιδιόρρυθμο και είρωνα. Η εφ. Ένωσις γράφει: «εν τη επιστήμη, ην αφιλοκερδής, ουδέποτε εκμεταλλευόμενος την απειρίαν και την άγνοιαν των πασχόντων… συνεχώς ανεκούφιζεν εν κρυπτώ και παραβύστω τους ενδεείς και απόρους»6.
Αναφερόμενος στον ευτράπελο, γεμάτο χιούμορ και πνεύμα χαρακτήρα του που τον έκαναν περιζήτητο στις συντροφιές, ο Κύπρος Χρυσάνθης σημειώνει7: «Υπάρχει μια φράση σε παγκύπρια κλίμακα, περισσότερο, όμως στη Λευκωσία, η εξής: “Χρωστάς του Ρώπα”. Η φράση αυτή τουλάχιστον στον χώρο της Λευκωσίας, σήμαινε πως ο χαρακτηριζόμενος, είναι μισότρελος. Τούτο οφειλόταν στον ιδιότυπο και χιουμορίστα γιατρό Θρ. Ρώπα, που οι παραξενιές του, τόσο στην ιδιωτική του ζωή, όσο και στην επαγγελματική, προκαλούν και σήμερα κατάπληξη…»
Ύστερα από ένα άτυχο γάμο το 1888 «… μετά της σεμνής και διά πολλών προτερημάτων κεκοσμημένης δεσποινίδος, Ζωής Γ. Μιχαηλίδου»8 και μια δερματολογική ασθένεια που τον βασάνιζε χρόνια, πιθανόν καρκίνος ή ψώρα, ο Θρασύβουλος Ρώπας, αυτός ο αισιόδοξος και ευφυολόγος άνθρωπος περιέπεσε σε απόγνωση και μελαγχολία θέτοντας τέρμα στη ζωή του το 1890 σε ηλικία 49 χρονών.
Ήταν ο πρώτος που εξέδωσε το 1879, έναν χρόνο μετά την έναρξη της αγγλικής κατοχής, το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο στην Κύπρο, μια ποιητική συλλογή έκτασης 18 σελίδων με τίτλο Ποιημάτια. Περιλαμβάνει 7 ποιήματα, τα περισσότερα μακροσκελή και ένα μεταφρασμένο ποίημα του Γάλλου Lamartine. Εκδόθηκε στο τυπογραφείο T. Mασκάλκη στη Λάρνακα. Το 1884 ακολούθησε μια δεύτερη συλλογή που εκδόθηκε από το τυπογραφείο Κύπρος του δημοσιογράφου Γ. Νικόπουλου στη Λευκωσία. Περιλαμβάνει 7 μακροσκελή ποιήματα. Και οι δύο συλλογές είναι γραμμένες στην καθαρεύουσα, με κάποια στοιχεία δημοτικής στη δεύτερη. Ποιήματα που δεν συμπεριλαμβάνονται στις δύο ποιητικές συλλογές καθώς και έμμετρα αινίγματά του, που ήταν μια μόδα της εποχής, βρίσκονται δημοσιευμένα στις πρώτες κυπριακές εφημερίδες και σε περιοδικά της Σμύρνης.
Ήταν από τους πρώτους Κύπριους ποιητές του 19ουαιώνα. Έγραψε λυρικούς, αισθηματικούς και φυσιολατρικούς στίχους.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής του 1879 Η Χρυσαλλίς γράφτηκε με φυσιολατρική και ερωτική διάθεση (αναφέρω την πρώτη στροφή, σ. 3).
Εις κήπον ήμην χλοερόν, εις εύοσμον ανθώνα / Που κελαδούσι τα πτηνά του παραδείσου μόνα. / Εκστατικώς εκύτταζον την φύσιν την ανθούσαν / Την μελωδίαν των πτηνών ακούων αντηχούσαν. / Των μεν υδάτων η ροή προς ταύτην συνεφώνει / Και τ’ άνθη χρυσοΰφαντος εφαίνοντο σινδόνη, / Το δε ποικίλον των φυτών και των πτηνών συγχρόνως. / Πανόραμ’ ήτον θελκτικόν που καταστρέφ’ ο χρόνος […].
Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής με τίτλο Το Πάθος κυριαρχεί ο λυρικός ερωτισμός. Γράφτηκε το 1872 (12 πρώτοι στίχοι, σ. 4).
Τούτους τους στίχους μου, εις σε, εις σε, αφιερώνω / Και δι’ αυτών του πάθους μου τους πόθους εκληρώνω. / Εις σε να είπω χρεωστώ οπόσον η ψυχή μου / Σε αγαπά περιπαθώς, και τρέμει η ζωή μου. / Συ της καρδίας το τρωτόν επλήγωσας το μέρος, / Και φλόγες διεχύθησαν, και εγεννήθ’ ο Έρως. / Σε μόνον η καρδία μου επόθησε φιλτάτη, / Σε η ψυχή μου θα ποθή κι’ εν ώρα τη εσχάτη. / Αν της καρδίας τους παλμούς θελήσης να μετρήσης, / Αμέσως πόσον σ’ αγαπώ, ω φως μου, θα νοήσης. / Σε όταν βλέπω, ποθητή, τον ύψιστον δοξάζω, / Και το φλογώδες όμμα σου ερωτικώς κυττάζω / […].
Για τον Δ. Κριεζή ο γιατρός Θρασύβουλος Ρώπας από τη Λάρνακα, έγραψε το πιο κάτω πατριωτικό ποίημα. Απαγγέλθηκε από μαθήτρια του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία προς τιμή του αντιναυάρχου Δημήτριου Κριεζή, κυβερνήτη του ελληνικού εκπαιδευτικού πλοίου Ναύαρχος Μιαούλης που επισκέφτηκε την Κύπρο τον Μάιο του 1884. Βρίσκεται στη συλλογή του 18849.
Υπερηφάνως Σε χαιρετίζει / Το πλήθος σύμπαν των πολιτών. / Το όνομά Σου υπενθυμίζει / Ενδόξων οίκον αγωνιστών. / Στην άφιξίν Σου πάσα καρδία / Πάλλει, Μιαούλη, Ελληνική, / Ης πόθος είναι «Ελευθερία / Και ημετέρα αυτή η γη». / Την ανθοδέσμην προσφέρω ταύτην / Εις σε, του έθνους γενναίον ναύτην, / Μετά των άλλων συνευχομένη / Των Ελληνίδων των παρουσών / Όπως αθάνατος πάντα μένη / Υμών η δόξα των Κριεζών. / Είπατε, ναύται, εις την Πατρίδα / Καρδίαν ότι Ελληνικήν / Έχομεν πάντες, και την Ελπίδα / Επί σημαίαν την Εθνικήν (Εν Λευκωσία τη 30 Μαΐου 1884).
Τα τελευταία του ποιήματα, που είναι και τα καλύτερα, εκφράζουν τη μελαγχολία και τη βαθειά απαισιοδοξία στην οποία περιέπεσε λόγω των προσωπικών του περιπετειών που τον οδήγησαν τελικά στην αυτοχειρία. Ένα Άτιτλο, δημοσιεύτηκε στην εφ. Φωνή της Κύπρου το 188510 (δύο πρώτες στροφές):
«Εις τον κόσμον εν άνθος εφάνη, κι’ ήτο άνθος αυτό δροσερόν. / στον ορίζοντα μόλις εξήλθε, / Και ανίατος νόσος εισήλθε, / Και κατέστη το άνθος ωχρόν. // Τρυφερά μόλις άνοιγε φύλλα, και φυσά καταιγίς φοβερά! / Δεν τ’ αφήκεν η φύσις ν’ ανθήση! / Αλλά πριν το κλωνί του στολίση / Ήλθ’ ευθύς η φρικτή συμφορά […]
Σε ένα άλλο ποίημα με τίτλο Πικρά αλήθεια που δημοσιεύτηκε λίγο μετά τον θάνατό του στην εφ. Ένωσις παρεισφρέει η ερωτική απογοήτευση και η παράδοση από τις χαρές της ζωής (αποσπάσματα)11: Αν φλογερούς οφθαλμούς / απαντήσης ποτέ σου και λαύρους, / Πνέοντας πυρ και με πάθος, καλούντας εις έρωτος μάχην./ Μεγαλοπλόκαμος αν καλλονή / εμπαθές σ’ ατενίση με βλέμμα, / Κ’ υποσχεθή μειδιώσα προς σε, / παραδείσοτ γηίνου τας τέρψεις, Κι’ αν ουρανία φωτίζη ακτίς, / το μειδίαμα τούτου του κάλλους, / Αηδονόστομον κόρην της Εύας / εάν κατά τύχην ακούσης, / Άσμα γλυκύ και αγγέλων φωνάς / τεχνηέντως να ψάλλη, / Μη την πιστεύσης ω μη / την πιστεύσεις θνητέ εάν θέλης, / Και την ζωήν σου και νουν / και καρδίαν ησύχους να έχης /… / Δόλιον είνε το βλέμμα / πολλούς απατήσαν αθώους. / Δώσαντας πίστιν εις λόγους / ψευδείς γυναικός και δολίους. / … // Έπαθον τόσα δεινά / και τοσαύτας εγεύθην πικρίας, / Εκ χαρακτήρος τοσούτον / ψευδούς και εντέχνως δολίου. / Καίει το στήθος μου τόσον / και πάλι η καρδία τοσούτον, / Ώστε αδύνατον πλέον / μοι είνε σιγήν να τηρήσω. / Δάκρυα πλήρη πικρίας, / ας χύσω θρηνών την γαλήνην, / Ήτις εξέλιπε πλέον / κ’ εκ της ψυχής, και καρδίας και νουν μου».
Ο Θρ. Ρώπας μπορεί να θεωρηθεί ο πρωτοπόρος μιας παράδοσης που θέλει αρκετούς γιατρούς στην Κύπρο να ασχολούνται με τη λογοτεχνία.
Το κείμενο από το ανέκδοτο βιβλίο μου: "Λογοτέχνες του 19ου και 20ού αιώνα. Καταγόμενοι ή σχετιζόμενοι με τη Λάρνακα".
Βλ. Ανδρέας Κλ. Σοφοκλέους, Θρασύβουλος Ρώπας, Γιατρός και Ποιητής, Κυπριακή λογοτεχνία του ΙΘ΄ αιώνα (2001), Βιογραφικά: Κουδουνάρης (2018), τόμ. Β΄, σς. 708-709. Πασχάλης Κιτρομιλίδης, Κυπριακή Λογιοσύνη, σ. 234. περ. Κυπριακαί Σπουδαί, τόμ. Μτ (1979), σς. 172-173, 1. Αθ. Σακελλάριου, Τα Κυπριακά, τόμ. Α΄, σ. 801, 2. Λ. Παπαλεοντίου, Η πνευματική κίνηση στη Λάρνακα κατά τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας, «Πρακτικά Δευτέρου Κιτιακού Συμποσίου, Κίτιον-Λάρνακα διά μέσου των αιώνων», σ. 209, 3. Κ. Πιλαβάκης, Η Λεμεσός σ’ άλλους καιρούς(1997), σ. 288, 4. Αγνής Μιχαηλίδου, Χώρα η Παλιά Λευκωσία (1977), σ. 109, 5. περ. Τάιμς οφ Σάιπρους, 15 Οκτ. 1958, τόμ. Γ΄, Αρ. 33, σ. 54, 6. εφ. Ένωσις, 20 Φεβρ. 1890, 7. Κύπρος Χρυσάνθης, Μικρά πορτραίτα Κυπρίων, Ελληνικός Πνευματικός Όμιλος Κύπρου (1993), 112, 8. εφ. Σάλπιγξ,24 Σεπτ. 1888, 9. Ρώπας, Ποιημάτια (1884), σς. 18-19. Αχ. Λυμπουρίδης, «Το πρώτο ερασιτεχνικό θέατρο», Ιστορικές πραγματείες, (παραλλαγμένο), σ. 5, 10. εφ. Φωνή της Κύπρου, 19 Σεπτ. 1885.Σοφοκλέους, σ. 46, 11. εφ. Ένωσις, 28 Φεβρ. 1890. Σοφοκλέους, σ. 49.
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022
ΔΙΨΑ / Χατζήπαπα Βασίλκα
Τυχαίνει
στην έρημο
πλανόδιος οδοιπόρος
διψασμένος
κρυστάλλινη πηγή
να προσπεράσει
παίρνοντάς την
για οφθαλμαπάτη.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΟΜΗΣΗ / Χριστοφίδης Τίτος
Μπορεί να ήταν κάποτε
ρευστό
και
φευγαλέο
με άλλη δόμηση όπου κανένα
όριο
είτε
φραγμός
να μην προσδίδει σχήμα σε προθέσεις
ορατές,
ενδογενείς
αόρατες
ή και υποβολιμιαίες
του αχαλίνωτου ρυθμού.
Να συλλαμβάνει λέξεις
σε ξόβεργα νοητικά και
άνομος συντελεστής των θρύλων
να καθορίζει την συντέλεια
ως μέθοδο απόρριψης θανάτου
του καλού
με την
αφαίμαξη κακού.
.
Τώρα το συμπαγές μυαλό
είναι αντίθετο με το κενό ως χώρο
άθλια σκέψη
όνειρα δειλά
μνήμη ακατέργαστη
και ψέμα πολυδύναμο.
Το συμπαγές μυαλό δεν έχει διαστάσεις
μια και η γνώση διαστέλλεται με όρους μη τελειωμένους.
ΑΔΕΙΕΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ / Γαλανού Αλεξάνδρα
Χαρτογραφώ τοπία ψυχής
Χρονομετρώ στιγμές απόντων
Γράφω ένα ποίημα για το καλοκαίρι
το σβήνω και αρχίζω
μια ιστορία μικρού έρωτα
μεγάλης διάρκειας,
ίσως θα προτιμούσα ένα μεγάλο έρωτα
μικρής διάρκειας.
Μαζεύω από το πάτωμα μαυρόασπρες
φωτογραφίες που ξεκόλλησαν
από τ’ αλμπούμ του ’60,
εδώ μια εκδρομή, εκεί ένα χαμόγελο.
Έπαψα να μετρώ τα χρόνια
είναι και οι ασκήσεις του μυαλού που με κουράζουν
Θάλασσα / Αθηνά Τέμβριου
Είναι βαθιά η θάλασσα
μα των ανθρώπων
οι σκέψεις βαθύτερες.
με τα πλοκάμια του νου,
με την αλμύρα στα σφιγμένα χείλη
και με το φόβο σαν μανιασμένο,
κύμα που μόλις ξεστράτισε.
Αθηνά Τέμβριου
Ήλιος και Άνεμος
Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022
Επινίκια / Μαντά Λαζάρου Ευφροσύνη
Και λησμονήθηκαν όλοι οι πόνοι
Ανθίζουν μόνο τα επινίκια κλωνάρια των νέων
Που στα χέρια βαστώντας κινούν ζωηρά
Ευλογητός εστίν ο θάνατος
Ευλογητός, ευλογητός ο Έρως.
( Από την ποιητική συλλογή "Ερωτόπληκτος Γραμματικός" )
H ΓΑΒΑΘΑ / Κωνσταντίνου Δέσποινα
Της Παρασκευής ο εσπερινός
ψηλαφούσε κεκοιμημένη αθανασία
κεντημένη στους σήμαντρου τους παλμούς
κι η γυναίκα έβγαζε τη γαβάθα
αντίκρυ στ’ Αγιονόρος.
Ρεβίθια αχνιστά ξενοδοχούσε η γαβάθα
ζεστοκούλουρο κι ένα κανάτι στο πλάι
καλοτύχισμα των αστεριών
π’ αποχαιρέτησαν της φθοράς τις παλινδρομήσεις
φίλεμα τ’ άδειου αδελφού
ζητιάνου των ανέμων.
Ήρθε μια Παρασκευή
γαβάθα ορφανεμένη
λυχνάρι που ‘σβησε η γυναίκα
ψυχή λευκόφτερη πια
ενορχήστρωνε στις δόσεις της αγάπης προσευχές
κι έκανε τη βροχή αρτηρίες υδάτων
στο κανάτι να μαζεύoυν τους αέρηδες
τ΄ αρτύματα να εξαχνώνουν
που ‘βαζαν στην κατσαρόλα
νεράιδες των τέμπλων
κι αρχάγγελους να ρίχνουν προσκλητήρια
στα κανάλια της ανάγκης
φίλος, διαβάτης, μα κι εχθρός
να φάει, να ξαποστάσει.
ΔΚ2020
Συμμετοχή στον Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης με θέμα την ανθρωπιά, στη μνήμη π.Γεωργίου Διαμαντοπούλου,ποιητή-εκπαιδευτικού(Θάσος,Ελλάδα)
Συμφορά / Κολοσιάτου Φροσούλα
Φυσάει δυνατός πουνέντες
Όμως ο πνιγμός καταλήγει αθέατος
Οριοθετεί τα κύματα
Βαθύφωνη η μέρα υποκλίνεται
Αποσυντονίζει ο καιρός
Και ο κραδασμός της νύχτας τεμαχίζει
Μέσα σε λαβύρινθους υγρούς
Πέτρωσαν οι υπόγειες στοές
Και ο θάνατος
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ / Γαλανού Αλεξάνδρα
Πώς να γράψεις ένα ποίημα
εσύ
που σε τυλίγει η θαλπωρή
και προσπαθείς να νιώσεις
το κρύο της ψυχής
του κοριτσιού εκείνου
που δεν ήθελε να φύγει;
Ύστερα είναι και τα μάτια της
που πάγωσαν τη στιγμή
της εγκατάλειψης.
Είναι το βλέμμα της
που γυρεύει την κούκλα
που έμεινε ορφανή,
το σπασμένο ποδήλατο
στην αυλή
κι εκείνο το αγόρι
που της έστειλε φιλί
και ίσως ακόμη να την αναζητεί
ανάμεσα στα παραπήγματα,
στα χάρτινα σκέπαστρα
και τις πολύχρωμες μπουγάδες
στον αέρα.
Ξημέρωσε πάλι η μέρα
κι όμως
το κορίτσι που δεν ήθελε να φύγει
περιμένει το σκοτάδι
την ώρα που τ’ άστρα
θα μπουν στα όνειρα της,
να φωτίσουν το αύριο
και να φτιάξουν τον κόσμο
όπως πριν…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
«Στο πουθενά στο μέχρι πότε και το γιατί».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)