Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Αστεράκια / Γεωργίου Μαρία



Δυό αστεράκια, δυό, κι άλλα δυό πιο πέρα
Που ξαφνικά φωτίστηκαν μες τον πυκνό αιθέρα
Δυό αστεράκια, δυό, αγκαλιασμένα κι ένα
Θαρρείς πως θα θυμήθηκαν της γης μας τα ωραία.
Δυό αστεράκια, δυό, κρατιούνται χέρι-χέρι
Και τη δροσιά εφύλεψαν, μέρα μεσημέρι
Δυό αστεράκια, δυό, ταξίδεψαν ως χάμω κι
Άλλα δυό, να, έτρεξαν κι άξαφνα τα χάνω.
Δυό αστεράκια δυό κι άλλα δυό πιο πέρα
Κι έγιναν χίλια δυό μες τον ζεστό αέρα
Αστεράκια λαμπερά, γίνατε δοξασμένα
Γέμισ’ο τόπος χίλια δυό, φωτάκια στολισμένα
Αστεράκια μου δυό δυό, κρατάτε, να σας φτάσω
Και στα πόδια σας σκυφτός να σας αγκαλιάσω
Γέμισ’η πλάση χρώματα δυό, δυό αγαπημένα.
Αστεράκια χίλια δυό μες τη ψυχή κρυμμένα.

Βασίλης Βασιλακκάς (μικρό βιογραφικό)

Ο  Βασίλης Βασιλακκάς με καταγωγή από το Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου το 1947.  Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Αυγόρου και ακολούθως φοίτησε στο Εμπορικό Λύκειο Αμμοχώστου, το οποίο στην πορεία άλλαξε όνομα και έγινε Β’ Γυμνάσιο Αμμοχώστου, από το οποίο και αποφοίτησε το 1965. Κατάγεται από οικογένεια ποιητάρηδων και ασχολείται με την κυπριακή παράδοση από τα παιδικά του χρόνια. Εργάστηκε ως εκτελωνιστής στο Λιμάνι Αμμοχώστου. Το 2021 εξάδωσε την ποιητική συλλογή: «Του Αβκόρου το πορίζιν»

Βασίλης Βασιλακκάς : Ένα πόιημα

 Που τα μιτσιά τα γρόνια μου έταξα το σκοπόν μου
της Τζύπρου την παράδοσην
να’ χω για μεταλάβησην,
πίστην τσαι λάβαρον μου.
Τζαι μάχουμαι δειλά – δειλά
Πάντα σεμνά τσαι ταπεινά γρόνια να της χαρίσω
Τζιαι κάμνω της το δρώμα μου νερόν να την ποτίσω

Βασίλης Βασιλακκάς : Ένα ποίημα

 «Έθιμα τζιαι παράδοση πάντα να ν’ ο σκοπός μας
τούτα μας εκρατήσασιν φορές μα αναστήσασιν, εν ο πολιτισμός μας».
Σήμερ’ αλλάξαμεν ζωήν, κοντέφκουν να χαθούσιν
Ούλλοι μας να πασκίσουμεν
Πα’ στα παλιά να χτίσουμεν,
Να διατηρηθούσιν».

ΤΟ ΑΜΜΑΤΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΟΥΣ



Τον άντραν της εθάψαν τον, την ίδιαν ημέρα,
τζι’η Μαρικκού πιον σκέφκεται, πώς θα τα φκάλει πέρα,
μ’έναν μωρόν εφτά χρονών, που δεν θά σιει πατέρα; .

Η Μαρικκού με βάσανα, τζιαι πίκρες εν χορτάτη!
Πριν πέντε χρόνια έχασεν, το έναν της αμμάτι,
τζι’εν η καρκιά της με καμούς, πραγματικά γεμάτη!

Τωρά η μοίρ’ αλύπητα, πάλε ξαναχτυπά την!
Επήρεν της τον άντραν της, τζι’άφηκεν την σιειράτην,
τζιαι μια ζωή με βάσανα, τζιαι πίκρες καρτερά την.

Εις την ζωήν που βρίσκεται, αβέβαιη μπροστά της,
τον γιον της τον Κωστάκην της, εν νάσιει πιον κοντά της,
που πρέπει τούτη να σταθεί, ποδά τζιαι δα προστάτης.

Τζι’αφόσον με τον Κώσταν της, μόνοι τους πιον εμείναν,
επήεν τζι’έπιασεν δουλειάν, από τον πρώτον μήναν,
εις το σκολείον του Κωστή, μέσα εις την καττίναν.

Όμως ο γιος της, της λαλεί, τζιαι θέμα επιμένει,
μπροστά στους άλλους μαθητές, να φέρνεται σαν ξένη,
γιατί αντρέπεται να πει, μάνα του ότι ένει!

Είπεν μανά αντρέπουμαι, πάρα πολλά για σένα,
διότι οι συμμαθητές, ούλοι τους ως τον ένα,
εν να λαλούν τούτη στραβή, εν μάνα μου εμένα.

Η Μαρικκού πληγώθηκεν, μα όμως συνεχίζει,
στο σπίτι τον Κωστάκην της, μ’αγάπην να φροντίζει,
μα στο σκολείον έδειχνεν, πως δεν τον ηγνωρίζει.

Επέρασεν η Μαρικκού, μαράζια μεν ρωτήσεις!
Εσάριζεν, σφουγγάριζεν, σπίθκια επιχειρήσεις,
τζιαι σπούδασεν τον τελικά, με σιλιες δκυο στερήσεις.

Τζιαι ο Κωστής κάποια στιγμήν, εγνώρισεν την Ξένια,
που πότ’ εν να την παντρευτεί, ήσιεν για μόνην ένοια,
αμμά να πέψ’ αντρέπετουν, την μάναν του προξένια.

Σιγά–σιγά την μάναν του, αρκέφκει τζιαι μισά την!
Τα πλάσματα εν πλούσια! Το σπίτιν τους παλάτιν!
Πως εν να πέψει μιαν στραβήν, προξένια μ’ένα μμάτιν!

Αφού προβληματίστηκεν, τζι’αφού καλά το σκέφτην,
τζι’αφού την Ξένιαν πράγματι, παράφορα ρωτεύτην,
μόνος του την εζήτησεν, τζιαι τελικά παντρεύτην.

Η μάνα κλαίει τζιαι πονεί! Που τον καμόν εκάει!
Ο γιος της επαντρεύτηκεν, δεκαεφτά του Μάη,
τζι’ούτε που της επέτρεψεν, στον γάμον του να πάει.

Ο Κώστας επροόδεψεν, χωρίς κανένα ζόρι,
έκαμεν με την Ξένιαν του, δκυο γιούες τζιαι μιαν κόρη,
όμως η μάνα του να πα, έσσω του εν ημπόρει,

Τα δκυο σου πόδκια είπεν της, έσσω μου εν θα μπούσιν!
Μ’έναν αμμάτιν άμανα, ένθελω να σε δούσιν,
οι γιούες μου τζι” κόρη μου, γιατ’εν να φοηθούσιν.

Που το μαράζιν το πολλύν, λειώννει η καημένη,
γιατί το ξέρει δυστυχώς, εν καταδικασμένη,
στην νύφην τζιαι στ’αγγόνια της, να παραμείνει ξένη.

Μέχρι που μιαν Κυριακήν, την πολλοπικραμμένη,
ήβρεν την μια γειτόνισσα, ονόματι Ελένη,
ανήμπορην να σηκωστεί, τζιαι μισοπεθαμμένη.

Ελένη, εμουρμούρισεν, τζιαι λούθηκεν το κλάμα,
στον γιον μου τον Κωστάκην μου, κάμνω σου τουν το τάμα,
άμα πεθάνω τζι’ήστερα, να δώκεις τουν το γράμμα.

Τζι’η Μαρικκού τ’άλλον πρωίν, πάει να ησυχάσει!
Επέθανεν τζιαι θάψαν την, επήεν πιον να πνάσει,
τζι’έπιαν τζι’ο γιος το γράμμαν της, τζι’αννεί το να δκιαβάσει.

Εδκιάβασεν το μ’άμελλεν ο Κώστας να βοβώσει!
Εγείνηκεν ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσει,
τζι’αν του καχίσκαν μασιαιρκάν, έν ήταν να την νώσει.

Έγραφεν του η μάνα του, με λόγια πονεμένα,
πάντα ελάλες με στραβήν, γιε μου εσού εμένα,
μαν εδιερωτήθηκες, γιατ’είχα μόνον ένα!

Τότες θα ήσουν γιόκκα μου, δύο χρονών τζιαι κάτι,
που έπαιζες τζιαι κόντεψες, στου λάκκου τ’αλακάτι,
τζιαι γύρισεν τζιαι σούφκαλεν, το έναν σου αμμάτι.

Επήραμεσσε στους γιατρούς, τους πιο καλούς του κόσμου,
γιατί εγιώ το θέλησα, μάρτυρας ο Θεός μου,
να δώκω τόναν μου εγιώ, για νάσιει δκυο ο γιος μου.

Μιχαήλ Τσαππαρίλας : Δύο ποιήματα (αναγνώστηκαν σε εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα ποίησης στον Δήμο Σωτήρα)

 

γράφτηκα το 1964

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ
Τι θέλεις;
Να ρίξω τον ήλιο
για να δώσω στον κόσμο
τη δική σου τη λάμψη;
Τι θέλεις;
Να σκοτώσω τ’ αστέρια
να μην έχεις αδέλφια;
Τι θέλεις;
Να φέρω μπροστά σου
τη γη, τη σελήνη, το συμπάν;
Τι θέλεις;
Για πες μου τι θέλεις,
για να δεις πως σε θέλω!


ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Καθισμένος στο βράχο
αναζητώ τη μορφή σου
μικρή μ’ Αφροδίτη
μεγάλη μ’ αγάπη.
Καρτερώ να με πάρεις
στα βαθειά σου νερά
στο χρυσό σου παλάτι
στων ψαριών τη φωλιά.
Να μου δείξεις τα πλούτη,
που για μένα να κρύβεις.
Να μου δώσεις αγάπη
και μαζί μου να βγεις.
Σαν αηδόνια θα ζούμε
στη στεριά εδώ πέρα
μονοιασμένοι αιώνια
στη δική μας φωλιά.

Ανασασμοί Αγάπης : Ποιητική Συλλογή της Άντρης Περικλέους Ονουφρίου και της Σωτηρούλας Χατζηκωνσταντή Τζιαμπουρή

 

Δύο ποιήτριες της Κύπρου οι :

α. Άντρη Περικλέους Ονουφρίου και 
β. Σωτηρούλα Χατζηκωνσταντή Τζιαμπουρή

ενώνουν τις φωνές τους και δημιουργούν μια ποιητική συλλογή, 
που πλημμυρίζει από έρωτα και αγάπη. 




Παράπονο [ Άντρη Περικλέους Ονουφρίου]

Από την πρώτη μου ανάσα
γύρευα να ξεδιψάσω την ψυχή. 

Είχε μα γεύση πικρή το δείλι.

Μα όσδες φορές έκανα να πιω,
μου το παίρνανε απ΄τα χείλη. 

*
Φιλί έρωτα [ Σωτηρούλα Χατζηκωνσταντή Τζιαμπουρή]

Ένα φιλί έρανα με μύρο 
και το έστειλα να σε συναντήσει , 
ευλαβικά να τ΄ αποθεώσω εκεί...
στην άκρη των χειλιών σου.
Να ξεδιψάσει την ανάσα σου, 
ν΄αναστήσει ό, τι όνειρα σβησμένα ήταν
ριγμένα μέσα σε στάλες δάκρυα...

Ένα φιλί ΕΡΩΤΑ!

*

Αγκαλιά  [ Άντρη Περικλέους Ονουφρίου]

Θέλω μια αγκαλιά.

Ξέρεις, εκείνη που ανοίγεις τα χέρια, 
τα περνάς γύρω από τη μέση
και το πρόσωπό σου αναπαύεται
στον ώμο της καρδιάς μου. 

Εκείνη καλέ, που σφίγγεις την ψυχή 
και γίνεται όνειρο. 

*
Χαικού [ Σωτηρούλα Χατζηκωνσταντή Τζιαμπουρή]

Βρέχει έρωτα 
σταγόνες γλυκό κρασί
στο στόμα κυλούν!

Φεγγαριού χείλη,
φιλί άρωμα γλυκό
απόψε πίνω.


*
Αναμονή [ Άντρη Περικλέους Ονουφρίου]

Σε κάθε ήλιο
που κουβαλάει τη μέρα, 
σε κάθε αμυδρή χαραμάδα της σκέψης, 
επάνω στο γέλιο του μεσημεριού...

Εκεί θα σε καρτερώ αγάπη μου, 
ντυμένη το ροζ του δειλικού. 

*
Μνήμες [ Σωτηρούλα Χατζηκωνσταντή Τζιαμπουρή]

Πόσες πνοές να διψούν για ένα σου φιλί.

Σ΄ ένα κενό σταυρώθηκα απόψε.
Στο σκοτάδι γυρεύω της μνήμης το σώμα σου.

Γύρω ομίχλη... Κι εγώ...
Με τ΄ ακροδάκτυλά μου
να ντύνω τις λέξεις της ψυχής μου
που γονάτισαν γυμνές μπροστά σου!



ΕΓΚΕΙΣΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ της Αδελαΐδας Δήμου Παπαγεωργίου

 
 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 
 
     
     

Η δίγλωσση (Ελληνικά και Αγγλικά) ποιητική συλλογή "ΕΚΛΕΙΣΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ" της
 Αδελαΐδας Δήμου Παπαγεωργίου γεννήθηκε μέσα στα χρόνια του εγκλεισμού μας για να προστατευτούμε από την νόσο ''Covid-19". Μέσα στις σελίδες της θα αισθανθούμε τους φόβους, την απελπισία, το παράπονό της, τις απορίες που γεννήθηκαν, τις ατελείωτες σκέψεις της. Ο ίδιος ο τίτλος αλλά και το εξώφυλλο του βιβλίου μας προϊδεάζουν για το θέμα και τις ανασαφάλιες της ποιήτριες το σκοτεινό εκείνο χρόνο. Προσωπικά την ανάγνωσα εν μία νυκτί και εντός της βρήκα τις δικές μου σκέψεις, προφανώς και τις σκέψεις όλων. Αξίζει να μποιραστεί η ποιήτρια ότι αισθάνθηκε με όλους μας. 
 
 
 
 
 
Επέλεξα δέκα " έγλειστες σκέψεις " που σας τις παραθέτω.
 
Αντίζηλος
 
Ανάμεσα στα φλογισμένα χείλη
παρέμβηκε ζηλιάρα η μάσκα
 
Ευχή
 
Γέμισε ο ουρανός
πεφταστέρια
Μια μόνο ευχή:
Αγάπη...
 
Απορία
 
Αλήθεια πόσους θανάτους
νααντέξει η υπομονή, 
πόση μελαγχολία να μαζέψει
η αξιοπρέπειά μου;
Τον δικό μου τον θάνατο
ποιος θα τον κλάψει
να μπορέσω να τον αντέξω;
 
*
Τα Σαββατοκύριακα καταδικάστηκαν 
σε κατ΄οίλον περιορισμό.
 
*
Γεμάτες αμείλικτες προειδοποιήσεις,
σε απώλειες...
 
*
Καταντήσαμενα ποθούμε εκείνο
που μισούσαμε μέχρι χτες
την παλιά μας καθημερινότητα...
 
*
Μονάχοι πορευόμαστε στη ζωή, μονάχοι 
και στον θάνατο...
 
*
Μέιναμε κλεισμένοι σε τέσσερεις τοίχους
μετρώντας τον θάνατο.
 
*
Πέρυσι ζήσαμετην τελευταία ανέμελη 
Άνοιξη.
 
*
Αλήθεια τι να κρύβεται 
πίσω από τη νέα 
τρομοκρατία.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

ΕΛΕΝΗ / Γεωργίου Θέκλα

 


Ατέρμονη κυοφορία μιας ύπαρξης
δεδομένα αδιόρατης.

Οι ανοριακοί χαρακτήρες
δε χωράνε στη μήτρα μας.
Τα παράφορα απορρίπτουν
τα παράταιρα.

Δείκτης ψυχικής κενότητας:
Η Ελένη αγνοείται.

ΝΕΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ / Πολυκάρπου Ανδρέας

 


Περιφερόταν ώρες πολλές επί ματαίω
στους δρόμους της αγοράς και στη θάλασσα του Φαλήρου
με το πρόσωπό του σκυφτό
και το σώμα του γυρτό σχεδόν να αγγίζει τη γη.
Είχε δυο μάτια ξεπλυμένα από τα πρωτοβρόχια της ποίησης
μα στείρα τώρα πια ποτίζονταν από τις περασμένες ελπίδες.
Νέος -υπήρξε κάποτε φέρελπις- μα με τη φλόγα τώρα στα μάτια να σβήνει
και τα δάχτυλά του κυρτωμένα πια από το βάρος των στίχων.
Χέρια και δάχτυλα που τη γραφίδα μόνο γνώρισαν
και μια ψυχή που αποτύπωνε σε ξεθωριασμένους παπύρους
αυτά που οι άλλοι πετούσαν στα απορριμματοφόρα της συνείδησης.
Έψαχνε από τα σκοτάδια του Άδη να σύρει στο φως τη δική του Ευρυδίκη
μα πάντοτε οι Μαινάδες θα τον τεμάχιζαν
και η λύρα του θα επέπλεε σε βρωμερά, λιμνάζοντα νερά.
Ποτέ δεν άκουσε τον έπαινο στις συναθροίσεις όπου αγόρευαν οι ρήτορες
και ουδέποτε οι στίχοι του χαράχτηκαν σε χρυσόδετα κιτάπια.
Στις αμφικτυονίες δεν γνώριζαν τους λόγους του για τα ιερά και τα θεία.
Τι κι αν πολλές ήσαν οι φορές που εξύμνησε της φυλής του το μεγαλείο
και με την τέχνη της ποίησής του πανηγυρικούς έγραψε λόγους
κανείς δεν ενέσκηψε στα γραπτά του.
Αυτοί μόνο τον Πίνδαρο γνώριζαν, τον Όμηρο και τη Σαπφώ
και στεφάνωναν με τους κλάδους της υστεροφημίας
αυτούς που ούρλιαζαν στις αγορές
κι ας μην είχαν κάτι να πουν
παρά μόνο κάτι ακαλαίσθητους και τετριμμένους στίχους
γεμάτους ναρκισσισμό και φωνήεντα.
Αυτός ζούσε αθόρυβα.
Τη φωνή του ελάχιστοι την είχαν ακούσει.
Σε Δελφικούς δεν τον κάλεσαν της ποίησης αγώνες
και σε λαμπρές δεν συμπεριλήφθηκε το όνομά του ανθολογίες.
Πάντα περνούσε απρόσωπος και αταυτοποίητος.
Στα γυμνάσια καθόταν απόμακρα σε σκιερές γωνιές
για να θαυμάσει αθόρυβα το κάλλος των σωμάτων.
Εραστής δεν υπήρξε καμιάς εταίρας και κανενός γραμματιζούμενου κίναιδου.
Συνήθιζε να ζει άηχα κλεισμένος στην κάμαρά του.
Σε ένα μικρό δωμάτιο που, όμως, περίσσευε το φως
και η θάλασσα έφτανε στο μονό κρεβάτι του
φέρνοντας όστρακα σπάνια, καβούρια και ψάρια που μιλούσαν.
Εκεί άφηνε το σώμα του να δοθεί στους ερωτικούς αναστεναγμούς των Μουσών.
Τι κι αν στην πόλη δεν θα τον στεφανώσουν ποτέ
αυτός είναι των Μουσών ο εραστής
και στον ίσκιο των στίχων του αφήνονται να του δοθούν ερωτικά.

Τετράδιο γυμνασμάτων/ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Εδώ μπορείτε να κάνετε τις ασκήσεις σας∙

να προπονείστε κανονικά γι’ αυτά που αύριο

θα κληθείτε ν αντιμετωπίσετε κατά πρόσωπο.

Να μη σας καταβάλουν με την πρώτη∙

να μπορείτε να σταθείτε τουλάχιστο στα πόδια σας.

Έξω οι μάχες δεν αστειεύονται!

Πρέπει ν ‘αντέχετε στα χτυπήματα∙

Προπάντων στα εκτός κανόνων χτυπήματα∙

εκείνα που δίνονται κάτω από τη μέση∙

ή τα άλλα που σκοτώνουν χωρίς ν’ αφήνουν

σημάδια ή ίχνη από μαχαίρι ή πυροβολισμό.

Εδώ μπορείτε με την ησυχία σας να κάνετε προθέρμανση∙

να μπείτε στον στίβο έτοιμοι για τα χειρότερα.

Εκεί  έξω δεν αστειεύονται!

χτυπούν με την ίσα και την ανάποδη!

και τα χτυπήματα τους δεν έχουν έλεος!

είναι θανατηφόρα! σκοτώνουν κι από τη μια

και την άλλη σαν αμφίστομες μάχαιρες!

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ‘’

ΕΚΔΟΣΗ: 2013

 

 

Μικρά και έντιμος Ελλάς/ ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Μικρά και έντιμος Ελλάς/ ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Εξαρτάται, βέβαια,

πόσο ‘’μικρά’’,

για να δικαιούται

ακόμη το ‘’έντιμος’’.

Από κάποια όρια και μετά,

η εντιμότης

αρχίζει να γίνεται

γελοιότης.

Η στενότης του χώρου περιορίζει

ασφυκτικά κάθε της κίνηση·

 πνίγεται κυριολεκτικά

 στο κορσέ της.

 Και το χειρότερο·

 είναι υποχρεωμένη

 ν’ αναμετράται

 μ’ ένα αδυσώπητο παρελθόν,

 που το «Μεγάλη Ελλάς»

 ήτα συνώνυμο

 ενός κόσμου, που μεγαλουργούσε

σφύζοντας από ζωή·

ρίχνοντας σπόρους ζωής που,

και τώρα ακόμα,

όσοι τους δέχτηκαν

σεμνύνονται να λέγονται

 Έλληνες·

τους περιποιεί  τιμή

ν’ αποκαλούν τους εαυτούς τους,

 ακόμα και σήμερα,

 Έλληνες!

 

2/2/2022

Η σιωπηρά πλειοψηφία/ ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Ν ‘ανοίξει το στόμα της να πει, τι!
τα λεν όλα οι φωνασκούντες
εκπρόσωποι της.
Κάθεται και τους ακούει∙
πολλές φορές της προκαλούν θλίψη
και οργή∙
θέλει να τους βροντήξει την πόρτα
από πίσω τους∙
σκέφτεται και να τους κλείσει την πόρτα,
θα εισβάλουν από τα παράθυρα!
Παρελεύνουν από την πασαρέλα
και την καλούν να διαλέξει τον ομορφότερο,
τον πιο ανδροπρεπή,
τέλος πάντων, έναν απ’ όσους τους παρουσιάζει
ο κονφερανσιέ.
Διαλέγει με κλειστά μάτια.
Αν  τ ‘ανοίξει, θα τρομάξει μ’ ό,τι  βλέπει
και θα το βάλει στα πόδια!
Κάποτε είχε φωνή∙ με τα χρόνια την έχασε∙
Και να φώναζε, άκουε μόνο τη δική της
φωνή!
Άφωνη τώρα, τους παρακολουθεί
κι άφωνη τους χειροκροτεί∙
κι ούτε βλέπει ούτε ακούει!
Τον ίδιο δρόμο θ ‘ακολουθήσουν
κι οι υπόλοιπες αισθήσεις∙
μια μία , με τη σειρά της θα μπαίνει
στην ‘’πλειοψηφούσαν σιωπή’’!


ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ  ΙΙ ΄΄
ΕΚΔΟΣΗ: 2015
 

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΠΙΔΑ / Χαραλαμπίδης Άγις

 

Στο ’να χέρι κρατούσε τους σπόρους των ονείρων
στ’ άλλο τους σπόρους των ελπίδων πού ‘χανε σαπίσει
και σαστισμένος προσπαθούσε να ισορροπήσει
ο Παντελής Μηχανικός.*
Ήτανε μια μικρή ελπίδα‧
φτερούγιζε αθόρυβα, διακριτικά
προσπαθούσε
να διεκδικήσει κι αυτή
δικαίωμα στην ύπαρξη
προσπαθούσε
ίσως καταφέρει κάποια στιγμή
ν’ αγγίξει τ’ όνειρο
που την κρατούσε στη ζωή‧
κι είχε φτάσει τόσο κοντά.
Η μοίρα όμως
που χτυπάει απρόβλεπτα
εκεί που δεν το περιμένεις
χτύπησε‧
χτύπησε ύπουλα
ακαριαία‧
το φτερούγισμα έπαψε πια
και μαζί μ’ αυτό
τόσα χτυποκάρδια
που κρατούσαν στη ζωή
τη μικρή ελπίδα.
*
Άγις Χαραλαμπίδης
* Αναφορά στα ποιήματα του Παντελή Μηχανικού «Κατάρα» και «Πώς μίλησε ένα παιδί πριν πολλά χρόνια»
***
«Κυπριακή Εστία», αρ. 9, τεύχος ειδικά αφιερωμένο στον ποιητή Παντελή Μηχανικό.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ / Καπανδρέου Ανδρέας

 

Είναι μια κόρη όμορφη
που όλοι την ποθούν.
Για τα δικά της θέλγητρα
κάποιοι βιαιοπραγούν.
 
Για χάρη της πολέμησαν
αντάρτες και στρατοί
και ποιητές την ύμνησαν
παγκόσμια γνωστοί.
 
Στα μέρη μας κυκλοφορεί
με κοφτερό σπαθί
κι όσοι την είδαν, είπαν πως
με βιά μετράει τη γη.

 Ανδρέας Καπανδρέου