Τουλάχιστον αυτό της τ ‘ορκιστήκαμε∙
μιλώ για τον όρκο
της εφηβείας μας∙
κι εκείνο το άλλο ‘’πολλώ κάρρονες’’
που επιδεικτικά βροντοφωνούσαμε
σνομπάροντας τους παλαιούς.
Πού πήγαν εκείνα τα πομπώδη;
πού κρύψαμε τον έφηβο των δεκαέξι
και δεκαοκτώ; πώς τον αλλάξαμε έτσι
που να καταντήσει αγνώριστος;
πώς παλιώσαμε τόσο νωρίς,
τόσο νωρίς προσγειωθήκαμε,
τόσο νωρίς βάλαμε νερό στο κρασί μας,
ύπνο στα βλέφαρα μας, προγούλια στις γραμμές μας;
Πώς αφήσαμε μια τέτοια φλόγα να σβήσει στα μάτια μας,
έναν τέτοιο πυρετό να περάσει ανεκμετάλλευτος;
πώς μας σάρωσαν έτσι τα χρόνια; πώς χαθήκαμε
κυνηγώντας φαντάσματα, κτυπώντας μια στο καρφί
και μια στο πέταλο, δουλεύοντας πότε το Μαμμωνά
και πότε το θεό;
Τουλάχιστον να μέναμε πιστοί στους όρκους μας∙
να κρατιόμαστε σταθερά στη γραμμή μας∙
όχι να την εξαπατούμε με
μισόλογα∙
να την ξεπουλάμε στον πρώτο πλειοδότη,
να της αφαιρούμε διαρκώς δικαιώματα∙
από πρώτη να τη μεταχειριζόμαστε σαν έσχατη,
από κυρά σαν παλλακίδα, από στολίδι και καύχημα
να την αντιμετωπίζουμε σαν βάρος και μπελά.
Να τη διατηρούσαμε τουλάχιστον εις’’οίαν κατάστασιν’’
την παραλάβαμε, όπως γράφουν και τα χαρτιά∙
όχι μισοερειπωμένη μπαμπόγρια, κακέκτυπο
του πρώτου της εαυτού, φωτογραφία της στιγμής,
όνειδος της εφηβείας ,ευτελισμός και παραχάραξη
μιας τέτοιας πολύτιμης προίκας.
Τουλάχιστον αυτό της τ ‘ορκιστήκαμε βάζοντας
θεούς και δαίμονες εγγυητές της αξιοπιστίας μας∙
κατεβάζοντας θεούς και δαίμονες προς επιμαρτύρηση
του αξιόχρεου της ζωής μας ∙καταθέτοντας
σαν ενέχυρο την ίδια τη ζωή μας ,αν παρ ‘ελπίδα,
τα λόγια μας αποδεικνύονταν κάλπικα∙
αν παρ ‘ελπίδα η ζωή μας σε κάποια στιγμή
διαμαρτυρούσε τους όρκους μας!
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΟΥΚ ΕΛΑΣΣΩ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ: 1990