Έψαχνα να βρω την Εδέμ
Πλανόδιος.
Ίσως η εξορία
μου τη συστήσει.
Φοβάμαι
Πρώτα καταργήσαμε το χάδι.
Βρήκε σειρά το άγγιγμα,
η αφή,
το σώμα.
Τώρα, που όσο ποτέ
καθείς μας κατοικεί
στο πνεύμα
με τις σταγόνες του ψωμιού του
απομακρύνει ευκόλως τους ιούς
και την αρρώστια.
Ίσως να είναι ώρα να σκεφτούμε
πόσο πιο σταράτο
πόσο πιο ειλικρινές
ήταν τελικά εκείνο το:
«Νιώθω έρωτα για σένα»
αντί για το
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου».
Οι μετοχές πάντα μας προδίδουν
ενώ τα ουσιαστικά
στέκουν εκεί χωρίς ανάγκη.
Θες δεν θες σου λέει,
για να αρθρώσεις νόημα,
με χρειάζεσαι.
Αυτό, αυτό κατάργησε
η εποχή μας
κι έτσι κλειστήκαμε
ικέτες
σε μια ζωή που πέρασε.
Προσδοκία
Φαντάζομαι
πως είναι αξιοθαύμαστο
να είμαι λυπημένος.
Όταν τα βράδια
κεντώ με παραμάνες το σαρκίο μου
δεν είναι για να γράψω καλά ποιήματα.
Κατά βάθος
η Τέχνη της ραπτικής με σώζει
έστω με διατηρεί.
Με βοηθάει πάντα να δηλώνω
τη ζωή
που προστάζουν
οι θάνατοί μου.
Συγκρατώ ακόμα μέσα στις ραφές
όσα αξόδευτα στο πρόσωπό μου
σφραγίζει ο χρόνος
και προσδοκώ
σε ένα σώμα δίχως μάνα
δίχως παραμάνα.
Όταν μάζευα αντικείμενα
δεν γνώριζα πως μάζευα εμένα.
Εδώ θα μπούνε οι χαρές
πιο κάτω οι μαυρόασπρες γυναίκες
μες στις σκιές του σαλονιού
οι έρωτες
μες στη βιτρίνα με τα γυαλικά
τα χέρια Της.
Στην κουζίνα η παιδικότητα
και στο γραφείο
η μνήμη και η πίστη μου.
Ο ξενώνας το είχε η τύχη του
να ’ναι μια δεύτερη ευκαιρία
για όλα όσα μετάνιωνα.
Μέσα στην κάμαρα
μαζεύω αρχαιότητες,
με προσοχή τούς δείχνω φως
και γίνονται κτερίσματα της σάρκας μου.
Δεν αντιστέκομαι στο σώμα σου
μα προνοώ να ταριχεύσω
το τόσο που σ’ αγάπησα.
Θυσία
Θα ’ρθει μια μέρα
να βρει το δίκιο του ο έρωτας.
Θα κάτσουνε στο ίδιο το τραπέζι
Αβραάμ και Αγαμέμνονας,
Φραγκογιαννού και Μήδεια
να βάλουν κάτω τα θανατικά τους.
Εμείς, αθώοι, θα λαλήσουνε.
Ένας Θεός μάς στέρησε το έγκλημα.
Η Μήδεια θα κάνει νεύμα
στη Φραγκογιαννού.
Εμείς για πάντα ένοχες
θα κράξουνε
μέχρις αθώωσης του φύλου.
Ένας Θεός μάς στέρησε τον έρωτα.
Εσπερινό
Τα ποιήματά μου με στοιχειώνουν.
Λευκό χαρτί τα φονικά και οι πληγές μας.
Λευκός κι ο πόνος σαν τον θάνατο
μακριά απ’ το πρόσωπό Σου.
«Εσύ πόθεν επλάστηκες
τζιαι εννά βασανιέσαι;
Εν έσιει ασήμι να σε βαρέσει».
Κάνω τα λόγια προσευχή
και στρέφομαι σε σένα:
Άργησα παππού να καταλάβω
πως μόνο ο θάνατος
δεν χρεώνεται καθόλου.
Μετά την Εδέμ
Όσο περίμενα
οι λέξεις έφτιαχναν εσένα.
ß
Είναι ωραίος ο πόθος μου
γιατί σου μοιάζει.