Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

ΣΧΕΔΟΝ ΜΗΔΙΖΟΝΤΕΣ: Ποιητική Συλλογή του Λεύκιου Ζαφειρίου που εκδόθηκε το έτος 1977

 




ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
Λευκωσία! Λευκωσία!
είναι φοβερό, το ξέρουμε
που τρέμεις απ’ την ανάμνηση αυτή
γιατί τρυπάει τα κόκαλα τα νεύρα.

**

ΣΧΕΔΟΝ ΜΗΔΙΖΟΝΤΕΣ

Στον Δώρο Λοΐζου
Κραυγή του Δώρου
κραυγή της πατρίδας
περιτυλιγμένη το χρέος
την οργή περιτυλιγμένη
αρχίσαμε να μπασταρδεύουμε
το νόημά σου.
Κι εκφυλιζόμαστε υποχωρούμε…
Ένοχοι σχεδόν μηδίζοντες
ζεσταινόμαστε πλάι σε μια ηλεκτρική θερμάστρα.

***

ΚΥΠΡΟΣ 1977

Η Κύπρος
λαχανιασμένη πνοή
κάτω απ’ το νυστέρι
του πιο σιχαμερού χειρουργείου
κι ο λαός της εκτεθειμένος
στο λεπίδι των τραστ.
Υπερπόντιοι στόλοι
βολτάρουν στη θάλασσα
κι ο Πενταδάκτυλος
μ’ ένα στραβό σκουφί σύννεφο
κατεβαίνει ξεθεωμένος τις νύχτες
στους δρόμους της Λευκωσίας.
Φτάνει πια μασημένες κουβέντες
ρουφιανιές και τα τέτοια.

****

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Έτσι καθώς ξεπηδούν
στις πλαγιές μια μια
οι άσπρες σημαδούρες της άνοιξης
η σεπτή σου μορφή
προβάλλει
περιχυμένη φως ιλαρό,
προτομή με δυο δάκρυα
πεταλούδας στα μάτια
απ’ τα δακρυγόνα
του χρόνου.
Μάρτης 1977

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου: ...θα μπορούσε να χαμογελά σα φεγγάρι στη σκοτεινιά μας.

 


                                           GLORIA MUNDI

Πόσον εύκολα φεύγει ,πόσο γρήγορα μας εγκαταλείπει,

αφήνοντας μας μια στυφή γεύση στα χείλη!

Δεν προφταίνεις να την ακουμπήσεις , δεν προλαβαίνεις να τη

χαρείς και σου φεύγει μέσ’ από τα χέρια σαν ένα ξαφνιασμένο

περιστέρι.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ GLORIA MUNDI ‘’

ΕΚΔΟΣΗ 2009


**


                       ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ

Νάφηνες  τουλάχιστον τα σημάδια σου!

Να ξέρουμε τι δρόμο να πάρουμε

να σε συναντήσουμε!

Βιάστηκες όλα να τα διαγράψεις

σε μια δρασκελιά!

Δεν σκέφτηκες που τα πόδια μας

μάθαν  με πιο βολικούς ρυθμούς

μπερδεύονται με τόσο γρήγορο

βηματισμό

Δεν είχαμε και την πρόνοια

να μαζεύουμε τα σπυριά των λόγων σου

νάχουμε με τι να σπέρνουμε

την ερημιά της καρδιάς μας

Δεν αποθησαυρίζαμε τις σταγόνες

των τραγουδιών σου να πέσεις

παρήγορη βροχή

να γλυκάνεις την ανομβρία που μας μαστίζει

μια σταράτη κουβέντα θάξιζε

μια ολάκερη περιουσία

ένας στρογγύλος λόγος θάταν ένας πρασινισμένος

κάμπος στη ψυχή μας

ένας ακέριος στοχασμός θα μπορούσε

να σταυρώνει το μαξιλάρι τις  νύκτες μας

θα μπορούσε να χαμογελά σα φεγγάρι

στη σκοτεινιά μας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΄΄ ΝΕΚΡΟΛΟΓΟΙ ‘’ ΕΚΔΟΣΗ 1983


Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Φόβος απάνθρωπος / Γιώργος Χατζηκυπραίος

 

Ατσάλινα τ’ απόβραδα που ανάλωσαν κοντές ημέρες
σαν ξόδεψαν το φως μέσα σε κρύο και πελιδνό πρωί
Ζωές μονήρεις φυλακισμένες σε χαμένο απομεσήμερο
κι οι δρόμοι άδειοι, παραδομένοι στη μνήμη της χαράς.
Ανείδωτες εκφράσεις από χαμόγελα που κρύφτηκαν
Φιλιά που έμειναν μετέωρα πίσω από σκαιά φραγή
Επιθυμία αγκαλιάς που ορφάνεψε πριν γίνει έρωτας
Συμπόνια που κι αν δείχτηκε χωρίς το χάδι έμεινε μισή

"Ροδογελάσματα αυγινά" της Ζαφείρη Γεωργιάδου Μαρούλα [Νεφέλη]

 «Ροδογελάσματα αυγινά

της νέας αυγής, εσείς προμηνύτρες

Σας χαιρετώ

Νέους ρυθμούς να πραγματώνετε,

να ’στε μες στην αναποδιά οι οδηγήτρες,

μια φωτεινή γραμμή μες στο σκοτάδι!

Ώριμος, πια, ο καιρός σας καρτερούσε»

Ζαφείρη – Γεωργιάδου Μαρούλα (μικρή αναφορά)

Ποιήτρια, της Κύπρου. Γεννήθηκε στο χωριό Ευρύχου το 1925 και πέθανε στη Λάρνακα το 1957. Υπέγραφε τα έργα της με το ψευδώνυμο Νεφέλη.  Μητέρα των Κυπρίων ποιητών Μιχάλη Ζαφείρη, Λεύκιου Ζαφειρίου και Φρόσως Κολοσσιάτου. Έγραφε ποιήματα από τη νεαρή ηλικία των 14 ετών. Μέσα από την ποίησή αγωνιζόταν για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ελευθερία. 

Φοίτησε μέχρι την β' τάξη του Γυμνασίου Σολιάς. 

Ποιήματά της δημοσιεύθηκαν κυρίως στην εφημερίδα Νέος Δημοκράτης της Αριστεράς. 

Λευκωσία Περικυκλωμένη / Ζαφείρης Μιχάλης



Ψες οπλοφορώντας μια σπιθαμή γη

πέρασε το πρώτο σύννεφο

μηνώντας πως η αγάπη που φεύγει

είναι το μόνο που απομένει...

Έτσι και γω γυρίζω πάλι

τους κροτάφους της μνήμης

στο βάδισμα εκείνο που ήταν δικό σου

κυκλοφορώντας τα ξεχασμένα τρόπαια νίκης..

Σαν την ιστορία σου — πόλη — μοιάζει

τούτο το κομμάτιασμα

και δεν τολμώ να εξιστορήσω

το τραγικό πρόσωπο των ήλιων

που σβήνουν

Και συ πολιτεία

αφέθου μόνο στις θυμωμένες καρδιές

αυτών που τολμούν

ησυχάζοντας για πάντα

τους μύριους συμπαντικούς σκοπούς

λειτουργώντας



Γαλήνη εσύ που παρασέρνεις ανέμους

υπομένεις ακόμα;

Μιχάλης Ζαφείρης (βιογραφικό σημείωμα)

 Ο Μιχάλης Ζαφείρης γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1947. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. 

 

Εργογραφία: 


1. Ἐπάλληλοι Κύκλοι Τέμνουν τό Σχιζοφρενικό Πεδίο ἢ τό παιδί πού ἒφυγε ταξιδεύοντας πρός τά ἂστρα (1978).

2. Ταξίδι στό Θάμπωμα τοῦ Χρόνου (1980).

3. Pub «Άνεμος» (1983)

4. Παθητική Αντίσταση (1989)

5. Ποιήματα 1978-1989 (1998)

6. Οδός Σταύρου Στυλιανίδη (2000)

7. Διαχρονική έπαρση (2001)

8. Κατά σειρά γραφής (2004)

9. Κείμενα (2005) 

 


Ζαπίτης Γεώργιος (μικρή αναφορά)


Γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου το 1912 και πέθανε το 1990. Δεν κατόρθωσε να τελειώσει το δημοτικό σχολείο του χωριού του, λόγω της ανέχειας και της ανάγκης να εργαστεί από πολύ μικρός για λόγους επιβίωσης. Η ποίησή του διακρίνεται για την αγάπη σε αξίες και ιδανικά όπως της ειρήνης, της φιλίας, της πατρίδας και της δικαιοσύνης. 

Ποιητικές Συλλογές:

Τα φτωχικά μου τραγούδια 

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

[Πλέον δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος] / Σωτήρης Τσανάι

 

Πλέον δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος,
αναστέλλομαι από την κοινή επίκριση
κάθε ανθρωπόμορφου ειδώλου.
Υπάρχω για να αποπερατώνω τον ίδιο σκοπό,
την ίδια θανατηφόρα τελετουργία,
λαχταρώντας να με βλέπετε στον κόσμο σας.
Ω αφήστε με να ζεσταθώ, να ενωθώ
μαζί σας, τραγουδώντας τους νεκρούς σας.
Πλέον δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος,
υποκύπτω σε μία κατάπτωση, εναποθέτοντας
το αναπόσπαστο κομμάτι του Εγώ,
-την πίστη μου- στους θεούς σας.
Σαν μετάληψη, μεταδίδεται από στόμα σε στόμα,
το θρήσκευμα που δεν υπόκειται
από την ευκλείδεια λογική, η ναυτία.
Πλέον δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος,
μοιάζω παράξενα ανίκανος, αμφιταλαντεύομαι
ανάμεσα στις δυνάμεις που με συντελούν,
όπως την τέχνη του ΄΄πονώ΄΄.
Στοχάζομαι αδυνατώντας να εκφράσω τα μύχια,
θαρρώ πως εν απουσία του πόνου,
εν απουσία του προσώπου του θεού της οργής
της δημιουργικής παραφροσύνης
δεν θα υπήρχε ακμάζουσα τέχνη, η ναυτία
που συγκρατεί στις πλάτες της τον άνθρωπο.
Πλέον δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος,
δεν νείρομαι, απλώς όταν ξεδίπλωσα
τις παλιές μου ζωγραφιές απ’το πατάρι,
είδα μία άλλη ναυτία, αρχέγονη, ξεψυχισμένη.
Είδα το δάσος του άλγους, τις προσπάθειες μου
να αμβλύνω την σκέψη ότι τάχα εισέρχομαι άχραντος,
στο απατηλό μονοπάτι της ενηλικίωσης.
Πλέον δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος,
έχασα στις φλόγες το παλιό μου ΄΄Εγώ΄΄.
Γι’αυτό αποδέχομαι την ναυτία,
πλέον απαρνιέμαι την ελευθερία.
Δεν είμαι άνθρωπος πια, παρά
μία ισχνή παραμορφωμένη εντύπωση
ενός ατέρμονου απογευματινού ήλιου σε καμβά,
η τέχνη του ΄΄πονούμε΄΄.

 

Ασκητής / Τσανάι Σωτήρης

 

Και αν βρεθείς να περπατείς,
σε μια αχανή έρημο,
να θυμάσαι πως λίγες είναι οι οάσεις,
ελάχιστες λοπόν οι πιθανότητες να κατευνάσεις τον δαίμονα της δίψας.
Και αν βρεθείς να περπατείς,
σε μια αχανή έρημο,
να θυμάσαι πως ελαφρύ φορτίο πρέπει να κουβαλείς,
αρκετές λοιπόν οι πιθανότητες να υποκύψεις στις προσφορές των Σαμνιτών.
Και αν βρεθείς να περπατείς,
σε μια αχανή έρημο,
να θυμάσαι πως πολλές θα είναι οι ψευδαισθήσεις,
τερράστιες λοιπόν οι πιθανότητες να χαθείς στα ψέματα της.
Και αν βρεθείς να περπατείς,
σε μια αχανή έρημο,
να θυμάσαι πως Συ επέλεξες τον δρόμο τούτο.
Συ λοιπόν οφείλεις να τον ακολουθήσεις πιστά,
μέχρι το σώμα Σου, φθαρμένο πια, να λυγίσει,
μα τα βήματα Σου να έχουν αποτυπωθεί στην άγονη της επιφάνεια.
Έτσι άλλοι κάποτε, σαν βρούν τον δρόμο που Συ δημιούργησες
θα διηγούνται με ευλάβεια το τί Συ κατόρθωσες.
Πως Συ διέσχισες την έρημο
και είδες τελικά - πως η θάλασσα υπάρχει.

 

 

Σωτήρης Τσανάι (μικρή αναφορά)

 Ο Σωτήρης Τσανάι γεννήθηκε το 2003. Διαμένει μόνιμα στην Κύπρο. Είναι απόφοιτος του Γενικού Λυκείου. 


Όπως ο ίδιος έχει αναφέρει " Η ποίηση με βρίσκει να έχω χάσει την μάχη στον πόλεμο κατά των συμβόλων, μπλεγμένο δηλαδή στα δίχτυα των Σειρήνων"

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Δέκα [10] Ποιήματα από Ποιητές της Κύπρου

 


 


 

ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ ΣΠΑΝΙΩΝ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ / Λεωνίδας Γαλάζης
 
«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»
                                         Dante Alighieri, Θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,
                                        Άσμα XX, στ. 116.
 
Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι
οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.
Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους
τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!
 
Εσύ, όμως, που πάλευες με τη σκουριά
ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό
της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.
Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν…
 
Γι’ αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι
άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα
ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί.
 
Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά
δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών
των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.
 
*
 
ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
 
 
Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
 
 
*
ΦΕΥΓΑΛΕΟ / Κλείτος Ιωαννίδης
 
Ο διπλανός συγκάτοικος
μόνιμα ανικανοποίητος
επίμονα ρωτούσε αν βρισκόταν
στα επεκτατικά σχέδια του Θεού.
Δεκατέσσερα χρόνια τώρα
Έρημος αποξηραμένη
εναγώνια περίμενε την εισβολή
των αδελφών υπερβορείων.
Κι ήταν η αναμονή του
καταιγίδα
βροχή
χαλάζι καταστρεπτικό.
Στα χρόνια τούτα
άνεμος δεν φάνηκε καθόλου
το χιόνι στάθηκε ακριβό.
Κι ας είπε και ξαναμίλησε
για το σωτήριον της θηλυκότητας
τον εβενό τ’ ουρανού.
Απομεσήμερο και βράδυ
σ’ ώρες χαράς αιλίνου
συχνά ακούγονταν στα χείλη του
το νυν απολύεις
αντανάκλαση αγγέλων
άνοιξη πρόωρη των άστρων.
Κι ο τόσος πόνος γιατί
στη βάση του
δεν εκτοξεύονταν οι πύραυλοι
και στον αιώνα του
απαγορεύονταν διαπλανητικά ταξίδια.
Ιστορικός άνθρωπος κι αυτός
ενσαρκωμένος
είχε στο νου βαθειά πληγή
το μαχαίρι του απείρου.
Κι όλο διαμαρτύρονταν
για το Δίωνα το Συρακούσιο
το ευ πράττειν στους οικείους του.
Από την Πλατωνόπολη
με αγάπη
γράμμα ανεπίδοτο στους τυχερούς
η θλιβερή του έγνοια.

Δανιήλ στο λάκκο των θανόντων
τον κούρασε η αναβολή
ο έλεγχος των πεπραγμένων.

Ο άνθρωπος αυτός
χρυσό μυρμήγκι του Θεού
στα σύνορα του κόσμου
δεν είχε άλλη κατοχή
παρά τον πόλεμο των λουλουδιών
την υπόσχεση της νύκτας.

Και στο στήθος
η Ελλάδα των γυναικών
μήλο πικρό αχώνευτο
πενθούσε
τριώδιο ασήκωτο
το χρώμα του νησιού του.

Έφευγε και στη φυγή του
αιθρίαζε ο χειμώνας
ερχόταν και στον ερχομό του
ανοίγανε τα βλέφαρα των φυλακών
φαινόταν ξανά ο ήλιος.
 
 
*
ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ / Γιώργος Μολέσκης

Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορεί να την αντλήσεις κι απ’ το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Και τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ’ αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.

Πολλά δε θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.

Αλλά όταν υπάρξει είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με ψωμί
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.
Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.
 
 
 
*
 
Γράμμα στη μάνα μου / Παπαλαζάρου Νεόφυτος
 
Μάνα,
Από καιρό έλεγα να σου γράψω
Να σου  λεγα για χίλια δύο πράγματα.
Εδώ στη ξενιτειά ατέλειωτες η ώρες που σε έχω ανάγκη.
Πήρα να σε  ζωγραφίσω με το γλυκό σου πρόσωπο,
Δακρυσμένα μάτια,
Σκασμένο στα χείλη χαμόγελο
«Μάνα μαυροντυμένη”.
Μάνα,
 κλαίς ακόμα σιωπηλά κάτω από τις φωτογραφίες των δύο παιδιών σου;
Κρατάς ακόμα αδειανές τις δύο καρέκλες στο τραπέζι;
Ψέματα σου είπαν μάνα πως πώς χάθηκαν
Δεν τους ακούς;
 Κάθε βράδυ την πόρτα σου χτυπούν.
Στο σκοτάδι δεν τους βλέπεις;
Δύο αστέρια αγκαλιασμένα,
Δείχνοντας σε μας την ορθή πορεία.
 
 
*
 
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ / Νίκος Πενταράς
 
Με τις πρώτες βροχές
σκουροπράσινα φύλλα
σαν καρδιές να γυαλίζουν στο φως
κι ένα κεφάλι στην απόχρωση του ροζ
να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
ξεπρόβαλαν
απ’ το στήθος του βράχου.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
Με τις πρώτες βροχές
η ακόρεστη βουλιμία των εκσκαφέων
συντρίβει τον βράχο.
Θραύσματα πληγώνουν θανάσιμα
τα σκουροπράσινα φύλλα
και το κεφάλι
στην απόχρωση του ροζ
γέρνει άψυχο στο πλάι.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
 
 
 
*
 
Ταραμίδης Μάριος
 
«Για να δαμάσω την ψυχή
που τρέχει ιππευμένη,
βγάζω τα γυαλιά,
τα ακουμπάω μπρος μου
στο τραπέζι
και κάνω τη ζωή παστέλ.
 
Γαληνεύει το κόκκινο
και σπάει στα επί μέρους.
Χάνεται η ευκρίνεια
με το κουτσομπολίστικο ύφος
θολώνουν οι γραμμές
χάνονται οι αποστάσεις.
 
Το κοντινό μακριά
το μακριά ακόμη πιο μακριά.
 
Και μαλακώνει το πρόσωπο, η ματιά, η σκέψη
Και σβήνουν μέσα στο αβέβαιο της χαμένης γραμμής.
Του ξεθωριασμένου χρώματος…»
 
 
 
 
 
 
 
 
*
 
Παλαιοπωλείο / Γιώργος Φράγκος
 
Πέρασα βερνίκι όλες μου τις μνήμες
κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές
πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες
κι έχω αφήσ’ απ’ έξω όλες τις πομπές.
Παλαιοπωλείο είν’ οι μνήμες μας
καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή
έχουν μέσα φόδρα απ’ τις λύπες μας
μα και για σφραγίδα άλλην εποχή.
Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις
έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά
έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις
έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά.
Έβαψα μ’ ασβέστη θύμησες ποικίλες
έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά
άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες
κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά.
 
*
ΣΑΛΑΜΙΝΑ / Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Σ’ αυτό εδώ το μέρος που καπνίζει ακόμη
απ’ το θυμό του κεραυνού του Δία
για κάτι ψυχικές υπόθεσες (ως θα ’λεγε
του Διονύσιου Σολωμού το στόμα)
στην τύρβη της ημέρας ξοδεμένες
και στην κακομοιριά της άπνοιάς τους,
εγώ ο Τεύκρος στέκομαι και να ’μαι!

Ήρθα να δω ποιος είμαι και ποιος ήμουν,
ποιοι είμαστε, ποιοι είστε και γιατί.
Ποιος άνομος θεός από τα πέρα
μας έκανε περίτριμμα της Τύχης
κι άφησε να χυθούν σ’ αυτό το κύμα
εκατομμύρια θρήνοι… Ω καλοί μου,

το Φως, που λιώνει κάτω απ’ το μαρτύριο,
και της νυκτός φτερά που δε θωρείτε
το γδέρνουν, το μαδούν και το συνθλίβουν,
βοά στην επιφάνειά του αυτή:

Βρείτε τον νου, τον νου μες στην καρδιά σας,
την κόψη του προσώπου σας γνωρίστε,
το πρόσωπό σας, φίλοι, θυμηθείτε:

Για ν’ ανασάνουν Άδωνις και Απόλλων,
Παύλος, Βαρνάβας, Αφροδίτη, Ευέλθων,
ο Νικοκρέων, ο Πνυταγόρας, ο Ευαγόρας
ο Επιφάνιος, η Αρσινόη και τ’ άλογα
που εδώ σιμά τα σκέπασ’ ένας τάφος.

Και κάθε κύμα, κάθε νόμισμα χρυσό
μες τις πλεξούδες των κυμάτων, όθε
στην άμμο τ’ απιθώνει ο Ποσειδών.

Ονήσιλε, τι καρτεράς στην πόρτα
με το κεφάλι παραμάσχαλα, τ’ Αγιάννη
και του Λευτέρη και του Βαγορή;

Ονήσιλε, δεν πρέπει,
μα το λαό, που τώρα μας ακούει,
αλλού να ψάχνεις θέατρο. Η θυμέλη
του Διονύσου, εδώ στη Σαλαμίνα,
με το δικό σου αίμα έχει τραφεί
κι έχει μ΄ αυτό γραφεί: να μη χαθεί,
να θυμηθεί, να θυμηθεί, να θυμηθεί
-μια τέτοια πόλη!- Εσέ, ν’ αναστηθεί.
 
 
*
 
ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΡΔΙΑΣ Άθως Χατζηματθαίου
 
Σου χάρισα την καρδιά μου
ανθισμένο τριαντάφυλλο
κι εσύ τη φόρτωσες αγκάθια
σου πρόσφερα το σώμα μου
να σεργιανίσεις τους πόθους σου
στην ανθισμένη ακτή του
να βγεις απ’ την αχανή έρημό σου
που έκλεβε τα χαμογέλα των ονείρων
και εσύ το πότισες το δηλητήριο της φθοράς
τα λευκά κρίνα της νιότης
που φύτρωναν στις θηλές του γυμνού ορίζοντα
στο ρόδισμα της ανατολής
άφηναν το αποτύπωμά τους
σε μια ηλιαχτίδα που κυλούσε
στο στραγγισμένο ποτάμι του ερώτα
σαν αποδημητικά πουλιά
άνοιξαν τις φτερούγες στο ματωμένο ουρανό
και χάθηκαν πίσω απ’ το απαίσιο γέλιο της προδοσίας
που στράγγισε το αίμα απ’ τα χείλη της ζωής.