ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Άλογες μνήμες σε καλούν,
κίτρινες μαργαρίτες πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου,
μικρή μου ποδηλάτισσα,
πυξίδα στεφανώνουν.
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπάζουν μες στην αγκαλιά μου.
κίτρινες μαργαρίτες πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου,
μικρή μου ποδηλάτισσα,
πυξίδα στεφανώνουν.
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπάζουν μες στην αγκαλιά μου.
**
ΓΡΙΑ ΣΤΟ ΡΙΖOΚΑΡΠΑΣΟ
Βγήκαν για την περιφορά του Επιταφίου.
Μα τα δικά της γόνατα δεν τη βαστούσαν.
Έκατσε στο πεζούλι και περίμενε τη λιτανεία.
Μα τα δικά της γόνατα δεν τη βαστούσαν.
Έκατσε στο πεζούλι και περίμενε τη λιτανεία.
«Νωρίς πρέπει να γίνει, πριχού νυχτώσει» είπαν.
Το φως του απογεύματος, παράταιρο του πένθους,
έλουζε την ψυχή της και τους χωριανούς.
Το φως του απογεύματος, παράταιρο του πένθους,
έλουζε την ψυχή της και τους χωριανούς.
Κι όταν αντίκρισε τον κόσμο να πλησιάζει,
έβαλε την παλάμη της αντήλιο να θαυμάσει
το ανθομύριστο ξυλόγλυπτο κουβούκλιο
τις τυλιγμένες μυρσινιές,
τα μοβ αθάνατα.
έβαλε την παλάμη της αντήλιο να θαυμάσει
το ανθομύριστο ξυλόγλυπτο κουβούκλιο
τις τυλιγμένες μυρσινιές,
τα μοβ αθάνατα.
Υψώνοντας τα μάτια υγρά στον ουρανό
εφάνη το καμπαναριό και πλάι ο μιναρές,
λευκή ρομφαία στ’ ουρανού το καταπέτασμα.
εφάνη το καμπαναριό και πλάι ο μιναρές,
λευκή ρομφαία στ’ ουρανού το καταπέτασμα.
Κι εκείνη ρίχνοντας το βλέμμα χαμηλά σταυροκοπήθηκε.
**
«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ»
Φως τα απογεύματα του Αϊ Φίλωνα που χάθηκε
γυρεύοντας μιας άλλης πόλης την παρηγοριά.
Στο αρχαίο λιμάνι τα παιδιά μιας άλλης γλώσσας
ξυπόλητα στα μάρμαρα μαζεύουν μοβ αθάνατα.
Ποιος σε καλεί; Σε ποια γιορτή;
Ποιος ψάλλει; Ποιος θρηνεί;
Χτυπά η καμπάνα εγκλωβισμένη για τον Επιτάφιο
κι αυτός ξεχάστηκε συλλέγοντας αγκάθια στ’ ακρογιάλι,
λυγίζοντας αρχαία σκουριά για το μαγιάτικο στεφάνι
κόκκινες παπαρούνες και κρινάκια του γιαλού.