Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Αγγέλα Καϊμακλιώτη: ...Χτυπά η καμπάνα εγκλωβισμένη...κι αυτός ξεχάστηκε συλλέγοντας αγκάθια





ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Άλογες μνήμες σε καλούν,
κι
́τρινες μαργαρίτες πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρου
́νες στο τιμόνι σου,
μικρη
́ μου ποδηλάτισσα,
πυξι
́δα στεφανώνουν.
Και πω
́ς να μη γυρίσεις;
Τα καστανο
́χρυσα μαλλάκια σου
χαι
́τη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπα
́ζουν μες στην αγκαλιά μου.

**
ΓΡΙΑ ΣΤΟ ΡΙΖOΚΑΡΠΑΣΟ
Βγήκαν για την περιφορά του Επιταφίου.
Μα τα δικα
́ της γόνατα δεν τη βαστούσαν.
Ε
́κατσε στο πεζούλι και περίμενε τη λιτανεία.
«Νωρίς πρέπει να γίνει, πριχού νυχτώσει» είπαν.
Το φως του απογευ
́ματος, παράταιρο του πένθους,
ε
́λουζε την ψυχή της και τους χωριανούς.
Κι όταν αντίκρισε τον κόσμο να πλησιάζει,
ε
́βαλε την παλάμη της αντήλιο να θαυμάσει
το ανθομυ
́ριστο ξυλόγλυπτο κουβούκλιο
τις τυλιγμε
́νες μυρσινιές,
τα μοβ αθα
́νατα.
Υψώνοντας τα μάτια υγρά στον ουρανό
εφα
́νη το καμπαναριό και πλάι ο μιναρές,
λευκη
́ ρομφαία στ’ ουρανού το καταπέτασμα.
Κι εκείνη ρίχνοντας το βλέμμα χαμηλά σταυροκοπήθηκε.
**
«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ»

Φως τα απογεύματα του Αϊ Φίλωνα που χάθηκε
γυρεύοντας μιας άλλης πόλης την παρηγοριά.
Στο αρχαίο λιμάνι τα παιδιά μιας άλλης γλώσσας
ξυπόλητα στα μάρμαρα μαζεύουν μοβ αθάνατα.
Ποιος σε καλεί; Σε ποια γιορτή;
Ποιος ψάλλει; Ποιος θρηνεί;
Χτυπά η καμπάνα εγκλωβισμένη για τον Επιτάφιο
κι αυτός ξεχάστηκε συλλέγοντας αγκάθια στ’ ακρογιάλι,
λυγίζοντας αρχαία σκουριά για το μαγιάτικο στεφάνι
κόκκινες παπαρούνες και κρινάκια του γιαλού.

Ελένη Τυρίμου: ...η σφραγίδα της σιωπής είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας

















  




Μάνες της σιωπής
Πήραν τις στράτες της σιωπής
Οι πικραμένες μάνες
Τώρα ηχούνε πένθιμα
Της εκκλησιάς καμπάνες.

Τα λούλουδα μαράθηκαν
Οι μυρωδιές σφαλίσαν
Τα κυπαρίσσια τα ψηλά
Κάτω στη γη λυγίσαν.

Πετούν περήφανοι αετοί
Το βλέμμα χαμηλώνουν
Μπροστά στα ξύλινα κουτιά
που τις καρδιές ματώνουν.

Κτίζονται τοίχοι σιωπηλά
Στο δάκρυ και στον πόνο
Να φτιάξουν γεφύρια σιωπηλά
Να αντέξουνε στο χρόνο

Κλείνει τα μάτια η βροχή
Στο άδικο, τον πόνο και το κλάμα
Μπροστά στα λιγοστά οστά
Και της ψυχής το τάμα.

Τα λούλουδα μαράθηκαν
Μα τα κουτιά μυρίζουν
Αυτές οι μάνες της σιωπής
Πάντοτε θα ανθίζουν

Παράδειγμα θα’ ναι των γενιών
Ποτέ να μην λυγίζουν
Μέσα στην έρημο νερό
Πάντα για να δροσίζουν.


**

Συνοχηδόν
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

Αθηνά Τέμβριου: ... η διαδρομή χαράζει το αίνιγμα



ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ
Ακροβατούμε σ' ένα σχοινί
ατενίζοντας τον ορίζοντα
πάνω από τις θάλασσες
πάνω από τα βουνά
συναντώντας μικρούς Θεούς
η διαδρομή χαράζει το αίνιγμα,
προδιαθέτει άσκηση
για να μην πέσουμε
μην διακοπεί το ταξίδι και
συναντήσουμε το κενό
ακόμη μια φορά
σαν πριν απ'την γέννηση μας
απ΄το σκοτάδι στο φως
αιώνια, σφαιρικά, με στιγμές
π΄άγαπήσαμε.

**

Το απροσδόκητο

Το καλοκαίρι συννέφιασε σε καιρούς δύσκολους
κι εσύ, καρτερείς την βροχή να ξεπλύνει
αγαλμάτινες ψευδαισθήσεις,
ομοιώματα προσδοκιών που κινούνται στον
ημερήσιο ύπνο, ιστορικά, θυμίζοντας εποχές πρώιμες.
Ο δρόμος της άνοιξης ήταν σύντομος.
Θύμισε Σπανουδάκη κι υποσχέσεις
σκεπασμένες μ΄ άσπρη σκόνη από άλλη γη.
Αιωρούνταν φοβισμένες κι απρόσιτες
μέχρι να μπει στάλα στάλα το καλοκαίρι.
Δεν είναι η επανάληψη ιστορίας,
το πήγαινε – έλα των εποχών που κούρασε τη ζωή,
αλλά η αναμονή για το καλοκαίρι που έγινε φθινόπωρο.
Κι εσύ, σκυφτή Ορφέας μ’ ένα ψάθινο καπέλο στο χέρι
συναντάς ξανά από τα βάθη της γης τη θωριά της θάλασσας


**

Γράφω…
Μετουσιώνω τις σκέψεις
σε λέξεις, στίχους, στροφές
σαν με γυρνάνε σε κάθε στιγμή
που αγάπησα και θέλω παράφορα
να χαράξω σ’ άσπρο χαρτί.
Να το πονέσω με μια πένα
που ταξιδεύει και με εκδικείται
σαν αμείλικτα ο οίστρος αστροπελέκια ρίχνει
στου κόσμου τις άδειες γραμμές



Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

5 Έλληνες Ποιητές της Κύπρου / 5 Ποιήματα





Εν σ’ αλλάσσω / Παύλος Λιασίδης


«Την αφάντακτην του κόσμου τζι’ αν μου βάλουν στο πλευρό
εν τη θέλω, ‘ννα φωνάζω μα τον τίμιον σταυρόν.
έμπα νάσιει πλούτη στίβες, τζι’ ομορκιάν για τα φιλιά.
ή μυρίζει πόναν μίλιν τζι’ εν σωστή τρανταφυλλιά,
Εν αξίζει κατ’ εμένα ούτε ήμισον ππαράν
όντας δκιά την μυρωθκιάν της εις τον κάθε μασκαράν.
Εν σ’αλλάσω πέρτικα μου μεν φοάσαι με καμμιάν
εν σου ήβρα τόσα χρόνια που προβάρω, αβανιάν
Ενεσιεις της Αφροδίτης τζιείντα κάλλη τα πολλά
μμά ‘σιεις γνώμην γιον γρουσάφιν τζιαι τιμήν που εν χαλά».

**

«Καρτερούμεν μέραν νύχταν» (απόσπασμα) / Δημήτρης Λιπέρτης

Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας
στουν τον τόπον πόν' καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν,
για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας,
ποννά φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποσπασιάν.

Την Μανούλλαν μας για πάντα μιτσιοί μιάλοι καρτερούμεν
για να μας σφιχταγκαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν

**
Γιόμισαν τα σταυροδρόμια του πλανήτη /  Βάσσος Λυσσαρίδης

Γιόμισαν τα σταυροδρόμια του πλανήτη πορνεμένες ιδέες
Δεν είναι που τ' ακριβό είναι το σπάνιο
Αυτό π' αξίζει ανδρώνεται με την τριβή
Γιόμισαν τ' ανθρώπινα μάτια ψεύτικες αναλαμπές
Και γιόμισαν τα σωθικά μου αηδία
Και τώρα ούτε στον καθρέφτη δεν απόμεινε παρηγοριά
Εγώ μικρέ ανόητε εαυτούλη
Θα σε πάρω από το κάθιδρο χέρι
Και δεν θα σου δείξω δρόμο για κρεμάλες και Γολγοθάδες
Θα σε πάρω στον απέναντι βάλτο να καθρεφτίσεις τη βρομιά,
για να ξυπνήσεις την αλήθεια.

**

Προσφυγιά /  Άνθος Λυκαύγης

Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστό στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός

Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού

Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή



**

Λυσιώτης Ξάνθος


Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

4 Έλληνες Ποιητές της Κύπρου σε 4 ποιήματα





ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ
του Στέφανου Ζυμπουλάκη 

Θα ξανάρθω
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
(το ξέρω,
πως στην καρδιά σου μέσα
ακούγεται η φωνή μου
με λίγους στίχους
που χτενίσανε το θάνατο
και βάφτηκαν με αίμα)
χωρίς πατρίδα πια
χωρίς ταξίδια
και θα σου πω στη γλώσσα των δακρύων.
Ιδού ο δρόμος μας.
Ιδού η φυγή μας.
Θα κλάψεις.
Η εξορία σκληρή μας περιμένει
να γιορτάσει με το δάκρυ μας
Και τα παιδιά
σε ποιά ελιά ή αντίσκοινο
θα καταχωρηθούνε;
Απόψε ανάμεσά μας τριγυρνά
λίγος Θεός ακόμη
καθώς η επήρεια του φωτός
ζεσταίνει τα μάτια μας
και την καρδιά μας.

Τώρα που κράτησε ψηλά
τ΄ αμαξηλάτη το κεφάλι
η ζωή θα πάρει το νερό της βρύσης.
Θα βρει τη μνήμη λιπαρή
σε δωρική αλυσίδα
και μέσ΄ απ΄ τους διάφανους
ερωτισμούς του "LIEBERSTRAUM"
μεδούλι ο έρωτας, κι ολοταχώς
οι μέλισσες μαδάνε τους βλαστούς.
Θα ξανάρθω
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄ τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
κι απ΄  την αρχή
θα βάλεις με τα χέρια σου πηλό
να ξανακτίσεις τη φωλιά σου
καθώς αλλιώτικο το φως
θα χώνεται για βλάστηση στη γη
καθώς στο χώμα
θα φυτρώνουν οι καρδιές μας.

**



Ηλιοβασίλεμα  / Ζήνων Βίκτωρ

Βροχή από ρόδα αντίκρυ μου,
βροχή από ανεμώνες
κι ο ήλιος σ΄ 
 ένα πορφυρό
κηδεύεται σεντόνι.
 
Γάζες μαβιές, γάζες χρυσές,
 
τριανταφυλλένιες, γκρίζες,
 
απλώνονται στον ουρανό
κι η νύχτα όλο σιμώνει.
 
Στην πλάση όλη αχύθηκε
 
μια τόση πορφυράδα
που των βουνών οι κορυφές
 
ματώσανε κι οι κάμποι
και κάποιο δένδρο αντίκρυ μου
φλογίστηκε τόσο που λες
 
πως άναψε και σα λαμπάδα 
 λάμπει. 


**


1974 Μ.X. / Λεύκιος Ζαφειρίου

Δίκτυον αποχετεύσεως
Ακροπόλεως Μυκηνών –
Εγώ αποχετεύομαι
εγώ συνθλίβομαι στους υπονόμους,
τα χέρια μου οι κυβωτιόσχημοι λίθοι
ένα συμπαγές σώμα
αιωρούμαι πάνω απ’ τους προμαχώνες,
οι αγωγοί με παρασύρουν
επί των επάλξεων οι οφθαλμοί μου
εξορυγμένοι
επιθεωρούν τους πήλινους σωλήνας,
αναστραμμένα Π
φρεάτια ακάλυπτοι αύλακες
όλα με παρασύρουν
κι εκβάλλω χίλια κομμάτια
λοξώς κάτω απ’ το βόρειο τείχος.
Δίκτυον αποχετεύσεως
Μυκηνών
ακροπόλεως
ζωή μου! ζωή μου!
που τόσο σε ξέφτυσαν
στις φυλακές
στα γήπεδα
ζωή μου! ζωή μου!
αποχετεύομαι κι εκβάλλω
βορείως!
νοτίως!
απ’ όλες τις μπάντες
τούτης της πολιτείας.
Συγχυσμένος συνθλίβομαι
μεταξύ αποχετευτικού συστήματος
Αθηνών – Μυκηνών.


**
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις... / Μιχάλης Ζαφείρης

                                                              στον Χουσείν 

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
Χτύπα με αλλού
Μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Και που βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δε θα  ΄θελα να το λαβώσεις.


                                      Τ. Λειβαδίτης 
                                       

Ήταν αυγή
την ώρα που παιχνιδίζοντας ανεβαίνεις ήλιε.
Το σφυροκόπημα του φωτός,
ανελέητα θρυμμάτιζε τη μνήμη
παρασύροντας τη λευκότητα του χιονιού.
Το ηλιοστέφανο καμπυλώνοντας
την κορυφογραμμή,
σε χίλιες παράξενες κινήσεις
σπούσε τη ταραγμένη αρμονία
και τότε πρόβαλε
η σκληρή μορφή σου
τραχιά και επίμονη
σέρνοντας την πισώπλατη μαχαιριά.

Και αυτό θα συνεχίζεται
ως την αμυδρή εκείνη στιγμή
που η θολωμένη θρόμβωση
θα ενώσει τα χέρια μας
κι έτσι σφιχταγκαλιασμένα
θα κρατήσουν το τουφέκι της νίκης.
Εσύ ο Τούρκος κι εγώ ο Έλληνας.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κρανίο Κύκλωπα / Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου


Ανεμελιά πλάι στην όχθη ποταμού ξαπλώνει το ζωάκι της,
την τρυφερή της γούνα
θα ακουμπήσει μια μέρα το χέρι στο αλέτρι και
θα ξυπνήσει τον κορυδαλλό.
Πάνω από το χώμα της. Αργότερα, αργότερα η ταφή.
Τώρα ο ποταμός να φεύγει.
Το μάτι πληγή.
Μέσα στο αίμα καίγεται σγουρό κοπάδι ο κόσμος.
Όλα η αυθάδεια τα πήρε στη φωτιά της.
Στη χαραγή του τέρατος-ανθρώπου
στο γύρισμα που παίζει με τη γλώσσα του
τους γρίφους, τα αινίγματα, την ήττα
ένα λεπίδι φως σχίζει και σχίζεται, πονά και προχωρεί.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΕΠΙΜΟΝΗ / Πενταράς Νίκος


Εάλω η Πόλη
Μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά
Φανάρι φθίνον
Στο Μπαλουκλί
Μισοτηγανισμένα ψάρια
Καρτερούν τον γέροντα ν’ αναστηθεί
για να τ’ αποτηγανίσει.

ΒΟΤΣΑΛΑ (απόσπασμα) / Πενταράς Νίκος


Κουρσάρικα καράβια που περνούσαν
τ’ αμπάρια τους γιομίζαν με το βιος μας
ψαρόβαρκες που ξεκινούσαν
δέκα φορές γυρνούσαν αδειανές απ’ την ψαριά
και μια φορά γιομάτες.
Τις νύχτες με τα πυροφάνια τα καβούρια
προβάλλαν μέσ’ απ’ τους καθρέφτες του νερού
την ώρα τη γλυκιά του ζευγαρώματος
και τα κοχύλια - ροδοπέταλα στρωμένα-
προσμέναν την καινούρια τη ζωή
ξανθό κεφάλι στολισμένο με τις κορδέλες των φυκιών
τις χρυσοπράσινες
αργό περπάτημα σαν αυτοκράτειρα
να σεριανίσει στ’ ακρογιάλι
στην αγκαλιά της θάλασσας για λίγο ν’ αφεθεί
κι έπειτα βότσαλο το κύμα ν’ αφουγκράζεται.
 (από την ποιητική συλλογή "ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ", 1994)

ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης


Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
.

ΙΟΥΝΙΟΣ / Παπαγεωργίου Αδελαίδα


Ο μήνας που μπαίνει
γιορτάζει την γέννα μου
Δεν διεκδικεί τίποτα παραπάνω
Παρά ελαφριά τη συνείδηση
επιπόλαιας Άνοιξης που παζαρεύει
βαρύ και ασήκωτο Χειμώνα
Διακριτικά ξετυλίγει στις μέρες του
προσθέτοντας ακόμα ένα Ιούνιο
Στην ατζέντα της ζωής μου