Ο χρόνος σβήνει στο εκκρεμές
κι εγώ καρτερώ μέχρι τα μεσάνυχτα
κρατώντας στα χέρια την τελευταία μου αίτηση
για να καταχωρήσω στο ληξιαρχείο κι επίσημα πλέον,
τον θάνατο ενός ακόμα – του τελευταίου, ίσως, – ονείρου μου.
Με λάμπες σβηστές κι αποτσίγαρα ατελείωτα ριγμένα στο πάτωμα
ανάμεσα σε σκιές και φαντάσματα
που χαμογελούν παραμονεύοντας το τέλος μου,
με τσαλακωμένο το πρόσωπο και με ξένα ρούχα
επαιτώ μια υπογραφή
από πρόσωπα με παγωμένα χαμόγελα
κι ενώ περιμένω στη σειρά,
απλώνω τη χούφτα μου στη βροχή
να ’ρθούν να ξεδιψάσουν τα πουλιά.