Ήμουν μιτσής τζ’ είχα στο νου στον κόσμο να στεριώσω,
ν’ ανιωθώ με προκοπή, καλά να θεμελιώσω,
να κάμω οικογένεια τζιαι να την μεγαλώσω,
όπως σαν μια κληματαρκάν τους κλώνους μου ν’ απλώσω.
Είχαμε φτώσειαν πόλιτζην, πίκραν τζαι δυστυχίαν,
ψουμίν να φάμε εν είσιεν , είσιεν τζιαι ανεργία,
εν έφτανε η φτώσεια μας, ήρτε τζιαι ανομβρία,
αρρώστιες τζι’ άλλα βάσανα, αμμά’χα καρτερία.
Είχα τζιαι πείσμα στη ζωή τζιαι επιμονή ν’ αντέξω
Τζι’ εσκέφτουμουν ήντα λοής έπρεπε να παλέψω.
Θώρουν τους κάμπους γέρημους, χωρίς δεντρά ή κάλλη
τζι’ έβαλά το που μέσα μου νά’ ρτει μια μέρα άλλη.
Σμίξαμεν τζι’ ετρυπήσαμεν την γη που μια μερκάν ως άλλη,
εβκάλαμεν τόσα νερά, τον κάμπον εποτίζαν,
φυτέψαμεν τόσα δεντρά, τον τόπο ομορφίσαν,
τζι’ εσιαίρεσουν να περπατάς, όταν τα δέντρα ανθίζαν.
Έτσι άλλαξεν ο τόπος μας, ελλίανεν η φτώσεια
Τζι’ έμοιαζε σαν την όμορφη τη νύμφη με τα κλώσια.
Εμάθασι τζιαι γράμματα οι νέοι μας καμπόσοι
τζι’ ήρταμεν εις την προκοπή, που πάει με τη γνώση.