Όσην δουλειάν τζι αν έσιεις Ουρανέ
σσιύψε πουπαναθκιόν μας
ρίξε το φώς τ᾽Αυγερινού
της Πούλιας φως του φεγγαρκού
να φκεί η αλήθκεια να φανεί
να φέξει ο τόπος ούλλος
Δίκλα που την Μεσόγειον
κατα πού φκαίνει ο ήλιος
σσιύψε να δεις έναν νησίν
τζιαμαί στα θκυό κομμένον.
Όσην δουλειάν τζι αν έσιεις Ουρανέ
μεν ποϋρίζεις που τζιαμαί,
δίκλα στης Τζιύπρου τες ακτές,
στους κάμπους δίκλα στα όρη,
γονατιστές πάνω σε πέτρες νηστητζιές
μαυροντυμένες μάνες,
μέραν τζιαι νύχταν τζιαχαμαί
κάτι σαν εικονίσματα κρατούν.
Σσιύψε τζιαι ρώτα ουρανέ
ίνταμπου θέλουν τζιαι θρηνούν
τζι εν ούλλον μες στα μαύρα;
Δίκλα στου Μόρφου τους οπωρώνες
ρέξε που τες πορτοκαλιές
μες στες κουρούκλες τυλιμένες
ανθοί γεναίτζιες ανθοί ψυσιές
εμμές στα δέντρα τζιαι τουρτουρούσιν
ανθοί αθρώποι ανθοί ψυσιές
κάμνουν σταυρούς τζιαι καρτερούσιν
να φυσήσει ένας αέρας,
να φυσήσουν οι φωνές
στ᾽αφτίν του πλάστη ν´ακουστούσιν
του Άη Μάμα οι λουτουρκές .
Όσην δουλειάν τζι αν έσιεις Ουρανέ
ρώτα τζιαι κρώστου ίνταν να πούσιν
στράτες λεμόνια τόσες ψυσιές
τζιητρινισμένες τζι όμως πετούσιν
Τζι εν οι ψυσιές των απελπισμένων
εν οι ψυσιές των αδικημένων
που πάσιν τζι έρκουνται τζιαι ρωτούσιν
ξένα φτερά πά’ στα φτερά τους
ίντα γυρεύκουν εννά σου πούσιν.
Σημείωση: Ευχαριστούμε τον ποιητή Σωτήρη Βαρνάβα διότι μας απέστειλε ένα ποίημά του αδημοσίευτο και μας τιμά τούτο. Επίσης θέλουμε να τονίσουμε την ιδαίτερότητά του καθώς είναι γραμμένο στην Κυπριακή Διάλεκτο.