1.
Ο Ντέιμον
Ένας απλός καθημερινός άντρας
πάει στο μπαρ
κάθεται στο σκαμνί
ανάβει ένα τσιγάρο—
ελαφρώς αξύριστος—
παραγγέλνει ένα ποτήρι ουίσκι
ο μπάρμαν του φέρνει
μια κεφαλή ανθρώπου κ λέει:
Φρέσκο πράμα, μόλις το κόψαμε.
Ευχαριστώ, απαντά πίσω ο Ντέιμον
κ τραβά μια γερή τζούρα απ’ το τσιγάρο
που γεμίζει τους πνεύμονες
κ αφήνει τον καπνό να τρέξει αργά
απ’ τα ρουθούνια
προς το κεφάλι
όπου απ’ το στόμα αρχίζει να βγαίνει
ένα τριαντάφυλλο
κ σταματά γύρω στα 30 εκατοστά ύψος,
ο άντρας το κοιτά
κ σκέφτεται πως πάλι
του πούλησαν
τα λάθος χάπια,
μυρίζεται το τριαντάφυλλο
κι έχει άρωμα κολόνιας, ξαφνικά
αρχίζει να τρέχει μύξα απ’ τη μύτη της κεφαλής:
την σκουπίζει με το μανίκι του—το μόνο
που μπορεί να κάνει.
2.
Μια γυναίκα, η Στέλα (με ένα λάμδα… γιατί…
γιατί έτσι γουστάρω)
περπατά στο δρόμο
χωρίς το κεφάλι της—μάλλον
το ξέχασε σπίτι—
τα πόδια της
κάτω απ’ την φούστα
ήταν ξύλινα κ λεπτά
σαν σκουπόξυλα:
κάθισε σ’ ένα παγκάκι στο κέντρο
άνοιξε την τσάντα της
κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα
μετά έψαξε για τον αναπτήρα
να τος—
τον βρήκε
έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο
κι άρχισε
ν’ αναρωτιέται
για πάρα πάρα πάρα μα πάρα
μα πάρα πάρα πολλή ώρα
που να το βάλει.
3.
η Μέθανυ, η πρώην σύζυγός μου
παρίστανε πως πέθανε επειδή ήθελε να ήταν για πάντα μόνη:
αφότου συμφωνήσαμε με τον Ντέιμον πως ήταν νεκρή
(όταν την βρήκαμε στον καναπέ),
την θάψαμε στη λασπωμένη αυλή
μαζί με το αγαπημένο της μουσικό κουτί στο σημείο της καρδιάς
Με το πρώτο χιόνι, η λάσπη βάρεσε πάνω στο στήθος της
κι άρχισε αργά μουδιασμένα να ξυπνά:
η καρδιά της άρχισε να κτυπά κανονικά ξανά
κι όταν άρχισε να παγώνει το σώμα της
το μουσικό κουτί κουρδίστηκε
κι άφηνε μια μελωδία στον αέρα
ενώ η ίδια μουρμουρούσε κάτω απ’ το χώμα τη μουσική
[μελωδία τσίρκου]
καμιά φορά μόνο η βροχή κι ο δυνατός άνεμος
την έκαναν να μην ακούγεται κ τότε
μπορούσα να φέρνω κοπέλες απ’ το μπαρ στο σπίτι.