Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΜΙΑ ΚΟΡΗ


Στο ακρογυαλι καθετε
Μια κορη δακρυσμενη
Της πηραν την αγαπη της
Της θαλασσας το λεει
Καταραμενη θαλασσα
Ταπαλληκαρια κλεβης
Μου πηρες την αγαπη μου
Δεν το καταλαβεννης
Βρε!! Θαλασσα σε μισησα
Οσο τιποτε αλλο
Για σενανε βρε θαλασσα
Στεφανη δεν θα βαλω
Εσυ εισε ετεια θαλασσα
Και ν’ασε καταραμενη
Που εγω θα μηνω μονη μου
Και παντοτε κλαμενη
Ενα αγορι αγαπησα
Και το κρατας κοντα σου
Παντοτινα τον κρατησες
Στην μαυρη αγκαλια σου
Γυρνα μου την αγαπη μου
Δεν εχω αλλο κανενα
Ενα τον ειχα μαγισσα
Τον πηρες απο μενα
Απ’τον καυμο τους εχασα
Την μανα τον πατερα
Και εμηνα πενταρφανη
Στον κοσμο εδω περα
Φερτον κοντα μου θαλασσα
Για να φορεσω τ’ασπρα
Να παντρευτω στην εκκλησια
Σαν τα κοριτσια τ’ αλλα
Θαλασσα σκληρη και απονη
Κανενα δεν φωβασε
Οτι σ’αρεση το κρατας
Κανενα δεν λυπασε
Μα εσυ ολους τους ξεγελας
Μ’αυτη την ομωρφια σου
Και δεν κυταζουνε βαθεια
Την μαυρη την καρδια σου !!!!!

ΑΡΩΤΗΣΑ ΤΟΝ ΑΕΤΟ


Εζητησα του αετου
Πουνε ψιλα και βλεπει
Αν ειδε πουνε η λευτερια
Να παει να μας την φερει

Ακουσανε τζιε τα πουλια
Τζιε τρεξαν τζιε μου ειπαν
Ψιλα στον πενταδαχτυλο
Στην παντα πουνε η τζιερυνεια
Τζιαμε εν πουναι το κλειδη
Του πυρκου ως την ανατολη
Τζιε παει ως τα καρπασια
Τζιε μεις πετουμε χαμηλα
Τζιαναμεσα που τα δετρα
Τζιε ουτε που μας θωρουσει
Τζιε ακουωμεν εiς τα κρυφα
Τζιοι τουρτζιη ηντα λαουσει
Τζιε εμεις πουλλακια ειμαστε
Ηντα εχουμε να πουμε μιλια
Αφου δεν εχουμε ανθρωπινη
Να πουμε εμεις μονο κελαδουμε
Τζιε τζιηνοι που μας αγαπουν
Ξερουσει τζιε μεις τους αγαπουμε
Τζιηνοι μας καταλαβουσει
Τι θελουμε να πουμε τζιε τζιηνοι
Παντα μας αγαπουν τζιε ενθελου το κακο μας
Εντζιηνοι που μας αρωτου
Τι καμνουμε που παμε
Τζιε παντα τζιηνοι που ρωτουν
Αν εχουμε νερο τζιε φαει να φαμε

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μαρινα Τακκιδη [καπετανου ]
Ριζοκαρπασο

,,,,ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΟΥ


Κερινεια μου πανεμωρφη
Οπως οι αλλοι μ’ουπαν 
Εγω δεν σε εγνωρισα 
Οι ξενοι ομως μ’ουπαν

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Λυπαμε πολυ Κερινεια μου
Που εισε σε χερια ξενων
Και σκορπισαν τα τεκνα σου
Και εισε σκλαβωμενο
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Κι’ο Καραβας Κερινεια μου
Πουναι και αυτος κοντα σου
Και σε κρατουνε Καραβα
Με τα υπαρχοντα σου
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ειναι πολυ λυπητερο
Να σας κρατουνε ξενοι
Και τα παιδια σου Καραβα
Τα πηρανε οι ανεμοι
,,,,,,,,,,,,,,,,,
Και εγω πονω αφανταστα
Γιατι και το δικο χωριο μου
Το καταχτησαν αγνωστοι
Και πιασαν το σπιτικο μου
,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μα μην λυπασε Καραβα
Και θ’αρθη παλη η μερα
Κα η καμπανες θα αντηχου
Ελευθεριας ημερα
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Μαρινα Τακκιδη (Καπετανου )
Ριζοκαρπασο αρ.54

Τακίδη Μαρίνα (Καπετάνου) (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στο Ριζοκάρπασον το 1939. Το 1960 μετανάστευσε στην Αγγλία με άλλα μέλη της οικογένειάς της προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Επέστρεψε στην Πατρίδα της το 2010. Οι στίχοι της προδίδουν την απέραντη αγάπη της για την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κύπρο, τον Ελληνισμό και εκφράζουν τον άσβεστο πόθο της επιστροφής . Ποιήματά της μπορεί κάποιος να διαβάσει σε ποιητικές σελίδες του διαδικτύου. 

Σταυρινού Χριστίνα Πάγκου (αναφορά)

Σταυρινού Χριστίνα Πάγκου: Λαική Ποιήτρια από την Κοινότητα Κοντεμένος:Το όνομά της αναφέρεται στο βιβλίο: Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Ίσως Αν Γενώ / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Η οθόνη, αυτό το τετράγωνο,
νόμιζα στην αρχή πως ήτανε σελίδα,
πώς να το ήξερα πως δεν ήτανε χαρτί,
- τίποτα δεν ξέρω
αν δεν μου το πει εκείνος -
Η οθόνη, σε αυτό το μηχάνημα,
που το ονομάσανε υπολογιστή,
η λάμψη σε αυτή την οθόνη,
ένοιωθα εκτεθειμένη.
Ένοιωθα γυμνή.
Και έλεγα στον εαυτό μου,
ποίημα είσαι, να είσαι γυμνή,
να είσαι έτοιμη.
Και άφηνα το χέρι του ελεύθερα να με αντιγράφει με το ‘copypaste
εδώ κι εκεί
στο ψηφιακό δίκτυο το κοινωνικό
όπως μου έλεγε κρυφά στ’ αφτί
για να με σαγηνεύσει,
να μη χαθώ,
να μη σβηστώ απ’ την οθόνη την μπαγάσικη.

Μα εγώ στα μέσα της διαδρομής
πεθύμησα το αληθινό χαρτί.
Να απλωθώ σε μία-δυο σελίδες,
το αληθινό μου μελάνι να αερίσει
η ζεστή ενός αναγνώστη αναπνοή.
Πεθύμησα τόσο πολύ το απαλό εκείνο χέρι της γριάς
που ανακάλυψε την ποίηση στα εβδομήντα
να με αγγίξει.
Ποθώ το δάκρυ του καρδιοκτυπημένου αγοριού
που ερέθισα το συμπαθητικό
να έτρεχε επάνω μου, σε κάποιες λέξεις,
πραγματικά να με ύγραινε,
και μια αιώνια κιτρινίλα να μου άφηνε,
και θα την έκανα εγώ ελπίδα.
Γιατί θα είχα εξώφυλο, και όργανα σεξουαλικά,
και  ένα ωραιότατο εξώφυλλο,
-  Αχ πόσο το επιθυμώ -
γιατί θα ανήκα σε ένα βιβλίο.
Και έτσι θα είχα - για εκείνον - υφή,
να επανέρχεται,
να με ξαναδιαβάζει,
να με ξαναγράφει,
να θυμάται.

Σε ένα κλειστό, αδιαφανές, ψηφιακό παράθυρο,
τέτοια λουκούμια και τερτίπια δεν θα βρει.
Κι ούτε θα του δώσω.

Μα τίποτα.
Τίποτα απ’ όλα αυτά που έχω πεθυμήσει.
Παραμένω σα μαύρη, φωτεινή, λευκή κατάρα εδώ.
Με ‘enter’ με διαβάζουν και με ‘scroll
κι ακούω κάποτε να λέει ο ένας στον άλλο
πάτα το ‘χι΄’ με το ‘cursor’ σου δεξιά επάνω,
its just a poem’.

Είμαι απλά ένα ποίημα,
είναι αλήθεια.
Μα όταν ρέω ψηλαφιστά
σε κύματα ψηφιακά,
όταν ψάχνω το σώμα μου τυπωμένο  επάνω σε χαρτί
και δεν το βρίσκω,
μον’ βρίσκω την ψυχή μου βιασμένη
με άγνωστα ψηφία,
το  νόημά μου υπερκαταναλανωμένο
σε άσχετες ιστοσελίδες
την ύπαρξή  μου υπό σοβαρή αμφισβήτηση,
υπό διαπραγμάτευση την προέλευσή και τον προορισμό μου,
τι ποίημα είμαι τότε εγώ;

Μα εγώ φταίω
που ήθελα να γίνω ‘Ποίημαν Ψηφιακόν’,
η ‘εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή’,
για να γενώ γνωστή,
για να γενώ αρεστή.
Μα έγινα άγνωστη ακόμη πιο πολύ
κι από την άδική μου ειμαρμένη ασημία.
Κι από τ’ αδέλφια μου στα παρατημένα ισχνά βιβλία,
έγινα ακόμη πιο βαρετή.
Δύσκολα διαβάζομαι,
εύκολα προσπεράσιμη
γιατί θέλησα να είμαι παντού.
Και τώρα δεν είμαι πουθενά.   

Η οθόνη, αυτό το παραπλανητικό, μουντό, λευκό, λαμπρό τετράγωνο,
στους υπολογιστές του κόσμου,
νόμιζα πως θα ήτανε βήμα,
κι αποτυπώθηκα αυτού,
και διαδικτυώθηκα.
Ήθελα κι εγώ λίγη καινοτομία,
μα πόσο το μετάνοιωσα.

Πέθανε κι ο επινοητής του RSS.
Αυτοκτόνησε, έμαθα,
περίμενα πότε θα ανακάλυπτε εκείνο το κουμπάκι
που αυτοκτονεί κανείς διαδικτυακά,
με τον αντίθετο κι αντίστροφο μηχανισμό του RSS
για να πάψω να παρακαλάω τα βιαστικά μάτια
καρφωμένα στις λαμπρές οθόνες,
αδιάβαστη.

-Re Sy Stamata!
Ti diavazeis ekei?
-Den xerw, den katalava.
-Pata to ‘x’ me to ‘cursor’
-Poio???
-Re ‘sy, afou sou to edeixa prin,
ekei deksia epano,
nai re,
to ‘x’,
it’s just a poem!

-A poem?


©Χρίστος Ρ. Τσιαήλης.


Σιαμπής Αντώνης Γ. Ριζοκάρπασος

Σιαμπής Αντώνης Γ. :  Λαικός Ποιητής της Κύπρου από το Ριζοκάρπασον 

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ


Την γιορτή τούτην του δέντρου, σαν την ονομάσασιν,           είναι άξιοι επαίνου που την οργανώσασιν.
Με την γλώσσαν τη δική μας, με τα λόγια τα χοντρά,       πράο τους όσοι πασκίζουν τζιαι φυτεύκουσιν δεντρά.
Την χαλίτικην την γη μας να δεντροφυτέψουμεν,       θα παραδεισέψει ο τόπος, αλλά να δουλέψουμεν.
Τόπος πον νέν' φυτεμένος με δεντρά που πριν παλιά,                        εν' ξεράλλα, εν ακούεις ούτε ‘νού πουλιoύ λαλιά.
Τζι' άμα πάεις μες στο δάσος, εννάς δεις ούλλον πουλιά,          εν' τζει μέσα που να πάσιν για να κτίσουσιν φουλιά.
Πόσα 'ν' τα καλά του που 'σσει το δεντρόν ούλλην γρονιά;                   εν' δικά του ξύλα που 'σσιεις μες στην βαροσσειμωνιάν.
Τζ' έχεις τα ούλα  βουνάριν, δίπλα  που την τσιμινιάν
τζαι αφταίννεις τα τζαι βράζεις, να γλιτώσεις την σσιονιά.
Έννα θέλω μιαν ημέραν τα καλά που’ σσιει να πω,
άλλον εν' για την ξυλείαν τζ' άλλον εν' για τον xαρπόν.
Καθαρίζουν τον αέραν έτσι σαν τον θέλουμεν                        τζαι παράγουν οξυγόνον τζείνον π’  αναπνέουμεν.
Ποιος τα κάμνει τόσα φρούτα που μουσκομυρίζουσιν
τζ' έχουμεν τζαι τρων τζ' οι ξένοι που παραθερίζουσιν;
Άμα πας στην εκδρομήν σου στο βουνόν με μιαν χαρά,
πού 'να κάτσεις για να πνάσεις, να γλιτώσεις την πυράν;
Τα καΐτζια, τα βαπόρκα, που τα δάση γένουνται,        πρέπει να 'χουμεν μαράζιν κάποτε που καίουνται.
Δίχως ξύλα τζαι σανίδκια σπίτιν έν τζιαι κτίζεται,                  να τα γλέπετε τα δάση, σαν που να τα ρίζετε.
Τα δεντρά φέρνουν το δρόσος τζαι κρατίζουν τα νερά               τζαι αννοίουσιν ρυάτζια τρεξιμιά, ούλλον χαράν!
Έτυχεν μου μες στο δάσος τρεξιμιόν νερόν να πιω
τζ' είπα πρέπει να φυτεύκεις, αλλά  θέλουν τζ' γλεπειόν.
Τζαι σεις μαθητές, ακούστε, σ' όποιον τόπον τζαι να πάτε,                         να θθυμάστε τούντα λόγια, τα δεντρά να τα αγαπάτε.



ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ / Σωτήρης Ζαχαρία



Τι κόσμος ασυνείδητος να κάμνει τέθκοιαν πράξη,
στο δάσος να δια φωθκιάν χωρίς να τον πειράξει!
Είντα του φταίσιν τα δεντρά για να 'βρω συλλοούμαι,
τον νουν μου δέρνω, βασανιώ, τη νύχταν εν τζοιμούμαι.
Μα αντίς να κάμνουσιν κακόν, βρίσκω καλά να κάμνουν,
φέρνουν αέραν καθαρόν τζαι τα νερά εις τον τζαιρόν μερόνυχτα να λάμνουν.
Μέρα νύχταν δουλεύκουσιν για το καλόν τ’ αθθρώπου,                     διούσιν τόσον πράσινον τζ' εν ομορκιά του τόπου.
Ο άθθρωπος εν πόπρεπεν πόσιει τζαι νουν τζαι κρίσην,                                     σαν το δικόν του το μωρόν τον ίδιον τζαι το δεντρόν να 'ρτει να το γλεπίσει.
Τζ' όι να βρέθουντ' άθθρωποι να 'χουν τόσην κακίαν
να παν να κρούζουν τα δεντρά, χωρίς καμμιάν αιτίαν.






Σάββας Κλεάνθης (αναφορά)

Ο Σάββας Κλεάνθης υπήρξε λαικός ποιητής από τον  Άγιο Μάμα. Γεννήθηκε το  1870 και απεβίωσε το  1951

Ποιητής Χρ. Νεόφυτος (αναφορά)

Ποιητής Χρ. Νεόφυτος: Λαικός Ποιητής από την Επισκοπή Πάφου. 

Μιχάλης Πλαστήρας (μικρή αναφορά)

Ο Μιχάλης Πλαστήρας γεννήθηκε στο Δάλι το 1904  και απεβίωσε το 1982. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε σε διάφορες εργασίες ενώ το 1954 ξενιτεύεται στην Αγγλία για αναζήτηση καλύτερης τύχης. 
Η θεματολογία των ποιημάτων του περιλαμβάνει προσωπικά βιώματα, καημούς, βάσανα, χαρές και λύπες. 

Πηλαβάκης Κυριάκος (αναφορά)

Ο Πηλαβάκης Κυριάκος ήταν κύπριος Λαικός Ποιητής από το χωριό Φοινί της Λεμεσού. 

Πέτρος Κ. Πεσκέσιης (αναφορά)

Πέτρος Κ. Πεσκέσιης: Λαικός Ποιητής της Κύπρου. Γεννήθηκε το 1900 και απεβίωσε το 1968.

Ποίημα ερωτικό – Πέτρου Κ. Πεσκέσιη


Το πρώτο (απο τρία) μέρη μιας ερωτικής ιστορίας.

Φίλοι τζιαι φιλενάδες μου
κρωστείτε  τους σεβτάες μου,
πέρκι με λυπηθείτε.
Για τούντα πάθη που με τρών,
πέτε μου που έσιη γιατρόν
να γίανω, να χαρείτε.
Παφής ήμουν εφτά χρονών τζι επήαιννα σχολείον
τζι αρκίνησα τζι εμάνθανα το έναν τζιαι το δύο,
είχα μια συμμαθήτριαν
καθευατον ήτουν θεά,
όμως με φρένον λλίον.
Αμα τζιαι νιωθήκαμεν σχεδόν στην τρίτην τάξην
πάνω μου ποταυρίστηκεν,
σαν που την εφανίστηκεν
πως εννα με πειράξει.
Εννία χρονών μωρόν ήμουν τζι αμα τζι ετσίμπησεν με,
σαν που μου κακοφάνηκεν, ίσια κλαμούρησεν με.
Σηκώννουμαι που τζει χαμαί τζι είπουν το του δασκάλου
τζι έδωσεν της με την ροδκίαν
τζιαι κάτι πάτσους μες τ” αφκία,
να ξερα εν το λάλουν.
Το δείλις που σχολάσαμεν, λαλεί μου με μαράζιν,
ελάλουν πως ενν” αντραπείς,
εν τ” ορπιζα να του το πείς,
αλλ” ομως εν πειράζει.
Πο δα τζιαι δα εν παω καθόλου στο σχολείον
τζι οτι λος πλάσμα  με ρωτά,
να του λαλώ για έρωταν
δικόν σου που “ννα φύω .
Αλλα να “ν εις την έννοιαν σου, όποτε ξησκολήσεις
τους πάτσους που φαα για σε, να μου τους ενθυμίσεις.
Λαλώ της, έν τζιαι κρώννουμαι τα λόγια τα δικά σου,
αν μ” ορκιστεις πως μ” αγαπας ετσι με τα καλά σου
φεύκω που τα τωρά τζι” εγιω,
με πλάκαν θέλω με κρογίον,
περνώ με τα φιλία σου.
Πα” στα νιννία των αμμαδκίων, που μπλέπει όρκισα την
τζι αμα τζι εδέχτην, είπεν μου τζιαι πρωτοφίλησα την.
Αμα τζιαι φεύκει που τζιαμαί, εχάθην ο μυαλός μου,
τα γράμματα τουν σκούντρα μου, ο δάσκαλος εχθρός μου.
Μα “ν ήτουν πλάσμαν του θεού, με κόρη με γισάφιν,
ορκίζουμαι το βάρος της αξίζει το χρυσάφιν.
Έσιη δκύο μάθκια, αθασωτά  τζιαι τζεί που εννα δικλήσει ,
η πέτρα σπάζει τζιαι γεννά
νερόν τζι όποιος το πιεί εν γερνά
σκεφτείτε ήντα βρύση.
Οι βούτσιες της εν συννεφκία που βαροπουμπουρίζει,
όσοι την δουν στοισιηματούν ,
έσσω της πάσιν τζιαι ρωτούν,
ήντα τες πογίατιζει.
Τζιαι τζείνη περιπαίξιμο, λαλεί τους με κιρμίζιν .
Τα στήθη της εν” λεμονία άμα να πρωτανθίζει,
τζι κόξα της Αγία Σοφκία,
να κρώννουνται οσ” εχουν φκία,
να πούσιν πόσο αξίζει.
Αξίζει έναν βασίλειο η μια της η παλάμη,
να κάμνει κοντομάνικα,
να φαίνετ” εξω τακτικά
τουτ΄εννα φκάλλει νάμι .
Με λλία λόγια να το πω, εν πάντα της λουμένη ,
αφρογαλατοπούρεκκον, ζαχαρομελωμένη.
Τζι” αμα τζι ερτώθηκεν φτωσίη.
γρουσά τζιαι ρούχα εν έσιει
την νιότη της να σάσει.
Αλλα να κάμουν έκθεσην,
ούλες γερές, τζίνη μισή
παλ” εννα τες χασκίασει.
Άμα μ” ορκίστην τζι είπεν μου εμέν πως εν τα ξέρει,
εξέβηκα που το σχολείον
τζι έκαμνα μόδαν των μαλλίων,
έπιασα τζιαι δευτέρι
τζι έγραψα πλήξες τζιαι καμούς,
που πήαιννα εις τους βραμούς
τζιαι μέρα μεσομέριν.
Αμα τζιαι γίνηκα τζι εγίω, σιειρόττερα που τζείνην,
εζήτησα την τζι είπεν μου να μείνει να μιαλύνει.
Λαλώ της, εν θα “ρτεις μ” εμεν, μα σαι τζι εσου χαμένη,
που τα νιννία των αμμαθκίων έχω σε κρατημένη.
Τζι αν βουληθείς να μ” αρνηθείς,
προσέχτου τζι εννα στραωθείς,
γιατ” είσαι ορκισμένη..

πηγή: http://new.ledras.net/?p=76#identifier_39_76