Η οθόνη, αυτό το τετράγωνο,
νόμιζα στην αρχή πως ήτανε σελίδα,
πώς να το ήξερα πως δεν ήτανε χαρτί,
- τίποτα δεν ξέρω
αν δεν μου το πει εκείνος -
Η οθόνη, σε αυτό το μηχάνημα,
που το ονομάσανε υπολογιστή,
η λάμψη σε αυτή την οθόνη,
ένοιωθα εκτεθειμένη.
Ένοιωθα γυμνή.
Και έλεγα στον εαυτό μου,
ποίημα είσαι, να είσαι γυμνή,
να είσαι έτοιμη.
Και άφηνα το χέρι του ελεύθερα να με
αντιγράφει με το ‘copy – paste’
εδώ κι εκεί
στο ψηφιακό δίκτυο το κοινωνικό
όπως μου έλεγε κρυφά στ’ αφτί
για να με σαγηνεύσει,
να μη χαθώ,
να μη σβηστώ απ’ την οθόνη την μπαγάσικη.
Μα εγώ στα μέσα της διαδρομής
πεθύμησα το αληθινό χαρτί.
Να απλωθώ σε μία-δυο σελίδες,
το αληθινό μου μελάνι να αερίσει
η ζεστή ενός αναγνώστη αναπνοή.
Πεθύμησα τόσο πολύ το απαλό εκείνο χέρι της
γριάς
που ανακάλυψε την ποίηση στα εβδομήντα
να με αγγίξει.
Ποθώ το δάκρυ του καρδιοκτυπημένου αγοριού
που ερέθισα το συμπαθητικό
να έτρεχε επάνω μου, σε κάποιες λέξεις,
πραγματικά να με ύγραινε,
και μια αιώνια κιτρινίλα να μου άφηνε,
και θα την έκανα εγώ ελπίδα.
Γιατί θα είχα εξώφυλο, και όργανα
σεξουαλικά,
και
ένα ωραιότατο εξώφυλλο,
- Αχ
πόσο το επιθυμώ -
γιατί θα ανήκα σε ένα βιβλίο.
Και έτσι θα είχα - για εκείνον - υφή,
να επανέρχεται,
να με ξαναδιαβάζει,
να με ξαναγράφει,
να θυμάται.
Σε ένα κλειστό, αδιαφανές, ψηφιακό παράθυρο,
τέτοια λουκούμια και τερτίπια δεν θα βρει.
Κι ούτε θα του δώσω.
Μα τίποτα.
Τίποτα απ’ όλα αυτά που έχω πεθυμήσει.
Παραμένω σα μαύρη, φωτεινή, λευκή κατάρα
εδώ.
Με ‘enter’ με διαβάζουν και με ‘scroll’
κι ακούω κάποτε να λέει ο ένας στον άλλο
πάτα το ‘χι΄’ με το ‘cursor’ σου δεξιά επάνω,
‘it’s
just a poem’.
Είμαι απλά ένα ποίημα,
είναι αλήθεια.
Μα όταν ρέω ψηλαφιστά
σε κύματα ψηφιακά,
όταν ψάχνω το σώμα μου τυπωμένο επάνω σε χαρτί
και δεν το βρίσκω,
μον’ βρίσκω την ψυχή μου βιασμένη
με άγνωστα ψηφία,
το
νόημά μου υπερκαταναλανωμένο
σε άσχετες ιστοσελίδες
την ύπαρξή
μου υπό σοβαρή αμφισβήτηση,
υπό διαπραγμάτευση την προέλευσή και τον
προορισμό μου,
τι ποίημα είμαι τότε εγώ;
Μα εγώ φταίω
που ήθελα να γίνω ‘Ποίημαν Ψηφιακόν’,
η ‘εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή’,
για να γενώ γνωστή,
για να γενώ αρεστή.
Μα έγινα άγνωστη ακόμη πιο πολύ
κι από την άδική μου ειμαρμένη ασημία.
Κι από τ’ αδέλφια μου στα παρατημένα ισχνά
βιβλία,
έγινα ακόμη πιο βαρετή.
Δύσκολα διαβάζομαι,
εύκολα προσπεράσιμη
γιατί θέλησα να είμαι παντού.
Και τώρα δεν είμαι πουθενά.
Η οθόνη, αυτό το παραπλανητικό, μουντό, λευκό,
λαμπρό τετράγωνο,
στους υπολογιστές του κόσμου,
νόμιζα πως θα ήτανε βήμα,
κι αποτυπώθηκα αυτού,
και διαδικτυώθηκα.
Ήθελα κι εγώ λίγη καινοτομία,
μα πόσο το μετάνοιωσα.
Πέθανε κι ο επινοητής του RSS.
Αυτοκτόνησε, έμαθα,
περίμενα πότε θα ανακάλυπτε εκείνο το
κουμπάκι
που αυτοκτονεί κανείς διαδικτυακά,
με τον αντίθετο κι αντίστροφο μηχανισμό του
RSS
για να πάψω να παρακαλάω τα βιαστικά μάτια
καρφωμένα στις λαμπρές οθόνες,
αδιάβαστη.
-Re Sy Stamata!
Ti diavazeis ekei?
-Den xerw, den
katalava.
-Pata to ‘x’ me to
‘cursor’
-Poio???
-Re ‘sy,
afou sou to edeixa prin,
ekei deksia epano,
nai re,
to ‘x’,
it’s just a poem!
-A poem?
©Χρίστος Ρ. Τσιαήλης.