Ήμουν εκτός της
ακολουθίας, εκείνη τη μέρα της Ανάστασης, βρίσκονταν όμως τα πρόσωπά τους σε
μια μυστήρια αρμονία τόσο επιβλητική, που δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου. Ο
ναός κατάμεστος και οι ομιλίες μπλεγμένες, Αγγλικά, Ελληνικά και κάτι μεταξύ
τους. Ο ιερέας, στο σύντομο κήρυγμα του, καλούσε τους πιστούς σε ειρήνη κι
αγάπη. Ρομαντική σκέψη σκέφτηκα… και χαμογέλασα. Έπειτα ξεκίνησε τα περί
υποστηρίξεως της εκκλησίας, του πατριαρχείου, της παροικίας, της προσπάθειας
αγιογράφησης του ναού, πάντα οικονομικής βέβαια, περί ηθικής ούτε λόγος. Παρά το ότι αντιμετώπισα με μια πρώτη
ειρωνεία μέσα μου την ανταλλαγή των ρόλων, σε σχέση πάντα με την υποστήριξη,
δεν είχα διάθεση για κριτική, έτσι σώπασα μα δεν χαμογέλασα. Άλλωστε το
μυστήριο μπροστά μου, δεν μου έδινε και πολλές επιλογές. Τα αθώα τους πρόσωπα
κοίταζαν την φλόγα από το κερί με το Άγιο φως και σχεδόν το προστάτευαν με τη
θαλπωρή του βλέμματός τους.
Οι άνθρωποι γύρω
μου μετανάστες, σ’ ένα ξένο τόπο που έστησαν απ’ την αρχή τις ζωές τους, για
κάποιους ήταν και η μοναδική αρχή. Άλλοι προ του πολέμου κι άλλοι μετά του
πολέμου. Σειρές ολόκληρες με γκρίζα μαλλιά, μα εγώ στεναχωριόμουν περισσότερο
για τα γκρίζα μυαλά. Η ευχή μαζί με το Χριστός Ανέστη, γνώριμη στ’ αυτιά μου…
«Και του χρόνου στα σπίτια μας». Πρόσφυγες ή όχι, η επιθυμία κοινή, όλοι
αγαπούσαν τούτο το κομμάτι του τόπου. Εγώ ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες, ένιωθα
την αγάπη από την μια για τα παιδιά κάτω απ’ τα πόδια μου, τα οποία συνέχιζαν
να περιεργάζονται το Άγιο φως κι από την άλλη τη νοσταλγία του σπιτιού μου και
του κόσμου μου… ίσως και να τους ένιωθα. Έπειτα, πρόσφυγας και εγώ σκέφτηκα.
Πρόσφυγας από τα παιδικά μου χρόνια, απομακρυσμένος ακόμα κι από τις αναμνήσεις
τους, που επανέρχονταν μα τις σιωπούσα, γιατί κουβαλούσαν μια φλούδα πόνου. Τις
τακτοποιούσα κι αυτές, σαν όλα τα υπάρχοντά μου, συνήθεια ανεξίτηλη. Ήταν το
δεύτερο Πάσχα μακριά απ’ το σπίτι, ήταν το δεύτερο μετά το χαμό της γιαγιάς. Με
αιχμαλώτισε για μια στιγμή η σκέψη της…
Προσευχήθηκα για
την ψυχής της, προσευχήθηκα και για μένα και για τα παιδιά που ήταν δίπλα μου,
για τα παιδιά όλου του κόσμου όπως έλεγε η γιαγιά, που είναι η γλυκιά μας
ελπίδα. Πρόσφυγας λοιπόν, αυτό ήμουν εκείνη τη στιγμή… Ήξερα βέβαια, πως εγώ
δεν θα μπορούσα να ευχηθώ με ειλικρίνεια και του χρόνου στο σπίτι μου. Το σπίτι
μου, το σπίτι της γιαγιάς, είχε κλείσει μαζί της κι από τώρα πρόσφυγας θα
δήλωνα κάθε Ανάσταση, χωρίς ελπίδα γυρισμού.