Εδώ στην
Επαρχία, δεν είναι λόγος
ν’
αυτοχτονήσουμε, «δόξα τω Θεώ»!
Γελούμε
πλούσια, κλαίμε όσο μπορούμε,
και τίποτα δεν
βλέπουμε στραβό.
Όλα στη θέση
τους, κι αν τα θωρούνε
ανάποδα –ως
συνήθως– μερικοί,
δεν έχει
σημασία· τα πάντα δείχνουν
πως ζούμε μια
ζωήν αρμονική.
Περνά ο βαθύς
στη σκέψη γείτονάς μου,
τον χαιρετώ,
με γλυκοχαιρετά.
Λέμε κι οι δυο
«τι βλάκας!», κι ο καθένας
το δρόμο του
σαν τραίνο περπατά.
Πεθαίνει! Του
σκαρώνω ένα λογύδριο,
που δάκρυα
προκαλεί, κι εγώ γελώ.
Γιατί να μη
γελάσω; Για ένα βλάκα...
γνωρίζω πως σε
ηλίθιους μιλώ.
Άλλος
προβάλλει αντίκρυ μου –ένας νάνος–
και
(τερψικάρδιο!*) παίζουμε γροθιές.
Γελάει το
πόπολο*, σκάζω από τα γέλια,
και γύρω
«συγκλονίζονται» οι καρδιές.
Ρόλο παλιάτσου
παίζουμε, και κλόουν
ολόγυρά μας
χάχανα σκορπούν.
Τι θα
κοιτάξεις; Τα δράματα, που πίσω
στα παρασκήνια
«κάθαρση» ζητούν;
Ας τη ζητούν!
Μας φτάνει που γελούμε
–έστω πικρά–
στη μικρή μας Επαρχία.
Το καθετί στη
θέση του, κι ανάποδα!
Αυτό είν’ η
πιο μεγάλη ανησυχία.