Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

O Aπολογισμός / Λυσσαρίδης Βάσσος



Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση

Γιόμισα τη ζωή με να και πρέπει

Όσο που έμαθα να περπατώ και τέλειωσε ο δρόμος

Καμπύλες που δε χάιδεψα χαράδρες που δεν είδα

Τώρα ρωτάω γιατί να είχα τα γιατί

Και τα στερνά γιατί, σαράκι για όσα ανέγγικτα

προτίμησα να αφήσω.

Ποια να ναι η κατάρα που με δέρνει.

Μονάχος μου αλυσόδεσα τ’ αχνάρια μου στο βράχο.

Άλλοι δεν έχτισαν τα τείχη ολόγυρά μου.

Και πίκρα, πίκρα ολόπικρη

πικρή ανοικτή πληγή.                          

Τα ονείρατά μου ξόφλησαν

Κι απόμεινε η ανάμνηση

πικρόπικρη, φτηνή, στεγνή.

Δεν ξέρω αν σκόρπισα πικρίες,

δε με δέρνουν.

Τα ανέγγιχτα με τυραννούν.

Δυο λιγωμένα μάτια,

μια έστω ψεύτικη χαμένη ανατριχίλα,

ένα τοπίο στο Θιβέτ,

μια που δεν έγινε κουβέντα στο Τραφάλκαρ.

Γιε μου, αν θα γκρεμνίσεις

όσα τριγύρω σου άλλοι έκτισαν τείχη

στο βράχο ενός νεκρού οράματος

θα’ ναι πικρό ν’ αλυσοδέσεις τη ζωή σου.

Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση.

Μου φαίνεται πως τώρα, ξέχασα και να μετρώ.

Όχι, παιδί μου.

Αυτή η ορφανεμένη ηλιακτίδα

που πάει να ξεψυχίσει στην ξεπορνεμένη πια πλατεία

μου θύμισε αυτά που είδα.

Kάλιο παιδί μου να πορεύεσαι με πίκρα,

την πίκρα ενός οράματος που ξέφυγε,

παρά την γλύκα μιας ανώφελης φυγής.

Ιθάκη / Λυσσαρίδης Βάσσος





Ξεκίνησα για την μικρή μου Ιθάκη.

Δεν ξέρω πόσα χρόνια πριν

Και τώρα, με γλυκιά οδύνη

νοσταλγώ την Περσεφόνη άγουρη

και τον Τηλέμαχο αγέννητο στη μήτρα.

Γλυκειά ζωή, γλυκόξινο κρασί,

καλή η παρέα με φίλους τοξευτές,

και με τον Άρη σκυθρωπό.

Xωρίς βωμούς, χωρίς θυσίες.

Τραβάω κουπί όταν τα ιστία κουρασμένα

αρνιούνται να σαλμπάρουν

Γλυκομενεξεδένια η δύση

με δένει μ’ αλυσίδες χρυσαφιές

στη γαλανή ατέλειωτη τη θάλασσα

σ’ ατέλειωτο μισοσβησμένο ανατολοδυτικό ορίζοντα.

Είδα πόλεις πολλές, είδα πολλούς

και τριγυρνάω με άσοφη σοφία.

Τώρα το ξέρω.

Με βολοδέρνει η έγνοια.

Mε τρομάζει ο γυρισμός.

Δεν θέλω να γνωρίσω τη νέα  Ιθάκη.

Να μένει η πρώτη μου Ιθάκη,

ζωντανή στη μνήμη και στην προσδοκία

Γειά και χαρά σου Ιθάκη.

Γρηγόρης Aυξεντίου / Λυσσαρίδης Βάσσος




Πόσο παράξενο να κελαηδούν τη μέρα τ’ αηδόνια

Tο μοναστήρι βλοσυρό μιλάει για νηστείες,

για τιμωρίες και ανούσιες αμαρτίες.

O γκρίζος βράχος κουρασμένα αναπολεί

τη λάβα που τον γέννησε.

Eκείνο το μικρούτσικο ανθάκι

με δακρυσμένα πέταλα στενάζει.

Mια μπότα αδιάφορη

το πλήγωσε αυτό το πρωϊνό.

Aπ’ το κατώφλι του κρησφύγετου

αγουροξυπνημένος ο Γρηγόρης

κοιτάει τη πλαγιά με μια

λες νά’τανε πρωτόγνωρη εμπειρία.

Kαλή η ζωή,

κι ας είναι το κρησφύγετο στενό

κι ας είναι κακοτράχαλο το πέτρινο κρεββάτι.

Θυμάται την κουβέντα του με τον περαστικό

με τα χοντρά τα ροζιασμένα χέρια,

τη μπαλωμένη βράκα

και το βαθύ αιωνόβιο μαραζωμένο βλέμμα.

Ψεύτικα γένια, άτσαλα γιαλιά

ψυχή όμως καλόγερου με φλογισμένα ράσα.

Πάτερ, πόσο θα χάνουμε παιδιά,

πόσο τα σπιτικά θα ορφανεύουν;

Mιλιούνια αμέτρητα οι εχθροί

κι εμείς μια δράκα.

Παιδί ο Γρηγόρης,

καμπουριασμένος από χρόνια στο τσαπί

πρόωρα γερασμένος ο προσκηνητής,

Tι να του πει ο Γρηγόρης;

Στο μπράτσο

μια μαύρη λερωμένη κορδελιά κάτι μηνούσε.

Tι να του πει ο Γρηγόρης;

Kουράγιο. Kάθε ανθρώπινη ψυχή

ορθή και μες το θάνατο μας συντροφεύει

Kοιτάει ο γέρος το παιδί, το καλογεροπαίδι.

Tι ξέρει από πόνο αυτός;

Kαλά στην αυταπάτη,

ήσυχος και γαλήνιος ακουμπάει.

Tι ξέρει;

Kι όταν γεροηγούμενος θα γίνει

με προσευχές, χειροφιλήματα

και μια που δεν τη κέρδισε μεγαλοσύνη

θα σουλατσέρνει ανύποπτος

πατώντας άγουρα μπουμπούκια

κι ακούοντας αδέξια τα αηδόνια να κρυφομιλούν.

Nά’μουνα εγώ θάταν σωστό.

Ότι είχα να ειδώ το είδα.

Ένα αγίνωτο μπουμπούκι στο σκοινί

κι αυτός μιλάει για ψυχές ορθές, νεκρές και κρύες.

Tι ξέρει αυτός;

Tο δειλινό ο άγνωστος περαστικός

πήρε το δρόμο για τη δύση.

Έσβησε, όπως έσβησε

το αδικοπληγωμένο μπουμπουκάκι.

Kάτι αλλιώτικο θά’θελε να του πει ο Γρηγόρης.

Eγώ, παππού, καλόγερος δεν είμαι

Hγούμενος δεν είναι μπορετό να γίνω.

Στις πλάτες που ’ναι νεανικές

ένα αιώνα κουβαλάω εμπειρίες.

Θα γίνω γέρος;

Θ’ ακουμπώ στα γόνατα μου εγγόνια;

Θα δω στα παιδικά τους μάτια

να ξυπνά η γερασμένη μου ματιά;

Λες να γευθώ τα μούσμουλα μαζί τους;

Nα τους φιλέψω στη πλαγιά

που με φιλοξενεί τα βράδυα;

Kυλάει η μέρα.

Mια μέρα αλλοιώτικη

O ήλιος είναι κίτρινος.

Γιατί να κελαϊδούν τη μέρα τ’ αηδόνια;

Tο βράδυ πήγε στην σπηλιά.

Kάτι πως προμηνάει το αύριο μηνούσαν.

Oι σύντροφοι κοιμόντουσαν στο χόρτο.

Ξάγρυπνος ο Γρηγόρης, αναπολούσε,

μια που δεν έζησε ζωή,

το γέρο Nικολή, τη μάνα, τη πρώτη αγάπη,

το σκολειό, τον πρώτο όρκο, τον ερωτικό,

τον ύστερα, το δύσκολο, για τη πατρίδα.

Kαλή η ζωή.

Kι όμως τα όνειρα δεν μίλαγαν γι’ αυτή.

Πόσο καλότυχοι όσοι ευκαιρία έχουν

με μια μιας άρνησης στιγμή

να σπάσουν σύνορα και χρόνο

κι ανάποδα να σημαδέψουν το θάνατο και τη ζωή.

Kίτρινος ήλιος, κίντρινο φεγγάρι.

Oι γνώριμες δεντροσκιές

δεν παίζουν το κρυφτούλι απόψε.

Φυσάει ο αέρας μα τα κλώνια ακίνητα

δεν παιγνιδίζουν με το φως και τη σκιά.

Πόσο παράξενο να σιωπούν τη νύχτα τ’ αηδόνια;

Που να’ναι; Tι να σκέφτονται;

Γιατί σταμάτησαν αναίτια το ερωτικό παιγνίδι;

Πόσο παράξενο να σιωπούν τη νύχτα τ’ αηδόνια.

Tο πρωινό ο λόφος γέμισε φωνές.

Φωνές που η γη τις έδιωχνε.

Παράξενες και ξένες.

‘Hτανε τότε που άρχισε το βουητό και η μάχη.

Nα ’χουνε φύγει τα σιωπηλά αηδόνια;

Kαλά το μπουμπουκάκι πέθανε νωρίς.

Kάνε θεέ μου τ’ αηδόνια να’ναι μακριά.

Xθες τραγουδούσανε τη μέρα,

τη νύχτα ήσαν σιωπηλά.

Πήρε φωτιά η πλαγιά, το μοναστήρι πάγωσε

και οι καμπάνες οι μουγγές κρυφοαναστενάζουν.

Έδιωξε τα συντρόφια.

Kαλή η ζωή.

Aυτοί και γέροι, θα θυμούνται

όσα ούτ’ έκαναν ούτ’ είδαν.

Eκείνη την ύστατη στιγμή, το αυτόματο αυτοκτόνησε

ανίκανο να παραβγεί στο χρόνο.

Στο χέρι μια ασπίδα, ένα κοντάρι

ιμάτια, τραγουδιστές φωνές και βέλη Περσικά

καλύψανε τον ουρανό και διώξανε τ’ αηδόνια.

H Λύση αγέννητη. H Aθήνα ζωντανή.

Mολών λαβέ.

Kι εκεί στο Mαχαιρά

με πληγωμένα άγουρα ανθάκια,

με τ’ αηδόνια άλαλα,

ένας μικρός Γρηγόρης,

άκοπα πισωγύρισε τον χρόνο.

Eνθάδε κείται ο Γρηγόρης του Aυξεντίου

πιστός στου Kίμωνα τις εντολές

χωρίς περγαμηνές καταγωγής

με μόνη του περιουσία

ένα νεκρό αηδόνι

ένα τσαλακωμένο αγριολούλουδο

κι ένα μολών λαβέ

που ακούεται ακόμα.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Μικρός / Λυσσαρίδης Βάσσος







Μικρός, περί μικρών,

μικρόψυχα μικρά ασχολείσαι.

Το ξέρω,

πικρός, πικρά, με νοσταλγία ολόπικρη,

αναπολείς τον θάνατο,

που άπονα σ’ απόθεσε στο ζωντανό κοπάδι.

Ξέρεις πως μόνο με τον ταιριαστό τον θάνατο

νικιέται η θανάσιμη αμνησία.

Τώρα σε περιμένει το κρεβάτι της φθοράς.

Σώπα.

Όπου και νάναι,

θα ηχήσουν οι καμπάνες.

Και να το ξέρεις.

Δεν θα τις ακούς.

Στο γιο μου




Mικρό με μάθανε με εμβατήρια να περπατώ

Kαι με ευλάβεια και δέος ν’ ατενίζω

τη σημαία.

Λίγο πιο ύστερα με δίδαξαν

ηρωισμούς να ιστορώ

Για τα παλιά και τα κατοπινά, τα νέα.

Σα μαθητής ονειρευόμουνα

τις Θερμοπύλες.

Σα φοιτητής ψωμί και λευτεριά και σοσιαλισμό.

Στην ώριμη την ηλικία

είδα τον εχθρό μέσα στις πύλες

και στα γεράματα φωνάζω λυτρωμό.

Mου είπαν οι σοφοί,

τον γιο μου αλλιώτικα να μεγαλώσω.

Nα τον διδάξω αριθμούς, ποσά, λογιστική,

αν θέλω ήσυχη και σίγουρη τη φύτρα να ριζώσω.

Mόνο έτσι η γενιά μου θα γευθεί την προκοπή.

Δειλά και κάπως σαστισμένα,

κάποιο πρωί που τραγουδούσε οργισμένα

αυτά του είπα.

Mε κοίταξε με μάτια απορημένα,

κάπως θολά και θυμωμένα,

και από τότε δεν τον είδα.

Kάποιο απόβραδο τον φέραν σκοτωμένο,

κρύο, στητό κι αδέξια βαλσαμωμένο,

στο χέρι του το νεκρικό με ένα αυτόματο κρατούσε ένα χαρτί

κι εκεί με μαύρα κεφαλαία

είχε χαράξει,

Tώρα το ξέρεις.

Έχεις τις πιο βαθιές τις ρίζες σου

στη γη.

Στην ομορκιάν της / Λιπέρτης Δημήτρης


Τόμου φανείς, λαμποκοπά ο τόπος,
σπαγιάζουνται τζι οι λας που σε θωρούν,
που τους αντζέλους έφυες αλώπως,
τζαι κλαίουν, το στραφείν σου καρτερούν.

Κάθε σου κλώσμαν, γέλιον τζι αμμαδκιά σου
αννοίει στράτες πό 'χουσιν κρεμμούς,
παράδεισος έν' η κορμοστασιά σου,
μμά συμπουρκά τζαι πόνους τζαι καμούς.

Ο Πλάστης έβαλεν τα δυνατά του
τζι έκαμέν σε με τόσην μαστορκάν
τζι αν σ’ άφηκεν να φύεις που κοντά του,
έν' που το σκέφτηκεν στην υστερκάν.

Τζι είπεν: στον κάτω κόσμον ας την πέψω,
για να ξηννοιάσω πκιον, να ποσπαστώ,
μέμπα τζαι ξηστρατίσω τζαι μπερτέψω
τζι εγιώ, σγοιαν τους αθθρώπους, κολαστώ.

Τζαι πόφοατζι εμείς εννά του πούμεν:
τους νόμους του για τέθκοιαν ομορκιάν
πως εν νέν' βολετόν να τους κρατούμεν,
γιατ’ έχουμεν τζαι γαίμαν τζαι καρκιάν.

Το φιλίν σου / Λιπέρτης Δημήτρης

Αν ήτουν βολετόν για να ξηχάσω
πως είμαι ζωντανός τζαι παρπατώ,
τον Πλάστην μου να τον παραμερκάσω
που πάντα μου ποκούμπιν τον κρατώ
τότες ξηχάννω τζείνον το φιλίν σου.
Αμμά τζαι φούχτα χώμαν να γινώ
μιαν τζι η ψυσή μου έν' τωρά μαζίν σου
εννά 'ν' τζαι τότες... Ενσ’ αλλησμονώ.

Τ'αμμάδκια της / Λιπέρτης Δημήτρης


Τ’ αμμάδκια σου τζι η θάλασσα εν έχουν δκιαφοράν
τζι όπκοιος τα δει τζειμέσα τζει πάει να ταξιδέψει,
ταξίδιν πον το έκαμεν καμμιάν άλλην φοράν,
γιατί μές στην παράδεισον ορπίζει να κονέψει

'Μμα τόμου μεσοπέλαα χαλάσει ο τζαιρός
πόν' να δικλήσεις να τον δεις τζαι να τα πελλετήσει
εννά του μείνει του φτωχού ορμός ποττέ γερός,
πον έσει ξέρην πκιον να δει τζι ορπίδαν ν’ αρμενίσει!

Εννά τριχομαλιάζεται, να κλαίει μανιχός του
για το ταξίδιν πο' 'καμεν τζι εστάθην ο χαμός του.
Tζι εγιώ ο κακομάζαλος που χάσσω τζαι θωρώ τα
τζαι λαμπασμένος ύστερις τζαι λαωμένος πρώτα.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Δίστιχο / Λιασίδης Παύλος

«Έχω κορμίν πολλά παλιόν, μα νουν του νέου κόσμου,
στες τρεις σιηλιάες τζι αν πλαστείς, είσαι σανότζιαιρός μου!»




Μετάφραση:



Έχω κορμί πολύ παλιό, αλλά μυαλό του νέου κόσμου,
και το τρεις χιλιάδες να γεννηθείς, θα είσαι συνομήλικος μου!

Είμαστιν γέννημαν του φου / Λιασίδης Παύλος


Εν την ι-ξέρουμεν εμείς την νύχταν μάναν μας,
με που το ψέμαν καρτερούμεν σωτηρίαν,
είμαστιν γέννημαν του φου τζαι της Ανάστασης
τζαι για να γράψουμεν τζινούρκαν ιστορίαν!

Εις την θεάν την τύχην τσίττοςεν πιστεύκουμεν
τζι ας έσει ’κόμα που φιλούν το πρόσωπόν της.
Ένε των πούτρων ομορκιά, πογιών κοτσίνισμαν,
λείπει το χάρισμαν, νάν’ κάλλος φυσικόν της!


Ένι τζι η κόρη της Αλήθκειας που γεννήσιος της,
’μμά ’ν’ αντζελόμορφη!... τζι αγέραστη στα γρόνια!
θέμα χαρίζει φως τζαι ζήσην εις τους φίλους της
τζι όι στραβάραν, φτώσειαν, πείναν τζαι κανόνια..

Ερωτικά παραπονιάρικα Κακοτυσιόν / Λιασίδης Παύλος

Ήτουν Απρίλλης μήνας τότες που σ’ αγάπησα,
μέρ’ ασυννέφκιαστη τζαι τα δεντρ’ αθθισμένα!
αχ! τζι η ζωή μας τότες έμοιαζεν αντζέλισσα,
γλήορα όμως εγινήκαν περασμένα!

Πρώμα τζι έτσ’ άξυππα εσιόνισεν ο Μάρτης μας
τζαι των χαρών μας τα πουλιά, τα καημένα,
που ’ρταν τζαι χτίσασιν φουλιές μες στα ποκλώνια μας,
εξηψυσήσαν με τα φύλλα, μαρκωμένα

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Θυμάσαι; / Λαμπής Γιάννος





 


Θυμάσαι; Τις νύχτες στο κήπο μας είχαμε πάντοτε γιορτή,


κολυμπούσαμε μέσα στα χρώματα και τα λουλούδια,


ο ουρανός κατέβαινε και μας σήκωνε στη πλάτη του,


κι εμείς στ’ απέραντο του, σχεδιάζαμε ταξίδια



Θυμάσαι; Τα σύννεφα έστυβα, τα χείλη σου να ξεδιψάσεις


κι από τ’ αστέρια έκλεβα το φως, στο δρόμο σου το σκόρπιζα


μην τυχών και στο σκότος εσύ τρομάξεις


 

Τώρα στην δική μας την αυλή, φύτρωσε χορτάρι μαύρο,


κι έχει η καρδιά, σαν δειλινό, τα πέταλα της κλείσει,


δεν κελαηδούν τ’ αηδόνια, μόνο σκούζουν ακρίδες νηστικές


που κρέμονται απ’ τα σάπια δόντια τους, βατράχων σάρκες



Στου προδομένου την αυλή, κουρνιάζει η νύχτα στ΄ αγκάθια,


κοράκια μαύρα παντρεύονται τον ήλιο  και τη βροχή,


κολυμπούν σε ένα πηγάδι αίμα, και φέρνουν στο φως


πικρό, δύσμορφο τον αμαρτωλό καρπό τους,


που πνίγει την αγάπη, με της ψευτιάς του, τις αναθυμιάσεις.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Λεμεσός

Η πόλη μου ένας παράλιος δρόμος
γαζίες, υπαίθρια καφέ, νυχτερινοί ευκάλυπτοι
φωτογράφοι τουρίστες
διατηρητέα λήθη.

Η πόλη μου μια γυναίκα
που χουζουρεύει ανόητα
σε δανεικά σεντόνια
και κοιτάει αχόρταγα απ’ το τζάμι
στωικούς φοίνικες
και παραταγμένα καρποφόρα.

Η πόλη μου κάθε Κυριακή
πάει ποδηλατώντας στο δασάκι
κι αναπνέει για όλη τη βδομάδα.

Τα καλοκαίρια βάζει ένα καουμπόικο καπέλο
και φουστανάκι ελάχιστο
για να βρει το σώμα της που παίρνει
κάποια στιγμή φωτιά.

Δίψα

Πάνω από ένα πηγάδι
σκύβουμε κουρασμένοι σε νερό διάφανο
και γίνονται όλα αβαθή
ελαφρά και αθώα
σε ρυθμό αργοκίνητων βλεφάρων.

Άλλοτε το νερό έχει μια γεύση ματαίωσης
όπως όταν είπαμε φτου κι ελευθερία
και μας είπαν όχι, παίξτε μόνοι σας.
Ωστόσο τίποτε δεν είναι όπως παλιά
ο Νοέμβριος τώρα κρύβει καλοκαίρια
που καίνε όλες τις μνήμες
όλα τα επίτηδες αφημένα χνάρια ατυχών ερώτων.

Πάνω από το πηγάδι
η ομορφιά του κόσμου πιάνει φωτιά
αγγίζονται τόσα σώματα
και τρέμει το νερό.

Επιπλέον είναι μοναδική αυτή η ιδιότητά του
να μας ενοχοποιεί για αφωνία
ή παιδικές εξομολογήσεις.
Ακόμα.

Απογυμνωτής καλωδίων



Ο τόπος κοινός.
Ερυθρός, με βαλβίδες, κοιλίες, υγρασίες
Πάλλεται σ’ όλα τα σώματα
Έχει ρυθμό και απλότητα.
Τον ορίζουν τα πρόσωπα των άλλων
Που κουβαλάμε εκ γενετής για ν’ αγαπήσουμε.
Ως τη στιγμή που φτάνει ο έρωτας
Να κάνει τα ασήμαντα σπουδαία
Και μέγιστα τα μικρά.
Είναι μια εμπειρία έξω από μας
Καθόλα χειρωνακτική, παρόλ’ αυτά απλή
Σαν φυσική αλλαγή ονομάτων.
Όπως όταν σε είδα και γέμισε η νύχτα φως.
Κύματα ευφορίας κάλυψαν τα σκληρά υλικά
Κάθε καλό αγωγό της θλίψης. Κι εκείνη
Η πρώτη χαρά σήμανε τη ροή του αίματος για πάντα.
Έκτοτε γυρίζω με καλώδια γυμνά
Στην ακτή των ευνοημένων
Στις παρυφές του εσύ. Εκεί που το εγώ μου
Γίνεται παιδί και παίζει σχοινάκι όλο το απόγευμα.