Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014
καταγγελία πράξεως υπόπτου / Αναγιωτού Πάμπης
Γνωρίζω καλώς το συμβάν. Το είδα όπως
σε βλέπω και με βλέπεις. Αν και οι εφημερίδες
τυπώθηκαν με λεφκά κενά, αν και το ραδιόφωνο
μετέδιδε μόνο διαφημίσεις απορρυπαντικών,
αν και η πρόσοψη του κτιρίου έθαλλεν απαστράπτουσα,
αν και οι φύλακες καθάρισαν επιμελώς όλα τα ένοχα ίχνη.
Εκεί, στον Β' θάλαμον, πρώτος διάδρομος αριστερά,
εκεί, μέσα στο εθνικόν Μουσείου Πατριδοκαπηλείας,
το άγαλμα νεανίσκου φέροντος πέος εν υπερστύσει,
αφτοκτόνησε. Αφτόν το επεισόδιον καταγγέλθει
άνεφ όμως κατανοήσεως ελαχίστης εκ μέρους
των αρμοδίων αρχών από τον Π.Α.
τω σωτήριω έτη 1974 μ.θ.*
Όμως θα επανέλθω δριμύτερος επ' αφτού
του θέματος και εις λεπτομερέστερην περιγραφήν
του μελανού αφτού συμβάντος.
Καιρώ τω δέοντι, εννοείται.
*μ.θ. = μετά θάνατον
Σε μια γυναίκα / Αλιθέρσης Γλαύκος
Από καιρό σε πρόσμενε η ψυχή μου, μ’ αλίμονο! δεν ήρθες με του Απρίλη τα λουλούδια στην όψη σου, καλή μου.
Σε κάποιου φθινοπώρου χλωμό δείλι, σε μένα ξαφνικά σ’ έστειλε η μοίρα, με ανέκφραστο παράπονο στα χείλη.
Μια λέξη από το στόμα σου α δε πήρα, η σιωπή σου πιο υπέροχα μιλούσε, σαν το στερνό το ρόδο, που τα μύρα
τα τελευταία σκορπώντας, φυλλορροούσε βουβό τ’ άσπρα του πέταλα σα χιόνια. Κι η ψυχή σου απαράλλαχτα πονούσε
σαν τα καταδιωγμένα χελιδόνια που φεύγοντας στα ξένα έχουν αφήσει έρημες τις φωλιές τους στα μπαλκόνια…
Μα εύλογητή η ψυχή, που αφού γνωρίσει τον πόνο το βαθύ της ειμαρμένης, μ’ ανώτερη αυτεπίγνωση, σιωπήσει…
Θρήνος / Αλιθέρσης Γλαύκος
Αυτή την ώρα των λυγμών και των κελαηδημάτων
που μας λυγίζει δεητικούς -
αυτή την ώρα τη ρεμβή του δειλινού,
των χωρισμών, δραμάτων και θανάτων,
μη δεν ακούς,
στις πορφυρές, στις ματωμένες δύσες?
Κλαίνε οι ορίζοντες στα βάθη τ' ουρανού
τα μαβιά δέντρα, τα πουλάκια, οι βρύσες,
των πεθαμένων οι ψυχές των ζωντανών η μοίρα,
Κι' ο θρήνος ανεβαίνει σαν πλημμύρα
από τα μύχια της καρδιάς,
με τις αμαρτωλές μας προσευχές
και τα λιγόθυμα τα ξέπνοα μύρα
της μελιχρής και μυστικής βραδυάς
- Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! θέμε, δε θέμε
η μνήμη πως εφιαλτικά μας τυραννά και κλαίμε...
Μαζί με εμάς θρηνούν οι αιώνες
οι πεινασμένοι κι οι μελλοντικοί
Στα νεύρα μας ξυπνούν και ζωντανεύουν
όλοι οι νεκροί,
κι' όλη η μελλούμενη φυλή στις θερμές φλέβες μας
πως στροβιλίζεται γοργή!
Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! στ' αλλόφρονά μας μάτια
ερείπια τα βασιλικά σου τα παλάτια,
και πέφτοντας γονατιστοί στ' άγιο σου χώμα
με δάκρυ το ματώνουμε και το φιλούμε,
σαν της αγάπης, της ιερής αγάπης μας το στόμα.
Οι θρήνοι μας, κηδεύουνε την ίδια την ψυχή μας.
Κι είν, η καρδιά μας σκοτεινή, σα δίχως
νερό πηγάδι
και μες στην άδεια, στείρ, απαντοχή μας
κι ο δικός σου, Ποιητή, θλιβερός στίχος
κούφια αντηχεί κι αντιδονεί σαν να έρχεται απ' τον 'Αδη.
Ω, αυτή την ώρα των λυγμών και των κελαηδημάτων,
των ρεμβασμών κι ονειροπολημάτων
θρηνούν κι οι ορίζοντες στα πορφυρά τους βάθη, για κάτι το ανεπίστρεφτο που εχάθη...
Κι εμείς, Ιερουσαλήμ, θέμε δε θέμε
θυμούμενοι, αχ ! θυμούμενοι, Ιερουσαλήμ,
σκορπούμε στάχτη στα μαλλιά και κλαίμε.
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014
Πάτμος (απόσπασμα) / Αγγελίδου Κλαίρη
Σε περισφίγγουν τα βουνά της άγριας μπόρας
και μόνο η θάλασσα πλαταίνει την ψυχή σου
με τα μπαλκόνια των νησιών
τις ανεμόστρατες γειτονιές των αγγέλων
με τα καράβια που οργώνουν την
και τις νεροσυρμές του Ήλιου.
Νησί ασπρογέννητο της θείας χάρης
μέσ’ τις ραγισματικές του βράχου
αποκαλύπτει ταπεινά ο Ιωάννης
το ανεπανάληπτο της Δικαιοσύνης
«Ο Ήλιος έγνω την Δύσιν αυτού».
Αγγελοκάμωτη Κυρά της ταπεινότητας
των λιγοστών πηγαδιών, των βράχων, των αχινών.
Ωστόσο της σωτηρίας το μήνυμα ευφρόσυνο.
Νησί αιγαιοπελαγίτικο,
χύνεται σαν ποτάμι ορμητικό
απ’ τις ροές του Σύμπαντος Κόσμου,
όπου τα φτερά των αγγέλων
γίνονται νιφάδες χιονιού
άσπιλου παιδικού χαμόγελου.
Εδώ αναβλύζει ο ουρανός
μουσικές φωνές, χωρίς σύνορα,
ασπροσμέτρητες μουσικές φωνές των αγγέλων.
και μόνο η θάλασσα πλαταίνει την ψυχή σου
με τα μπαλκόνια των νησιών
τις ανεμόστρατες γειτονιές των αγγέλων
με τα καράβια που οργώνουν την
και τις νεροσυρμές του Ήλιου.
Νησί ασπρογέννητο της θείας χάρης
μέσ’ τις ραγισματικές του βράχου
αποκαλύπτει ταπεινά ο Ιωάννης
το ανεπανάληπτο της Δικαιοσύνης
«Ο Ήλιος έγνω την Δύσιν αυτού».
Αγγελοκάμωτη Κυρά της ταπεινότητας
των λιγοστών πηγαδιών, των βράχων, των αχινών.
Ωστόσο της σωτηρίας το μήνυμα ευφρόσυνο.
Νησί αιγαιοπελαγίτικο,
χύνεται σαν ποτάμι ορμητικό
απ’ τις ροές του Σύμπαντος Κόσμου,
όπου τα φτερά των αγγέλων
γίνονται νιφάδες χιονιού
άσπιλου παιδικού χαμόγελου.
Εδώ αναβλύζει ο ουρανός
μουσικές φωνές, χωρίς σύνορα,
ασπροσμέτρητες μουσικές φωνές των αγγέλων.
Μνήμες ζωής (απόσπασμα) / Αγγελίδου Κλαίρη
Έτσι ξεκίνησε μία μέρα η αγάπη
Τρύπωσε στην τσέπη,
Του βρεγμένου σακακιού
στη διαδήλωση.
Κοκκίνισε από ντροπαλότητα
για το μεγάλο τόλμημα της.
Μα έτσι έπρεπε να γίνει.
Μια και τα δύο παιδιά
της έστελναν τραγούδια
κάθε μέρα
Κι όλο ρωτούσαν
πότε και πώς θαρθεί.
Κι έτσι εκείνη τ’ αποφάσισε
Κι έδωσε τη χαρά
Τρυπώνοντας στη τσέπη του σακακιού,
αλλά και στην καρδιά τους.
Τρύπωσε στην τσέπη,
Του βρεγμένου σακακιού
στη διαδήλωση.
Κοκκίνισε από ντροπαλότητα
για το μεγάλο τόλμημα της.
Μα έτσι έπρεπε να γίνει.
Μια και τα δύο παιδιά
της έστελναν τραγούδια
κάθε μέρα
Κι όλο ρωτούσαν
πότε και πώς θαρθεί.
Κι έτσι εκείνη τ’ αποφάσισε
Κι έδωσε τη χαρά
Τρυπώνοντας στη τσέπη του σακακιού,
αλλά και στην καρδιά τους.
Μάρκος Δράκος (απόσπασμα) / Αγγελίδου Κλαίρη
Δεν τον ετρόμαζε ο πόλεμος
αλλ’ ούτε ο Θάνατος
Σαν λιόντας πολέμησε το κακό.
Άγγελος ήτανε θεόσταλτος
με πύρινη ρομφαία.
Ο Μάρκος Δράκος πέθανε
μα ζει μες τις ψυχές μας
αρχάγγελος της Λευτεριάς
της Κύπρου.
[Και μόνον όταν σκέφτομαι τη θάλασσά σου Αμμόχωστος]
και μόνον όταν σκέφτομαι τη θάλασσά σου Αμμόχωστος
γιορτάζω,
γιορτάζω,
γιορτάζω...
και μπλέκονται στα χέρια μου ένα μάτσο κρίνα της αμμουδιάς σου,
και μπλέκονται στα χέρια μου ένα μάτσο κρίνα της αμμουδιάς σου...
Αμμόχωστος, Αμμόχωστος, Αμμόχωστος...
Πάρα θιν’αλός, έζησα τη ζωή μου
πάρα θιν’αλός
έζησα τη ζωή μου,
εκεί στη θάλασσά σου θέλω ν’ακούσω και να πω
το κύκνειο τραγούδι του θανάτου,
το κύκνειο τραγούδι του θανάτου...
γιορτάζω,
γιορτάζω,
γιορτάζω...
και μπλέκονται στα χέρια μου ένα μάτσο κρίνα της αμμουδιάς σου,
και μπλέκονται στα χέρια μου ένα μάτσο κρίνα της αμμουδιάς σου...
Αμμόχωστος, Αμμόχωστος, Αμμόχωστος...
Πάρα θιν’αλός, έζησα τη ζωή μου
πάρα θιν’αλός
έζησα τη ζωή μου,
εκεί στη θάλασσά σου θέλω ν’ακούσω και να πω
το κύκνειο τραγούδι του θανάτου,
το κύκνειο τραγούδι του θανάτου...
Αγγελίδου Κλαίρη
Κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι / Αγγελίδου Κλαίρη
Κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου,
κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου,
γαλήνια μες στην ομορφιά σου
ντυμένη τους ανάερους πέπλους της αυγής...
Και τα δικά μας μάτια μάταια προσπαθούν
να διακρίνουν την ψυχή σου...
Την ψηλαφούμε μόνο με τα χέρια της δικής μας ψυχής
που ακούραστα ψάχνουν μες στο σκοτάδι της ατέλειωτης νύχτας που μας τυλίγει..
Κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου,
κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου...
κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου,
γαλήνια μες στην ομορφιά σου
ντυμένη τους ανάερους πέπλους της αυγής...
Και τα δικά μας μάτια μάταια προσπαθούν
να διακρίνουν την ψυχή σου...
Την ψηλαφούμε μόνο με τα χέρια της δικής μας ψυχής
που ακούραστα ψάχνουν μες στο σκοτάδι της ατέλειωτης νύχτας που μας τυλίγει..
Κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου,
κοιμάσαι χωρίς να υποπτεύεσαι την πίκρα μας για το χαμό σου...
Όλγα Ρουβήμ (μκρή αναφορά)
Η Όλγα Ρουβήμ γεννήθηκε στα Λύμπια το 1971. Σπούδασε στο Ανώτερο
Τεχνολογικό Ινστιτούτο στον κλάδο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Από το
1996 εργάζεται στη CYTA, στο Τμήμα Ανάπτυξης Λογισμικού.
Έχει εκδώσει τα παιδικά βιβλία:
Έχει εκδώσει τα παιδικά βιβλία:
- "Ταξίδι στην Υγειούπολη", 2010, ένα παραμύθι για ισορροπημένη διατροφή για μικρούς και μεγάλους σε συνεργασία με την κλινική διαιτολόγο Κάτια Κυριάκου.
- "Το δρομάκι της ξεγνοιασιάς", 2009, αυτόνομο παραμύθι το οποίο έχει βραβευθεί με το β’ βραβείο για συγγραφή παραμυθιού στον 26ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (2007),
- "Ήλιος ο Παραμυθάς", 2004, Συλλογή από 10 παραμύθια,
- "Το μυστικό της Φρουτοχώρας", 2008, Παραμύθι που γράφτηκε στα πλαίσια προώθησης του Χυμού ΕΝΑ.
- Σταγόνες Στιγμής (Εκδόσεις Επιφανίου)
Αναγέννηση.
Η ζωή μου όλη, ατέρμονες ευθείες.
Διασχίζουν το χρόνο, αγγίζουν το άπειρο.
Μονόδρομοι.
Παρωπίδες.
Μάτια κλειστά.
Βουβά βήματα στο πουθενά.
Ο ήλιος λυγίζει τις ευθείες,
κι ακολουθούν την καμπύλη της ψυχής.
Επιστροφή στο σημείο γέννησης κι ανυπαρξίας.
Τρομάζω.
Ψυχορραγεί η εξέλιξη.
Η καρδιά κτυπά για την ανατολή.
Έλεγχος.
Καταλύτης.
Χρυσό σημείο της αρχής.
Έκρηξη.
Κι αναγεννιέμαι, κομμάτι της σάρκας μου.
Μάνα και πατέρας, εγώ.
Δύναμη.
Διάσπαση.
Δημιουργία.
Συνθέτω τον κύκλο.
Η σφαίρα του σύμπαντος, η μόνη αλήθεια.
Δε βγάζω άκρη, δεν υπάρχει η άκρη.
Ροή.
Νερό.
Κύκλος.
Kρυφή ἐνασχόληση / Νικολάου Θεοδόσης
Φώτης Κόντογλου ὁ Κυδωνιεὺς
Ἄριστος τεχνίτης τοῦ λόγου κατὰ τοὺς ζωγράφους
ἀλλ’ ὄχι καὶ ζωγράφος
Ἐξαίσιος ζωγράφος κατὰ τοὺς τεχνίτες τοῦ λόγου
ἀλλ’ ὄχι καὶ τεχνίτης τοῦ λόγου
Ὁπωσδήποτε ὅμως ὀχληρὸς καὶ γιὰ τὶς δυὸ τάξεις
Ἦταν ὁ ἐλάχιστος ἀδελφὸς
Ποὺ τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸ κύριο ἀλλὰ
καὶ τὸ οὐτιδανὸ
Ἔφερνε σὲ ἀμηχανία αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴ μανία
Νὰ διαιροῦν καὶ νὰ ταξινομοῦν.
Γιατί ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ παρεμφερῆ
Πάνοπλος μὲ ὅλα τὰ σύνεργα τῆς κηπευτικῆς
Ἔπαιρνε τοὺς ἐρημικοὺς λοφίσκους τῆς Ἀττικῆς
Καὶ φρόντιζε τὰ μυρίπνοα καὶ ποικιλόχρωμά τους ἄνθη.
Ἦταν φορὲς ποὺ ἄνοιγε μονοπάτια γιὰ εὔκολη πρόσβαση
Ἢ μὲ τὴν παλάμη του ἔκοβε τὸ κρύο, τὸν ἄνεμο, τὴ ζέστη,
Παραμέριζε τοὺς ἀκανθώδεις θάμνους καὶ ἄνοιγε
Χαραμάδες μυστικὲς γιὰ τὴ σαύρα, τὴν ἀράχνη
Τὸ χελιδόνι, τὴ μέλισσα καὶ τ’ ἄλλα.
Ἄνθρωποι καὶ κτήνη
Ζουζούνια καὶ μαμούνια
Κι ὅλα τὰ φτερωτά·
Ἀγγέλοι κι ἀρχαγγέλοι.
Μιλῶ γιὰ κάτι ρημοκλήσια ξεχασμένα
Καταφυγὴ γιὰ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει κι ἀναπνέει
Ραντίδα γλυκασμοῦ στὴν ἄνυδρη τὴ γῆ καὶ τὴν ψυχή μας.
Ερωτική Ιστορία / Νικολάου Θεοδόσης
Τὸν ἀγάπησε γιατί εἶχε μαῦρα μάτια
Καὶ τὰ μάτια του πέταγαν σπίθες.
Τὴν ἀγάπησε γιατί μιὰ πλεξούδα χρυσὴ τῶν μαλλιῶν της
Κυμάτιζε πάνω στὸ μέτωπό της.
Σμίξανε τὰ βήματά τους
Σμίξανε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα.
Μιὰ πυρκαγιὰ τότε φούντωσε
Ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σβήσει
Παρὰ μονάχα στὴ στάκτη.
Τί ὡραῖα ὅμως ποὺ ἔτρεχαν οἱ φλόγες κατὰ μῆκος
τοῦ οὐρανοῦ.
Τί ὡραῖα ποὺ λαφυραγωγοῦσαν τὸ σκοτάδι.
τὸ Σπίτι (απόσπασμα) / Νικολάου Θεοδόσης
Οἱ πόρτες σπασμένες καὶ τὰ παράθυρα σχισμένα
Χαλαρὰ τὰ φατνώματα ἕτοιμα νὰ πέσουν
Κι ἀπὸ τοὺς τοίχους οἱ ἀσβέστες ραγισμένοι
Σωριάζονται στὸ πάτωμα μὲ κρότο κάθε τόσο.
Τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα του ἀλλάζει
Ὅπως ἡ λάμψη ἐνὸς νομίσματος ποὺ ἔρχεται κοντά σου
Ταξιδεύοντας σὲ ποταμοὺς χεριῶν γιὰ χρόνια,
Καὶ δὲν ὑπάρχει νόμος
Νὰ προστατεύσει αὐτὸ τὸ σπίτι
Ὡς οἰκοδόμημα ἰδιαιτέρου καὶ ἐξαισίου κάλλους
Μιᾶς ἐποχῆς ποὺ φεύγει
Καὶ νὰ κριθεῖ διατηρητέον.
Οἱ χαραμάδες ἀνοίγουνε τὴ θέα
Μὲ κάποια ἀδιαφορία ἀποκαλύπτοντας
Αὐτὸ ποὺ τόσα χρόνια μ’ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα
Κρατοῦσε στὸ ἐσωτερικό του μυστικὸ
Καὶ τὸ περίεργο μάτι μ’ ἐνδιαφέρον προσπαθοῦσε
νὰ ἐρευνήσει.
Καὶ τώρα ποὺ ὁ ἥλιος χαμηλώνει στὸν ὁρίζοντα
Καὶ ἡ σκιά μου ἐπιμηκύνεται καὶ ξεπερνᾶ τὸ ἀνάστημά μου
Σχεδὸν ἐκμηδενίζοντας τὴν ὕπαρξή μου
Φοβοῦμαι μήπως κι ἡ ἀθέατη ὀμορφιὰ του κινδυνεύει
Γιατί τὸ κάθε ὡραῖο ποὺ ὑπάρχει χρειάζεται
τὸ στήριγμά του
Ὅπως τὸ ἄγαλμα χρειάζεται τὸ βάθρο του
Ὅπως τὸ ρόδο τὴν ἰσχὺ τοῦ κάλυκός του.
....................................
....................................
Τότε καθὼς περνοῦσε ὁ καιρὸς
Συνέβη κοιτάζοντας τὴ μεγάλη λιτανεία νὰ πορεύεται
Κάτι παράδοξο.
Ἦταν σὰν νὰ ἔβλεπα ἀπέναντί μου σὲ καθρέπτη
Τὸ εἴδωλό μου.
Τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου
Νὰ παίρνει τὴ μορφὴ ὅλων αὐτῶν
ποὺ ἀνεβαῖναν καὶ κατεβαῖναν τὶς σκάλες.
Ἡ κτίση ἔλαμψε
Σὰν τὸ ἄστρο ποὺ βγαίνει δροσερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα
Ὁ τρόμος καὶ ἡ φρίκη παραμέρισαν
Καὶ περνᾶ μὲ τὰ λευκά της ἱμάτια
Ὅλη φῶς
Ὅλη μουσικὴ
Ἡ ζωή, ἡ ὡραία κι ἀγαπημένη.
.............................................
Το πότε χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.
Η χρονολογία στο υπέρθυρο* φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.
Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του
Είναι στρώματα από κόκκαλο
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων* ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα.
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.
Οι άνεμοι και η θάλασσα
Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού.
Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης
Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα,
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά
τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων.
Εδώ γεννήθηκα.
.............................................
Το πότε χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.
Η χρονολογία στο υπέρθυρο* φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.
Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του
Είναι στρώματα από κόκκαλο
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων* ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα.
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.
Οι άνεμοι και η θάλασσα
Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού.
Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης
Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα,
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά
τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων.
Εδώ γεννήθηκα.
Ἀπὸ «τὸ Σπίτι», 2002
Οἱ διαλογισμοὶ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου / Νικολάου Θεοδόσης
Γελοῦν ὅσοι δὲν ἄκουσαν τὴν ἠχὼ
Τῶν σταθερῶν βημάτων. Μὰ ποιὸς θ’ ἀκούσει
Μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὶς φωνὲς τοῦ κόσμου;
Ἀσθμαίνουμε γιὰ ν’ αὐξήσουμε τὴν ἀγάπη μας
Γιὰ ὅ,τι θηρεύει ἡ αἴσθηση κι αἰχμαλωτίζει.
Καὶ ἡ ψυχὴ συντετριμμένη σὰν κοχύλια πάνω στὰ λάφυρά μας,
Ποὺ ἡ θάλασσα στὸ τέλος, μὲ ἀκατάπαυστη κίνηση ἐλαφρύνει
Καὶ στὴν ἄμμο ἐναποθέτει.
Ἢ τὸ ἐνισχυμένο χέρι ἄλλες φορὲς
Μὲ στρίψιμο ἐπιδέξιο
Ἀποσπᾶ μ’ εὐκολία ἀπὸ τὸ βράχο.
Εἶδα τὸν καπετάνιο νὰ γελᾶ
Μὲ τὴν πίπα του στὸ στόμα νὰ καπνίζει
Ἐνῶ τὸ καράβι του βούλιαζε.
Γελοῦν ἀκόμα γιατί δὲν ἔχουν κατεβεῖ
Σκαλὶ σκαλὶ τὴ σκάλα
Καὶ δὲν λεηλατήθηκε ἡ ἀκοή τους
Ἀπὸ τὰ σκουριασμένα σιδερικὰ καθὼς χτυποῦσαν
Σὲ σιδερικά. Δὲν ἔχουν ἀκούσει τὰ κλειδιὰ
Νὰ γυρίζουν δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς στὶς κλειδαριές.
Κι ἐκεῖνες τὶς φωνὲς τοῦ πόνου νὰ μαυρίζουν
Μέσα στὶς ἀπέραντες κάμαρες τὸ σκότος
Δὲν ἄκουσαν.
Ἂν ξέραμε
Ἴσως πάνω στὰ χείλη μας θ’ ἄνθιζε
Ἕνα πικρὸ μικρὸ χαμόγελο μονάχα
Ὅπως αὐτὸ ποὺ βλέπεις στὸ πρόσωπο τῶν ἀγαλμάτων
Γραμμένο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τεχνίτες
Τὸν καιρὸ ποὺ ἐρωτεύονταν τὶς πέτρες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)