Η ποίηση της Αντρούλλας Θεοκλή - Νικηφόρου προσδιορίζεται από τις μνήμες της χαμένης πατρίδας. Διακατέχεται από τον πόθο της επιστροφής. Οι εικόνες από το παρελθόν έρχονται συχνά- πυκνά να στοιχειώσουν το παρόν και περιφέρονται ως σκιές ανάμεσα στην ομορφιά των στίχων. Κελαριστές οι στροφές αναδύουν έντονα συναισθήματα.
Δημήτριος Γκόγκας
Ανάμνηση
καλοκαιριού
Χωράφια
χρυσοκέντητα,
με στάχυα
πλουμισμένα,
γέρνουν σιγά
και προσκυνούν,
χώματα
αγαπημένα!
Καρπό μέσα
γεμίσανε,
σιτάρι
κεχριμπαρένιο,
που ο Θεός το
βλόγησε,
και είναι
ευλογημένο!
Κάψα του ήλιου
καλοκαιρινή,
στο θερισμό
τραβάνε,
μαντήλι έχουν
στα μαλλιά,
δρεπάνι να
κρατάνε.
Μαντήλι ,για
να σκιάζουνε,
τον ήλιο και
τη κάψα,
το δρώμα απο
τα μάτια τους,
να στάζει στα
χωράφια.
Με το τραγούδι
ο κάματος,
του θερισμού
περνάει,
κι η μάνα μας
ακοπίαστα,
τον κόπο
αψηφάει.
Βάσανα
,κόπο,κάνανε,
μιά άλλη
εποχή,
στο σπίτι για
να φέρουνε,
ένα γλυκό
ψωμί!
Θυμάμαι και τη
μάνα μου,
στο θέρος να
κινάει,
μιά ανάμνηση
παλιά,
στο νού μου
τριγυρνάει.
Στάχυα
χρυσοκέντητα,
βλέπω τώρα
μπροστά μου,
και μιά
ανάμνηση καλοκαιρινή,
έγινε συντροφιά μου!!!!
**
ΔΙΑΛΟΓΟΣ με την ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ
Χρυσομηλιά μου αρχόντισσα,
σαν νύφη στολισμένη,
από τα νύχια ως τη κορφή,
στολίδια φορτωμένη!
Ήρτα για να συντήχουμε,
να κάτσω στην σκιά σου,
να πάρω από σένανε,
λίγο άπ´το άρωμα σου!
Ερ.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
πώς τα παραχρυσώνεις ,
κάμνεις τα όπως τα χρυσά,
τα μμάθκια τα θαμπώνεις;;;
Απ.
Αν κρατάς το μυστικό,
εγιώ εν να μολοήσω,
τζιαί να σου πώ ,πώς γίνεται,
προτού καρποφορήσω.
Θέλω χώμα τ´Αϊ Γροσιού,
της Χάρτζιας ,Καλογραίας,
οι ρίζες μου κρατούν καλά,
μέχρι βαθύ το γέρας.
Θέλω το χώμα μου καλό,
οι ρίζες μου ν´απλώνουν,
νάχω αύρα τού Βορκά,
τζιαί τα κλαθκιά φουντώνουν.
Ερ.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
μοιάζουν με χρυσαφένια,
λαμποκοπούν ,αστράφτουσιν,
μοιάζουν παραδεισένια.
Απ.
Παίρνω αύρα του γιαλού,
τζιαι του βουνού αέρα,
ο ήλιος δκιά μου ζεστασιά,
τζιαι ζιώ τη κάθε μέρα.
Αμέτρητα τα κολιέ,
πού ρέσσω στο λαιμό μου,
ολόχρυσα ,θαμπούνουσιν,
τον κάθε ένα εχθρό μου.
Ένα παράπονο πικρό,
θα σου εξιστορήσω,
δύσκολες οι εποχές,
και δεν μπορώ να ζήσω...
Έτσι σαν καθρεφτίζομαι,
τζιαι βλέπω τη νοσσιά μου,
στάσσουν βροσιή τα δάκρυα,
πούσαστε μακριά μου....
Σε ξένα σιέρκα βρίσκομαι,
τα χνώτα δεν ταιρκάζουν,
ότι να θέλω δεν έσιει,
ούτε με λοαρκάζουν.
Το πρόσωπο μου εμάρανε,
τα φύλλα μου ελουβήσαν,
τζιαί το κορμί μου εσάπηκε,
οι Τούρτζιοι μ´αφανήσαν.
Μόνο οι ρίζες μου κρατούν,
πούναι βαθκειά στο χώμα,
περάσανε χρόνια πολλά,
αμμα κρατούν ακόμα.
Παίρνω νερό του Πλάστη μου,
διώ τους,για να πιούσι ,
τζιαι ελπίζω,τζιαι παρακαλώ,
πέρκιμο κρατηθούσιν.
Αν κάποτε με το καλό,
πίσω να ξανά ρθείτε,
τουλάχιστον τα πορίζια μου,
πέρκιμο τζιαί τα βρείτε...
Επίλογος.
Αϊ Γροσίτισσα τζιηρά,
ζούσες σ'ένα βασίλειο,
στο θρόνο σου εκάθεσουν,
βασίλισσα στο ήλιο.
Αι γροσίτισσα τζιηρά,
τζιαι με τις δκυό σου κόρες,
την μιά στην Χάρτζια πάντρεψες,
την άλλη Καλογραία,
χρυσές ήταν εποχές,
περνούσατε ωραία!
Δύσκολα χρόνια ήρτασιν,
καταστροφή μεγάλη,
και μόνες σας εμείνετε,
στου Τούρκου την αγκάλη.
Το αχ το βαχ σου δεν περνά,
τα χρόνια κομπολόγια,
αμέτρητα να φκαίνουσιν ,
ψυσιής τα μοιρολόγια.
Σμίξετε τις δυνάμεις σας,
και σφικταγκαλιαστείτε,
τις ρίζες σας ,μέσα στην γή ,
ίσως τζιαί κρατηθείτε.
ώσπου νάρτει η στιγμή,
που θα λευτερωθείτε.
**
ΒΟΗ της ΘΑΛΑΣΣΑΣ του ΒΟΡΚΑ
ΦΩΝΗ της ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
Μακρόσυρτη είναι η φωνή,
μισού αιώνα κλάμα,
κλαίει η Κερύνεια μας,
πιστεύει σ´ένα θαύμα.
Βουβή είναι η θάλασσα,
μα ο βυθός βρυχάται,
όποιος τον πόνο ένοιωσε,
ακούει κρολοάται.
Μακρόσυρτη είναι η βοή,
στήνεις αυτί,γροικιέται,
της θάλασσας τον καημό,
ακούς που νεκαλιέται.
Με αίμα βάφτηκε ο γιαλός,
στον πάτο έχει καθήσει,
σείεται και στοιχιώνεται,
και περιμένει λύση.
Από τον πάτο του βυθού,
ο βρυχηθμός στοιχειώνει,
σείεται η θάλασσα,
στους βράχους ξεσπαθώνει.
Μακρόσυρτη είναι η φωνή,
το κύμα αγριεύει,
η θάλασσα βαρυγκομεί,
πού ο Τούρκος την κουρσεύει.
Το αίμα κύλισε κόκκινο βαθύ,
ξεθώριασε το γαλανό ,
της θάλασσας το χρώμα,
οι ψυχές στοιχειώνουνε,
και περιμένουν ακόμα.
Χάνει η ελπίδα αντοχές,
αρχίζει ,ξεψυχάει,
και οι ψυχές γίναν σκιές,
κι η θάλασσα πονάει...