Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο ΔΡΟΜΟΣ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Τον δρόμο αυτό θ´ακολουθώ,
ανηφοριά μεγάλη,
μα με τή πίστη στή καρδιά,
εκεί θε να με βγάλει.
Με γνώμονα μου τήν καρδιά,
καί την ψυχή μου βάζω,
μάτια τής φαντασίας μου,
κι ολοταχώς αράζω.
Τόν δρόμο θα ακολουθώ,
καί εκεί θε να με βγάλει,
στό τόπο πού γεννήθηκα,
καί τώρα τόν έχουν άλλοι.
Εμπόδια στό δρόμο μου,
αμέτρητα,σωρό,
μα θα περάσω καί θα βρώ,
τό σπίτι μου πού αγαπώ.
Εμπόδια στό δρόμο μου,
αμέτρητα θα συναντήσω,
συρματοπλέγματα,
μα θα τά περιφρονήσω.
Φτερά θα βάλω γρήγορα,
να μπόρω να πετήσω,
στον όμορφο παράδεισο,
σαν τό πουλί,γιά να κελαηδήσω.
Ο τόπος πού μεγάλωσα,
αξέχαστος θά μείνει,
ο πόνος μέσα στή ψυχή,
καίει σαν τό καμίνι.
Τό σπίτι πού γεννήθηκα,
κι ας τό πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι καί με προσκαλεί,
ψυχή καί με προσμένει.
Ο τόπος μας αξέχαστος,
είναι μέσ´τή ψυχή μας,
να μας θυμίζει αιώνια,
ποιά η καταγωγή μας.
Η Κύπρος σπαράζει στό σταυρό,
κι εμείς ακολουθούμε,
σάν πρόβατα είς τή σφαγή ,
σαρανταπέντε χρόνια ζούμε.
Τόν δρόμο τού παράδεισου,
ποτέ να μην ξεχνούμε,
καί εύχομαι πώς κάποτε,
αυτόν θα τόν διαβούμε.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ανδριανή Θεοκλή Νικηφόρου (βιογραφικό σημείωμα)

Η Ανδριανή Θεοκλή Νικηφόρου,γεννήθηκε στό χωριό Χάρτζια τής επαρχίας Κερύνειας. Τό 1973 μετέβη γιά σπουδές στήν Ελλάδα.Σπούδασε στό Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στήν Θεσσαλονίκη,ελληνική φιλολογία. Μέ τό πέρας τών σπουδών της ,επέστρεψε στήν Κύπρο.Δέν εργάστηκε ποτέ γιατί θέλησε να αφιερωθεί στήν οικογένεια της,στά τέσσερα παιδιά της. Αγαπημένη της ασχολία,είναι η μελέτη λογοτεχνίας κ ποίησης. Τα τελευταία χρόνια,έχει προχωρήσει στή συγγραφή ποιημάτων,με ειδική αναφορά στή τουρκική εισβολή κ στά σκλαβωμένα μέρη τής Κύπρου. Πηγή έμπνευσης ο Νόστος γιά τή χαμένη πατρίδα. Η ποιητική της συλλογή διατίθεται μόνο ηλεκτρονικά. Όραμα της είναι,μέσα από τά ποιήματα της νά αφυπνίσει τούς νέους τόν πόθο τής επιστροφής στά σκλαβωμένα μέρη τής Κύπρου.

ΜΑΚΑΡΙΑ ΓΗ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Μέσα σ´ένα παράδεισο,
στή γή τή μακαρία,
ο κόσμος ζούσε όμορφα,
κι είχε ευημερία!
Απέραντες οι ομορφιές,
πώς να τίς περιγράψω,
όταν μου έρχονται στό νού,
θέλω πολλά να κλάψω.
Ω! Θαύμα ,θαυμαστό,
τζιαί θαύμα τών θαυμάτων,
να βλέπεις πάνω τό βουνό,
τζιαί τό γιαλό πού κάτω.
Μέσα στή μέση τά χωρκά,
νάναι ζωγραφισμένα,
όμορφα σπίθκια,μιάλα τζιαί μιτσιά,
όμορφα καμωμένα.
Γαλάζια η θάλασσα τού Βορκά,
έχει μιά άλλη χάρη,
εχει μιά αύρα ξεχωριστή,
τήν είχαμε καμάρι.
Την ώρα ,πάσ´τό λιόγερμα,
ο ήλιος,στή αγκαλιά της πέσει,
δέν θα υπάρξει άνθρωπος,
από να μήν τ´αρέσει!
Εκεί πού σμίγει ο ουρανός,
τζι η θάλασσα αντάμα,
τό θέαμα γοητευτικό,
σαν νάναι ένα θαύμα!
Χρώματα καί πινελιές,
ο ήλιος ζωγραφίζει,
γλυκά- γλυκά τή θάλασσα,
τήν γλυκό νανουρίζει!
Τού Πενταδακτύλου η οροσειρά,
η όμορφη η πλάση,
πού στέκεται αγέρωχη ,
κι είναι γεμάτη δάση.
Λογιών- λογιών αγριολούλουδα,
ανθούν τζιαί πορουβούσιν,
πάνω σε τούντη άγια γή,
τζιαί μονομιάς βλαστούσιν.
Φκιόρα πολλά τζιαί όμορφα,
στή γή ευδοκιμούσιν,
έχουν άρωμα εξωτικό ,
τζι όλα μοσχοβολούσιν.
Πρίν το 74 χαρά Θεού η πλάση,
μα τώρα τά αρπάξανε,
τζιαί έκρουσαν τά δάση,
όμως κανένας εν εβρέθηκε,
τούτους να τούς δικάσει.
Τήν θάλασσα ,τήν μόλυναν,
κλαίει τζι αναστενάζει,
κάτω από τόν τούρκικο ζυγό,
αφρίζει τζιαί σπαράζει.
Έτσι παραπονιάρικα,
τά τζιήματα κτυπιούνται,
πάνω σε βράχους κέντημα,
σμιλέφκουν τζιαί θυμούνται.
Τά δάση μας τά έκαψαν,
μα οι ρίζες μέσ´τό χώμα,
απλώνουνε τζιαί φκαίνουνε,
τζιαί πού τες πέτρες ακόμα.
Σσιήζουν τούς βράχους,
γιά να φκούν,
τό φώς να αντικρύσουν,
χλωρές οι ρίζες τζιαί κρατούν,
δροσιά τού παραδείσου!
Οι πρόγονοι οί ρίζες μας,
τά δέντρα τά παιδκιά τους,
τά έκαψαν ,μα έμειναν,
οι ρίζες τους μιτά τους.
Όσο οι ρίζες σπάζουνε,
τίς πέτρες τζιαί περνούνε,
τζιαί αν τό θέλει τζι ο Θεός,
πάλιν θά ξαναφκούνε,
με νέους κλώνους τζιαί κλαθκιά,
πάλιν θ´αναστηθούνε.
Όσο οί ρίζες σπάζουνε,
τές πέτρες τζιαί περνούνε,
τόσο οί ελπίδες ζωντανές,
πώς θά λευτερωθούμε!
7 Αυγούστου 2019

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

AΛΗΘΙΝΗ ΦΙΛΙΑ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Στον κικυώνα της ζωής,
να περπατάς μονάχος,
είναι κομμάτι δύσκολο,
και ας περνιέσαι βράχος!
Είς την ζωή ο άνθρωπος,
ψάχνει γιά τη φιλία,
το πώς θα βρείς την αληθινή,
μεγάλη δυσκολία.
Να έχεις φίλο αληθινό,
μα όχι γιά συμφέρον,
να νοιάζεται γιά σένανε,
νάχει ενδιαφέρον!
Είς το ταξίδι της ζωής,
αμέτρητοι οι φίλοι,
φίλοι έρχονται προσωρινά,
σαν φύλλα φθινοπωρινά!
Ο φίλος ο αληθινός,
είναι σαν το διαμάντι,
αν σου γελάσει η τύχη σου,
και δείς ένα σημάδι,
τότε είσαι τυχερός,
βρήκες πολύτιμο πετράδι!
Αληθινός φίλος,θ´αγγίξει την ψυχή σου,
και συνοδοιπόρος θα γινεί σε όλη τη ζωή σου.
Φίλος θα είναι δίπλα σου,στη πίκρα και στο πόνο,
πάντα για συμπαράσταση με το καλό του λόγο.
Αληθινός φίλος,αυτός που θα σε κοιτά στα μάτια,
και στα δύσκολα να γίνεται κομμάτια.
Η χαρά σου,νάναι χαρά του,
και να χαίρεται μέσα άπ´τη καρδιά του!
Τη ζήλια ,το φθόνο να μην γνωρίζει,
μόνο αγάπη στο φίλο να χαρίζει.
Τις σκέψεις σου να τις διαβάζει,
και στα δύσκολα να μην διστάζει.
Σαν τα πάζολ οι φίλοι οι αληθινοί,
ενώνουν τα κομμάτια τους,
μιά γροθιά κάνουν την δύναμη τους,
γίνονται ανίκητοι μέσα εις τη ζωή τους.
Λέξη ιερή,η αληθινή φιλία,
πρέπει να την τιμούμε,
τούς φίλους που είναι δίπλα μας,
βαθειά να αγαπούμε!

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ! ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



20 Ιουλίου 1974,τουρκική εισβολή,πόλεμος,φωτιά,
κατατρεγμός,φυγή,προσφυγιά,αιχμαλωσία,
εγκλωβισμός,θάνατος....
Φόβος ανείπωτος κλείει τό στόμα.Σωπαίνεις....
Κόμπος στό λαιμό,γοερό τό κλάμα,
περιμένοντας άπ´τό Θεό,να γίνει ένα θαύμα!
Στόν ουρανό υψώνονται τά μάτια,
πώς θ´ανεβείς τού γολγοθά τά δύσκολα σκαλοπάτια;
Αγγελιαφόρο έταξε ο πανάγαθος Θεός,
να γίνει μεσάζοντας ,ο Ερυθρός Σταυρός,
να φέρνει καί να παίρνει,
μηνύματα παρηγοριάς,
μέσα στά δίχτυα τής σκλαβιάς.
Μηνύματα!Πώς να χωρέσει ένα τόσο δά χαρτί,
τόν φόβο ,τό πόνο πού επικρατεί;;;
Αιχμάλωτοι στό σπίτι σου ,στό χωριό σου,στό τόπο σου,
άκρα σιωπή ,βαθειά κρύβεις τόν πόνο σου.
Διέξοδος,βοήθεια ο Ερυθρός Σταυρός,
μηνύματα στούς συγγενείς ,γίνεται βοηθός.
Κάθε λέξη,μιά γρατζουνιά,
μέσ´τή ψυχή καί στή καρδιά.
Είμαι καλά!είμαι καλά...γράφω στό χαρτί,
κάνω υπομονή,ίσως μιά άσπρη μέρα να φανεί.
Μηνύματα ελεγχόμενα,τίποτε παραπάνω,
η καρδιά κτυπά ανελέητα,φόβος σκιάζει τή ψυχή,
κακά τα ψέματα,γλυκειά είναι η ζωή.
Μηνύματα,η μόνη ελπίδα,σάν άγιο φώς προσμένεις,
δυό λέξεις γιά παρηγοριά,
να απαλύνει,τόν πόνο στή καρδιά,
μέσα σε τούτη τή σκλαβιά.
Πολλά θέλεις να γράψεις στό χαρτί,
μα η θηλειά στό λαιμό,σε τρομοκρατεί.
Είμαι καλά..αυτό αρκεί,
μήν σε βρεί κακό,
στό καβούκι σου,έχεις κλειστεί.
Όλα καλά...πρέπει να γράψεις...
τίποτε κακό ,να μήν τό περιγράψεις.
Μηνύματα Ερυθρού Σταυρού!
Πέρα από τό Πενταδάκτυλο,
δυό άσπρα περιστέρια,
κάνουν διαδρομή,
καί φέρνουν τα χαμπέρια.
Στήν Κερύνεια,στό Dome hotel,
στό Αββαείον του Πελλαπαϊς,
πολλούς τόπους έχουν να πάσι,
ακόμα θα πετάξουσι,καί πέρα,στό Καρπάσι.
Στό ράμφος τους μηνύματα,
πάντα θα κουβαλούσι,
ελπίδα καί παρηγοριά,
πώς λευτεριά θα δούσι.
Ο φόβος πετρώνει στή καρδιά,
λυγίζουνε τά πόδια,
ο γολγοθάς ανηφορικός,
έχει πολλά εμπόδια.
Μηνύματα...αναπτερώνεται τό ηθικό,
ωσάν τό περιστέρι θέλει γιά να πετάξει,
να βγεί στίς ρούγες ,στά στενά,
καί λευτεριά ν´αδράξει!

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

ΖΩΗ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



Γλυκειά η ζωή; Άδικη η ζωή;
Είναι στιγμές ελκυστικές,που θές να τις ρουφήξεις,
μα κάποτε γίνεται άδικη,που θές να τα βροντήξεις.
Ζωή,σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα,γαλάζια και πλανεύτρα,
στα πάνω της ,στά κάτω της,μοιάζει σαν χαρτοπαίχτρα.
Κρατεί χαρές και λύπες κι άδικα τις μοιράζει,
σε άλλους δίνει τις χαρές και σ´άλλους το μαράζι.
Ζωή είναι σαν την θάλασσα,σε παίρνει και σε φέρνει,
πότε είναι ήρεμη και πότε σε παιδεύει.
Σαν την θάλασσα η ζωή που άμα φουρτουνιάζει,
τα κύματα πελώρια ,κανείς δεν τα δαμάζει.
Στο πέλαγος βαθειά άμα σε ρίξει,
πρόσεξε,
το θάρρος σου μην σε εγκαταλείψει.
Μυαλό,καρδιά,κορμί,κρατάς συντονισμένα,
γιά να γλυτώσεις,άπ´τα αφρισμένα κύματα,
που είναι και μανιασμένα.
Μέσ´την φουρτούνα της ζωής,πάντα παλεύεις μόνος,
σκέφτεσαι,συλλογίζεσαι,τα περιττά ,τ´ασήμαντα,
στην πάντα να τα βάζεις,
και πώς θα βγαίνεις νικητής,
αυτό να λογαριάζεις.
Σαν την θάλασσα η ζωή,που άμα γαληνεύει,
γλυκά περνούν οι μέρες σου,τα πάντα ημερεύει.
Και μέσ´το βάθος σαν βρεθείς,με ήρεμη την σκέψη,
όσο κι αν θέλει πονηρά,αυτή να σε πλανέψει,
βλέπεις κατάματα,τι έχει σημμασία,
και όχι τα ανώφελα χωρίς καμμιά ουσία.
Τολμάς να πορευτείς,δύσκολα μονοπάτια,
χωρίς να σκιάζεσαι εμπόδια,κι ας έχουνε κι αγκάθια.
Τολμάς να πορευτείς,πάνω σε αξίες,
και αγαπάς το καθετί χωρίς πλεονεξίες.

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ /Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



Πώς να διαβάσεις την ψυχή,σεντούκι κλειδωμένο,
εμπειρίες,συναισθήματα ,στα τρίσβαθα της κρύβονται,
εκεί και αποκοιμιούνται και κάπου- κάπου,
σαν θές ξεχνιούνται!
Βιώματα αναπόσπαστα,κομμάτια της ζωής μας,
μπορεί νάναι χαρούμενα,μπορεί και νάχουν λύπη,
Χαρά,θυμός,πόνος,θλίψη νούμερα ταυτότητας,
της κλειδωμένης της ψυχής μας!
Τα μάτια ο καθρέφτης της ψυχής,
που σαν κατάματα κοιτάξουν,
απ´το πυθμένα της ψυχής,όλα τα συναισθήματα,
στην επιφάνεια της λίμνης βγάζουν!
Για κοίταξε κατάματα μέσα στις δύο λίμνες,
θολό το δάκρυ σαν θα δείς,κρύβεται πόνος στην ψυχή,
σκύβεις στη γή το βλέμμα,
να πνίξεις ότι σε πονεί!
Για κοίταξε κατάματα,μέσα στις δύο λίμνες,
η λάμψη το χαμόγελο,θα στείλουν άλλο σήμα,
πώς λόγια και φλόγα τών ματιών,
ταυτίζονται με όλη την ειλικρίνεια!
Στα μάτια τα καθαρά ,τα ξάστερα,
τ´ανείπωτα τα λόγια,παίρνουν μορφή,
τότε μπορείς να τα διαβάσεις σαν μια απλή γραφή!
Τα μάτια ο καθρέφτης της ψυχής,
βγάζουν στην επιφάνεια,συναισθήματα κάθε λογής
λόγια που ξεστομίζονται,ψέματα η αλήθεια,
τα μάτια ο πιο δυνατός επικυρωτής!
Όποιος έχει το χάρισμα τα μάτια να διαβάζει,
τότε έχει το χρυσό κλειδί την ψυχή να ξεσκεπάζει!

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



Πού πήγες και θρονιάστηκες κυρά - Κατάθλιψη;
Μπήκες μέσα στην ψυχή και σήμανες την εγκατάλειψη;
Βυθίστηκες από μόνη σου χωρίς να σε καλέσουν,
με άδεια συναισθήματα ,κενό μέσ´την ψυχή.
Νύχτωσε η αν ξημέρωσε,το ίδιο όλα μαύρα,
ο ύπνος είναι ασύλληπτος,σχεδόν όλα τα βράδια.
Στον τοίχο το ρολόϊ,κτυπά,μα θαρρώ σταματημένο,
οι δείκτες του ακίνητοι εκεί αγκυροβολημένο.
Ποιό μαύρο σύννεφο σ´έχει αιχμαλωτίσει;
Ποιά λύπη σε έχει εγκλωβίσει;
και σ´έκανε αδύναμη χωρίς να σου εξηγήσει.
Ποιές αλυσίδες άραγε,σ´έχουν αλυσοδέσει;
Έχεις κλειδώσει,τώρα πια όλες τις αλυσίδες,
έχεις πετάξει τα κλειδιά,και ζείς χωρίς ελπίδες.
Τα χέρια σήκωσες ψηλά,τα μάτια ρίχνεις χαμηλά,
κοίτα μέσ´τον καθρέφτη σου και ζήτησε βοήθεια,
μην κάθεσαι ακίνητος και σούγινε συνήθεια.
Πάλαιψε και εξόντωσε,το ανήμερο θεριό,
που ήρθε και θρονιάστηκε,πριν γίνει το κακό.
Και αν η ζωή είναι δύσκολη,με μαύρες αποχρώσεις,
πάρε παλέτα και χρώματα και φωτεινές θα δώσεις.
Τα θέλω σου,κάνε τα μπορώ,τούς φόβους σου ελπίδες,
και στην ψυχή δώσε το φώς,του ήλιου τις ηλιαχτίδες!
Για σήκωσε το βλέμμα σου,κατάματα για δές,
μέσ´το καθρέφτη κοίταξε,είναι όμορφα,άμα θές.
Σπάσε τις αλυσίδες σου,κυνήγα τα όνειρα σου,
δώσε ελπίδα στην ζωή,με τα όμορφα χρώματα σου!
Μέσ´τον καθρέφτη κοίταξε και ψάξε το παιδί,
ανέμελο και ξέγνοιαστο,
και πάρε το παιχνίδι της ζωής,πάλιν απ´την αρχή.
Πάρτο τιμόνι πιο καλά και κράτα το σφικτά,
γιατί η ζωή είναι μικρή ,γρήγορα μας προσπερνά,
φεύγει η ζωή και χάνεται και πίσω δεν γυρνά!

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΚΕΨΕΙΣ / Αντρούλλα Θεοκλή Νικηφόρου



Κλειστά τα μάτια και τ´όνειρο σε πάει μακριά
σε ονειρεμένα μονοπάτια απάτητα,
σε παραδεισένια όαση,
που ξαφνικά τελειώνει,
κι αρχίζει η κόλαση.
Ατέλειωτη έρημος και συνεχίζουν τα όνειρα,
σε ερημικά μονοπάτια,
τα ίχνη χάνονται,γίνονται,
ανήφορα,δύσβατα σκαλοπάτια.
Αν αφουγκραστείς κελάηδημα αηδονιών,
φτάνει σαν ήχος απ´το υπερπέραν,
και στροβιλίζει το μυαλό,
τις σκέψεις να κάνει πέρα.
Σμιλεύει να χωθεί στο μπλέγμα του μυαλού,
να εξωραΐσει τις σκέψεις του άδυτου υποσυνείδητου.
Καταδικασμένες σκέψεις,πλανώνται στα δίκτυα ,
παλεύοντας να δραπετεύσουν,σ´ένα ταξίδι ατέλειωτο.
Μάταιες σκέψεις ανακατεμένες με χαμένες ελπίδες,
ακολουθούν ερημικά μονοπάτια,
χωρίς ίχνος δροσερής σκιάς,
το μόνο υγρό στοιχείο,τα δάκρυα που στάζουν,
με γεύση αλμυρόπικρη,σημάδι πώς υπάρχει ζωή
.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ (1) / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο με βήματα βαριά,
σκέψεις στριφογυρίζουν και σφίγγουν την καρδιά!
Σαν ξένοι περιφερόμαστε σε γή αγαπημένη,
σαν ξένοι επισκεπτόμαστε το σπίτι που μας προσμένει!
Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να έχεις,
να περιπλανιέσαι,να κοιτάς κι ακόμα ν´αντέχεις;
Δεν είναι λίγα δεν είναι ένα,δυό,τρία,τέσσερα,
τα χρόνια που μας έδιωξαν,είναι σχεδόν σαράντα τέσσερα!
Στα πιό όμορφα χρόνια μας,στην πιό όμορφη νιότη,
σαν δένδρα μας ξερίζωσαν,μας σκόρπισαν,
σ´άλλη γή,του νησιού μας γή,
μα όμως δεν είναι σαν την πρώτη!
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,γυρνώντας πίσω πάλι,
σκέψεις συνωστίζονται και πάλι στό κεφάλι!
Ακόμη μιά στάση,και πίσω να κοιτούμε,
το μάτι δεν χορταίνει,μας πλημμυρίζει το παράπονο,
τί είχαμε,τι χάσαμε και τι μας περιμένει.
Βουρκώνουνε τα μάτια μας,θαμπώνεται η θωριά μας,
βλέποντας τόσες ομορφιές που έχουν τα χωριά μας!
Κοιτάζοντας από ψηλά μιά θάλασσα γαλάζια,
με τ´άσπρα της τα κύματα,να κάνουν όλο νάζια!
Άκου!!!άκου!!!Αν αφουγκραστείς,βαθιά την σκέψη βάλεις,
είναι σαν κάτι θέλει να σου πεί και σιγομουρμουρίζει,
πώς την αφήσαμε έρμαιο,του Τούρκου ν´αλωνίζει!
Τα άσπρα της τα κύματα,να χοροπαιχνιδίζουν,
στις δαντελωτές ακρογιαλιές,να σβήνουν και ν´αφρίζουν!
Μόλις τελειώνει η θάλασσα,αρχίζει η πρασινάδα,
και σκέφτεσαι Δόξα νάχει ο Θεός πού δωσε τέτοια ομορφάδα!
Έριξε χρώματα πολλά,για να τα ζωγραφίσει,
κι έφτιαξε τόση ομορφιά,σ´ολόκληρη τη φύση!
Πεύκα ψηλά.καμαρωτά,στούς βράχους σκαρφαλωμένα,
στέκεις και βλέπεις ,χωρίς μιλιά,με μάτια καρφωμένα!
Βουρκώνουνε τα μάτια μας,δακρύζουνε ακόμα,
σαν βλέπεις τόσες ομορφιές,και η μιλιά χάνεται απ´το στόμα!
Κόμπος γίνεται στον λαιμό κι ανεβοκατεβαίνει,
λέξη να βγάλεις,δεν μπορείς,αυτό είναι που συμβαίνει!

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ(2)/ Αντρουλλα Θεοκλη Νικηφόρου


Τελειώνει η περιδιάβαση,τελείωσε η ώρα
πρέπει να φύγουμε ξανά,δύσκολο πάλι τώρα!
Μαζεύουμε τα κομμάτια μας,που είναι σκορπισμένα,
γιατί και πάλι αποχαιρετούμε,χώματα αγαπημένα!

Τα βήματα είναι βαριά,δύσκολα προχωρούμε,
πάμε μπροστά και πάλιν πίσω μας κοιτούμε.
Τις ομορφιές του τόπου μας,δύσκολα συναντούμε,
γιατί ραγίζει η ψυχή πάλι να τις ποχωριστούμε.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,κοιτάς ολόγυρα σου,
σκέφτεσαι ,συλλογίζεσαι,πού πήγαν τα όνειρα σου.
Χάσαμε τις ρίζες μας,τα όμορφα χωριά μας,
τον τόπο μας,στερούμαστε κι εμείς και τα παιδιά μας.
Τα πεύκα κυματίζουνε,σκύβουν μας χαιρετούνε,
μα έχουνε παράπονο,πώς μόνα τους πάντα ζούνε,
δεν την μπορούν την μοναξιά,ελληνικά μιλούνε,
πίσω μας θέλουνε ξανά,κάτω από το ίσκιο τους,
να τρώμε,να γλεντούμε κι όμορφα να ζούμε!
Πάνω στα πεύκα στα κλαδιά,κάθονται τα πουλάκια,
μας βλέπουν με παράπονο και χαμηλοπετούνε,
μα χάθηκε η φωνούλα τους και δεν κελαηδούνε.
Προστάτης τους ο αετός πάνω στου πεύκου τη κορφή,
μα τα φτερά του έσπασαν κι έχει βαθιά πληγή.
Ανηφορίζοντας στον δρόμο της επιστροφής,
φυτά και αγριολούλουδα,βρίσκεις λογής- λογής
χρωματική η πανδαισία,σαν πίνακας ζωγραφικής!
Χίλιες,μύριες αποχρώσεις,χίλιες μύριες ευωδιές,
ανασταίνουν τη ζωή μας και ευωδιάζουν τις ψυχές!
Ανηφορίζοντας στην στροφή του δρόμου,
μιά στάση,μιά στάση αποχαιρετισμού!
Ένα υπερθέαμα,μιά ζωγραφιά,
ο ήλιος τραβάει την τελευταία του πινελιά!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,πάει να ξαποστάσει,
σκόρπισε χρώματα πολλά,γέμισε όλη πλάση!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,ο ήλιος πάει να δύσει,
τον ουρανό χρυσόξανθες ανταύγειες πήγε να περιλούσει.
Η θάλασσα γαλήνεψε την γλυκό νανουρίζει,
μέστ´τα γαλάζια της νερά να γλυκό καθρεφτίζει!
Ανηφορίζοντας άρχισε να γλυκοσουρουπιάζει,
και τον ματωμένο Πενταδάκτυλο τον φώτισε ,
και σαν πίνακας μοιάζει!
Χρυσές,μαβιές και ροδαλί,ακτίνες ξαποστέλλει,
κρυφτούλι μέστ´τα σύννεφα,σιγά- σιγά πηγαίνει.
Βουτάει μές τη θάλασσα,γλυκά τη χρωματίζει,
κι η θάλασσα μας του Βορκά,να ροδοκοκκινίζει!
Φεύγει ο ήλιος χάνεται κι αρχίζει να βραδιάζει,
και μέσα η ψυχούλα μας,πάλι να σκοτεινιάζει.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο και πίσω σαν γυρνάμε
μιά υπόσχεση ξανά ,πώς πάντα θα θυμάμαι,
και νοερά στην σκέψη μας ,εκεί θα τριγυρνάμε,
σε τόπους όμορφους που πάντα αγαπάμε,
και ποτέ μας δεν ξεχνάμε!