Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Εύα Γεωργίου: Τρία [3] ποιήματα

 


Η ποίηση της Εύας Γεωργίου αναζητά το αίσιο τέλος ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, ενός ταξιδιού που δεν λέει να τελειώσει. Σταματά κάθε λίγο στα κομμάτια του παρελθόν της και καταγράφει με την πρώτη ματιά τις πληγές που τη σημάδεψαν. Ως ερευνητής αρχαιολόγος σκάβει μέσα στους στίχους να βρει τον δικό της παράδεισο. 

Δημήτριος Γκόγκας


ΘΑΥΜΑ

Σε σκλάβωσαν οι ώρες
Σαν βαρυποινίτης υπομένεις
καρτερικά την ποινή σου
εκεί, παγιδευμένος.
Προσεύχεσαι
στο τελευταίο δευτερόλεπτο
που μόλις μέτρησες.
Απεγνωσμένα ψάχνεις
τη δική σου Ανάσταση
Ποτέ δεν συλλογίστηκες
ότι το μεγάλο θαύμα γίνεται μονάχα
όταν είσαι πραγματικά έτοιμος.
Είναι γιατί δεν πίστεψες,
πώς τα θαύματα θυμώνουν,
όταν πια δεν τα πιστεύεις

**
Αν μ’ αγαπήσεις πραγματικά μου είπε
σαν με αποχαιρετούσε την τελευταία φορά,
δεν θα χρειάζεται να μετράς
μήνες ,
ούτε μέρες
μέχρι να ξανάρθω…
Ούτε αναγκαίο να με ψάχνεις σε ημερολόγια
και χάρτες…
Θα με αισθάνεσαι από χιλιόμετρα μακριά
Θα φοράω έντονο άρωμα!
Θα με ξεχωρίσεις...
απο τα αναρίθμητα αξεσουάρ των αποχρώσεων μου
Θα μ’ ακούσεις …
Το τραγούδι μου δεν άλλαξε, πάντα ίδιο… σαγηνευτικό!
Θα ξυπνήσω όλες σου τις αισθήσεις...
Κοίτα!
Πανηγύρι πολύχρωμο ο ουρανός !!
Στολίστηκε κι αυτός για την άφιξη μιας Ανοιξης!

**

Ναι.. ήξερα από την αρχή
ότι θα ήταν σύντομο
Άρχισε όμως πολύ όμορφα και ήθελα
να το ζήσω μέχρι το τέλος
Να δω όλες τις εικόνες ,
εκτός απο τις μαυρόασπρες,
ίσως κι εμφανιστούν λίγες έγχρωμες,
και αν πάλι όχι , λίγες πινελιές ζεστού χρώματος,
έτσι για να μου δώσουν μια πλήρη εικόνα
Ήθελα να έχει και τέλος.
Φεύγοντας να μου χαϊδέψει τα μαλλιά και να μου δώσει ένα φιλί,
να γίνει τελοσπάντων ένας κανονικός αποχαιρετισμός
Δεν πρόλαβα
Το όνειρο... αυτό το τελευταίο, τέλειωσε νωρίς
Φταίει , ίσως κι ο ήλιοs, άργησε πολύ να φανεί σήμερα
Τον πρόλαβε μαύρο σύννεφο…

Κατερίνα Κωνσταντίνου Μάτσιου: Τρία [3] ποιήματα

 


Η Ποίηση της Κατερίνας Κωνσταντίνου Μάτσιου αναδύει μια λυτρωτική ευαισθησία. Απλές λέξεις συνθέτουν μπουκέτα λουλουδιών στίχων και τα ποιήματά της σε παρασαίρνουν σε οάσεις. Πολλές φορές  συναντάμε κραυγές για το άδικο που παραλύει τον άνθρωπο. 

Δημήτριος Γκόγκας


Έτσι είσαι ...

Η φοινικιά που χάρισες,
με την ψυχή σου,
Σου 'χουν πει
Φούντωσε και θέριεψε ...
Πιότερο από όλες τις άλλες
του κήπου τους
Τα γεράνια που χάρισες,
τα ευλογημένα,
Σου 'χουν πει
Ανθίζουν ολόχρονα...
Οι κρίνοι που χάρισες,
με την καρδιά σου,
Ανθοβολούν δυο φορές,
τη μια μάλιστα ...
καταμεσής τ' Αυγούστου...
Μα 'συ όλο δεν θυμάσαι...
Ούτε θυμάσαι τις Παναγιές που χάρισες ...
όσο κι αν οι λαμβάνοντες με χαμόγελο και αναπόληση θυμίζουν ...
Μοναχά που πλήγωσες ένα γατάκι, σε μικρή ηλικία τότε, κάτω από τους τροχούς, σε μιαν όπισθεν...
στον τόπο της άλλης σου ζωής ...
κακιά στιγμή ...
μα και αυτό ... το επτάψυχο ... μισκίνικο όπως ήταν, θέριεψε μετά ... και κοιμόταν στην ποδιά σου!

**
Ψάχνω μια λέξη
που να ξέρει να αγαπάει αληθινά...
Πόσο δύσκολο είναι...;;;!!!
Τόσο...(...)!!!;;;
Μην με πληγώνετε άλλο λέξεις...
μην με πληγώνετε...
Μ' ακούτε...;;;
Έδωσα όλη μου τη ζωή
για σας...
πεισματικά...
και ανεπανόρθωτα...
Τις νύκτες και τις μέρες μου
Τις λύπες... Τις χαρές μου...
Καλοκαίρια και Χειμώνες
Άνοιξες... Φθινόπωρα
Ααα! Αυτά τα Φθινόπωρα
Πόσο τρεχαλητό...!!!
Ωωω!!! Αυτές οι Άνοιξες ...
Πόση Προσευχή!!! Την χωρούσε ο ουρανός...;;;
Τους Χειμώνες αναπαντοχή
Τα καλοκαίρια η συγκομιδή
Ελευθερία...

**
Ελένη

" Στον παράδεισο που γίνεται κόλαση
Δεν υπάρχουν αξιώματα
μόνο η δύναμη της ψυχής
Τα κτυπήματα
στις κλειδαμπαρωμένες πόρτες
και παράθυρα τα μεταμεσονύκτια σταματούσαν την καρδιά της
Με προσευχή ανασταινόταν
Διώχναν τον κόσμο
πέρναν προαγωγές ...
Μικρές προδοσίες και μεγάλες προδοσίες παντού
Τα κτυπήματα στο σώμα
ταπείνωναν την κατάμαυρη ψυχή
Ανυπεράσπιτη μπροστά στα μάτια όλων
"Ουκ είδασιν τι ποιούσιν"
Κτίζουν και χαλούν γιατί έχουν τη βεβαιότητα
Ε! Τώρα έχουν τη βεβαιότητα "
Και για όλες τις γυναίκες του κόσμου

Ελένη Τυρίμου: Τέσσερα [4] Ποιήματα


Η ποίηση της Ελένης Τυρίμου αναδύεται μέσα από το δράμα της κατοχής της Μεγαλονήσου και από αυτό των Αγνοουμένων. Σπαρακτικοί στίχοι, κραυγές απόγνωσης και αγωνίας, λύπη, πνιγηροί καημοί και άσβεστοι πόθοι χωρίς να υπάρχει στο βάρος η ελπίδα της λύτρωσης. 
Δημήτριος Γκόγκας





 Πρώτη Αυγούστου.

Πρώτη Αυγούστου
πάντα το έλεγε η μάνα μας,
σαν σήμερα γεννήθηκες
είναι τα γενέθλια σου
Γιέ μου!.
Πνίγονταν οι λέξεις
στα πίκρα
τόσων χρόνων διψασμένης
καρτερίας,
να σε σφίξει στην ζεστή
της αγκάλη
να σε χαϊδεύει δίνοντας σου
ατελείωτα
τα πιο γλυκά φιλιά της.
Στα δεκαοκτώ σου χρόνια
σε σφράγισαν
με το πικρό όνομα
Αγνοούμενος.
Σου έκοψαν τα όνειρα
το νήμα της χρυσόμαλης
σου νιότης
αυτό το Θείο δώρο.
Σου άνοιξαν το δρόμο
της Αθανασίας.
Μα το έλεγε η μάνα μας
σήμερα έχεις τα γενέθλια σου!.
Τώρα κάθε μέρα
έχεις γενέθλια!
καθε μέρα γιορτάζεις.
κι"μανα μας τώρα
σε αγκαλιάζει ατελείωτα
Αιώνια, αόρατοι, αέρινη...
Σαν σήμερα γεννήθηκες
για να μείνεις για πάντα ΑΘΑΝΑΤΟΣ
καλέ μου,
Σαν σήμερα αδελφέ μου...

**

Συνοχηδόν
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

**

Αργεί η άνοιξη
Αργεί να 'ρθεί η άνοιξη
πέρασαν τόσα ηλιοκαμένα
καλοκαίρια,
τόσοι ψυχροί χειμώνες
με χέρια αδειανά
παγωμένα,
να αγγίζουν ως το βάθος! της ζεστής μας καρδιάς
τόσα και αλλα τόσα λουλούδια μάδησαν, μαράθηκαν, στα χιόνια
στα μαύρα χρόνια,
τα σταυφύλια
ποτέ δεν μέστωσαν
τη μέθη τους να δώσουν,
πρόωρος ήτανε ο θερισμός τα ολόξανθα στάχυα
δεν έδεσαν ακόμη, ματωμένα φεγγάρια,
μέρες ωχρές
πύρινες γλώσσες
οι μνήμες
πέρασαν μέρες, μήνες
χρόνια σιωπής, πικρας,
πόνο υπομένοντας
την δική μας Οδύσσεια ,
αργείς χελιδόνι το πρώτο
προμήνυνα,
κάτω στην υγρή γής
περιμένουν, ακόμα σπόροι
ανάμεσα απτής χαραμάδες
των βράχων με αίμα βαμμένο, από τα Ιερά οστά
ανακατεμένα από φύλλα
και χώμα των παγωμένων χρόνων
έριξαν ρίζες βαθιές
να σμιλέυουν την μνήμη
αυτών που πονούν!
αργείς άνοιξη να 'ρθεις
την λύτρωση να φέρεις.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Ειρήνη Ανδρέου: Τρία [3]ποιήματα

 Η ποίηση της κας Ειρήνης Ανδρέου έχει καταγγελτικό χαρακτήρα. 
Αντιτίθεται με το λόγο της στην αδικία του κόσμου 
και ο καθένας από εμάς μέσα στους στίχους της μπορεί να βρει 
κάτι από τον εαυτό του και τη χαμένη ανθρωπιά του κόσμου 
Δημήτριος Γκόγκας




Δεν είχα επιλογή....

Το τελευταίο καλοκαίρι κάτι άλλαξε σε μένα.
όπως καθόμουνα κι αγνάντευα το πέλαγος.
Μου μίλησαν οι βράχοι με μια πέτρινη μιλιά .
κι όλο το είναι μου σείστηκε σαν εγκέλαδος.
Μου 'παν πως ήταν ποιητές που ‘γιναν πέτρες
γιατί πονούσανε κι υπέφεραν πολύ ,
με μια πένα και μια ευαίσθητη ψυχή
το άδικο να πολεμούν κι όλοι να τους κτυπούν.
Κι εκεί που μου μιλούσανε με πέτρινη φωνή
ήρθαν στη σκέψη μου αυτοί, εσύ , οι άλλοι
κι έφτυσα χάμω, κι είπα «δεν έχω άλλη επιλογή,
πέτρα θα γίνω»!.Κι ' έγινα πέτρα! Δεν είχα επιλογή…..

**
Σαν καινούργιος Διογένης
Είναι στιγμές που νιώθω
πως τούτος ο κόσμος δεν είναι για μένα
ή πως γεννήθηκα σε λάθος χρόνο.
Είναι στιγμές που δεν θέλω να μιλώ
αφού σας βολεύει το ψέμα...
Να κλάψω ζητώ σ' ένα ώμο...
Ένα μόνο!
Υπάρχει, ρωτάω, σε τούτο
τον κόσμο;
Σαν καινούργιος Διογένης με φανάρι
έναν άνθρωπο μονάχα αναζητώ...
και μια τον βρίσκω και μια τον χάνω
πίσω από μάσκες παίζει κρυφτό.
Ένα προφίλ φανταχτερό
και μία σάπια κοινωνία από πίσω,
με το φανάρι πια σβηστό,
ξεγελώ τον εαυτό μου για να ζήσω
και μια ζωή που μου 'λαχε
έτσι ανούσια στο ψέμα να σκορπίσω.
Είναι στιγμές που θέλω
όλο τον κόσμο ν' αγκαλιάσω να φιλήσω..
Αλήθεια σας λέω, το θέλω τόσο!
Θέλω τον έρωτα τον όμορφο να ζήσω
μία στιγμή πριν ξεψυχίσω.
Αλήθεια σας λέω, το θέλω τόσο.
Είναι οικτρό πως έζησα να μετανιώσω...

***
Μια συνήθεια κι αυτή
Καλημέρα ξανά ,
καλημέρα κοσμάκη
καλημέρα βουλή.
Καλημέρα καλύβα,
καλημέρα κονάκι
και του δρόμου πουλί
Καλημέρα σε σένα
εκεί στα ψηλά
που σε πτώμα πατάς.
Καλημέρα σε σένα
που κρυώνεις , πεινάς
και τα άστρα μετράς.
Καλημέρα φτωχοί
καλημέρα χορτάτοι,
μια συνήθεια κι αυτή.
Καλά είσαι; Ρωτάς
και γυρίζεις την πλάτη.
Συνήθεια είν’ κι’ αυτή!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Αντρούλλα Θεοκλή - Νικηφόρου : Τρία [3] ποιήματα

 



Η ποίηση της Αντρούλλας Θεοκλή - Νικηφόρου προσδιορίζεται από τις μνήμες της χαμένης πατρίδας. Διακατέχεται από τον πόθο της επιστροφής. Οι εικόνες από το παρελθόν έρχονται συχνά- πυκνά να στοιχειώσουν το παρόν και περιφέρονται ως σκιές ανάμεσα στην ομορφιά των στίχων. Κελαριστές οι στροφές αναδύουν έντονα συναισθήματα.

Δημήτριος Γκόγκας



Ανάμνηση καλοκαιριού
 
Χωράφια χρυσοκέντητα,
με στάχυα πλουμισμένα,
γέρνουν σιγά και προσκυνούν,
χώματα αγαπημένα!
 
Καρπό μέσα γεμίσανε,
σιτάρι κεχριμπαρένιο,
που ο Θεός το βλόγησε,
και είναι ευλογημένο!
 
Κάψα του ήλιου καλοκαιρινή,
στο θερισμό τραβάνε,
μαντήλι έχουν στα μαλλιά,
δρεπάνι να κρατάνε.
 
Μαντήλι ,για να σκιάζουνε,
τον ήλιο και τη κάψα,
το δρώμα απο τα μάτια τους,
να στάζει στα χωράφια.
 
Με το τραγούδι ο κάματος,
του θερισμού περνάει,
κι η μάνα μας ακοπίαστα,
τον κόπο αψηφάει.
 
Βάσανα ,κόπο,κάνανε,
μιά άλλη εποχή,
στο σπίτι για να φέρουνε,
ένα γλυκό ψωμί!
 
Θυμάμαι και τη μάνα μου,
στο θέρος να κινάει,
μιά ανάμνηση παλιά,
στο νού μου τριγυρνάει.
 
Στάχυα χρυσοκέντητα,
βλέπω τώρα μπροστά μου,
και μιά ανάμνηση καλοκαιρινή,
έγινε συντροφιά μου!!!!
 
**
ΔΙΑΛΟΓΟΣ με την ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ
 
Χρυσομηλιά μου αρχόντισσα,
σαν νύφη στολισμένη,
από τα νύχια ως τη κορφή,
στολίδια φορτωμένη!
 
Ήρτα για να συντήχουμε,
να κάτσω στην σκιά σου,
να πάρω από σένανε,
λίγο άπ´το άρωμα σου!
 
Ερ.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
πώς τα παραχρυσώνεις ,
κάμνεις τα όπως τα χρυσά,
τα μμάθκια τα θαμπώνεις;;;
 
Απ.
Αν κρατάς το μυστικό,
εγιώ εν να μολοήσω,
τζιαί να σου πώ ,πώς γίνεται,
προτού καρποφορήσω.
 
Θέλω χώμα τ´Αϊ Γροσιού,
της Χάρτζιας ,Καλογραίας,
οι ρίζες μου κρατούν καλά,
μέχρι βαθύ το γέρας.
 
Θέλω το χώμα μου καλό,
οι ρίζες μου ν´απλώνουν,
νάχω αύρα τού Βορκά,
τζιαί τα κλαθκιά φουντώνουν.
 
Ερ.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
μοιάζουν με χρυσαφένια,
λαμποκοπούν ,αστράφτουσιν,
μοιάζουν παραδεισένια.
 
Απ.
Παίρνω αύρα του γιαλού,
τζιαι του βουνού αέρα,
ο ήλιος δκιά μου ζεστασιά,
τζιαι ζιώ τη κάθε μέρα.
 
Αμέτρητα τα κολιέ,
πού ρέσσω στο λαιμό μου,
ολόχρυσα ,θαμπούνουσιν,
τον κάθε ένα εχθρό μου.
 
Ένα παράπονο πικρό,
θα σου εξιστορήσω,
δύσκολες οι εποχές,
και δεν μπορώ να ζήσω...
 
Έτσι σαν καθρεφτίζομαι,
τζιαι βλέπω τη νοσσιά μου,
στάσσουν βροσιή τα δάκρυα,
πούσαστε μακριά μου....
 
Σε ξένα σιέρκα βρίσκομαι,
τα χνώτα δεν ταιρκάζουν,
ότι να θέλω δεν έσιει,
ούτε με λοαρκάζουν.
 
Το πρόσωπο μου εμάρανε,
τα φύλλα μου ελουβήσαν,
τζιαί το κορμί μου εσάπηκε,
οι Τούρτζιοι μ´αφανήσαν.
 
Μόνο οι ρίζες μου κρατούν,
πούναι βαθκειά στο χώμα,
περάσανε χρόνια πολλά,
αμμα κρατούν ακόμα.
 
Παίρνω νερό του Πλάστη μου,
διώ τους,για να πιούσι ,
τζιαι ελπίζω,τζιαι παρακαλώ,
πέρκιμο κρατηθούσιν.
 
Αν κάποτε με το καλό,
πίσω να ξανά ρθείτε,
τουλάχιστον τα πορίζια μου,
πέρκιμο τζιαί τα βρείτε...
 
Επίλογος.
Αϊ Γροσίτισσα τζιηρά,
ζούσες σ'ένα βασίλειο,
στο θρόνο σου εκάθεσουν,
βασίλισσα στο ήλιο.
 
Αι γροσίτισσα τζιηρά,
τζιαι με τις δκυό σου κόρες,
την μιά στην Χάρτζια πάντρεψες,
την άλλη Καλογραία,
χρυσές ήταν εποχές,
περνούσατε ωραία!
 
Δύσκολα χρόνια ήρτασιν,
καταστροφή μεγάλη,
και μόνες σας εμείνετε,
στου Τούρκου την αγκάλη.
 
Το αχ το βαχ σου δεν περνά,
τα χρόνια κομπολόγια,
αμέτρητα να φκαίνουσιν ,
ψυσιής τα μοιρολόγια.
 
Σμίξετε τις δυνάμεις σας,
και σφικταγκαλιαστείτε,
τις ρίζες σας ,μέσα στην γή ,
ίσως τζιαί κρατηθείτε.
ώσπου νάρτει η στιγμή,
που θα λευτερωθείτε.
 
**
 
ΒΟΗ της ΘΑΛΑΣΣΑΣ του ΒΟΡΚΑ
ΦΩΝΗ της ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
 
Μακρόσυρτη είναι η φωνή,
μισού αιώνα κλάμα,
κλαίει η Κερύνεια μας,
πιστεύει σ´ένα θαύμα.
 
Βουβή είναι η θάλασσα,
μα ο βυθός βρυχάται,
όποιος τον πόνο ένοιωσε,
ακούει κρολοάται.
 
Μακρόσυρτη είναι η βοή,
στήνεις αυτί,γροικιέται,
της θάλασσας τον καημό,
ακούς που νεκαλιέται.
 
Με αίμα βάφτηκε ο γιαλός,
στον πάτο έχει καθήσει,
σείεται και στοιχιώνεται,
και περιμένει λύση.
 
Από τον πάτο του βυθού,
ο βρυχηθμός στοιχειώνει,
σείεται η θάλασσα,
στους βράχους ξεσπαθώνει.
 
Μακρόσυρτη είναι η φωνή,
το κύμα αγριεύει,
η θάλασσα βαρυγκομεί,
πού ο Τούρκος την κουρσεύει.
 
Το αίμα κύλισε κόκκινο βαθύ,
ξεθώριασε το γαλανό ,
της θάλασσας το χρώμα,
οι ψυχές στοιχειώνουνε,
και περιμένουν ακόμα.
 
Χάνει η ελπίδα αντοχές,
αρχίζει ,ξεψυχάει,
και οι ψυχές γίναν σκιές,
κι η θάλασσα πονάει...

Δέσπω Πηλαβάκη: Τρία [3] Ποιήματα

 



 Η ποίηση της Δέσπως Πηλαβάκη ερεθίζει τις ανθρώπινες αισθήσεις. 
Μέσα από τους στίχους της ευωδιάζουν οι πόνοι των ανθρώπων 
και εικονογραφείται το αιώνιο παιχνίδι της χαράς και της λύπης. 
Δημήτριος Γκόγκας


ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Σαν δάκρυ που κρατώ
στην άκρη των ματιών μου μην πέσει ,
έτσι μένεις στη ζωή μου
Σαν σφαίρα που τρυπά το στήθος
και μένει εκεί .
Έτσι η αγάπη σου
αιμορραγεί στην καρδιά μου
 
Ένας πρόσφυγας είμαι
και μόνη πατρίδα μου η αγκαλιά σου ,
που νοσταλγώ σε ακατάλληλες ώρες
 
Φονιάς η μοναξιά μου ,
με σέρνει σε σκέψεις τρελές
και παράλογες
Μα η φωνή σου τρυφερά ψιθυρίζει ,
πως όπου και νάσαι ,
η καρδιά σου ανήκει σε μένα ,
γιατί κτυπά μες τα στήθια μου .
 
Πως η σκέψη σου
τριγυρνά όπου κι αν είμαι ,
πως είσαι δίπλα μου , όπου κι αν ζώ ,
πως είμαι μαζί σου εκεί που βρίσκεσαι
Προστάτης άγγελος !!!
 
**
Σ ΑΓΑΠΩ
 
Στους διαδρόμους της φαντασίας
σεργιάνισα την αγάπη
και κράτησα την ευτυχία
στα ακροδάκτυλα τόσο απαλά
μην τρομάξει και φύγει
Έτσι απλά σε αγάπησα ....
 
Στις πληγές της καρδιάς
βάλσαμο το γλυκό βλέμμα
αγρίευε μέσα μου
πόθους αμαρτωλούς
που οδηγούσαν στον Άδη
Έτσι απλά σ ερωτεύτηκα
 
Κλείνω τα μάτια
και νοιώθω το χάδι σου
ν ακουμπά τη ψυχή μου
και κάνω ευχή
μην ξυπνήσω
και προσευχή
νάναι αλήθεια
τούτο που ζούμε .
Έτσι απλά σ αγαπώ
 
***
ΧΑΝΟΜΑΙ
 
Παγωμένο πουλί με πληγή στο φτερό
και πονάει βαριά η ψυχούλα μου
πικρό πίνει φαρμάκι σαν ζητάει νερό
και συ με ρωτάς πως περνάω μανούλα μου
 
Μα κοντεύει ο καιρός να ρθει η χαρά
στο κλουβί θα απλώσω το χέρι
η καρδιά τίποτ άλλο πια δεν καρτερά
η ζωή τελειώνει εδώ και το ξέρω
 
Η αγάπη πεθαίνει , μ αφήνεις και συ
η φυγή απομένει μονάχη ελπίδα
μονάχος κανένας στον κόσμο δεν ζει
φεύγεις και χάνομαι στην καταιγίδα

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Η Κερύνεια μετά το 1974 / Κατσελλή Ρήνα

Η Κερύνεια του Ομήρου
στα ακροδάχτυλα της ψυχής μας
πανάρχαια παρθένα
μεταγγισμένη στη ζωή των γονιών μας
η Κερύνεια με τα χρώματά της
στις ιστορίες των ρυτίδων.
Αυτό που ζει μόνο η ζωή το ξέρει
ότι σκοτώνεται ο θάνατος το έχει.
Φονιάδες
σφαδάζουν τη θανή τους
στα αποτυπώματά μας
παριστάνοντας τροπαιοφόρους.
Ποιος είναι ποιος;
Ποιος ο σκοτωμένος
ποιος ο ζωντανός;
Η Κερύνεια του Ομήρου
στα ακροδάχτυλα της ψυχής μας
πανάρχαια παρθένα
μεταγγισμένη στη ζωή μας
ξέρει να περιμένει.
Η Κερύνεια με τα χρώματά της
στις ιστορίες των ρυτίδων
ξέρει να περιμένει και στα παιδιά μας.