Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Στον Απόστολο Ανδρέα / Άγις Χαραλαμπίδης,


Ξέμεινες μόνος∙
Εσύ,
το καταφύγιο κάθε πόνου
κάθε τραγωδίας.
Του δόρατος αιχμή
σωσίβιο ναυαγισμένων ψυχών.
Ποιός να το πίστευε
ξένοι μουσαφίρηδες, απρόσκλητοι,
να πουλάνε αντλώντας απ’ τις φλέβες
το λιγοστό σου αίμα.
Απάγκιο παρηγοριάς
όταν η Τρίαινα οργιάζει.
*
Άγις Χαραλαμπίδης, Γενάρης 2008
(Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Ρωγμές των καιρών»)

[Κίτρινο το Φθινόπωρο] / Λαμπής Γιάννος

Κίτρινο το Φθινόπωρο
τα φύλλα νεκρά
και τα κατάρτια χορεύουν στο λιμάνι,
κοιτάζομαι στον καθρέπτη
κι ανοίγω κουβέντα μονάχος,
κρυώνω,
πως παγώνει η σιωπή!
Στο αδειανό μισό κρεββάτι μου
η φωτογραφία σου
σαν ανοικτή αγκαλιά με προσκαλεί,
γέρνω να κοιμηθούμε μαζί
κρυώνω,
πως παγώνει η μοναξιά!

Ο Κύκλος / Τέμβριου Αθηνά


Το βλέμμα προς την Ανατολή
αγκίστρωνε τις ψυχές μια-μια
ώσπου ο μύθος ν' αδράξει το φως
στην απέναντι όχθη
πριν να τυφλώσει ζώα κι ανθρώπους.
Ήταν λίγοι αυτοί που κρατούσανε τον ήλιο
δίχως τα σώματα κι ο νους να περάσουν
την κάμινο της ζωής και να γίνουν στάχτη.
Το νερό και το χώμα ζητούσαν αέρα
να αναπνεύσει η ψυχή την αιωνιότητα.
Ύστερα, ύστερα έπρεπε να ριχτούν στην φωτιά
να καεί ο κόσμος μέχρι το κόκκαλο,
να γραφτεί η ιστορία
να διαβάζουμε στίχους στις σάρκες των δέντρων.
Η γνώση είχε πάντα ως τίμημα
την ζωή και τον θάνατο.


'Ανάμεσα στους Ήχους' 

ΑΠΩΛΕΙΑ / Πενταράς Νίκος


Ήταν ωραία η Ανατολή!
Ξυπνούσε πάντα χαμογελαστή
μ’ ένα κεφαλαίο άλφα
να κελαηδά
στα ξέπλεκα μαλλιά της.
Tώρα ξημεροβραδιάζεται
μ’ ένα απολιθωμένο
κεφαλαίο άλφα στερητικό
κρατημένο απ’ τα χείλη της.

ΙΟΥΛΗΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Οι σειρήνες
ήχος μνημόσυνος
μνήμες ερινύες
ερινύες μοίρες
μοίρες ερπύστριες
Παρελθόν αγνοούμενο
παρόν εγκλωβισμένο
μέλλον αιχμάλωτο
Δύναται ο ήχος
να πυροδοτήσει τη μνήμη;
Ιούλης καύσωνας
κατακτητής
Ελέω λειψυδρίας
λειψανδρίας προπάντων
Μονόλεπτη σιγή
μονόλεπτη ντροπή
μονόλεπτος σκασμός
Ύστερα
ψυχές ρακένδυτες
μπάνια στις παραλίες

ΑΠΟΥΣΙΑ / Εύα Γεωργίου


Φως φεγγαριού διάχυτο
το θολό τζάμι μαγνητίζει
Ανάβεις τελευταίο τσιγάρο
Χρόνο έγραψε η απουσία
Στου τζίτζικα το τραγούδι λύγισε,
στην πρώτη βροχή αναστήθηκε,
και σε αέναη πορεία
ουράνιου τόξου τώρα πετάει
Σε γλυκά νερά ξεχειμωνιάζει
τραγουδώντας στα διαβατάρικα πουλιά
Κήπο Εδέμ σε άγονη γη ζωγραφίζει,
αγναντεύοντας ανθεκτικά λουλούδια
Μεγάλωσε η σιωπή,
καθρεφτίζεται ο πόνος
Κιτρινισμένη γραμματική ανοίγεις
Μετανάστης πια η απουσία
και τα λίγα σ'αγαπώ
στου καιρού τον όρκο αφημένα


"Πίσω απο την σιωπή"/Εκδόσεις Βεργίνα

Όνειρο άνοιξης... / Ανδρέου Ειρήνη


Χρόνια και χρόνια περιμένω
και ας μην ξέρω τι καρτερώ,
πέφτω, σηκώνομαι μα επιμένω,
κυλάει ο χρόνος σαν το νερό...
Σαν το ποτάμι κι εγώ στην άκρη
τα όνειρα μου με προσπερνούν…
δέντρ' ανθισμένα τα καλοκαίρια
και τα φθινόπωρα φυλλοροούν.
Φύλλα στον άνεμο, και πάνε
μες στο ποτάμι τα παίρν' η βροχή
κι έρχεται η άνοιξη και μου γελάνε
και ξαναρχίζω απ’ την αρχή.
Χρόνια και χρόνια περιμένω
τι περιμένω, το ξέρω θαρρώ:
κάτι άπιαστο κι' αγαπημένο,
όνειρο άνοιξης αλαργινό.

Η συτζιά / Χατζηματθαίου Άθως


Που την συτζιάν μ’ ετσάκρησεν, τζιαμπρόου ένα κλώνος
που ’σιεν τα σύκα πάνω του τρισπίλιν, έναν τζι έναν,
που ’θέλαν κόμα τσας τζαιρόν για να ψηθούσιν όμως,
τζι ούλλα τωρά θα τα τρώεν, η γης, τα εβλοημένα.
Εθώρουν την τζιαι εδάκρυζεν στα στήθκεια η καρκιά μου,
νερόν έγυρνα σιονοτόν τζιαι λίπασμα βουνάριν,
για να θερκώσει το δεντρόν, τούτη ήταν η χαρά μου,
να δωκει μπόλικον καρπόν.Τωρά είντα χαπάριν;
Με μμάθκια όλοκότσινα που τον καμόν πηαίννω,
στο σσώσπιτο τζαι την κουνιάν πκιάννω ευτύς στο σιέριν.
Στήννω την σκάλα, τα σκαλια με σίηλια ζόρκα βκαίννω,
μες στην καρκιάν μου δίκοπον, το τέρτιν μου, μασιαίριν.
Να σύρω κάτω ήθελα τον κλώνον, να τελειώννω,
μα η καρκιά μου ’εν το ’κάμνεν πάνω του για να τζίσω.
Τα μμάθκια μου ετρέχασιν σγιαν βρύση που τον πόνο
τζι εν είχα πκιον την δύναμην, πάνω του να δικλήσω.
Τζι ακούω τότες μιαν φωνή που ζήμωννεν ο πόνος.
«Ξαπόλα που τα σίερκα σου» λαλεί μου τη κουνιά σου.
Πκιάσε λουρκά τζιαι δήσε με. « Εσύντησιεν ο κλώνος».
Τζι εφτύς θα παρηορηθεί τζι ο νους τζιαι η καρκιά σου.
Στην πρώτη την αναποδκιάν, μες στης ζωής την στράτα
’εν πρέπει να σταυρώνουμεν, τα σιέρκα , να λαλούμεν,
ούλλα δαμαί τελιώννουσιν , παρέτα πκιον ποσιάτα,
γιατί τότε ολόισια, στον λάκκον θα βρεθούμεν.
Κάμνετε σκέψη δεύτερη, κουρτίστε το μυαλόν σας,
στην τύχην μεν αφήσετε, μιαν σταλαμή να ρέξει.
Τζι όποιαν παρετ’ απόφαση, εννάν για το καλό σας
τζιαι τότε ο νήλιος της ζωής, πάλε ’ννα ξαναφέξει.

Ο ΧΡΟΝΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Κάποτε είχα την φουρτούνα στην ψυχή
μα τώρα μια γαλήνη με τυλίγει
Στα χέρια του Θεού που μ' ευλογεί,
ο πόνος κι η μελαγχολία έχουν φύγει
Γαλήνη το πρωί και ξεγνοιασιά το βράδυ
λευκός ο ύπνος μου χωρίς τον στεναγμό
τώρα κοιμάμαι σαν παιδάκι στο σκοτάδι
και μέσα' στ' όνειρο ταξίδι φεύγω μακρινό
είν μακρινός ο καημός πια της αγάπης
κι ας κράτησε για μένα μια ζωή
δεν πήρα μερτικό ποτέ απ' την χαρά της
βράδυ την γνώρισα κι εχάθει το πρωί.
Όμως χαλάλι της κι ας μια στιγμή και μόνη
την ευτυχία γνώρισα σε μιά γλυκιά ματιά
κι ένα φιλί που καίει μα και που λειώνει
τα “πρέπει “,τα “γιατί “τα “μη “απ' την καρδιά
Μα όλα ο χρόνος πάντα τα γιατρεύει
και φέρνει λύτρωση του πόνου και γαλήνη
Η ηρεμία τίποτ' άλλο δεν γυρεύει
κι όσο μεγάλη η πληγή πάντα την κλείνει

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Όσα δεν είπα / Παρουσίαση του βιβλίου της Δέσπως Πηλαβάκη


[Ντύθηκε η νύκτα μοναξιά] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Ντύθηκε η νύκτα μοναξιά
κι ήρθε και φώλιασε
βασίλισσα στο θρόνο της καρδιάς μου
Η απέραντη ερημιά μου
το παλάτι της
και δούλοι της πιστοί
τα όνειρα μου
Μες τα σκοτάδια
της ζωής μου τριγυρνά
και ψιθυρίζει μου
τραγούδια λυπημένα
για πρόσωπα του χτές
που φύγαν πια
μα τόσο αγαπηνένα

[Κι αν μας χωρίζουν ουρανοί και θάλασσες μεγάλες] / Ονουφρίου Περικλέους Αντριάνα

Κι αν μας χωρίζουν ουρανοί και θάλασσες μεγάλες
Κεραία ειν η σκέψη μου και σύρμα η καρδιά μου
Αντάμωμα χωρίς κουπιά η βάρκα του μυαλού μου
πάει κι έρχεται γοργά από κάστρο σε γεφύρι.
Μα γώ γαντζώνομαι εκει πάνω στα δυο σου χείλη.
χέρια μου πανέμορφα ψυχή κυπαρισσένια
ακολούθησε τον δρόμο σου χάραξε την πορεία
Εγώ θα βρίσκομαι εκεί πυγμή και παραστάτης
να σου λέω τράβα μπρος δεν χαθηκε ο Θεός.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Σφίξε τα δόντια ποιητή / Ονουφρίου Περικλέους Αντριάνα


Σφίξε τα δόντια ποιητή, ζωγράφισε και πάλι.
Άπλωσε την αγκάλη σου σε πόνου προσκεφάλι.
Γράψε γλυκά, γράψε λευκά, γράψε πάλι λαθραία
Ετούτο φως που κυνηγάς αλάργα ξεμακραίνει
Βάλε στον στίχο σου κραυγή, βάλε του και σημάδι
Κόντρα στον άνεμο καιρό π αλήθεια αλητεύει.
Μίλα με λέξεις τσουχτερές στείλε τους το χαμπάρι.
Χόρεψε λεβέντικο χορό στου πόνου το κλωνάρι.
Το στόμα δεν μας κλείνουνε όσο κι άν πολεμάνε
για του συμφέροντος κρασί, δεν μάθαμε. Δεν σωπάμε.
Ανέβα στ ονείρου την κορφή, σαν κράχτης, μύστης, γητευτής.
Φώναξε άνοιξης γιορτή, γέμισε τον αέρα.
ψυχή που πάντα πολεμά δεν χάνεται, δεν φεύγει.
Μόνο για λίγο σιωπά, πάλι ανασκουμπώνει
το μέσα της καρδιάς χτυπά κσι λευτερώνει.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Καϊμακλιώτη Αγγέλα: Δύο (2) Ποιήματα

ΠΕΡΙΡΡΕΟΥΣΑ
Συγκυλισμός σε τσίρκο
οι προκαθήμενοι
Βρυκόλακες ορίζουν
το αλισβερίσι
Οι συνωμότες ανεμίζουν
τα λευκά μπαϊράκια
Ληστές και σαλτιμπάγκοι
σκυλεύουν το νεκρό κορμί
Κι εσύ Λευκωσία
πλατεία στενάχωρη
Αροδαφνούσα των εκπτώσεων
Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα

***

Κατηφορίζουνε οι άνθρωποι
σαν τα ποτάμια προς τη θάλασσα
Φωνές κυλούν μαζί τους ακατάλυτες
βότσαλα και κλαδιά
τα σπίτια τους δεμένα
στις σωσίβιες σκέψεις
επιπλέουν
μια ιστορία επιστροφής
επιστροφή δεν έχει
Κατηφορίζουνε οι άνθρωποι
μαζί με τους χείμαρρους
των ζεστών ονείρων τους
θαλασσοδέρνονται
κουφάρια μέλλοντος αιώνος
πλάι στους αμφορείς
της αιωνίου κολάσεως
θαλασσοπνίγονται
Οι άνθρωποι μπαίνουν αμίλητοι
σε μια πινακοθήκη ζώντων εκθεμάτων
ή ένα μουσείο αποδημίας
Οι άνθρωποι μπαίνουν αγέλαστοι
σε μια βαρκούλα ή ένα ναυάγιο
τους εκλεκτούς θαμώνες των χρωμάτων υποδύονται
τους υψηλούς προσκεκλημένους των κυμάτων
Κρατούν στο χέρι το ποτό της ιστορίας
και διατρέχουν τις εξόδους σαστισμένοι
κραδαίνοντας τους οδηγούς και τις βιογραφίες
στους ώμους τα παιδιά και το νεκρό πατέρα τους
Με δέος παρακολουθούν μια γέννηση
ένα χορό ή ένα θάνατο
ύστερα σμίγουν άγρια με το πλήθος
σε μια επανάσταση εκ του μακρόθεν
συνομιλούν τηλεπαθητικά στις γκρίζες ζώνες
φωνάζουν σιωπηλά συνθήματα
φέρνουν μαζί το σώμα τους ψηφιακό
Τυχαίνει βέβαια κάποιοι χωρίς απώλειες
να βγαίνουν από τα πεδία σώοι
να φεύγουν κάθε που βραδιάζει [...]