Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

“Οδός Βαλσαμάκη” / Βαλδασερίδης Παύλος


          Σου πήρανε το δρόμο σου, παππού! Πενήντα χρόνια
          είν’ αρκετή, στον τόπο μας, αθανασία για σε
          και τ’ όνομά σου. Μη κανείς θα ζήσει κιόλας αιώνια;
          Κι ο που τιμήθηκε σα θεός κι εκείνος π’ άγιασε,
          όταν θα ξεψυχήσ’ η γη, σαν το ’παθε η σελήνη,
          ό,τι όνομα κι αν έχουνε, θα ξεχαστούν κι εκείνοι.

          Δε θα θυμώσω, γέροντα. Και πώς, μες στην καρδιά μου,
          που ζουν τα χαμογέλια σου, μπορεί ν’ ανάψει οργή;
          Μα με την ηρεμότατη και σίγουρη μιλιά σου,
          χαϊδεύοντας τη φόρμιγγα που πήρ’ απ’ τον Ερμή,
          μορφή πως ήσουνα, θα ειπώ, με πνεύμα ταιριασμένη
          από τις πιο εκλεκτές που φάνηκαν στην οικουμένη.

          Γιατρός, τον άρρωστο έβλεπες με μάνας τρυφεράδα
          κι αν η Επιστήμη πάσκιζε σαν άγνωρο παιδί,
          της λέξης σου η λεπτή ευωδιά και του ματιού η γλυκάδα,
          στη μητρική, τον άρρωστο, κρατούσανε τη γη.
          Κι αν ήτανε φτωχός κανείς, η πείνα μη σ’ τον πάρει
          φεύγοντας, του άφηνες λεπτά, κάτ’ απ’ το μαξιλάρι.

          Φίλος κι εφαρμοστής, στη ζωή, του ελληνικού του λόγου,
          περπάταγες σκορπίζοντας και γνώση σου και βιος.
          Κι εχθρός μονάχ’ αλύγιστος του μίσους και του ψόγου,
          σε σύμβολα έκλεινες απλά το εσώτερό σου φως.
          “Γεμώννω το τσιμπούκιμ μου καπνόν που το πουντζίμ μου,
          πυρκολοώ τζ’ αφταίννω το, λαμπρόν που το φλαντζίμ μου”.

          Δίστιχο τέτοιο να χαρούν, πολλοί δε θα μπορούσαν.
          Μα ο παπουτσής που σ’ άκουγε σαν το ’λεες κι ο ψαράς
          γροικούσαν κάτι αφάνταστο και σου χαμογελούσαν,
          κομμάτια της παγκοσμικής αγάπης και χαράς.
          Απλός και υπέροχος ανάθρεφες μια κοινωνία
          που με τις πλέον ευγενικές την έβαλ’ η ιστορία.

          Σου πήρανε το δρόμο σου, παππού! Πικρό λιγάκι.
          Μ’ αν ευνοϊκό πετύχει το τραγούδι μου καιρό,
          αυτό θε να ’ναι το δικό σου, ω γέροντα, σοκάκι,
          δικό σου κι απαράγραφτο, σαν τέμενος ιερό.
          Κι εδώ, κάτι περσότερο οι διαβάτες θα γνωρίσουν,
          πώς ελεγόσουν και μαζί, στον τόπο μας, ποιός ήσουν!

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΤΙΤΥΠΑ / Νέβη Αστραίου



Ψάχνω να βρω το θεϊκό στοιχείο μέσα σου
για να μπορέσω να θαυμάσω τη μορφή σου
σε ένα κόσμο με πληθώρα από αντίτυπα
ίδιες μορφές που αναπαράγονται
και συμβαδίζουν με τα συγγενικά του χρόνου
ψάχνω να βρω το ένα το μοναδικό
αυτό που θα γεμίσει λάμψη την ψυχή μου
με όλο το φως που θα εκπέμπει στο κάθε βήμα του
αυτό το ένα που δεν κοπιάρεται στη θύελλα του χρόνου.

Πρόκληση : Η Νέβη Αστραίου στη 2η ποιητική της Συλλογή που εκδίδεται το 2010 (απόσπασμα)

ΠΑΘΟΣ


Όταν είσαι κοντά μου παγώνω το χρόνο
κάνω τη νύχτα μέρα για να μη νιώσεις τη διάρκεια
Σε θέλω μέσα μου να απαγγέλλεις
κάτω από το παράνομο βουβό φεγγάρι
να ξεσκίζεις τα εσώψυχα κομμάτια μου
και να ηδονίζομαι με αύτη μου την κατάντια.


ΕΥΘΕΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ


Μ' εξουσιάζεις όταν γυμνή με υποχρεώνεις
να απαγγέλλω όσα δεν τόλμησα να ζήσω.
Σ' εξουσιάζω όταν σε θέλω μέσα μου να μένεις
μέχρι τα μάτια να θολώσουν από την έκσταση.
Δυο ρόλοι που αναζητούν οργιαστικά σημεία
στην τόση αυτή μονοτονία του χρόνου
που βάλθηκε να αποδυναμώσει την ψυχή
για ένα καυτό πάθος σε ευθεία κόκκινη γραμμή. 

ΟΝΕΙΡΑ


Γι' αυτά τα όνειρα σε περιμένω κάθε βράδυ
να μου ξεσκίσεις το κορμί
και να χαϊδέψεις της ψυχής απόκρυφες επιθυμίες.
Γι' αυτά τα απρόβλεπτα σε αναπολώ το κάθε βράδυ
μέσα στα μάτια σου να ελαφρύνει της μοναξιάς ο πόνος
και στα δικά σου χέρια να ζωγραφίσω την απόγνωση.



ΕΔΩ ΝΑ ΜΕΙΝΩ


Θέλησα να εγκαταλείψω πολύβουες πόλεις
και μηχανές του κόσμου που μου σφυρίζουνε στα σωθικά
για να βρεθώ μακριά από ανθρώπινα συναπαντήματα.
Μου είπες να μην κρατώ σφιχτά στη σκέψη μου
το κούφιο όνειρο φυγής εδώ να μείνω
να ψάξω μέσα μου να βρω έμενα.

ΑΝΟΜΗ ΓΕΥΣΗ


Μου χάρισες την άνοιξη σ' ένα φτηνό κρεβάτι
σε πανδοχείο ερημικό που αφήνει ζεστό ρίγος
σε όσους τολμούνε να γευτούν της ηδονής τη χάρη.
Μου χάραξες το απρόβλεπτο στις άκρες του κορμιού μου
ζωγράφισες στ' απόκρυφα κομμάτια του εαυτού μου
κι είπες μ' εσένα αγάπη μου το άνομο γοητεύει

ΑΠΟΠΕΙΡΑ : Ποιητική Συλλογή της Νέβης Αστραίου που εκδόθηκε το έτος 1986 (απόσπασμα)

...


Πέρα από το όνειρο,
αυτό το όνειρο που μας γοητεύει
και κολακεύει τη σκέψη,
Πέρα από την προσμονή
που μας πιέζει μέσα στο χρόνο
και δημιουργεί φαντάσματα απροσέγγιστα,
Πέρα από την μακάβρια αλήθεια
της κατάντιας μας,
και την ανεκπλήρωτη αλλαγή της,
Πέρα από την αγνή έκφραση
που δημιουργεί αλλεπάλληλους εχθρούς,
Πιο πέρα ακόμα βρίσκομαι εγώ,
εδώ κρυμμένη σ' ανυπεράσπιστα καλούπια
πλασμένα απ' ένα κίτρινο κόσμο
γεμάτο φως από την ουτοπία των πόθων μου.

...

Θέλω να μ' αγαπάς
χωρίς να γίνεσαι εθισμός στη μνήμη μου
χωρίς ν' ασκείς μια κριτική στη σκέψη μου.
Μη ψάχνεις να βρεις λόγους για τις πράξεις μου.
Είναι στιγμές ερωτικές που με πλακώνουν
κΓ όμως, δεν έμαθα ποτέ
αν η ίδια αυτή η ηδονή
πηγάζει απ' την ανάγκη
ή από την καρδιά μου.
...

Εδώ είναι η διαφορά μας.
Εσύ μεγαλωμένη με υποστηρικτές
όμοιους σου, που ενδυναμώνουν το έγκλημα,
κι εγώ, να παλεύω αδιάκοπα
για να ξεφεύγω απ' τις παγίδες
των προστατών σου. 

...

Βυθίζεσαι στο πέλαγος της σκέψης σου
χωρίς ναυαγοσώστη
κι ανακατατάσσεις βρώμικα βιώματα
ιεραρχώντας προτεραιότητες.
Μαγνητικές επιδράσεις σε ωθούν
ν' αντανακλάς αδυναμίες άρνησης
Χορεύοντας ροκ σ’ ένα κόσμο
φτιαγμένο για χασίς κι ονειροπόληση.
Φαντασιώσεις ναρκώνουν το βλέμμα σου
μα εσύ βυθίζεσαι
χωρίς αντίδραση καμιά,
περιμένεις το τέλος,
χαμογελάς στη λύτρωση.

...

Ναι, έτσι γεννήθηκα
μέσα στο φως της ομίχλης
σ' ένα μαυρόασπρο σκηνικό
γειτονικού θεάτρου.
Η όπερα ακουγόταν σιωπηλά
κι η μάνα μου βογκούσε,
η αγωνία απερίγραπτη,
η όπερα ακουγόταν σιωπηλά,
οι ακροατές περίμεναν το τέλος
την κριτική του θεάματος
κι η μάνα μου βογκούσε.

....

Καταναλώνω τη γλώσσα μέσα στη μνήμη
αποβάλλοντας υπαρξιακά σύνδρομα
που απασχολούν το πνεύμα.
Καμουφλάρω το πρόσωπο με παράδοξους συνδυασμούς
ταυτίζοντας τη σκέψη
μ' επιλογές χρωμάτων.
Κινούμαι σε μια διάσταση δύο επί δύο,
χωρίς καθορισμένα πλαίσια
και σ' αγαπώ γιατί κατάλαβες
αυτά που μου ανήκουν.

...

Αφού τα μάτια σου τ' ομολογάνε,
πώς απ' τη μια στιγμή στην άλλη
θα με καταδώσεις,
μη μ' αγκαλιάζεις για να ξεπλύνεις ενοχές
που ‘χουν κολλήσει στα βρώμικα χέρια σου.
Αφού τα ‘χαμε τέλος πάντων ξηγημένα
πως δεν θ' ανοίγαμε ποτέ
«τ' ανώνυμα μηνύματα»
που ‘ταν κρυμμένα στο πατάρι,
πόσο αστείος μου φαίνεσαι
γι' αυτή σου την περιέργεια...
Κι αφού, οκτώ λεπτά έχουν μείνει
για την επιλογή σου, μη βιάζεσαι.
θα μείνω εδώ για να τους περιμένω. 

...

Ελλείπεις οι λέξεις
που ξεφεύγουν απ' το στόμα σου.
Από το φόβο που σε συνεπαίρνει
έχεις μασήσει τις μισές
πριν να προλάβω να σου πω
πώς είχα καταλάβει.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Σαν εσμειξε η Μοιρα με τον Στεναγμο / Πηλαβάκη Δέσπω

Σαν εσμειξε η Μοιρα με τον Στεναγμο
σ ενα σμιξιμο πουμοιαζε πιοτερο
με βιασμο παρα ερωτα
τον καιρο της καταραμενης γενιας
γεννηθηκα
Μερες κοιλοπονουσε η Μοιρα η μανα μου
μα απο φοβο κρατιομουνα μεσα της
Σκληρη η μανα μου ουτε μανα ουτε μητρια
θα με τιμωρουσε το ηξερα
Πως ν αγαπησει το μπασταρδο της ντροπης
Ηταν Χειμωνας σαν ηρθα στον κοσμο
μα δεν με ζεστανε η αγκαλια
της Μοιρας της μανας μου
Αντι για γαλα φαρμακι μουδινε
και τονομα μου Θλιψη μ ονομασε
Πρωτα παιχνιδια τα δακρυα
Οτι θυμαμαι κτυπηματα
και τιμωρια στη γωνια
Μοναδικο καταφυγιο
η αγκαλια του πατερα
κι ας ηταν κρυα και σκληρη
Κι ετσι μεγαλωσα πολεμωντας
την απορριψη της Μοιρας της μανας μου
Κι ετσι θα φυγω
σαν καταραμενο παιδι
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


-Αχ! Εσείς θα το ξαναδείτε το παιδάκι μου ,ενώ εγώ;Μέχρι να ξαναγυρίσει θα έχω φύγει πιά” είπε η γιαγιά.
Κι έτρεμε η βραχνή φωνή ,σαν τα δάκρυα κυλούσαν στα σαν τσαλακωμένο χαρτί ογδοντάχρονα μάγουλά της.
Στην στεναχώρια της δεν πρόσεξε κάν τις μακριές κάτασπρες πλεξούδες που συνήθως έδεναν γύρα από το κεφάλι της σαν στεφάνι, τώρα ατημέλητες κρέμμονταν στις καμπουριασμένες της πλάτες.
Φύσηξε δυνατά την μύτη της στο νοτισμένο μαντήλι, ένα κουβαράκι στα γεμάτα αρθρητικά δάκτυλά της.
Τα γαλανά μάτια της θολά,μετο ζόρι διάκρυναν τις φίλες και χωριανές που είχαν γεμίσει το φτωχικό μακρυνάρι μας σπίτι για να μ' αποχαιρετίσουν.
Κούνησαν το κεφάλι τους μελαγχολικά στα λόγια της, σαν οι πιο πολλές γνώριζαν από πρώτο χέρι τον καημό του ζωντανού αποχωρισμού.'
Όλες και κάποιο δικό τους περίμεναν για να γυρίσει μια μέρα ,όλο και το πολυπόθητο γράμμα που θα τους έλεγε ότι οι δικοί τους ήταν καλά .
Πρίν αρκετά χρόνια που εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα (Τότε με την Αγγλική σκλαβιά,η φτώχεια ανάγκασε πάρα πολλούς νέους να ξενητευτούν για μια καλύτερη τήχη ,κί όσο για τις κοπέλες ,όσες δεν είχαν προίκα (όπως εγώ καλή ώρα) αναγκάζονταν κι εκείνες να ξενητευτούν.
Η προίκα ήταν μια καλή αρχή για τα νέα ζευγαρια που τα βοηθούσε στη αρχή του έγγαμου βίου, τσάκκιζε όμως οικονομικά τους γονείς μέχρι να προικίσουν τις κόρες τους .Η κάθε μια έπρεπε να έχει το σπίτι της ,κι επιπλωμένο,αν ήθελε να καλοπαντρευτεί.
Αν ήταν μοναχοκορη καλώς. Αν όμως είχαν δυο -τρείς τότε σχεδόν αδύνατο. Γι αυτό κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά να φεύγουν για πάντα.

Μαζεμένες τώρα οι χωριανές ,θείες ,φίλες, πελάτισσές μου,προσπαθούσαν με τα τσιαττιστά* τους τραγούδια της ξενητιάς
να μ'αποχαιρετήσουν,και να ξεχλιάνουν τον δικό τους πόνο,που τα χρόνια τον γιγάντωναν όλο και πιο πολύ.
-Αντε στετέ* μου μην κακομελετάς .Ασφαλώς και θα με ξαναδείς .
Δεν πάω για πάντα ,την αγκάλιασα και τα χέρια μου τύλιξαν τον ρυτιδωμένο λαιμό.Όπως όταν ήμουν μικρούλα προσπαθώντας να την παρηγορήσω κι ας δεν πίστευα η ίδια μου τα λόγια μου.
Ήξερα ότι έφευγα για πολύ πολύ καιρό μα συνέχισα πολύ πειστικά.
-Δεν λένε ότι εκεί στην Αφρική μαζεύουν τα λεφτά με την σακούλα;
Θα πάρω λοιπόν ένα μεγάλο φτυάρι, να τα μαζέψω πιο γλήγορα και μάνι-μάνι να ξαναγυρίσω.
Χαμογέλασα με το χιούμορ μου,πιο πολύ για να εμποδίσω και τα δικά μου δάκρυα, που απειλούσαν να τρέξουν.Μα δεν έπρεπε Για το χατήρι της μάνας που σιωπηλή με κοιτούσε συνεχώς ,λες κι ήθελε να αποτυπώσει την μορφή μου στην μνήμη της.
Μα ο πόνος μιιλούσε τόσο φλύαρα στα πονεμένα της μάτια .Κεινος ο πόνος που μόνο οι μανάδες μπορούν να τον νοιώσουν κι εγώ ακόμα δεν μπορούσα να τον καταλάβω..
Κι η δική μου η μάνα, εκτός από τώρα, είχε καταπιεί πολλές πίκρες και πονους στην βασανισμένη της ζωή.
Πίκρες που την είχαν νικήσει κι είχε υποτακτεί. Πάντα να σκύβει κεφάλι στα κτυπήματα που της πρόσφερναν καθημερινά. Δίχως διαμαρτυρία, λες και πλήρωνε αμαρτίες που δεν είχε πράξει, πεπεισμένη ότι απλά γεννήθηκε άτυχη.
Κάτι που εγώ διαφωνώ .και νομίζω οι ίδιοι μας φτιάχνουμε την τύχη μας ,με τις αποφάσεις που παίρνουμε.
Σωστές ή λάθος αυτές μας καθορίζουν την πορεία.
Μα η μάνα να επιμένει.
“Αν ήμουν τυχερή κόρη μου θα μ'έβαλλε δούλα ο παππούς σου ο μακαρίτης; Από δώδεκα χρονών ,να τραβώ τα πομούσουρα* του καθενού”Κι εφτά χρόνια να δουλεύω για ένα κομμάτι ψωμί;ρωτούσε με δίχως κακία.
-Μα καλά μάμμα ,δεν είχε ούτε να σε ταΐσει; ρωτούσα και δεν καταλάβαινα.
Όσο φτωχοί και να είμαστε τώρα ,ποτέ δεν μείναμε νηστικοί. Μπορεί να μην ήταν κρέας ,υπήρχαν όμως τα οσπρια και τα λαχανικά.Όσο για ντύσιμο, ένα καινούργιο φουστάνι τα Χριστούγεννα κι άλλο ένα την Λαμπρή ,μου έφθανε.
Δεν είχα μάθει στα πολλά κι έτσι γλύτωνα την φασαρία να διαλέξω. Ένα ήταν και μοναδικό. Και συνέχιζε η μάνα μου
-Δεν είχε κόρη μου.Μεγάλη φτώχια τότε και το 1930 μεγάλη ανομβρία .και με εφτά παιδιά που να τα βγάλει πέρα .Ένα στόμα λιγότερο έκανε μεγάλη διαφορά.

Στην συνέχεια μου εξιστορούσε τα πόσα τράβηξε. Να σφουγγαρίζει στα γόνατά της με την πατσιαβούρα ,το με 12 κάμαρες σπίτι της κυράς της.Χειμώνα καιρό που μελάνιαζαν τα δάκτυλά της από το κρύο. Έπειτα το πλύσιμοαπ' τα σκεπάσματα των κρεβατιών τα πλεγμένα με το βελονάκι ,που όταν μούσκευαν γινονταν ασήκωτα για το ασχημάτιστο ακόμα κορμάκι, που λύγιζε κάτω από το βάρος τους .
Στην συνέχεια δούλεψε άλλα εφτά χρόνια ,που της εξοικονόμισαν εφτά ολόκληρες λίρες(μεγάλο ποσό γα κείνο τον καιρό ,που με ένα δεκασέλινο μπορούσες να αγοράσεις ολόκληρο οικόπεδο στην μέση της Λεμεσού.Βέβαια με το πέρασμα του καιρού είχε πατήσει τα εικοσιοκτώ ,λίγο μεγάλη πια για παντρειά .Μα με τα κτηματα που θα έπαιρνε προίκα από τον παππού και τις λίρες που φύλαξε της οικονόμισαν κι ένα μικρότερό της χαμένο, για άνδρα.
Σε καμιά δουλειά δεν στέρειωνε ,γυναικάς όσο δεν έπαιρνε άλλο,που στο τέλος δούλευε εκείνη για να ζούνε.
Επειτα από μόνο πέντε χρόνια γάμου ,της πούλησε ότι είχε και δεν είχε κι αφήνοντάς την έγκυο με μένα εξαφανίστηκε που ποτέ δεν ξανακούσαμε τίποτε για κείνον.
Κι έτσι γεννήθηκα εγώ.Ένα παιδί περίεργο και πανέξυπνο που ήθελε να μαθαίνει τα πάντα.Όλο να ρωτάει “γιατί κείνο και τί είναι τούτο;
Η γιαγιά να με προσέχει όταν η μάνα ξενοδούλευε και δυστυχώς δεν είχε όλεςτις απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
-Να την σπουδάσεις θειά.Είναι ιδιοφυία ,τούτο το παιδί,έλεγαν όλοι στην μάνα μου ,όπως κι οι δασκάλοι μου όταν κόντευα να τελειώσω το δημοτικό.
-Αχ! Καλά θα ήταν γυιέ μου ,μα με τί λεφτά; Ηταν η στερεότυπη απάντησή της ,νικημένη για άλλη μια φορά από την φτώχεια.
Εγώ το ήξερα από τότε και προσπαθούσα να το χωνέψω ότι γυμνάσιο δεν θα γνώριζα ,όσο κι αν το' θελα.
Ομως το “γιατί » δεν με άφηνε ήσυχη ,κανοντάς με από τότε υποσεινήδητα ν'αποφασίσω ,ότι μια μέρα θα γινόμουν πλούσια .
Μεγάλωσα σιγά-σιγά κι έκλεισα τα δεκαενιά .Καιρός για παντρειά ,μα ποιος θα διάλεγε εμένα την φτωχούλα όταν άλλες με μετρητά και σπίτια ήταν πολύ καλύτερες νύφες .
Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση κι ένας θείος μου, μού έστειλε πρόσκληση για την Αφρική Χωρίς καν να με ρωτήσουν , αν ήθελα να ξενητευτώ. Απλά τότες υπάκουες στους μεγάλους που οι προσταγές ήταν νόμος
-Αχ! Κόρη μου ,μακάρι να καλοτυχηστείς ,να σε ξαναδώ πρίν να πεθάνω. Αυτό μόνο ζητώ ,συνέχισε λίγο παρηγορημένη η γιαγιά ,κι εγώ βάλθηκα να της φτιάχνω τις πλεξούδες; .
-Σου το υπόσχομαι γιαγιά ,θά'ρτω όσο πιο γρήγορα μπορέσω! Θα δείς!
Φίλισα πάλι το σταφιδωμένο της μάγουλο και μας διάκοψε η φωνή μιας θειάς μου.
-Ηρτεν το ταξίν κόρη μου .Βιαστείτε γιατί περιμένει .Ναπάτεστην ώραν σας μεν φύγει το αεροπλάνο.
,-Αντε κόρη στο καλό; καλό ταξίδι .Αρχισαν οι αποχαιρετισμοί κι ακόμα θυμάμαι τα μαντήλια να κουνιούνται πριν στρίψουμε την γωνιά του στενού.

Πέρασαν 25 χρόνια ,μέχρι να καταφέρω να γυρίσω ,κι αυτό λόγω ου η πεθθερά μου ,έπαθε εγκεφαλικό και πρίν συγχωρεθεί ,έπρεπε να γνωρίσει την νύφη
Αν και δεν ήταν εύκολο με τις δουλειές μας ,έπρεπε! Πήραμε λοιπόν ένα παραπάνω υπάλληλο κι ο Θεός βοηθός .
Ίσα που την πρόλαβα. Έγνεψε ότι κατάλαβε ποιά ήμουν όταν η κουνιάδα μου της έδειξε την φωτογραφία με τον άνδρα μου και τα παιδιά που τους είχαμε στείλει πρίν ένα χρόνο.
Μετά την κηδεία πήγα να δώ και το καημένο το σπίτι μας, έρημο πια.
Η γιαγιά όπως το είχε προβλέψει,είχε φύγει πριν από πολλά χρόνια για το αγύριστο ταξίδι κι όσο για την μάνα μου, έμενε από τότε μαζί μας.
Πρόσεχε τα δυο μου παιδιά ,όσο ήταν μικρά και που τώρα σπούδαζαν .Κάτι που με οικανοποιούσε απόλυτα ,όταν η αγάπη μου για τις σπουδές πραγματοποιόταν έστω και με τα παιδιά μου.
Όσο για τα όσα τράβηξε η μανα μου στα νειάτα της, τόσο πιο καλά γεράματα είχε.Κι εκεί που κάποτε ήταν δούλα ,τωρα της είχα την υπηρέτρια να την βοηθά.
Η ξενητιά λοιπόν δεν μου βγήκε σε κακό ,αφού καλοπαντρεύτηκα.
Οι δουλειές του ανδρος μου προόδευαν, που έσπασε επιτέλους ο κύκλος της φτώχειας .
Τα πλούτη δεν με άλλαξαν ως άνθρωπο σαν ποτέ δεν ξέχασα από πού ήρθα.
Μόνο η εμφάνισή μου είχε αλλάξει κι από το αδύνατο κορίτσι του τότε ,τώρα είκοσι κιλά πιο βαρειά και στη θέση των ξανθοκάστανων μαλλιών τώρα γρίζα. Πολλές από τις παλιές μας γειτόνισσεςδεν με γνώρισαν όπως κι εγώ κόντεψα να μην γνωρίσω το φτωχικό μας.
Χορταριασμένη η αυλή,ξεβαμένη η εξώπορτα,και ξεραμένη η κληματαρια. .Το γιασεμί υπήρχε ακόμα αλλά, πού ήταν οι ανθισμένες γλάστρες που κάποτε ήταν το καμάρι της γιαγιάς.
Η παλιά πόρτα έτριξε σαν με παράπονο,όταν την άνοιξα και μέσα μια μυρωδιά από μούχλα,που πιάστηκε η αναπνοή μου .
Ένα ποντίκι με κατατρόμαξε ,όταν τρεχάτο πέρασε ανάμεσα στα πόδια μου ,που βιάστικα να ξαναβγώ .
-Ερήμωσαν όλα κόρη μου από τότε που' φυγε η μάνα σου ,μουρμουρισε μια γειτονισσα,βλέποντας την έκφρασή μου.
-Το βλέπω θειά ,μα θα το φτιάξω πρίν φύγω ,είπα αποφασιστικά και την άλλη μέρα βρήκα τους μαστόρους .

Στον μήνα που έμεινα εκεί ,το σπίτι έγινε αγνώριστο .Χωριστά τα υπνοδωμάτια απ' το σαλόνι, προσθεσα μπάνιο κι αντίθετα με πρώτα που όλο ένα μακρινάρι και με την τουαλέτα έξω στην αυλή.
Μέσα ασφαλώς,άφησα το τζάκι και την ξύλινη δοκό που συγκρατούσε την στέγη εδώ και 300 χρόνια.(Το σπίτι ,ανήκε στον προπροπαππού μου ).
Ετσι για να θυμίζει λίγο τον παλιό καιρό.
Κι απόμεινε τώρα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στην γιαγιά ότι θα την ξανάβλεπα.
Έστω και στο νεκροταφείο. Να της ανάψω τουλάχιστον το καντήλι, που σίγουρα η ψυχή της ,θαν ένοιωθε την παρουσία μου.
Όμως εδώ ήταν το εμπόδιο .Θα σας φανεί παιδιάστικο ,μα για μένα ,φοβερό.
Ο φόβος μου για τους πεθαμένους κι όσο σκεφτόμουν ότι θα βρισκόμουν ολομόναχη ανάμεσα σε τόσους τάφους πάγωνα .
Ένας φόβος που μου είχε μείνει από μικρή όταν πέθανε μια γειτόνισσα.Οι αυλές μας χωρίζονταν από τον φραγμό.
Όταν πιο μιοκρή η γιαγλα μου πήγε και την βοηθούσε να μαζέψουν την φακή κι εγώ να ρωτώ.
Θκιά ήνταν μπον να κάμουμεν την φακή;
-Εννα κάμουμεν την σουππούαν τηνχατζιηνυαν κορούα μου να φάμεν .
Από τότε καθημερινά ανέβαινα στον πέτρινο τοίχο και της φώναζα.
«θκειά εμαείρεψες την σούππα να φάμεν;
«Οϊ κόρη μου ακόμα »
και το βιολί να συνεχίζετε μέχρι που μεγάλωσα Χωρίς ποτέ να δοκιμάσω την σουππούαν την χατζιηνούα . Δεν ξέρω αν ήταν τσιγκουνιά ή τι ;Μάλλον,αφού δεν είχε ούτε παιδιά ούτε σκυλιά .
Άσε που ο άνδρας της ένας πρόστυχος άρχισε να ξενοκοιτάζει .Το έκανε κι από πρώτα κρυφά αλλά τελευταίως ολοφάνερα ,όταν άρχισε να κατατρεχει μια μεγαλοκοπέλα κι η ζηλεια της να φτάνει στο κατακόρυφο .και με το δίκιο της
Οι καβγάδες κάθε βράδυ με το ξύλο να τους συνοδεύει μέχρι που απ' τον καημό της αρρωστησε
Πολλοί ελεγαν απ' το πολύ ξηλοφόρτωμα
.Ο προκομένος την έστειλε στον αδελφό της ,δήθεν για θεραπεία, μα απλά να την απομακρύνει για να σπιτώσει την φιλενάδα του .Μα τούτη την φορά έκανε στα σίγουρα την δουλειά του αφού την γκάστρωσε εκ των προτέρων.
Πριν περάσει λοιπόν ένας μήνας, ένα βράδυ που έβρεχε με το τουλούμι,(σωστός κατακλεισμός )την έμπασε στο σπίτι ,
«Για τούτον εν να μας χάσει ο Θεός » άρχισαν οι κακόγλωσσες ,κι εκείνη η καημένη ,δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι απ' την ντροπή. Μα κατά βάθος δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. Αυτήν βρήκε μπροστά του ο αθεόφοβος ,κι αυτήν ντρόπιασε.
Σε λίγο ήρθαν οι απόκριες και στο σπίτι μας στην νεφκά* κρεμμάστηκε η σούσα ..Όλες οι κοπέλες παντρεμένες ,ελευθερες νέες και γριές, μασκαρευτήκανε την Καθαροδευτέρα για να κόψουν την μύττη της σαρακοστής όπως ήταν το έθιμο.
Η διασκέδαση με τα τραγούδια, το σπιτικό κρασί και τα νηστήσιμα ,έδινε κι έπαιρνε κι όλοι να διασκεδάζουν με τις αθώες μικροχαρές του τότε καιρού.
Πρώτα με τα τραγούδια της σήκωσης.
Καλώς ήρταν οι σήκωσες, να κρεμμαστούν οι σούσες
τζιαι να γεμώσουν τα στενά ούλλον μαυρομματούσες

Η σούσα πάει τζι έρκεται όπως το σιελιδόνι
που ανεβαίνει στα ψηλά τζιαι πάλε χαμηλώνει

Φωνάξαν τότε και την καημένη την κοπέλα (ετοιμόγεννη τώρα) που από την άλλη μεριά του φραγμού παρακολουθούσε το τζιημπούσηι, σαν ντρεπόταν να αντιμετωπίσει τα βλέμματα των άλλων γυναικών ,όμως ουδείς αναμάρτητος.
Την βοήθησαν να καθίση στην μέση κι από κάθε πλευρά μια κοπέλλα να τροκκά την σούσα που πηγαινοερχόταν.Σε λίγο άφησε την ντροπή κατα μέρος κι άρχισε και κείνη το δικό της τραγούδι.Σαν μια απολογία στην μητέρα της για ότι έκανε.
Μην με δέρνεις μάνα με τ'αδράκτιν σου
τζι εν να τον πάρω μάνα για το γινάτι σσου

Μην με δέρνεις μάνα με το καμιτσί
γιατί εις στους τζιαιρούς σου έκαμνες τα τζι εσύ

Σε λίγες μέρες η προδωμενη σύζηγος γύρισε κι ο προκομένοςμ τα μάζεψε και μετακόμισαν σε άλλο ενοικιασμένο σπίτι,σε άλλη γειτονιά.
Τουλάχιστον να μην τον βλέπει κάθε μέρα,μα η κατάστασή της όλο χειροτέρευε..
Ποιός ξέρει; Η στεναχώρια κι η μοναξιά την τσάκκισαν που στο τέλος με το ζορι πήγαινε στην εκκλησία .Πολλές φορες την βοηθούσα ,που στηριζόταν στο παιδικό μπράτσο μου..Ομως στην καρδιά της δεν μπορούσε να υπάρξει συγχώρεση. Η καρδιά της σκληρή σαν πέτρα και μέρα νύχτα να καταριέται την ντροπιασμένη ,να μην χαρεί το μούλικό τηςκαι στην εκκλησία να γυρζει το αναμένο κερί ανάποδα κι ευχόταν όπως έλειωνε το κερι να λοιώσει κι η σκύλλα.
Μόνο τον προκομένο της δεν άκουσα ποτέ να καταραστεί, κι ας ήταν ο φταίκτης στην όλη κατάσταση .
Να του στέλνει μηνύματα για να έρθει να την δεί, κάτι που εκείνος δεν έκανε.
Κι ο Θεός άκουσε τις κατάρες της μα όχι για την άλλη Ότι παρακαλούσε ερχόταν σε κείνη που άρχισε να λοιώνει στο στρώμα Εφτασε σχεδόν στα τελευταια της κι επιτέλους ο προκομμένος την επισκέφθηκε τον συγχώρεσε και σε μια βδομαδα αποχαιρέτισε τα εγκόσμια.
Λίγοι άνθρωποι πήγαν στην κηδεία της, ανάμεσά τους κι η ντροπιασμένη που ένοιωθε πολύ βαρύ το κρίμα της που έγινε αιτία να χωρίσουν .(Ισως έλπιζε να εξιλεωθεί απέναντι στην ψυχή της νεκρής)
Εγώ από κοντά με την δωδεκάχρονη περιέργειά μου να δώ την πεθαμένη .
Την κατέβασαν, κι όταν ξεσκέπασαν το πρόσωπό της, ήταν το πιο ανατριχιαστικό θέαμα που είχα δεί.
Ένας μακρύς λαιμός ,σχεδόν 30 πόντους με ανοικτό στόμα και δόντια να τρίζουν.Σαν να προσπαθουσε να νικήσει τον χάρο μα δεν τα κατάφερε.
Όσο για μένα, είχα εφιάλτες για πάρα πολύ καιρό και νόμιζα ότι τα βράδυα θα 'ρχόταν να με πνίξει.Εκείνη ήταν κι η τελευταια φορά που είδα πεθαμένο άνθρωπο.Ούτε και την πεθερά μου θέλησα να την δω. καλύτερα ναν θυμάμαι τους ανθρώπους όπως ήταν ζωντανοί.
Πως λοιπόν να πάω τώρα στο νεκροταφείο;

Η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο της παιδικής μου φίλης της Ελπίδας,που όταν άκουσε ότι γύρισα ήρθε να με δεί.
Αχώριστες τότε στα δεκάξη μας ,με τα μυστικά μας ,τις τρέλλες μας μα με τόσο αντίθετους χαρακτήρες.
Όσο εγώ φοβητσιάρα αλλο τόσο τολμηρή εκείνη .Τίποτε δεν την φόβιζε.Σωστό αγοροκόριτσο κι αλοίμονο αν αγόρι τολμούσε να μας πειράξει Γρήγορα το έβαζε στην θέση του .
Μετά έφυγα ,εκείνη παντρεύτηκε παραχωριού και να 'μαστε τώρα εδώ, να λέμε τα νέα μας η μια στην άλλη.Ώσπου έφθασα και στον φόβο μου για να πάω στο νεκροταφείο .
«Να πάμε μαζί αν θέλεις Εγώ πιο πολύ φοβάμαι τους ζωντανούς Οι πεθαμένοι τιποτε δεν σου κάνουν ,είπε πολύ λογικά και το ίδιο απόγευμα βρεθήκαμε στο νεκροταφείο .
Στα χρόνια που πέρασαν είχε πάρει διαστάσεις , λες και το μισό χωριό είχε μετακομίσει εκεί .Όχι μόνο γέροι μα και πολλά νεαρά παιδιά, που σκοτώθηκαν σε δυστηχήματα με τρακτέρια και αυτοκίνητα.μα που δεν τα γνώριζα .
Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου όσο διάβαζα τα ονόματα και τα λουλούδια που κρατούσα λες και βάρυναν όπως και τα πόδια μου.
«Να εδώ είναι η γιαγιά σου , μου έδειξε τον σταυρό η ελπίδαλίγο πιο πέρα, μα που τον κάλυπταν τα αγριόχορτα.
«Ελα να τα καθαρίσουμε,να δεις και την φωτογραφία καλύτερα..Να
ανάψουμε και το καντηλι.συνέχισε κι αρχισε να ξεριζώνει τα αγριόχορτα.
«Σ' αγαπούσε πολύ η μακαρίτισσα κι όλο μου' λεγε να σου γραφω.
«Το ξέρω ! Γιαυτό ήθελα να ρθώ ,είπα ξεριζώνοντας τα τελευταία χόρτα.Και σαν αντίκρυσα τα ,,χαμογελαστά μάτια της γιαγιάς , όπως την θυμόμουν ,λες κι ο χρόνος έφερε πίσω την ψυχή της κι ότι σίγουρα με έβλεπε τώρα εδώ.....


Τσιαττιστά=μαντινάδες
Στετέ= γιαγιά
Νευκά =το δοκάρι που κρατάει την σκεπή
Σούσα=κούνια

Μαρούλλα Πανάγου

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

«Ο κύριος ιππόκαμπος» : Ποιητική Συλλογή της Μαρίνας Αρμεύτη, / εκδ. Φίλντισι, 2018



Ευτυχία
Σύμφωνα με τους δείχτες της οικονομίας 
ήταν σε καλή θέση 
Παράθυρο με θέα 
Κοντά στη θάλασσα 
Για να ’χουν διέξοδο τα ρέοντα 
των τραυμάτων λάφυρα 
Γι’ αυτό 
κάθε που ξημέρωνε 
κοκκίνιζαν τα νερά 
και κάθε που βράδιαζε επίσης 
Στριμώχνονταν οι λέξεις της 
στη σφιγμένη σιαγόνα 
όπως οι πρόσφυγες στην προκυμαία 
Σύμφωνα με τις στατιστικές 
θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένη.
*

Εσωτερική πορεία
Αργά αργά η απόγνωση
διέσχιζε τον ουρανίσκο
Κατέβαινε ως τα σπλάχνα της
Με μπισκοτάκια βουτύρου αμφιβολίας
γλύκαινε το πικρό πέρασμα
Το έκανε να μοιάζει υποφερτό
Με ένα «μήπως δεν κατάλαβα καλά;»
μπορούσε τελικά να πιει όλη την απόγνωση
Ως τον πάτο
`
*
Ανοιχτοί λογαριασμοί
Ήθελε να έγραφε 
ένα ποίημα αιχμηρό 
Να διαπερνά τις συνειδήσεις 
σε ακριβή ψευδαίσθηση 
θωρακισμένες 
Ήθελε να γράψει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό 
Όπως της μάνας της 
εκείνο το πρωινό 
Να διαρρήξει τα τύμπανα των ανυποψίαστων 
Να σπάσει τους καθρέφτες 
Ήθελε να φτιάξει μια σάρισα λέξεις 
για τραύμα διαμπερές στο πλευρό των υπαιτίων. 
Τη βλέπω συχνά 
Έχει τις έγνοιες της 
Τις λίστες των υπεραγορών 
Δυο χελιδόνια στα μαλλιά 
κι έναν πατέρα διάτρητο να αιμορραγεί 
κάμποσα χρόνια πριν 
Έχει το σπίτι της 
Λουλούδια στο μπαλκόνι 
κι ένα βουνό απέναντι 
Διάτρητο να αιμορραγεί 
κάμποσα χρόνια τώρα.
*
Κουρελού
Πίσω κοιτάς
Μνήμες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Πάνω της ξαπλώνεις
Δήθεν εκπέμπει μια ασφάλεια
Καθώς από γνωστό σου υλικό είναι καμωμένη
Κι όλα τα χρώματα που ράβεις
θαρρείς είναι δικά σου χρώματα
Λύπες, χαρές, ματαιώσεις
Έκτισαν- κομπάζεις- τον εαυτό σου
Κι ύστερα
Προσδοκίες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Φανατικά υπέρ ονείρων και αναμονών τάσσεσαι
«Λες να είναι εφικτό;»
Και κρατάς για λίγο μετέωρο το βελόνι σου
Πόσο επιδέξια κατασπάραξες τ
ο ευγενικό και ταπεινό σου «τώρα»
Με πόση σιγουριά το αγνόησες
για να επιδοθείς στη συρραφή νεκρών παρόντων
που έγιναν μνήμες
ή επερχόμενων στιγμών
αμφιβόλου υπόστασης
απουσιάζοντας ουσιαστικά
από τον ενεστώτα σου
Ετοιμάζεις προσεκτικά την κουρελού σου
Το σάβανο εν τέλει
μιας ζωής που δεν έζησες`
*
Λίλιθ
Ο μηρός 
το αρχέγονο κύτταρο του πρωτόπλαστου 
Ο κόκκυγάς μου 
στρογγυλός 
Και η φύση μου πεντασπόνδυλος
Ο λοβός του αυτιού μου μεγάλος 
Ο θύμος αδένας μου λειτουργεί –ευτυχώς– ακόμα 
Η μύγα της Μεσογείου 
ίσως είναι ο προπομπός 
της αναπηρίας της Παναγίας 
Κι η θεών καθέδρα 
σημείο φωτοχυσίας 
σε κάποιον του σύμπαντος οργασμό 
Η γεωφυσική περίμετρος 
το χωροχρονικό προαύλιο μιας –ποιας– 
αυτογνωσίας 
Απολλώνιε Τυανέα ή Ιησού, 
Γλυκιά μου Λίλιθ
Όταν το πρόσωπό σου φανεί 
η ξύλινη Αφροδίτη 
θα ντυθεί τις μεταξωτές νίκες των ανθρώπων.
*
Χειμερινή παραλία

Ο ήλιος
ένα κέρμα, κορώνα ή γράμματα
στα φορτωμένα σύννεφα
Ο ήλιος
ασημένια κοιλιά ψαριού
σε μαύρο ουρανό
Κι η θάλασσα
μια γκρίζα γάτα
που ανασαίνει
στο σαλόνι
«Σαν φοβηθείς
Πίσω μην κοιτάξεις
Η νοσταλγία
Θα σου βγάλει τα μάτια
Και θα σου φορέσει
Τα δικά της»,
Σού ’παν τα κύματα
εκείνο το πρωί.
`
*

Πηνελόπη

Η Πηνελόπη χόρευε συνήθως ως τα ξημερώματα
Τα έντυπα εξέτασης των μνηστήρων
χάθηκαν.
Η Πηνελόπη χόρευε και έραβε και ξήλωνε
και κρυφογελούσε.
Ερωτευόταν ενίοτε τους πιο νάρκισσους
μόνο για έναν χορό.
Το πρωί τους έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
Κι αυτοί
Όλο γυρόφερναν στην αυλή της
ποτίζοντας επιμελώς
τη φιλαρέσκειά της.
Ο Οδυσσέας
δεν υπήρξε στ’ αλήθεια.
Η Πηνελόπη
ήταν πιστή
μόνο στην προσμονή.
`
*
Κυπαρίσσι
Αλλού σε γύρευα ζωή 
μα εσύ είχες κρυφτεί πίσω από το κυπαρίσσι 
Δήθεν φοβόσουν τους ανέμους 
Ήταν ριζωμένο αποκούμπι ο κορμός 
Ύστερα σού ’φταιγε το φως 
κι έψαχνες ίσκιους ψηλόλιγνους 
για υπαρξιακές συζητήσεις καμωμένους 
Έξω οι κάμποι σου έγνεφαν 
Στάχυα οι χαρές, χαμόγελα 
Άλλαζαν σχήμα οι ορίζοντες 
Σου φάνηκε πιο σίγουρο το κυπαρίσσι.

*
Ακαριαίως

Η φωνή σου βγήκε
Πυρωμένη γραμμή
το πρώτο χάραμα
Μια μικρή ρωγμή
Και φως.
Ήθελες κάτι να πεις.
Μια συλλαβή μετέωρη
Σκοτάδι.
Λες κι από κάποιο παράξενο
πέταγμα πουλιού
η γη έκανε ένα βήμα πίσω
Σκοτάδι την αυγή.
Τέντωσα τ’ αυτιά μου
Τα μάτια μου
Το σώμα μου ολόκληρο
Ν’ αρπάξω τις λέξεις σου
να μη χαθούν.
Ήθελες κάτι να πεις
ακόμα
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι συχνά.
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα σου
Ξεχειλίζουν τριαντάφυλλα