Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Μαριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου (βιογραφικά στοιχεία)


Γεννήθηκε στη Μεσόγη της Πάφου 1941. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα και Αγγλία
  και εργάστηκε στην Υπηρεσία Κοινωνικής Ευημερίας μέχρι το 1996.  Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος από το 1992 έως το 2006. Είναι επίσης μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου


Ποιήματα της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες στην Κύπρο και το εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.

Έργα της


Ποίηση


  • Επιστροφή, 1978
  • Ηρωικοί Απόηχοι, 1983
  • Άχρονη φύση, 1988
  • Φτερουγίσματα, 1992 ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
  • Καλοκαιρινές τοπογραφίες, 1994 ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
  • Της γης μου οι αντίλαλοι, 1997, ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
  • Γράμμα στον Αγνοούμενο, 1997 ποίηση, κρατικό βραβείο
  • Κατέβα φεγγαράκι να παίξουμε κρυφτό, 2002, ποίηση για παιδιά Κρατικό Βραβείο
  • Τα φκιόρα της πικραθασίας, 2003, ποιήματα στην Κυπριακή διάλεκτο
  • Η πόρτα μου ήτανε μετάντι, 2004, ποίηση, κρατικό βραβείο
  • Τριαντάφυλλα τζι αγκάθκια΄
  • Στον Κρατήρα του Ηλιου,1999, πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»
Πεζογραφία

  • Η φουρναροπούλα, 2002 παραμύθι για παιδιά
  • Η πορτοκαλένη, 2006, παραμύθι για παιδιά, τιμητικός κατάλογος ΙΒΒΥ

  • Άι μάτια γιαλλουρούδια, άι πόδια πεταλούδια, 2002 δέκα μύθοι

  • Ιδιωματισμοί και αλληγορικές εκφράσεις της Κυπριακής Διαλέκτου, 2004 λαογραφία

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Γράμμα στον Αγνοούμενο: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1997, Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου

Στον ανθυπολοχαγό
Πανίκο Παναγή
και σ’ όλους τους άλλους
αγνοούμενους του 1974
ελάχιστη μαρτυρία
και γραφή οδύνης

Βάρυνε η νύχτα
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
Και να’ σαι τώρα
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
Και μπαίνεις και περπατάς με τα νερά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
...

Σκούζει το πουλί
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου

...

Ξημέρωσε κιόλας κι έχω τόσα να σου πω μα όπου να ’ναι θα σηκωθεί ο κύρης σου θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά θα με ρωτά και θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά Συνεννοούμαστε όπως πάντα Τα λόγια δεν λένε πάντα αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για μας Εσύ όμως κοίτα να κοιμάσαι έχεις ανάγκη τον ύπνο στην ηλικία σου Θυμήθηκα τώρα το κουρδιστό ξυπνητήρι που βάραινε στ’ αυτιά σου κάθε πρωί κι εγώ σου φώναζα ξύπνα θ’ αργήσεις και τι θα λέει ο δάσκαλος για τη μάνα σου που δε ξυπνά τα παιδιά της στην ώρα τους;
Νύχτες αγρύπνιας
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού

ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ: Ποιητική Συλλογή της Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθης εκδοθείσα το έτος 1988

Σωκράτης

Μια ζωή
λυπόμουν το Σωκράτη
για κείνη την άδικη καταδίκη του
ώσπου μια μέρα
συνάντησα τη Ξανθίππη
να βγαίνει από το κομμωτήριο.
_ Δε σου στοίχισε πολύ της είπα
Με κοίταξε σχεδόν ήσυχη
– Τι είχα, τι έχασα, μ’ απάντησε
Και τότε κατάλαβα
πως τη Ξανθίππη
άξιζε να οικτίρω
που δεν κατάλαβε ποτέ
ούτε τι είχε
ούτε τι έχασε.
Γνώρισα το Σωκράτη
ένα απόγεμα στην αγορά
και δεν είχα λόγο κανένα,
προπάντων εγώ,
να αμφισβητώ τη σοφία του.
Όμως αυτή του την παράδοση
δεν την εννόησα ποτέ.
Χρόνια μετά
τον πήρε το μάτι μου
στην Ιερουσαλήμ
χωρίς καμιά φιλοσοφημένη απολογία
«ως πρόβατον επί σφαγή»
να δέχεται και πάλι
μιαν άδικη καταδίκη
ανυπεράσπιστος.
– Τι κάνεις πάλι στον εαυτό σου
του είπα
αν δεν τον σκέφτεσαι
σκέψου εμάς
που σ’ αγαπάμε.
Με κοίταξε
Δεν είναι αυτό το θέμα
μου πρόφτασε
και μου παράδωσε
μια κατακόκκινη παπαρούνα
που έλιωσε στα χέρια μου
προτού προλάβω να αντισταθώ.
Και πάλι
δεν κατάλαβα το λόγο
μικρός σαν ήμουνα
κι απαίδευτος
(Μια παπαρούνα
δε μιλά και στον καθένα
και γω τότες
δε σκάμπαζα πολλά
από παπαρούνες και τα τέτοια).
Χιλιάδες χρόνια μετά
σα γέρασα και γω
κατάλαβα το λόγο
όταν τον ξαναπάντησα ζωντανό
να ξεναγεί τους τουρίστες
στα Ηλύσια.

**

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΚΤΗ


ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ

Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο
κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας
ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της.
Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από τα απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών.
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανώδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα.
Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο.
Έσκαγε ο Απρίλης
φυλακισμένος
στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα
για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.

ΗΡΩΪΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1983

ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΜΝΗΜΑ

Φυλακισμένο μνήμα τί κρατάς;
εκείνο το χαρούμενο παιδί
σου ξέφυγε σ’ ένα φύλλο της ιστορίας
στο στίχο του στοχαστικού ποιητή
στο στόμα του δάσκαλου και του παιδιού

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ : Ποιητική Συλλογή της Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθης εκδοθείσα το έτος 1978

ΤΟ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ


Το φωτισμένο σπίτι
με τ’ ανοιχτά φιλόξενα παράθυρα
με τη βρύση να στάζει ρυθμικά στο νεροχύτη
-δε θυμάμαι αν άφησα την κατσαρόλα στη φωτιά-
τη μουσμουλιά π’ ανθίζει και καρπίζει μοναχή
Τη βουκαμβύλια ακλάδευτη και ξέφρενη
τη γυάλα με το ψάρι
τα περιστέρια που ψάχνουν για σπυριά
από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα χελιδόνια
-λέτε να γύρισαν τα χελιδόνια; –
Κάθε τέτοιες μέρες
κάτι τέτοιες συνήθειες που μας λείπουν
που μας πονάνε
Ο ξεριζωμένος εαυτός μας εδώ
κι οι ρίζες μας εκεί
οι πιο βαθιές μας ρίζες
**
ΦΡΙΚΗ
Αυτό τo θέμα δεν είναι για την ποίηση
Η φρίκη
μόνο η φρίκη το τολμά
όπως καλπάζει αλλόφρενη
παραβιάζοντας τα σύνορα του νου
όπως η φύση δρέπει
απ’ τον μαστό της σκοτωμένης μάνας
το αίμα της ζωής

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Άρια του περασμένου καλοκαιριού / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

Βουβό τ΄ αηδόνι στα φυλλώματα
τα δένδρα τάφοι ωραίων
ονείρων που στοιχειώσανε
ανεμικά παράπονα μετρώντας
Άσμα δεν είναι πια κανένα
να τραγουδήσει ο ποιητής
τις νύχτες με φεγγάρια
Άρια του περασμένου πια καλοκαιριού. 

Αν είσαι / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

Αν είσαι έρωτας
άσε τα βέλη στη φαρέτρα 
τραύματα άλλα δε μου πάνε πια 
Αν είσαι αγάπη πάλι 
άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς 
θυσία δεν είναι άλλη 
λύτρωση δεν είναι καμιά
μια λέξη είσαι 
σε χλωρό χαρτί 
Της μοίρας που με δέρνει 
είσαι πλάνη

Βότσαλα / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

[...]

Πόσες φορές να σου το πω;
Δεν πίνεται 
δεν πίνεται το δάκρυ

Φόρεσα την αμυγδαλιά 
κι ήρθα κλωνί μες τη βροχή 
να σ΄ αγαπήσω 

Λευκό 
κατάλευκο το χιόνι 
το πρώτο μου όνειρο 
παγώνει

ΑΚΛΟΥΘΑ ΜΟΥ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΟΥ / Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθη


Ακλούθα μου μαυρομματού να πάμεν στο Βαρώσιν
ν' αγαπηθούμεν στον γιαλόν ώστι να ξημερώσει
τζαι νάκραν νάκραν του γιαλού να πάμεν στο Καρπάσιν
Γιαλούσαν τζαι Λυθράγκωμην τζαι Ταύρου τζαι Πογάζιν.

Ακλούθα μου μαυρομματού να πάμεν στην Τζερύνειαν
ν'αγαπηθούμεν ταίριν μου στα κάστρη τζαι στο τζύμμαν
σιερκές σιερκές να πιάσωμεν να πάμεν εις την Όρκαν
στην Λάπηθον στον Καραβάν στην Μόρφου τζαι την Ζώθκιαν.
Μαυρομματού, μαυροβρυού "τζι ότι φορήσεις παν σου"
έλα να πάμεν κατά τζει.
Φόρησε ρούχα του πρεπού ρούχα της φορησιάς σου
κροκοτσινίζει η αφκή
τζι αθθίζουν οι πορτοκκαλιές κόρη στην γειτονιάν σου
έλα, να πάμεν κατά τζεί.

Σε μια γωνιά του Παραδείσου / Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθη


Σε μια γωνιά του Παραδείσου
που αργοσταλάζει το νερό
εκεί, καρδούλα μου, κοιμήσου,
κι εγώ είμαι δω και καρτερώ.

Πώς γαληνεύει η μορφή σου,
τα φρύδια φτέρουγες πουλιών,
ρόδα που βιάζονται ν’ ανοίξουν
οι όχθες των μικρών χειλιών.

Κοιμήσου ήσυχα, κοιμήσου,
και τ’ αεράκι δροσερό
θα κοιμηθεί κι αυτό μαζί σου.

Στου ύπνου τ’ απαλό φτερό,
φεγγάρι κι άστρο μου, κρατήσου
και σαν ξυπνήσεις, θα ’μαι εδώ.

Ποιητική Συλλογή: Ανάδρομη πλεύση

Αετός / Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθη

              (με αφορμή μια επίσκεψη σε πάρκο πουλιών)                            

Έκπτωτος  μοιάζει των αιθέρων βασιλιάς
μέσα σε σιδερόφρακτο παλάτι
φωλιά του τώρα το κουφάρι μιας ελιάς
παράθυρο κλειστό το αετίσιο μάτι.

Μα ξαφνικά τεντώνει ως πέρα το φτερό
τάχα πως σαν και πρώτα θα πετάξει
κι εκειό το δέντρο  ροκανίζει το ξερό
ψαύοντας μια σχισμή για να περάσει.

Το ράμφος του πονά κι έχει ματώσει
μα ο πλατύς τον περιμένει ουρανός
κι είν’ η λαχτάρα της καρδιάς του τόση!

Ύστερα κάθεται στην άκρη μοναχός
κλείνει το δάκρυ μήπως τον προδώσει
που ήταν κάποτε περήφανος αετός.          

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Κυπριανού Ντίνος (μικρή αναφορά)

Ο Κυπριανού Ντίνος (Κωνσταντίνος) είναι Κύπριος Ποιητής και στιχουργός. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν και βρίσκονται αναρτημένα σε διάφορες σελίδες του διαδικτύου. 

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΙΑ ΜΟΥ/ Κυπριανού Ντίνος


Ξεχασμένη εκει στην αυλή
μια σκονισμένη κόκκινη τριανταφυλιά ..

Πόσο Θεέ μου την αγαπούσα
την μύριζα και άλλο τόσο λαχταρούσα
να κόψω ενα τριαντάφυλλο να δωσω σε σενα
που τόσο αγαπούσα ..

Σήμερα την θυμήθηκα
μα όταν την είδα πόσο λυπήθηκα
έβαλα τα κλάματα γιατί μου θύμησε εσένα
και δεν κρατήθηκα ..

Μου έδινες χαρά με τα τριαντάφυλλά σου
κόκκινα φωτιά ...ήταν η ομορφιά σου'''

Και πάλι θα σε αγκαλιάσω τριανταφυλιά μου
είσαι εσύ όλα τα όνειρά μου ..
Ονειρα που ήτανε μόνο δικά μου

μαζί με τα κόκκινα τριαντάφυλλα μου .

ΝΕΚΡΟΛΟΥΛΛΟΥΔΑ / Κυπριανού Ντίνος



Δεν ήταν αίμα
ήταν τριαντάφυλλα ματωμένα
αυτά που χάρισες σε μένα ..

Αλήθεια με πόσα αγκάθια
γίναν κόκκινα απο λευκά
σαν ξυράφια ...

.........Αυτά
δεν ήτανε τριαντάφυλλα
έμοιαζαν νεκρολουλλουδα

Αοσμα χλωμά κιτρινιασμένα
άποτα όλα μαραμμένα ..

Με ήθελες νεκρό

και τα έφερες σε μένα ...

[Αν ήξερες μέσα στο σκοτάδι τι κρύβω ] / Κυπριανού Ντίνος

Αν ήξερες μέσα στο σκοτάδι τι κρύβω
κρύβω τον έρωτά μου ,
ίσως ζηλέψεις και τον πάς μακρυά μου ..

του μιλώ κρυφά να μην ακούει ούτε η σκιά μου
πόσο φοβάμαι τα όσα είναι κοντά μου ..

ίσως ξεμυαλιστεί εμένα ν'αφήσει
θα του βάλουνε λόγια , μπορεί να με φτύσει ..

ο έρωτάς μου είναι αυτός δεν είναι η σκιά μου

ο έρωτας που έκανα μόνο στα όνειρά μου