Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Ιωαννίδης Λίνος (μικρή αναφορά)

Ο Λίνος Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1972. Απὸ το 1997 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. 

Έργα του:
  • "Περιγραφής Σχήματος". 1998
  •  "Λευκό", 1994 από τις Εκδόσεις Δωδώνης, και τον
  •  "Εξώστης" από τις Εκδόσεις Αιγαίον. 
  •  "Ο Χρόνος του Απρόσμενου Καιρού"(2001)
  •  "Φωνή Γραμμένη"(2006)
  • Η θέση του χρόνου / 2014 / Εκδόσεις το Ροδακιό

Θέμεθλο / Ιωαννίδης Λίνος



Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κούρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.

Μ έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μοναξιά
στου πόνου μου τη ψύχρα
στα πλανεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ ατάραχα νερά των υδρατμών μου.
Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κούρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.

Μ έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μοναξιά
στου πόνου μου τη ψύχρα
στα πλανεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ ατάραχα νερά των υδρατμών μου.

ΑΓΑΠΗ ΞΕΝΗ / Ιωαννίδης Λίνος


Χλωρή φωτιά
δροσερό βλέφαρο
βρεγμένο δέρμα των ανθών
ζωντανό βάθος
μόνη κι ένοχη ομορφιά
ξημέρωσε τον ύπνο σου να γίνεις
όψη πυκνή κι ανάγλυφη
Αφή το φως των αγαλμάτων
σ’ ακουμπά και χάνεσαι
Η σκέψη φάνηκε κοντά
φωνή γραμμένη
Η ζωή του ύπνου της
δεν είναι να φανεί

Επανάληψη / Ιωαννίδης Λίνος



Κοίταγε την κάθε μέρα
θαύμαζε
που τα πουλιά στα σύννεφα
παίρναν την ίδια θέση

Εδώ
σε χώρα μακρινή
το πρόσωπό του
πόλη θλιβερή που δεν έχει πατρίδα

Αναπαράσταση / Ιωαννίδης Λίνος



Νυχτώνει και βγαίνει
πάλι ο ίδιος
σαν ανάμνηση
περιγράφει την όψη του
ψηλός
με βλέφαρα
περιφέρει το ανάστημα
σαν σώμα

ΔΕΝΤΡΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ / Ιωαννίδης Λίνος

Θυμοῦμαι
ἔμοιαζε νερὸ
ἔμοιαζε χρυσὸ
σκοῦρο ξανθὸ
κι ἀνάβλυζε τὸ χῶμα
καθαρὸ
κάτω στὰ πόδια της νὰ βγεῖ
τὸ μαῦρο δέντρο μὲ τὰ κρίνα

Θυμοῦμαι χωρὶς νὰ ξέρω
θά ’τανε γῆ
θά ’ταν πηγὴ
στεριὰ καὶ τώρα

θά ’χει στερέψει τὸ κορίτσι

ΑΓΑΠΗ ΞΕΝΗ / Ιωαννίδης Λίνος



Χλωρή φωτιά
δροσερό βλέφαρο
βρεγμένο δέρμα των ανθών
ζωντανό βάθος
μόνη κι ένοχη ομορφιά
ξημέρωσε τον ύπνο σου να γίνεις
όψη πυκνή κι ανάγλυφη
Αφή το φως των αγαλμάτων
σ’ ακουμπά και χάνεσαι
Η σκέψη φάνηκε κοντά
φωνή γραμμένη
Η ζωή του ύπνου της
δεν είναι να φανεί

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Η Κουκλίτσα που πάντα ήθελα: Παρουσίαση του θεατρικού Παραμυθιού της

Αιμιλίας Μωυσέως - Αλεξάνδρου στις 6 μαρτιου 2017 και ώρα 7 00 μ μ στο Δημαρχειο Αραδιππου, Ημέρα Δευτέρα.

Η Αιμιλία Μωυσέως - Αλεξάνδρου  γεννήθηκε στην Αραδίππου το 1971. Ασχολείται με την Ποίηση και το τραγούδι. Είναι πολύτεκνη μητέρα. 

Έργα της ιδίας:

-Βιώματα από Καρδιάς (Ποίηση) 
-Πνευματικοί Πόθοι (Ποίηση)

τα βιβλία της μπορείτε να τα βρείτε στο βιβλιοπωλείο Κατσώνη στην περιοχή Αραδίππου κοντά στο Γ' Δημοτικό Σχολείο. 


διαβάστε σχετικά: http://www.reporter.com.cy/local-news/article/267768/

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου (μικρή αναφορά)

Ο Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου γεννήθηκε το 1905 και απεβίωσε το 1987. Διατέλεσε Διευθυντής του Τμήματος Πνευματικής και Πολιτιστικής Αναπτύξεως της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης .

Ποιητική Συλλογή: Αίμα και πυρ

Στίχοι του Παπαχρυστοφόρου Χριστόδουλου.

[..]

Μονάχα! μονάχα μες  στον κάμπο ήλιος και χρώματα κι αέρας
έχουν πεθάνει , κι ούτε πουλί απλώνει τα φτερά.
Ως και το χώμα
ξερνάει λάβα εκεί που πάει να πέσει,
μην τύχει και δεχτεί - του Καίν το σώμα.

Μούσα στο  μάρμαρο
την αρετή σας θα σκαλίσω
στα εγγόνια μου τη δόξα σας
αθάνατη ν΄ αφήσω. 

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΗΡΩΟ ΜΑΤΣΗ- ΓΕΩΡΓΙΟΥ- ΚΑΡΑΟΛΗ / Παπαχρυσοστόμου Χριστόδουλος

Φλόγα, μαρτύριο κι αγχόνη, 
της λευτεριάς το τίμημα, 
σκεπάζει η πλάκα ετούτη.
Κι η Μάνα- Κύπρο, Δόξα, 
τα παιδιά της παραστέκει
και τα καμαρώνει. 

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ (βιογραφικά στοιχεία)





Ο Θεοδόσης Πιερίδης, γεννήθηκε το 1908 στο Τσέρι της Κύπρου. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Κάιρο της Αιγύπτου  όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της Αμπέτειου Σχολής του Καΐρου και από το Γαλλικό Λύκειο της ίδιας πόλης. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και ιστορία πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στη Γαλλία (1949-1952). Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος και ως δημοσιογράφος. ΑΙδρυτικό μέλος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (Ε.Α.Σ.) το 1943, εκδότης και αρχισυντάκτης του αγωνιστικού περιεχομένου και οργάνου του Ε.Α.Σ. περιοδικού Έλλην και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Ορίζοντες (1944-1947), συνελήφθη το 1944 από της αγγλικές αρχές και φυλακίστηκε, καθώς υποστήριζε το αίτημα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας Από το 1947 ως το 1949 έζησε στην Αμμόχωστο, λόγω απαγόρευσης της επιστροφής του από το καθεστώς Φαρούκ. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του έζησε στο Παρίσι (1949-1952) και τις χώρες του σοσιαλισμού, κυρίως στη Ρουμανία (1952-1962), από όπου συνέχισε την αγωνιστική του δράση. Στην Κύπρο επέστρεψε το 1962, μετά την απελευθέρωση του νησιού από την αγγλική κυριαρχία, εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών στην Παγκύπρια Ακαδημία Θηλέων, ενώ συνεργάστηκε με έντυπα όπως η Χαραυγή και η Νέα Εποχή. Πέθανε στο Βουκουρέστι το 1968 , κατά τη διάρκεια αναρρωτικού ταξιδιού και ενταφιάστηκε στη Λευκωσία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1930 από τις σελίδες του περιοδικού Πρωτοπορία της Αλεξάνδρειας με τη δημοσίευση του ποιήματος: Εμβατήριο του παλιού ποιητή.



Έργα του


Ποίηση

• Ξέρουμε κι εμείς να τραγουδούμε. Κάιρο, 1937.
• Η μπαλλάντα της Μαρίας. Κάιρο, 1939.
• Δέκα τραγούδια. Κάιρο, 1940.
• Ερωτική ιστορία. Αλεξάνδρεια, 1943.
• Αγωνιστές. Λευκωσία, 1950.
• Ωδή στην επικαιρότητα. 1951.
• Ποιήματα. 1953.
• Το εμβατήριο της ειρήνης. 1955 (και β’ έκδοση αναθεωρημένη, Αλεξάνδρεια, 1958).
• Κυπριακή συμφωνία. Βουκουρέστι, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956 (β’ έκδοση, αναθεωρημένη).
• Νόστος. Λευκωσία, 1958.
• Το μεγάλο ταξίδι. 1959.
• Το χρυσό μονοπάτι· Ποίηση Θ.Πιερίδη · Παρουσίαση Μ.Αυγέρη. Βουκουρέστι, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1961.
• Πρωτομαγιά. Αθήνα, 1961.
• Ένας ξένος ποιητής σεργιανά στο Βουκουρέστι. Βουκουρέστι, 1961.
• Ονειροπόληση πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου. 1965.
• Ξαναρχινούμε. 1967.
• Φθινόπωρο. Λευκωσία, 1967.
• Ποιητικά ΆπανταΑ’· Τα εκδομένα· επιμέλεια του Γ.Πιερίδη. Λευκωσία, 1975.
• Ποιητικά ΆπανταΒ’· Τα ανέκδοτα· επιμέλεια Γ.Πιερίδη. Λευκωσία, 1976.

Μεταφράσεις

• Αριστοφάνη, Ειρήνη (κωμωδία)· Ελεύθερη λογοτεχνική απόδοση στα νέα ελληνικά Θ.Πιερίδη. Κεντρική Επιτροπή Ειρήνης Πολιτικών Προσφύγων από την Ελλάδα, 1954.

Μελέτες

• Ο ακριτικός κύκλος της Κύπρου. 1960.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Επιλογή Ποιημάτων Θ.Πιερίδη. Λευκωσία, έκδοση Κ.Ε. ΑΚΕΛ, 1978.
• Ποιητικά Άπαντα· Επιμέλεια Γ.Φ.Πιερίδη, τόμος πρώτος: Τα εκδομένα. Λευκωσία, Πυρσός, 1975.

• Ποιητικά Άπαντα· Επιμέλεια Γ.Φ.Πιερίδη, τόμος δεύτερος: Τα ανέκδοτα.. Λευκωσία, Πυρσός, 1975.

Το πέλαγο / Πιερίδης Θεοδόσης


Περσέψαν οι λογοήρωες στον τόπο μας.

Περσέψαν οι ανδριάντες, οι επέτειες, οι λόγοι,
οι λόγοι, λόγοι, λόγοι –οι λόγιοι λογάδες, 
οι λογοκόποι*, οι λογοφάγοι, οι λογοκατασκευαστές,
περσέψαν οι προσλαλιές*, τα μεγαλολαλήματα, 
ξενολαλιές, ντοπιολαλιές, λογοπεζά, λογοποιήματα,
περσέψαν και ξεχείλισαν τα λόγια, λόγια, λόγια,
τ’ άλογα λόγια κάναν ένα πέλαγο
που ορμά με μάνητα* για να μας λογοπνίξει.

Αδέρφια, κρατηθείτε στον αφρό. 

Αδέρφια, παραμερίστε τα κύματα
ρίξετε στον ορίζοντα της σωτηρίας την κραυγή:
«Γη, γη!»

Η γη των ονείρων σας είναι οι άνθρωποι –δεν είναι οι λόγοι.

Τα κύματα της ιστορίας / Πιερίδης Θεοδόσης



Αχ, αλήθεια, η θάλασσα ετούτη πώς μυρίζει μουράγιο
πώς μυρίζει ολογέμιστα αμπάρια και πλούσια ξεφορτώματα
και ξένην αρχοντιά που ήρθε μια μέρα κι έμεινε
με τα σκληρά κοντάρια της και με τις μαλακές της υποκλίσεις.

Θα' τανε, λέω, γλυκιές πολύ, θα' τανε μεταξένιες
σαν τα πολλά που φέρανε μετάξια τους.
θα' ταν ξανθές κι αστραφτερές σαν τα πολλά χρυσά τους.
Θα' ταν περίσσια ευγένισσες εκείνες οι κυρίες.
Και θα τους άρεσε ο περίπατος απάνω στα τείχη.

Εδώ δεν είχαν να νανουρίσουν τη λεπτή τους μελαγχολία
όπως τον καιρό που προσμένανε τον περαστικό τροβαδούρο
πλάι στο ποταμάκι της πατρικής τους Αραγωνίας.
Εδώ είχανε μια μεγάλη θάλασσα που τους κουβαλούσε τα πλούτη
είχαν ένα μεγάλον ουρανό
που έβαζε στο κεφάλι τους ζαφειρένια κορώνα
είχαν ένα φέγγος μεγάλο που μπορούσαν και να νομίσουνε
πως μόλις γεννήθηκε ήρθε οε τούτο τον κόσμο
μόνο και μόνο για να πλαισιώσει τα τριανταφυλλένια τους μηλομάγουλα.

Τις βλέπω να σεργιανούνε απάνω στα τείχη
τις Ισαβέλες, τις Καρλότες, τις Ελεονόρες,
που ήρθαν μια μέρα κι έμειναν - κι ήρθε μια μέρα και φύγαν
χωρίς ν' αφήσουν, χωρίς να πάρουνε τίποτα.

Μπορεί εκείνες να ξανάδεσαν τον πριγκιπικό τους περίπατο
πλάι στο ποταμάκι της Αραγωνίας
μπορεί να κλωθογύρισαν και πάλι πολυστέναχτες
κάτω απ' τα σκεβρωμένα κλαριά της γενεαλογίας τους
ενώ εδώ εξακολουθούσαν να ζούνε οι πληβείες αφέντρες του τόπου
εξακολουθούσανε να' ρχονται και να φεύγουνε
να ορμούν, να σβήνουνε, να παφλάζουνε.
ένα-ένα τα κύματα της ιστορίας.

ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ / Πιερίδης Θεοδόσης


Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνονται ανθρωποφάγοι.
Μασουλούνε παχιές γυναίκες, γερόντους, μωρά,
αποφεύγουν προσεχτικά τους σκληρόπετσους έφηβους,
αγαλλιούν σαν τύχει ποιητής κάτω απ’ το δόντι τους.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο ποιητής που τερματίζει το δρόμο του κόσμου
έσχατος και άδοξος μέσα στους δρόμους της Λευκωσίας
μάταια γυρεύει να επιδείξει έναν αθλοπρεπή διασκελισμό
μάταια εκλιπαρεί ένα έσχατο βραβείο παρηγοριάς
παίρνει μάταιες ανάσες, κοιτάζει τις κερκίδες με μάτια μάταια,
επί ματαίω πασχίζει ν’ ανακαλύψει ένα ψήγμα τρυφερότητας
ξεχασμένο στην άκρη του δρόμου ανάμεσα στ’ απορρίμματα
απ’ τους καιρούς που η τρυφερότητα δεν είχε ολότελα φυλλορροήσει.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο μάταιος ποιητής αναθυμάται δροσιές των ανθρώπων και των νερών
και ματαιοπονεί μέσ’στους ανθρωποφάγους δρόμους της Λευκωσίας.