Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Νίκη / Παυλίδης Λεωνίδας




Και την προσμέναμε την ώρα
του μυστικού συναγερμού
των πόθων και του γλυκασμού
της φαντασίας να ’ναι σαν τώρα...

Γύρα και μπρος μας των αγώνων
ανεμοκύμαντη η πυρά
και τα μεγάλα βροντερά
συνθήματα αγρικούνται μόνον...

Στην όψη μας και μες τα φρένα*
τα ολάσπρα κρίνα της οργής,
φρουμάζει* ο σάλος της κραυγής
στα χείλη μας τα πυρωμένα...


Γοργοί φεγγάτοι στ’ άναμμά μας
πρώτοι στο θάνατο ή στερνοί
μάρτυρες ή ήρωες, φωτεινοί
καπνοί μες τ’ αστραπόβροντά μας

Κι ο αλαλαγμός ως κρούει το γέρμα*
περιζωσμένοι το βοριά
ε την κλαγγή πλατιά ποριά*
ανοίγουμε μπρος τ’ άγιο τέρμα...

ΕΠΕΞΗΓΉΣΕΙΣ:


* φρένα, τα: μυαλό, διάνοια


*φρουμάζω (και φριμάζω): κοχλάζω, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω


* γέρμα, το: δύση του ήλιου, ηλιοβασίλεμα

* ποριά, η: πορεία

φιλία / Παυλίδης Λεωνίδας


Φιλία πώς σε λαχταρώ κι ωιμέ
φοβούμαι μη ώς στην ύστατη πνοή μου
τα ουράνια σου δώρα μείνουν ξένα
για την πολυθλιμμένη τη ζωή μου.

Σ’ αποζητώ ωσάν ηλιοκαμένα
αγρίμια της αμμόστρωτης ερήμου
γυρεύουν τη δροσιά στα ξηραμένα
βραχοπήγαδα κι η άθλια η ψυχή μου

καίεται μέσα στ’ απλήρωτό* της πόθο
την κρύφια λαύρα* π’ ωχ* ποιος θα τη σβήσει
από ποια ψυχή δροσιά θε ν’ αναβλύσει



τόση που άλλη να μπορεί να δροσίσει;
Γέρασε ο κόσμος, ω ποιος θ’ αναστήσει
την κρύα την αναίσθητη καρδιά μου;


επεξηγήσεις:


* απλήρωτος: που δεν έχει ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί

* λαύρα, η: φωτιά, μτφ. πόθος

* π’ ωχ: που έχει

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

ΝΑ’ ΜΟΥΝ ΑΤΟΣ


Χωρκόν μου τζ’ οι κουφάες σου εν ήμερες σαν σιέλια,
τους κουκκουφκιάους σου θωρώ σαν άσπρα περιστέρια.
Οι αγκαθκιές σου μοιάζουσιν σαν τρυφερά αγρέλια
τζ΄οι κονναρκές σου εν ίδιες με μυρωδάτα αμπέλια.
Να’ μουν ατός τζιαι να πετώ στον όμορφο ουρανό σου,
έστω ένας τσακρόστρουθος να πίνω το νερό σου.
Ας ήμουν ένας κουρκουτάς να φκώ πα’ στα δεντρά σου,
να ακούω τα μαράζια σου, νάμαι παρηορκά σου!
Που την πολλήν αγάπη μου έτσι εγιώ θωρώ τα,
πιστεύκω εν τζιαι τάραξα, έχω τα τετρακόσια!

ΑΝΤΡΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ

Εντόπιο ρίγος: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη (2013) Αποσπασματικοί στίχοι

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια 
αλλοτινής λατρείας 
τώρα σημάδια 
εμπύρετου μόνο περάσματος. 
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά 
με κέρινα φτερά σωριάστηκαν 
στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, 
κι η βασιλεία των ουρανών 
άδειος πια θρόνος…

...

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε 
σαν δέντρα με βαθιές ρίζες 
σε υπόγεια νερά…

...

… δεν θέλει πολύ να ξέρεις 
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα 
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, 
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό 
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες 
δάκρυα της Παναγίας…

...

Αργά - αργά περιστρέφεται 
η σφαίρα της γης, 
ίδια παιδικό παιγνίδι… 
Κι άτακτα δεξιά ζερβά
μυρίζοντας το καθετί 
ανήσυχα εντοπίζεις 
τον χρόνο να τραβά τα λουριά 
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…


Ούτε που ξέρεις 
ποιο δρόμο να πάρεις, 
κι εύκολα ξεχνάς 
πού είναι η πλώρη 
πού είναι η πρύμνη 
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια 
 πολλούς δείκτες στη θάλασσα


πηγή: http://www.drpetrides.com/el/demosiefsis/arthrografia-typos/17-2013

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ΄/ Μοράρης Γιώργος



Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.

Το λουτρό / Το Ικρίωμα : Δύο Ποιήματα του Γιώργου Μοράρη

ΠΤΗΣΗ / Μοράρης Γιώργος



Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν

προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.

Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

Λεοντίου Παύλος (μικρό βιογραφικό)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1945.
Είναι απόφοιτος του Παγκύπριου Γυμνασίου Κύκκου. 


Ποιητική Συλλογή: Επιμαρτυρία 

[Τα χέρια σου] / Λεοντίου Παύλος

Τα χέρια σου στα χέρια μου,
και πως άλλαξε ο κόσμος! 

Αιώνες τώρα


Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε 
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν

Αγγέλα Καϊμακλιώτη "Εκ του σύνεγγυς"

ΕΛΠΊΔΑ / Πενταράς Νίκος


το Φως
ντυμένο στα λευκά
βγαίνει σεργιάνι κάθε βράδυ στα σοκάκια 
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
του δειλινού καμπάνες
στη μνήμη μου ξυπνούν
φθινόπωρα και χειμωνιές ατέλειωτες
μα που στην πόρτα μου μπροστά εναποθέτουν
ολάνθιστα χρυσάνθεμα
σημάδι κάποιας άνοιξης που πάντα καρτερώ
μα που δεν καταδέχτηκε
έστω μια μαδημένη ανθοδέσμη
στην πόρτα μου μπροστά να εναποθέσει
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
κατάλευκα μαντίλια γλάρων π’ αρμενίζουν
στο γλαυκό βλέμμα της θάλασσας
δίπλα σε σκάφη γκρίζα με κόκκινα πανιά
που πάντα προγραμμάτιζαν τη ρότα τους
μα πάντα βρίσκαν κόντρα τον καιρό
κι ακόμα ψάχνουν
χρόνια τώρα
για να βρουν λιμάνι.
Ποιητική Συλλογή:  «ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ», 1994

ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.

[Απόψε αποφάσισα να κάνω στην άκρη] / Γεωργίου Εύα

Απόψε αποφάσισα να κάνω στην άκρη
όλα τα γιατί,
όλα τα μπορεί
όλα τα πιθανά… 
Θα έρθουν μπροστά όλα τα λυτρωτικά!
Η ώρα λοιπόν να συμβιβαστώ μαζί σου!
0,τι ακριβώς προστάζεις…
Επιτέλους να πάρεις την μόνιμη θεση που σου αξίζει…
Θα μπορώ από εδώ κι μπρός
να σε κοιτάζω ίσια στα μάτια
να σου μιλάω ευθεια στην καρδιά…
Απο την πρώτη Καλημέρα μέχρι την
τελευταία μου Καληνύχτα
Ξέρω πώς νιώθεις…
Ξέρω πόσο πολύ σε αδίκησα…
Τελευταία , σε στρίμωξα πολύ
Όλα τα όχι σου, τα έκανα ναι…
Μου έλεγες δεν αντέχεις κι εγώ σε έσερνα…
Με ρωτούσες πού σε οδηγώ ,
κι εγώ σου έλεγα, απλά προχώρα…
Σε τραβούσα με βία να γίνουν πιο γοργά τα βήματά σου …
Σου έβαζα χίλια δυο να σκεφτείς, αγνοώντας αν είναι μέρα , νύχτα
γιορτή η καθημερινή
Αρκεί να ησουν μόνιμα παρών...
Από τον παράδεισο , σε οδήγησα στην κόλαση…
Απόψε σε είδα για πρώτη φορά να καταρρέεις και τρόμαξα...
Με προειδοποίησες αλλά δεν έβλεπα, δεν άκουγα …
εξάλλου ήμουνα πολύ μακριά
Ήρθε λοιπον η δικιά σου ώρα,
έστω με λίγη καθυστέρηση
Ναι….
Γερνάει ο χρόνος...
Φύγαμε!!!!

ΦΥΣΑ ΒΟΡΙΑ


Φύσα αέρα δυνατά και πάρε το μυαλό μου
κλέψε τις μνήμες απ' τον νου κάν' το για το καλό μου!
Φύσα βοριά και μην ντραπείς να' ρθεί κακοκαιρία
να ξεχαστώ να μπερδευτώ ν' αλλάξω την πορεία!
Κλέψε τις σκέψεις μου εσύ να πάψω να πονάω
τις μνήμες πάρε μακρυά για χάρη στο ζητάω!
Χριστοδούλου Θάλεια

Της Μαρίας / Τιμοθέου Ανδρέας


Μικρή απ’ το παράθυρό σου,
σε χειροκρότησαν.
Σ΄ άκουσαν στο ραδιόφωνο πρώτη φορά
σε χειροκρότησαν.
Μέσα στους πρώτους φόβους σου
οι δάσκαλοί σου
σε χειροκρότησαν.
Περνούσε ο καιρός, τα χέρια πλήθαιναν
χωρίς σταματημό
κι όλου του κόσμου τα θέατρα
σε χειροκρότησαν.
Δοξαζόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Μεταμορφωνόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Ερωτευόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Έχανες τη φωνή σου κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Βυθιζόσουν μες στην κατάθλιψη κι ο κόσμος χειροκροτούσε
Κηδευόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Μα εγώ που δεν είχα δυο χέρια στα χρόνια σου
να γίνω κρότος στον κόσμο που τότε ζούσες
μαθητεύω σ’ άλλη χρήση των χεριών,
ευλαβικός συλλέκτης του προσώπου σου
τολμώ να σε αγγίζω.