Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Αγγέλα Καϊμακλιώτη (βιογραφικό σημείωμα)


Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε την Αμμόχωστο το 1967 ενώ μετά το 1974 ζει και δημιουργεί στη Λάρνακα.  Σπούδασε Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου Master of Arts στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική. Είναι διευθύντρια σε δημόσια σχολεία της δημοτικής εκπαίδευσης.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Έργα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και στα Αγγλικά και άλλα έχουν μελοποιηθεί.

Ποίηση:

Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα, Εκδόσεις Πήλιο, 2011
Στιγμές Αλκυονίδες, Εκδόσεις Πήλιο 2012
Εκ του Σύνεγγυς, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2014

Διηγήματα: 

Οι ψυχές βαδίζουν μόνες, Εκδόσεις Πήλιο, 2011

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

ΤΡΟΟΔΟΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Καθώς γλιστράς προς τη θάλασσα
Φωτογράφισε τα φαράγγια που πέρασες
Σημάδεψε τις κορφές που ανέβηκες
Αρίθμησε τα πεύκα που ακούμπησες
Και μην ξεχνάς
Αυτός είναι ο τόπος σου

Ιαπωνικό παραμύθι / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Υπάρχει ένας ασφαλής τρόπος
για να αφανιστεί μια οικογένεια
μια ολόκληρη γενιά
ένας πανάρχαιος τρόπος
απόλυτα πετυχημένος
δεν έχει καταχωρηθεί σε επίσημα αρχεία
οι φήμες φθίνουν με τον καιρό
πληρωμένοι δούλοι αποσιωπούν τα γεγονότα
ενώ σε κάθε εποχή
ένας ποιητής επινοεί μιαν αλήθεια
που μοιάζει με ψέμα
ο τρόπος είναι η γνήσια φτώχεια
μέρες φυματικές, αδιέξοδες καταστάσεις
που επαναλαμβάνονται διαδοχικά
χωρίς αυτόπτες μάρτυρες
επειδή όλοι οι συμμετέχοντες είναι νεκροί
πάντα σε διαφορετικούς αιώνες
σε άλλους τόπους
σε ξένα σπίτια
και το παιδί αρρωσταίνει βαριά
ο γιατρός δεν έρχεται επειδή δεν θα πληρωθεί
φάρμακα πουθενά
το παιδί γλιστρά και λιγοστεύει
μετά από μια εβδομάδα πυρετού
ενώνεται με τις στωικές σκιές
ο πατέρας ζητά άδεια και αυτοκτονεί
η μητέρα πίνει δηλητήριο
και οι νιφάδες του χιονιού
που πέφτουν αργά
μας υπενθυμίζουν ότι εμφανίζεται κάποτε στον κόσμο
ένα είδος αδιάφορης αθωότητας

Ημερολόγιο / Λαμπής Γιάννος


Ακόμα μια μέρα,
ακόμα μι’ άδεια σελίδα στο ημερολόγιο μου
που ’χει πλέον γεμίσει με κόλλες λευκές.
Σελίδες γεμάτες ήχους νεκρούς,
που η απουσία σου τους έχει σκοτώσει.
Λίγες σελίδες ακόμη και θα σβήσουν
απ΄το μυαλό μου,
το χρώμα των ματιών σου
και τις γραμμές στην άκρη των χειλιών σου όταν γελούσες.
Λίγες σελίδες ακόμα και το ημερολόγιο μου θα γεμίσει
με κόλλες φθαρμένες απ’ τα νύχια μου
καθώς απεγνωσμένα τραβώ γραμμές
προσπαθώντας να σε θυμηθώ.

φθινοπωρινό χάδι / Χατζηματθαίου Άθως


λίγο πριν το τέλος
άνοιξε τα φτερά και δραπέτευσε
απ 'την παγωνιά σου 
φύλλο κίτρινο
προδομένο σπουργίτι
ζεστή ανάσα στο μοναχικό ταξίδι σού
μια στάλα της βροχής
που πρόλαβε να αγγίξει
την ανάσα του ήλιου ....
και να κλέψει λίγη απ' την μαγεία του.

ΑΠΟΓΟΉΤΕΥΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


Αλήθειας το ξημέρωμα
έκοψε με μαχαίρι την ιδέα την μάταιη .
Μόνο με πόθο δεν ζωντανεύουν τα όνειρα
μα μαχαιρώνεται η ελπίδα .
Σιωπηλή η αποχώρηση στάθηκε κόμπος στο λαιμό.
 Επνιξε τον λυγμό που δεν λύγισε
πεισματικός στην δύναμή του.
Αδικη η επίθεση, που σφίγγει τα δόντια η επιμονή .
Μπαίνει αμήχανη η σιωπή,κι αγναντεύει
τον ουρανό να ξεμακραίνει.
Ατέρμονος ο δρόμος σ'απρόσιτο προορισμό
των ποδοπατημένων σου ονείρων .
Σαν σε ρωτάνε
 “Γιατί δεν έμεινες στο γρίφο σου κρυμένος
 και μπηκε στην ψυχή σου η πληγή
.Από το χέρι όπου σ'ανέβασε
στον ήλιο των δικών του “θέλω “
Εκεί όπου το “ωσαννά”
στο τέλος περικλείει
το “σταυρωσον σταυρωσον αυτόν”
κι έσταξε αίμα η αόρατη πληγή
.Mε κρεμμασμενο ένα χαμόγελο
στης πικρας σου την άκρη

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Άνθιμος Ιωάννου (μικρή αναφορά)

O Άνθιμος Ιωάννου γεννήθηκε το 1953 στη Λεμεσό. Την ενασχόλησή του με την ποίηση την ξεκίνησε στην Γ΄ Γυμνασίου, ύστερα και από παρότρυνση των καθηγητών του που είχαν διακρίνει την έφεση στην δημιουργία στιχουργημάτων με ρίμα. Εργάστηκε ως ναυτικός και έζησε δέκα χρόνια στη Γερμανία. Μέχρι και σήμερα δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή και ως εκ τούτου υπάρχει τεράστιο ανέκδοτο υλικό κυρίως στο πεδίο της ποίησης. Ασχολείται και με την συγγραφή μυθιστορημάτων. Ποιήματά του μπορείτε να αναγνώσετε στον προσωπικό του λογαριασμό στο FB αλλά και σε ποιητικά ιστολόγια. 

Άνθιμος Ιωάννου: Δύο (2) Ποιήματα

                   ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟ

Στο δρόμο άνθρωποι πολλοι, κοντοί ψηλοί...και γέροι,
Νέοι, γεμάτοι ομορφιά, που πάνε;;; ποιός να ξέρει,

Σε μιά γωνιά ένας καστανάς, στην άλλη ένας ζητιάνος,
Κόσμος περνά αδιάφορα, πιό κάτω κι’ ένας νάνος....

Στο καφενείο παίζουνε, τάβλι και δεν τους νοιάζει,
Αν ο ζητιάνος πείναγε, κι’ ο καστανάς...φωνάζει,

Πιό κάτω ένα κυριλέ...μπαράκι για πλουσίους,
Πίνουν καφέδες με ποτά....Ιταλικούς και κρύους,

Γελούν , φωνάζουν, δεν κοιτούν, τριγύρω...δεν τους μέλλει,
Ας πρόσεχαν οι άμοιροι, ο ήλιος ανατέλλει,

Μόνο γι΄αυτούς που έχουνε, να φάνε και να πιούνε,
Αυτούς που μες΄τα πλούτη τους, τους άλλους αγνοούνε,

Κάποια στιγμή περαστικός, φωνάζει...για κοιτάτε,
Τούτος εδώ...απόθανε....η τάχα μου κοιμάται,

Κι΄έδειξε με το δάκτυλο, τον άμοιρο ζητιάνο,
Που είχε πέσει κατά γης, σ΄ένα χαρτόνι επάνω,

Κανένας  δεν κουνήθηκε...να πάει να βοηθήσει,
Ο καστανάς πολέμαγε...την θράκα να μην σβύσει,

Στο καφενείο δεν σήκωσαν, οι παίχτες το κεφάλι,
Ούτε οι θαμώνες νοιάστηκαν, συνέχισαν και πάλι,

να λέν τις ιστορίες τους, να πίνουνε ουζάκι,
και να ζητούν κάθε φορά...ωραίο μεζεδάκι,

στο μπαρ εκεί το κυριλέ, ζούνε σ΄άλλο πλανήτη,
δεν έχουν σχέση με αυτόν, που έλεγαν...αλήτη,

πίνανε την σαμπάνια τους, και τρώγανε χαβιάρι,
κι ο κάπελας τους έφερνε κρασί απ΄το κελλάρι,

σε λίγο έφτασε εκεί, ένα ασθενοφόρο,
δυό διασώστες κι΄ο γιατρός, κάναν τον αχθοφόρο,

πάει κι’ αυτός μουρμούριζαν....κι’ έκαναν τον σταυρό τους,
συνήθισαν να βλέπουνε, τέτοια στ΄οκτάωρο τους,

και η ζωή συνέχισε, δεν άλλαξε μια στάλα,
πιό κάτω κάμποσα παιδιά, παίζανε όλα μπάλα,

στη μιά γωνιά ο καστανάς,στην άλλη ...άλλος ζητιάνος,
ήρθε στο πόστο το καλό...και τόπιασε ο νάνος...


***


  ΑΔΕΛΦΙΑ ΣΙΑΜΑΙΑ


Έπεσε η νύχτα, κι η σκηνή,
Έριξε  την αυλαία,
Η μοναξιά κι η σιωπή,
Αδέλφια σιαμαία,

Σκοτάδι έπεσε πυκνό,
Κι’ η νύχτα το σεντόνι,
Το στρώνει ως τον ορίζοντα,
Κι εσύ κοιμάσαι μόνη,

Τ΄αστέρια σκεπαστήκανε,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Κι η μουσική βουβάθηκε,
Δεν σούκανε την χάρη,

Και κολυμπάς στην μοναξιά,
Κι’ η σιωπή σκεπάζει,
Αισθήματα αληθινά,
Κα την ζωή ρημάζει,

Η μοναξιά και η σιωπή,
Αδέλφια σιαμαία,
Χάθηκαν τ’ αστρα τ΄ουρανού,
Έπεσε η αυλαία.



Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΕΙ / Ανδρέου Ανδρέας

Είναι πάντα 
μια λυπημένη θύμηση 
που σιγοκαίει
πίσω απ΄  τη μνήμη,
ένα δάκρυ
που σταλάζει αυτούσιο  
πίσω απ΄ τη χαρά, 
ένα ετοιμόρροπο σύννεφο
π΄ αναμετρά για τελευταία φορά 
τ΄ ανάστημά του
πριν απ΄ τη βροχή. 
Είναι πάντα 
μια σκιά οδύνης
που κατασκηνώνει 
μέσ΄ απ΄ τον καθένα μας
μια φωτιά και μια στάκτη
πίσω απ΄  την κάθε πράξη μας. 
Κι ένα ποτάμι π΄ αυτοσχεδιάζει πάντα
τα βήματά μας, τα τελευταία βήματα εκείνων 
που ξέρεις πως δεν πρόκειται κα γυρίσουν πια. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ / Ιωάννου Άνθιμος


είδα στα μάτια της την λάμψη,
στο πρόσωπο της το φεγγάρι,
είχε ψυχή γεμάτη αγάπη,
και το κορμί της όλο χάρη,
είναι γυναίκα με καρδιά,
που ήξερε να αγαπά,
ήτανε πλάσμα...αλλοτινό,
από έναν τόπο αλαργινό,
ειν η γυναίκα που αγαπώ,
που γέννησαν τα όνειρα μου,
είναι για μένα ο άνθρωπος μου,
αυτή που έχω στην καρδιά μου,
ειναι αυτή που μ΄αγαπάει,
και στο καλό και στο κακό....
γιατί έτσι έμαθε να ζει
να στέκει πάντοτε εκεί,
θέλω δυό λόγια να της πω....
πως πάντα θα την αγαπώ....
πιό πάνω κι΄από τη ζωη μου,
γιατ ειναι μέρος της ψυχής μου,
κι΄ότι δεν θέλω να σκεφτώ,
ζωή χωρίς αυτήν να ζήσω,
καλύτερα πρώτος εγώ....
τον μάταιο κόσμο να αφήσω.....
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Σιχάθηκα το ποίημα σας


Σεις ποιητές που γράφετε κοιτάζοντας τ' αστέρια
ρίξτε και μια ματιά στη γη απ' άκρη πέρα ως πέρα.
Βουτήξτε πια την πένα σας στο αίμα των αθώων 
κάντε την ξίφος κοφτερό, στο σβέρκο απανθρώπων.
Σεις ποιητές που γράφετε υμνώντας την λαγνεία
πείτε για κείνο το παιδί στης γης τα "κρεοπωλεία"
που πόρνη το ονόμασαν τα δίποδα θηρία
και του σκοτώσαν την ψυχή απλά για την λαγνεία.
Σεις ποιητές που γράφετε για ΕΥΓΕ και βραβεία
ευνούχοι εσείς , ευνούχοι εμείς , ευνούχα κοινωνία,
φίμωτρα μας φορέσανε να πνίξουν τις κραυγές μας
και στο ΕΓΩ μας θάψαμε ευθύνες κι ενοχές μας .
Σεις ποιητές που γράφετε το ψέμα για αλήθεια
και μας πουλάτε φούμαρα γρίφους και παραμύθια,
σιχάθηκα το ψέμα σας τ' ωραιοποιημένο
σιχάθηκα το ποίημα σας κι ας είν' και βραβευμένο..
.
Ειρήνη Ανδρέου

Φύλλο μου χρυσοπράσινο / Ανδρέου Ειρήνη


Φύλλο μου χρυσοπράσινο
Κύπρος μου αγαπημένη
απ τους προδότες, τους ληστές
στα δύο μοιρασμένη
...
σαράντα χρόνια καρτεράς
να κλέισει η πληγή σου
κι αλί , σ αποτελειώνουνε
οι ίδιοι οι δικοί σου...

Σε γύμνωσαν, σε βίασαν
κι ανήμπορη σ΄αφήσαν
δεν λογαριασανε Θεό
τα πλούτη σου ποθήσαν

Τώρα κρυώνεις και πεινάς
μ' αυτοί καλοπερνάνε
κάποια κοράκια καρτερούν
ο,τι έμεινε να φάνε....

Σε μια βραδιά σε πούλησαν
κρυφά , μελετημένα
στον ύπνο σου σ΄αρπάξανε
τα' χαν σχεδιασμένα....

Κανόνισαν την πάρτη τους
και σ' έπαιξαν στα ζάρια
φύλλο μου χρυσοπρασινο
απάνω τους ΚΑΤΑΡΑ

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΜΟΥ .. / Ανδρέου Ειρήνη

Λέω να φύγω μακριά, σε άλλες θάλασσες, στεριές βουνά
κι εκεί που μαζεύω αποσκευές, ο νους μου πίσω ξαναγυρνά
Και η καρδιά και η ψυχή μου σαν φάντασμα μ'ακολουθά.

Πως να ξεφύγω από μένα, να ξεκολλήσω όλο μου το δέρμα..
Πώς τις βαριες μου αλυσίδες να τις κόψω; Όλα ήταν ψέμα;
Πως την καρδιά μου να πετάξω; Στη λήθη πως να βυθιστώ ;...
δίχως εμένα που να πάω; Μπορώ απ τη σκιά μου να κρυφτώ;

Μέσα στην έρημο, μια όαση γυρεύω, μια σταλιά νερό..
Ένα δέντρο να ξαπλώσω στη σκιά του να ονειρευτώ
ένα γαλάζιο ουρανό κι ένα ουράνιο τόξο! Πολλά ζητώ;

ΣΙΧΑΘΗΚΑ της Ειρήνης Ανδρέου


Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα…
χρώμα να δώσω στην αγάπη
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα , τα ξενέρωτα,
τη φτήνια, το συμφέρον, την απάτη.

Με πόνο, δάκρυ, πληρώνεται η αγάπη…
Μες σε φτηνά ξενοδοχεία και σταθμούς
ξοφλάμε την καρδιά με αυταπάτη.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ Θεούς να πλάθω αμαρτωλούς.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ να βλέπω δίποδα θεριά
να μαίνονται για χρήματα και θρόνους.
Ανθρώπινα κουρέλια να βλέπω στη στεριά
στη θάλασσα κουρσάρους και πατρώνους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ αρρωστημένους και τρελούς
στη ζητιανιά να ζούμε και στην πείνα,
θύματα σάπιας κοινωνίας μ’ αριθμούς
με θύτες ψεύτες, κλέφτες και χαμίνια.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ‘ ακούω για πολέμους,
ποτάμια αίματα να βλέπω, σκοτωμούς.
Να ‘ μαστε έρμαια του ανθρώπινου του μένους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ν’ ακούω για μαστροπούς.
Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα
χρώμα να δώσω στην αγάπη....
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα.. τα ξενέρωτα,
αγάπες δούρειες βρωμιά και λάσπη.


αρχή προσεφκής / Αναγιωτού Πάμπης

Επορέβουνταν μέρες πολλές μέσα σε στράτες
πορφυρές από τα γαίματα και σε σοκάκια
κατασκόνιστα από τις ντροπές των αλόγατων
και των αβνανιζόμενων οστεοφυλάκων.
Εμαγαρίζασιν δε κάθε κοπελλούδαν που εσυναπαντούσασιν
ομπρός τους και πού να μην συναπαντήσεις την ΄Ανοιξιν;
Και τα δένδρα εμαράναν τους καρπούς τους
για να μην τους βλέπουν και τα ζωντανά - είδες,
αν είναι και κτηνά ενογούσασιν -επήραν των ομματιών τους,
για να μην γρικούν την σιχαμερήν συνουσίαν.
Οι μούγιες εστήσασιν ζιαφέττιν μέσα σε βοθροειδή κρανία.
Και αφού το κακού αβγάτιζεν άπου μέραν της ημέρας,
οι άλλοι οι καϋμένοι, ίντα να κάμουσιν έπιασαν έναν πεζούνιν,
αποθέσαν στις γαλάτες του την μέλισσαν της ορπίδας
και τα ελάτρεφσαν μουλλωχτά.