Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Κερύνεια ΙΙ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Σέ διάπλου ὀνείρου
ταξιδεύω
μέ καράβι ἀρχαῖο
συναντῶ βυζαντινά τρόπαια
σέ ἀκτές μ’ ἀροδάφνες
ἔμβρυα σέ πύθους προϊστορικούς
πού δέ γεννήθηκαν ἀκόμα
τειχιά κάθετα
κάστρων ἀναγεννησιακῶν
συμπλέω μέ δελφίνια
πού θεοί τά ἱππεύουν
ἀκολουθῶ ταύρους καί ζαρκάδια
πού κολυμποῦν
μέ καταγωγή Μικρασίας
ἀπ’ Ἀνατολή σ’ Ἀνατολή
ἀπό Βορρά σέ Βορρά

Ταξιδεύω πλοηγός
ἀνέμων πού ὑπόσχονται
σέ φορά μίσους
νά μήν ξεμπαρκάρουν
ξανά ἀπ’ τό ἀσκί

Πατριάρχες εὐλογοῦν
μέ μανδύες σάν βουνῶν πλαγιές
τ’ ἀκρογιάλια πού ἔφυγαν
τ’ ἀκρογιάλια πού θἄρθουν

Σέ διάπλου ὀνείρου
ταξιδεύοντας χαρτογράφω
σάν νιογέννητος γεωγράφος
σάν ἀρχαῖος Ἀναξίμανδρος
νοερές εὐλογίες τυφλῶν ποιητῶν
σέ σχῆμα ἰχθύος
σέ σχήμα νησιοῦ, τοῦ δικοῦ μου νησιοῦ

Τελετή το ταξίδι εὐπλοίας
πού ἀτέλειωτη μένει
σάν ξυπνῶ
ὑμνωδία πού χάνει τή φωνή
κι’ ἡ λειτουργία μαρμαρώνει
σάν ξυπνῶ
ὁ πλωτάρχης ἐγώ τοῦ ὀνείρου
ὁ φυγάς
ὁ φευγᾶτος
ὁ πρόσφυγας

στό νησί τό μισό

Ὁ χορός / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ὁ  Ὄνειρος ἔσερνε τό χορό
μέσα στό ἄδειο σπίτι.
Ἀπό κοντά τ’ ἀδέλφια του
ὁ Ὕπνος καί ὁ Θάνατος.
Ἀχός δέν ἀκουγόταν.
Ὁ Δέντρος ριζωμένος ἀντιστύλι
χρόνια
ἔνιωθε τούς κραδασμούς τοῦ ἐφιάλτη
κι΄ ἄντεχε
ἄντεχε.
Σάν τόν σταυρό
ἰσορροποῦσε…

Ἁλωθήκαμε / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ἕνας δούρειος ἴππος
περιμένει ἔξω ἀπ’ τήν πόρτα.
Τόν γνωρίζουμε καλά
ἀπό τά ἀναγνώσματά μας
τῆς ἐπικῆς ἐποχῆς.
Κοιτάζουμε καιρό
ἀπ’ τήν κλειδαρότρυπα
ἐπιφυλακτικοί.
Δέν τοῦ ἀνοίγουμε.
Ἀλλά ξαφνικά
ἐμεῖς βρισκόμαστε ἔξω
κι’ αὐτός μέσα,
χωρίς αἵματα καί φωτιές.
Ἁλωθήκαμε
γιατί δέν εἴχαμε ὁλική θέα.
Ἡ κλειδαρότρυπα μᾶς ξεγέλασε.

Marginalia / Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα και Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου (Απόσπασμα)

Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα

Ηράκλειτος

Το όνομα ως ρήμα 
η λέξη ως ρήμα 
ο λόγος ως ρήμα. 
το όνομα ως σαρκωμένος χρόνος
η σάρκα ως ρήμα...



Άτιτλο

Δεν βλέπετε ότι υπάρχω;
Ότι είμαι γυναίκα, 
ότι ανασαίνω;

Δεν το βλέπετε; 

Άτιτλο 1

Ο Νάρκισσος 
είναι η πρώτη μας 
ταυτότητα.

Αλλά δεν είναι 
η ανθρώπινή μας 
ταυτότητα. 

Άτιτλο 2

Καιρός να συναντηθούν 
ο άνδρας και η γυναίκα 
σε μιαν Άνοιξη
που τους χωρά και τους δύο 
μέσα στη ξεχωριστή ομορφιά τους. 

Μ΄ ένα τίποτα 

Πως ορίζεις ταπεινά 
τη δική σου μάνα 
το δικό σου πατέρα
για να βγεις να περπατήσεις 
ελέυθερη 
στον κόσμο; 


Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου  



Οδός Ναρκίσσου 

Κατευθύνεται σε αδιέξοδο 
πυκνό σκοτάδι. 
Βλέπει μόνο 
τον εαυτό της 
σε απατηλούς καθρέφτες
πολλαπλούς. 


Ποίηση

Είναι απόκρυψη ευατού;
Είναι μυστική οδός; 
Είναι μετερίζι και υπέρβαση;
Δεν είναι ελευθερία λόγου. 
Είναι όμως λόγος ελευθερίας. 


Της μεταμόρφωσης

Μία ευχή, 
μια ανάστροφη νοσταλγία, 
ένα πόθος τυφλός, 
όταν ανοίγουν τα επουράνια
να αναλυθώ σε φως. 


Ήρθε 

Ήρθε και με βρήκε 
ο ουρανός. 
Πως ήξερε
ότι τον σκέφτηκα; 


Το επίθετο 

Στη λέξη παρουσία
χρειάζεται πάντοτε 
και το επίθετο ορατή. 
Ορατή παρουσία, 
αφού υπάρχει 
και η αόρατη παρουσία. 

Αρτέμης Κκαϊλής (μικρή αναφορά)

Ο Αρτέμης Κκαϊλής γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1935 στην Αχερίτου. Λαικός Ποιητής. Γόνος πολυμελούς οικογένειας.  Τελείωσε το Δημοτικο Σχολείο και για βιοποριστικούς λόγους ρίχτηκε από πολύ μικρός στη βιοπάλη. Δάσκαλος στο τραγούδι και τη δημιουργία τσιαττιστών ήταν ο πατέρας του, που όπως συνήθισε να λέει ήταν  και ο σπουδαιότερος αντίπαλός του. 

[Ένα δεντρόν εφύτεξα]

Ένα δεντρόν εφύτεξα τζι είχα το για καμάριν
τζι ένας βορκάς εφύσησε  χα-χα να μου το πάρει
που τον καρπόν του έθθελω να φάω, με να ρίζω
τζι άμαν  ι-μπόρω κάποτε, πάλε ννα το ποτίζω
για να χαρώ τους κλώνους του, τον όμορφον κορμόν του
πέρκι μον κάτσω κάποτε τζι εγιώνι στον οσσιόν του…

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Η γυναίκα με τα μαύρα / Αγαθοκλέους Μάριος,

Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν.

Και νά’ με που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.
Είναι η χήρα των απόντων.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν την γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Τώρα οι λεπτομέρειές της
μου υγραίνουν τις νύκτες
κι ο πόθος μου αλλάζει το μυαλό.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Χριστίνα Αβρααμίδου (βιογραφικά στοιχεία)

Η Χριστίνα Αβρααμίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. 
Κατάγεται από την Κύπρο.. 
Σπούδασε αγγλική γλώσσα και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Warwick στο Ηνωμένο Βασίλειο στον κλάδο της αγγλικής λογοτεχνίας και ψυχανάλυσης.

Το 2002 πήρε το κρατικό βραβείο Νέου Λογοτέχνη για τη συλλογή της "Ένας λόγος για να αγαπήσεις τη νύχτα" από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.

Ποιήματα  της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα και ποιήματά της μεταφράστηκαν σε ισπανικά, ιταλικά, σέρβικα,
γερμανικά και αγγλικά. Ποίημα της εχει μελοποιηθεί από τον συνθέτη Γιώργο θεοφάνους: τραγουδώ το νησί μου.


Ποιητικές συλλογές:

1999 Σχοινιά και Ναυγια, λευκωσία
2002. Ενας λόγος για να αγαπήσεις τη Νύχτα, Πλανόδιο
2005. Ολες οι μέρες χιόνι, Πλανόδιο
2008 Ωρα κατω απο το νερό, Εψιλον
2011. Ματια αναποδα, λογοτεχνικά σημειώματα
2014. Εσενα σε έχω ξαναγαπήσει, Οροπέδιο

«Οι πέντε εποχές»: Ποιητική Συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, εκδ. Μελάνι 2012

[άνοιξη]
Σε νιώθω που είσαι πίσω απ’ τη βαριά πόρτα
-πέντε βήματα από μένα-
παλιρροϊκό κύμα έτοιμο να τη σπάσεις
άνεμος έτοιμος να τη ρίξεις
τέρας έτοιμο να τη φας
τίποτα δε σε κρατάει πια!
Έλα μέσα,
Έρωτα.
`

[καλοκαίρι]

Είναι πολύ παράξενο
Εκεί που σ’ αγάπησα
Ήταν στ’ αλήθεια το τέλος του κόσμου
οδηγώντας για ώρα πολλή
φτάναμε σ’ ένα σημείο
που ο δρόμος τέλειωνε
και υψωνόταν ένα τεράστιο βουνό μπροστά μας.
Το τέλος του κόσμου
Η αρχή της αγάπης

[φθινόπωρο]

Ένα αθέατο ράγισμά μου
-δικό σου δημιούργημα-
μ’ έκανε τελικά
μύρια θρύψαλα
κι έπειτα κόπηκες
απ’ τα κομμάτια μου
Θαυμαστά τα έργα σου!

[χειμώνας]

Βαριά κληρονομιά
μου ’δωσες
Ζωή μου
Σε χρυσό μπαούλο
να κουβαλώ ακόμα θραύσματα
Σε ιερή περγαμηνή
να φέρω ακόμα ονόματα
Όλα που πήγανε λάθος
αιώνια με στοιχειώνουν.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Ειρήνης Σιδερά "Συνθλίψεις"

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ψ (π-σ) / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Ο δόκτωρ Ψ
με στηθοσκόπιο
εντόπισε δονήσεις
στα αρχαία μάρμαρα
της Σαλαμίνας
Έριξε νόμισμα
σε κάθετο άξονα
συντεταγμένων πόνων
και αποφάνθηκε
"Συστήνεται ανάπαυσις
σε πέτρινα εδώλια
καθώς το σχήμα
και η διάταξη τους
είναι ιδανικά
για το φιλτράρισμα
θορύβων πάσας
ιστορικής οδύνης"
Ύστερα άναψε
λευκό Winston
σε φόντο πέτρινο
και αναχώρησε
 ανέκδοτη ποιητική συλλογή, "Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα")

[Απόλυτη σιωπή και το φεγγάρι] / Πενταράς Νίκος

Απόλυτη σιωπή και το φεγγάρι
σου στέλνει χαιρετίσματα
με τη βραχνή φωνή του γκιόνη
απόμακρη κιθάρας μουσική
που σπαρταρά στο φύλλωμα της λεύκας
σαν ψάρι μες στο δίχτυ
αργοπεθαίνοντας.


(από την ποιητική  συλλογή "ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑPIOY", 2009

Αυτήν την έχεις ψάξει;


Στολίζεσαι, χτενίζεσαι, κοιτιέσαι στον καθρέφτη...
Σου λέει είσαι τέλειος και δεν τον βγάζεις ψεύτη..
Βάζεις και λίγο άρωμα απ' το αγαπημένο
και στο μαλλί λίγο ζελέ ακριβοπληρωμένο..
Μα την ψυχή σου σε ρωτώ πότε την έχεις ψάξει;
Αν έχ' ελλείψεις ή ζημιές πότε έχεις κοιτάξει;
Το σώμα είναι πρόσκαιρο κάποτε θα σ' αφήσει
μα η ψυχή σου φίλε μου αιώνια θα ζήσει.
Αν θες να ζήσει με χαρά, με γέλιο και ειρήνη
κάλεσε τον Ιησού Χριστό, Σωτήρας σου να γίνει.
Χριστοδούλου Θάλεια

Από πόλη σε πόλη / Λάρνακα / Ανδρέας Τιμοθέου


Η πόλη μου είναι αρχόντισσα,
το κέντρο της μυρίζει ακόμα
δαντέλα και νεράντζι
και τα στενά δρομάκια της
ανθίζουν μέσα απ’ τη φθορά
ήχους από ακορντεόν
κι ανάμνηση του γιασεμιού.
Η πόλη μου είναι αρχόντισσα
κι ας μένει ξεχασμένη
κι ας ντύνεται με πανωφόρια δανεικά
και με πλαστά φτιασίδια.
Την αγαπούνε οι πλανόδιοι
κι οι μουσικοί των δρόμων
και τα πουλιά που τραγουδούν
τις μοίρες και τον πόνο.
Η πόλη μου είναι αρχόντισσα,
το μαρτυρούν τα στήθη της
και τα λεπτά της χέρια.
Αλήθεια της η θάλασσα
και οι φοινικιές του χρόνου
το αλάτι της το αλμυρό
κι θέρμη του Αγίου.
Η πόλη μου είναι αρχόντισσα,
αγκάλιασε τα νιάτα της γιαγιάς μου,
με κοίμισε στην άμμο της,
μου είπε παραμύθια,
μου ΄δωσε να θυμάμαι μια αυλή
και όνειρα, χατίρια.

ΑΠΟΨΕ….


Απόψε θα ‘θελα να διακτινιστώ
καταμεσής στην έρημο της Αραβίας
να βρεθώ όπως παλιά…
μόνος, κατάμονος
ανάσκελα πεσμένος
τυλιγμένος με νύχτα
πηχτή σα μαύρη πίσσα
τόσο ως να πιάνεται στις φούχτες
κι ο ουρανός τόσο κοντά χαμηλωμένος
ν’ αγγίζουνε θαρρείς τ’ αστέρια στο κορμί σου
κι εγώ να ουρλιάζω και να αλυχτώ
να διώξω από μέσα το κενό
που ρίζωσε σα γρανιτένιος βράχος
στη καρδιά μου…..
Λευτέρης Ελευθερίου