Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Ένα Πράσινο Θολό (1996): Ποιητική Συλλογή του Γιάννη Ποδιναρά (Απόσπασμα)

Απολογισμός



Διορθώσαμε τις στραβές γραμμές
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.

Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.


***

 Τεσσάρων χρόνων



Κοιτάζει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της.
Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή
προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντάς το
με τα δυο μικρά της χέρια.

***

Απόσταση



Δεν γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και τις κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.

Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια
οι πηγές της οδύνης.

***



Έγερση



Μορφές, σχήματα και επιθυμίες
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απιθώσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
– σχεδόν ανεπαίσθητα –
προλειαίνει την έγερσή μας.

***


Νυχτερινή συνεστίαση αποφοίτων γυμνασίου Μόρφου (Λευκωσία, 1990)

Όταν ήμασταν έφηβοι,
ξανοιγόμασταν στο περιβόλι
ή στο ακρογιάλι με τις πέτρες
και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχυα
που 'σβηναν κύματα – κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα


Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχυα.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας,
μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρά μας.
Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.

***

Τίμημα



Θυμάμαι... Η ψυχή γλιστρά στη μούχλα των θεμελίων.
Χάραξα τ' όνομα στον ασβέστη
και κράτησα τη λάσπη των πλιθαριών στ' άγουρο χέρι.
Το ρούχο της μάνας
μύριζε πάστρα και υγρή κούραση.
Κουρνιάζαμε στα στήθη της τα βράδια
και μας μίλαγε.
Αστέρια χόρευαν στο παραθύρι.
Πολιτείες στον κύκλο του φεγγαριού
γράφανε τη μοίρα μας.
Ο πατέρας στη σιωπή,
με δυο γραμμές ανάμεσα στα φρύδια
κρατούσε τη φωτιά
θρέφοντας τις φτερούγες.
...

Πετάξαμε πέρα σε καινούριους τόπους
με μυρωδιές πρωτόγνωρες
και ήχους που 'φταναν
παράταιρα στ' αυτιά μας.
Μεγάλωσαν οι πολιτείες
να χωρέσουν χιλιάδες όνειρα...

Το τίμημα της ελευθερίας σου
ο ανελέητος συρφετός των οραμάτων.

***


Ένα πράσινο θολό



Ο πατέρας γέρασε.
Πάνε χρόνια που 'φυγε
διωγμένος απ' το περιβόλι του
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό τού τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.

Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα τής λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου 
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.

«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο
θα τρυγήσω το περιβόλι.»

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Δεν ζήτησα πολλά... της Κυριακής Σαντή

Δεν ζήτησα πολλά 
με δεν πήρα ούτε λίγο. 
Της καρδιάς  τ΄απάνεμο λιμάνι 
ποτέ δεν αντάμωσα. 
Στο χαρτί της ψυχής
τον προορισμό έγραψα
με της νυχτιάς τη μοναξιά 
το πινέλλο άπλωσα. 

Με στροβίλισσε ο άνεμος της αναβολής. 
Με χτύπησε στα βράχια. 
Τα θέλω ανεμοδαρθήκανε
στα κύματα της απραξίας.

Πήρα για σωσίβιο τα όνειρα 
καράβι τη θρυμματισμένη μου ψυχή
για ν΄ αναταμώσει τη στεριά της λύτρωσης. 

Γραντζούνησα τη ψυχή μου 
στα βράχια του ονείρου. 
Μάτωσαν τα χέρια 
στ΄  αγκάθια του χρόνου. 
Κουράστηκα να ζεσταίνω 
καρδιές αλλιώς.....

Τη δική μου ν΄ αγναντεύω 
στου χιονιά το στροβίλισμα 
να ξεπαγιάζω στις νιφάδες του χρόνου. 

Χόρεψα το χορό 
που δεν παρήγγειλα. 
Με ζάλισε η μέθη της ατονίας.
Έσερνα τα βήματά μου
με τη ψευδαίσθηση πως χόρευα. 
Μα ο χορός θάνατος ήτανε. 

Κι όμως δεν ζήτησα πολλά. 

Μια ηλιαχτίδα αγάπη
να σκεπάσει το στρώμα της παγωνιάς.

Δεν ζήτησα πολλά...

Μα ακροβατώ ακόμα στο σχοινί της ζωής, 
κρατώντας τα όνειρα...

Προχωρώ!



Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Χαικού του Μίμη Ιακωβίδη

Νύχτα σκοτεινή
μα το λευκό γιασεμί
να ευωδιάζει

Στίχοι του Μίμη Ιακωβίδη

«Όχι δεν πολέμησε στις Θερμοπύλες από χρέος
Με τους τριακόσιους Λακεδαιμόνιους.
Ο Μεγιστίας από την Ακαρνανία μόνος και εξ ιδίας βουλήσεως
Έτρεξε να πολεμήσει μαζί τους, αφήνοντας πίσω γυναίκα
Παιδιά να τον περιμένουν. Ούτε που λογάριαζε το θάνατο.
Τιμή σ’ εκείνον, σ’ όλους τους <αυτοπροαιρέτως>
Όσους θυσιάζονται ‘ποτέ από το χρέος μη κινούντες’».



***

«Τελικός προορισμός μας ο Αχέροντας
εκεί πάμε ακάθεκτοι την κάθε ώρα 
χωρίς ανάπαυλα ουδεκάν ένα σταθμό».



***

«Και πες: Όχι στην άρνηση
Όχι στο θάνατο
Και πες: Ναι στο φως 
Ναι στη ζωή
Για πάντα Ναι στη ζωή».



***

«Τα φορτώσαμε όλα στη νύχτα
(ας πούμε ότι έφταιγε η νύχτα, το σκοτάδι)
Και δεν είδαμε τα μηνύματα που μας έστελναν.
Το κακό έγινε πια, πάει. Σε λίγες μόνο ώρες άλλαξαν όλα.
Θύελλα πήρε χαμόγελα παιδιών, όνειρα κι ελπίδες, τη γη
Το βιός μας. Κλάψαμε νεκρούς και περιμένουμε ακόμα
Γονείς, αδέρφια, παιδιά, φίλους ακριβούς.
Από προδοσία μήπως; Από λάθος;
Ο ένας στην πλάτη του άλλου ρίχνει τις ευθύνες».



***

«Με λάθη
Και φιλονικίες
Με πάθη
Σα λαός και σαν έθνος
Ακριβά την πληρώσαμε
Και να βάλαμε τουλάχιστο μυαλό;»

Μίμης Ιακωβίδης (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Μίμης Ιακωβίδης γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1926 και έζησε στην Κύπρο. Σπούδασε οικονομικά, εμπορικά και ξένες γλώσσες στην Αγγλία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: «Βασίλης Μιχαηλίδης»
Ασχολήθηκε με την ποίηση και με τη μετάφραση ξένης λογοτεχνίας και ειδικότερα με τη γαλλική ποίηση, Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού και ποιήματά του μεταφράστηκαν από άλλους ποιητές στο εξωτερικό.

Ποιητικές Συλλογές:


1. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Βιολάρη, Λευκωσία,1973

2. Σύγχρονοι Γάλλοι ποιητές: Ανθολογία, 1973
3. ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Λεμεσός, 1978
4. ΝΕΑ ΓΡΑΦΗ, Αρίστου Φιλή, Λεμεσός, 1983
5. ΕΠΟΧΕΣ, Αρίστου Φιλή, Λεμεσός, 1983
6. ΣΥΝΘΕΣΗ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1987
7. ΔΙΑΔΡΟΜΗ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1987
8. ΠΟΡΕΙΑ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1990
9. ΣΥΛΛΟΓΗ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1990
10. ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ, Λοϊζίδης, Λεμεσός, 1994
11. Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ, Λεμεσός, 1999
12. ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ, Λεμεσός  1999



σχετικά μπορείτε να διαβάσετε στη σελίδα: http://www.ellvm.org.cy/slider/742/

Ο ΚΥΚΝΟΣ/ Ιακωβίδης Κ. Μίμης



Πέφτουν ένα - ένα
Του κύκνου τα λευκά φτερά

Mόνοs κι απλησίαστοs
Μέσα στων κύκνων το σμάρι
Σχεδόν γυμνόs βαδίζει

Πάνε τα χρόνια
Που αγέρωχοs κι ωραίοs
Γλυκοχάραμα τηs μέραs
Γλιστρουσε στηs λίμνηs τα νερά
Κ' οι άλλοι τον σέβονταν και τον θαυμάζαν

Τώρα που παίρνει και βραδιάζει
Ομορφιά λαμπρότη περηφάνεια
Τά τύλιξε η λίμνη κι έσβυσαν
Κι εμείs του κύκνου τηs κατάντιαs,
Ακούσιοι θεατέs
Γεμίσαμε θλίψεs έγνοιες
Και πικραμένα χαμόγελα

Ω! Κλείστε σειs, κλείστε τα μάτια
Το πρόσωπο αλλού γυρνάτε
Μη δητε μη μάθετε
Του κύκνου το φρικτό το απαίσιο τέλοs
-Eναs ακόμα θάνατοs μέσα σε τόσουs άλλλουs.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Η Άκρα Ταπείνωση


«Αθήνα, η πιο ανοιχτη πόλη του κόσμου!»
Στρατης Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη
Στημένος μερόνυχτα στο πόστο του
γωνία Ιπποκράτους και βιβλιοθήκης
ο τυφλος με το κομμένο δεξι χέρι τραγουδάει
ασταμάτητα το Κατακαημένη Αράχωβα
και περιμένει τους φιλεύσπλαχνους
να του ρίξουν καμια δραχμούλα
στο τσίγκινο τασάκι του.
Τον Μάνθο, τον περιβόητο
καπετάνιο, απο την Παρνασσίδα,
του Άρη ο αγαπημένος Μαυροσκούφης
-όταν έχασε το 1944 τα μάτια του
απο διαμπερες στον κρόταφο
και η δικη του χειροβομβίδα
του έφαγε το δεξι ως απάνω
όταν έσκασε μέσα στα χέρια του-
όλοι τον είχαν ξεγραμμένο, πως πέθανε
πριν απο χρόνια, έλεγαν, στην Αθήνα.
Με τις ελεημοσύνες που δέχεται
τώρα στο τσίγκινο πιατάκι του
θέλει να φτιάξει τεχνητο χέρι για να χαϊδεύει
τα ξανθα κεφαλάκια των ορφανων παιδιων και
να εξαγοράσει την κλεμμένη υπερηφάνειά του,
τη μαγαρισμένη απο δικους του και ξένους.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Όλα αυτά που θα 'θελα να ξέρεις - Μ. Δαπόλα & Α.Τιμοθέου

Αποφθεγματική Ποίηση: Μαρία Δαπόλα & Αντρέας Τιμοθέου

Όλα αυτά που θα 'θελα να ξέρεις - Μαρία Δαπόλα & Αντρέας Τιμοθέου

Αποφθεγματική Ποίηση: Μαρία Δαπόλα & Αντρέας Τιμοθέου

Η Όγδοη Μέρα: Will / Γεωργίου Α. Χριστίνα

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Στίχος της Γρηγορίου Ζέλειας

«Σε μια αχαρτογράφητη σιωπή
                ένα όνειρο λίκνισμα
                ένα όνειρο ψίθυρος».

Ζέλεια Γρηγορίου (μικρό βιογραφικό)

Η Ζέλεια Γρηγορίου γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου το 1968. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Illinois at Urbana-Champaign των ΗΠΑ. Είναι διδάκτορ του Πανεπιστημίου Illinois at Urbana-Champaign στη Φιλοσοφία της Παιδείας. Είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.


Ποιητικές Συλλογές: 


  • Τα πούντολ της Λοντέβ, 2012, Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Άλλες Πληροφορίες για την Ποιήτρια: http://www.docfoc.com/-55721324497959fc0b91b06c

Δύο (2) ποιήματα της Ζέλειας Γρηγορίου από "Τα πούντολ της Λοντέβ: (Γαβριηλίδης, 2012)




Τελείωσε το θαύμα
Τυλίξανε τις τέντες
Πακετάραμε τα σύνεργα
Διπλώσαμε τα κουστούμια
Διπλωθήκαμε
Να αντέξουμε
Να χωρέσουμε
Οι οικονομικές θέσεις είναι πάντα μικρότερες
στις πτήσεις της επιστροφής



...

Όλες μου οι αγάπες 
φλέβες ζάχαρης 
Κι όλοι ήξεραν πώς να χτυπήσουν 
Ήξεραν να χαϊδεύουν 
Ήξεραν να φιλούν 
Ήξεραν και πως να μιλούνε 
για τον Πωλ Βαλερύ 
Όλες μου οι αγάπες φλέβες ζάχαρης 
Έπλυνα τη λύπη μου στο ποτάμι ψες 
Οι φλέβες έλιωσαν

Μέντα ψυχή /Γρηγορίου Ζέλεια

Τι παράξενη μαλακή μέντα, που ’ναι
η ψυχή της, φυσάει αέρας και μπαίνουν
τρένα, κλαίνε μικρά παιδιά κι ανοίγουν
πηγάδια, αρχίζει τα παράπονα η μάνα
κι ανοίγουν ενέδρες, τα ροζ κυνηγά
ο πατέρας τα παράσιτα τρωκτικά
είναι σιωπηλή περπατά
στο σπίτι και σηκώνει
τις πέτρες υποψιάζεται
το άρωμα ενός σάπιου ποντικού ποια η διαφορά
ανάμεσα σε φόβο και τη στάση ενός
εμβρύου, φόβο και
την ασκημένη ακοή των μικρών ζώων;

Για του αγνοούμενους…


 του Δημητρίου Γκόγκα 

Καθημερινά τους έβλεπε να κατηφορίζουν στις αλυκές. Θα ήτανε πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι. Κι ύστερα χάνονταν, πίσω από τα δέντρα και τους αλμυρούς νερόλακκους. Γυμνοί μόνο με ένα άσπρο κάλυμμα στα αχαμνά του κόσμου. Να κρυφτεί η γύμνια τους μαζί με τη γύμνια του κόσμου που τους καταδίκασε. Να κρυφτεί η λήθη και η ενασχόληση να πάρει τον δρόμο της. Έχουμε  πιο σοβαρά πράματα να πούμε. Κοινοπραξίες, Συνομοσπονδίες, Κοινά συμφέροντα, Πώληση της μνήμης, Αλλαγές…..

Ποιος να θυμάται πλέον το παιδί με τη φωτογραφία. Ποιος να θυμάται πλέον τους νέους με τα χέρια πισθάγκωνα και το τσιγάρο να σιγοκαίει στα χείλη, ελάχιστες ώρες πριν παραδώσουν τη ψυχή τους στον κοινό θεό. Πως γίνεται ο ένας κοινός θεός να χωρίζεται σε δύο;


Ύστερα γέμιζαν οι αλυκές από όμορφα φλαμίνγκο.