Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Παύλος Δημητρίου Πικροδάφνης (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Παύλος Δημητρίου Πικροδάφνης (1911-1977), ήταν λαικός ποιητής της Κύπρου. Καταγότανε από φτωχή οικογένεια της Καλαβασού. Τελείωσε την Ε΄ τάξη δημοτικού και  για βιοποριστικούς λόγους, ασχολήθηκε με ποικίλες εργασίες.  Δούλεψε ως υγιειονομικός εργάτης στη Λευκωσία, και στο μεταλλείο Καλαβασού. Αργότερα εργάστηκε  στο τηλεφωνικό κέντρο της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας και το 1962 μετανάστευε στην Αγγλία προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Στην Αγγλία απεβίωσε το 1977. 

Ποιητικές συλλογές :

  • Η αγωνία (1944) και 
  • Ο πόνος του αρκάτη(1960)

Τα ποιήματά του διακρίνονται από τον Πατριωτικό και κοινωνικό τους χαρακτήρα

«Μαζί – Birlikte» : Ποιητική Συλλογή του Μιχάλη Π. Χριστοφίδη. Εκδόθηκε τον Ιούνη του 2014 και είναι αφιερωμένη στον Μιχάλη Κυρλίτσια (μικρό απόσπασμα)

Έριξες στα πόδια μας 
το ταλαιπωρημένο σου σαρκίο 
να τραφεί κάθε μικρότητα. 
Πραγματοποίησες σάλτο προς την έξοδο 
και συνοδεύεις τη επιστροφή. 
Το «Canto General» στη διαπασών. 
Είναι ν’ αναρωτιέται τελικά κάποιος, 
ποιοι οι νεκροί 
ποιος έχει να πει κάτι. 


Γαντζωμένες ψυχές 
στο μαξιλάρι. 
Κλάμα βουβό, 
μοναξιά μοιρασμένη, 
δαγκωμένα χείλη. 
Στις παλάμες κουρνιάζει 
μια οφειλόμενη συγγνώμη.

Τώρα 
μας ενώνει κι η σιωπή. 
Εκείνη η εμπύρετη μοναξιά 
που τυραννεί πριν τη δημιουργία.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ο Τρίτος Απεργοσπάστης του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη

 Όταν η έναρξη κηρυχθεί της Μεγάλης Απεργίας, 
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου. 
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας 
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές, 
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
 χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε. 
- μόνο με τα μάτια –

Σε μια ανύποπτη στιγμή 
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας 
ένας γεράκος, 
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης, 
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου. 
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει. 
Θα μπει

Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας 
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους 
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές 
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε. 
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω, 
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος 
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν; 
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --


Σε λίγες ώρες απραξίας 
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει 
με τους ώμους ανασηκωμένους 
προς την πόρτα ανοικτή. 
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός. 
Μα θα περάσει μέσα, 
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή 
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου. 
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή 
με τις αληθινές φωνές μας. 
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης 
να ωρυόμαστε με οργή. 
Με το όνομά του τον φωνάζουμε, 
μα δεν απαντά. 
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια, 
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη, 
με δυο Απεργοσπάστες, 
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
 -- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή 
φυσάει καπνό 
από το δεξιό Φουγάρο -- 


Κατά το σούρουπο, 
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη, 
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει 
για τη μισθοδοσία μια απάντηση. 
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.


Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα 
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο 
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει, 
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία, 
γιατί έχω ανάγκες, 
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο, 
να προδίδω τον Εργοδότη 
ή την Απεργία, 
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου. 
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου, 
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας - 
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό, 
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα, 
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις, 
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο 
και πιότερο δροσερό 
στο δέρμα σου σαν κυλάει, 
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά, 
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες. 

Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ 
ο Τρίτος Απεργοσπάστης, 
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε, 
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις, 
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
 ένα πραξικόπημα σφοδρό, 
του οποίου την έκβαση 
δεν θα μάθαινες 
ποτέ.


Για λίγο καιρό να μάχονται 
τους παρακολούθησαν 
ο γεράκος και ο μεσήλικας 
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη 
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου 
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους 
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν 
- χωρίς Προϊόν - 


Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

Γιωρκήκαρφης Στυλλής (μικρή αναφορά)

Ο Γιωρκήκαρφης Στυλλής υπήρξε λαικός ποιητής της Κύπρου.

Γραμμούα


Θώρε, Θεέ, το λυμπουρίν, έλα να κάμεις χάζιν
τζιαι τ’ άλλον πον’ πουπίσω του τζιαι τ’ άλλον που λουρκάζει,
πισωκολλούν τζιαι παρπατούν, ούλλα σε μιαν γραμμούαν,
τζιαι πάσιν, ούλα τα αρνιά, χώννουνται στην τρυπούαν.
Εσύ εν που διάταξες, ακούουν σου Εσέναν,
τα λυμπουρούθκια να ’ν’ μαννά, να μεν εν σαν εμέναν,
εμέναν εδιάταξες ούλλον να πασπατεύκω
να ππέφτω να σηκώννουμαι, πάλαι να ξαναρκεύκω,
εν μες στο Ευαγγέλιον, είπεν τα η φωνή σου
εν «κατ’ εικόναν», γράφει το, τζιαι «καθ’ ομοίωσίν» σου
είσαι Θεός μα έχασες, εστήσαν σου την κλάππαν
τζι αλλάξασιν τον άθρωπον, σε χαντομαλαππάππαν
αλλάξασιν το κτίσμαν σου, αλλάξαν μας τους τρόπους
αήκαν μόνον το κορμίν, δείγμαν που τους αθρώπους
φταίει τζι η καλωσύνη σου, Θεέ μου, παραδέχτου,
π’ αφήννεις τούντους τζιέγκενους να μας καταϊσιεύκουν
τους τραπεζίτες, λογιστές, παπάες, δικηόρους,
τα κόμματα, τους βουλευτές, κανάλια, τους εμπόρους,
Εξαπολύθησαν, Θεέ, εκάμασιν κοντράτον,
εκάτσαν στα ζινίσια μας, εσύραν μας πουκάτω,
θέλουν να είμαστεν αρνιά, στην μάντραν τους την μιάλην,
θέλουν να μας γαλεύκουσιν, να τρώσιν που το μάλιν,
θέλουν τον κόσμον λυμπουρκάν, ούλλους μες στην τρυπούαν,
να μεν αθρωποδείχνουμεν, να κάμνουμεν γραμμούαν.
Εσύ που είσαι στα ψηλά, κάμε μιαν δίτζιαν κρίσην,
δώσ’ τους καμμιάν κατραπατσιάν, να τους κουτρουμπελλίσει,
κάμε τον κόσμον όπως πριν, δώσ’ του ζωήν να ζήσει,
τζι όσοι εφάν που πάνω μας, η γη να τους τσιλλήσει.


Στυλλής Γιωρκήκαρφης


Πηγή: Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (30 Αυγ 2014)

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΣΙΑΡΟΣ


Εν’ μόνος μου που τ’ άρκεψα,
είχα στενοχωρίαν
τζιαι που την πρώτην την ρουφκιάν
εγλύκανέν μου τον σεβντάν
τζι έκαμα συμφωνίαν.

Εγίναμεν φιλούθκια θκυο,
αέρκια κολλημένα
πεινώ διψώ, κλαίω γελώ
έχω τον για παραστατόν
με την ζωήν μου έναν.

Θκιαβάζω, γράφω, σκέφτουμαι,
αρέσκει μου, τραβώ τον
εν το χωρεί τούν’ το μυαλόν
να ζιω ζωήν δίχα καπνόν
ξυπνώ τζιαι προσκυνώ τον.

Κιστίζουν, αζουλεύκουσιν,
έχουν μας ταραμένους!
Εν μ’ έπιαεν ο καϊλές·
μ’ έναν τσιάρον τζιαι καφέν
έχω τους ξηγραμμένους.

Βάλλουν λαπόρτα ξώδικα,
εν τζιαι του γελασμάτου
να μας χωρίσουν τζιαι καλά
μεν δούσιν άλλον να γελά
κατύσιη του πλασμάτου!

Πως εν’ να ζήσω πκιο πολλά,
οι όξυπνοι λαλούν μου
να πλήσσω, να ’μαι σαν τ’ αρνίν
να ζιω ζωήν, παλιοζωήν
να μαλλωθώ του νου μου.

Άγιε μου Τσιάρε μου,
έχω το τάξιμόν μου·
η συφφωνία παρπατά
τζι εν’ να τον κάμω σιμιθκιάν*
όποιον σταθεί ομπρός μου.

Εν’ να πεθάνω να χαθώ,
τα μαύρα τα κλεισμένα!
Αήστε με ωσότου ζιω
να πίννω να παρανομώ
έννεν ζωή μ’ εμέναν;

Στυλλής Γιωρκήκαρφης


* σιμιθκιά (η): σισαμένη κουλλούρα



Πηγή: Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (27 Σεπ  2014)

Γεωργίου Κωστάκης (μικρή αναφορά)

Ο Γεωργίου Κωστάκης υπήρξε ποιητάρης.
Αναφέρεται στο βιβλίο:
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου


Αντωνού Αυξεντίου (μικρή αναφορά)



Μητέρα του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου. 
Σύζηγος του Πιερή Αυξεντίου.  

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Χρυσόστομος Περικλέους (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Χρυσόστομος Περικλέους γεννήθηκε στην Πάχνα της Κύπρου το 1940. Σπούδασε παιδαγωγικά, ιστορία και λογοτεχνία και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Είχε μακρά και ενεργό ανάμειξη στο αριστερό πολιτικό κίνημα. Δημοσίευσε πλήθος άρθρων και μελετών για πολιτικά, ιστορικά και ιδεολογικά θέματα, δύο βιβλία για το Κυπριακό, και ένα βιβλίο με την ιστορία της Λακατάμιας, της πόλης όπου ζεί.

Ποιητικές Συλλογές:
  •   "Ενδοχώρα" (2007)
  • Από κτίσεως (2009)
  •  Επιστροφή στον Ήλιο (2014)
    Επιστροφή στον ήλιο

Σήμερον που σ’ αντίκρισα ( Ξύπνα Γληόρη ) / Αυξεντίου -Πιερή Αντωνού

Σήμερον που σ’ αντίκρυσα
τζι είδα την ζωγραφκιάν σου,
την τόλμην σου φαντάστηκα
τζιαι την παλληκαρκάν σου.

Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν
τζι ας ήταν όπως τύχει,
αφού για την Πατρίδα μας
το γαίμα σου εχύθην.

Ξύπνα Γληόρη μου να δεις
που κόντεψεν η Νίκη,
τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά
γιατί σ’ εσέν’ ανήκει.

Μια μάνα τέτοιου ήρωα
εν προσβολή να κλάψει,
προσβάλλει τον λεβέντη της,
τζιείνον που θ’ απολάψει.

Χαλάλιν της Πατρίδος μου
ο γιος μου, η ζωή μου,
τζι αφού εν επαραδόθηκεν
τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν
ας έσιει την ευτζήν μου.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ ΕΝ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ


Πολλοί στην Κύπρον δυστυχώς, στουν το νησίν που ζιούσιν,
αθ θέλουν ναν ειληκρινείς, να το παραδεχτούσιν,
την γλώσσαν την Κυπριακήν, έθθελουν να μιλούσιν.

Περιφρονούν τζι’υποτιμούν, όσους την αγαπούσιν,
τζιαι μάλιστα εμάθασιν, χώρκατους να λαλούσιν,
όσους την συντηχάννουσιν, τζιαι την διατυρούσιν.

Ακόμα τζι’οι πολιτικοί, άμαν εν να μιλήσουν,
λαλούσιν την τοπολαλιάν, θα την διατηρήσουν,
μα πάντα τους ξιχάννουν την, άμα θα κυβερνήσουν.

Πέτε μου ποια κοιβέρνηση, έφκειν να κυβερνήσει,
τζιαι έκαμεν προσπάθειες, για να διατηρίσει,
την λαϊκήν την ποίησην, να μεν χαθεί να σβήσει;

Τους Λαϊκούς τους ποιητές, τες ρίζες που κρατούσιν,
φήννουν τους να γεράσουσιν, να σβήσουν να χαθούσιν.
με δίχα να δκιαβάσουσιν, τι γράφουν τι λαλούσιν.

Όποια κυβέρνηση τζιαν φκει, πας τουν το θέμαν σφάλλει,
γιατί θωρούν τον Χάρονταν, στον τάφον που τους βάλλει,
τζιαι δεν η-δκιούσιν κίνητρα, νακολουθήσουν άλλοι.

Εν η αλήθκεια υπουργοί, προέδροι που περάσαν,
τες ρίζες της παράδοσης, ούλοι τες εξιχάσαν,
τζιαι δεν τες εποτήσασιν, ούτε τες ελιπάσαν.

Πάλε διανοούμενοι, βρίσκουσιν πάντα τρόπον,
για όσους γράφουσιν πεζά, ποίματα στουν τον τόπον,
κάθε χρονιάν να τους τιμούν, τζιαι να βραβεύκουν πρώτον.

Λατρέβκουν τουν την ποίησην, τζιαι έναν πρώτον φκάλλουν,
τζι’ οι Λαϊκοί οι ποιητές, την γλώσσαν που προβάλλουν,
εν δεύτερης ποιότητας, τζι’υπόψην εν τους βάλλουν.

Σαν ποιητής ειληκρινά, νιώθω μεγάλην θλίψη.
που κάθε μια Κυβέρνηση, τα σιέρκα της θα νύψει,
τζι’αφήννουν την παράδοσην, να ξιχαστεί να λείψει.

Θα νοσταλγήσουν κάποτε, πολλοί τα περασμένα,
τζιεν νάβρουσιν ποιήματα, κάπου παλιά γραμμένα,
μα αν γυρέψουν ποιητές, έθ θάβρουσιν κανένα.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Άκουσε γιέ μου τους γονιούς,είνταν που σου λαλούσιν!
Σταμάτα πιόν τα κλάματα,
προσπάθα μάθε γράμματα,
τζι΄έν να σου χρειαστούσιν.

Άρκον πουν νάσαι άδρωπος, δουλειάν για να κουρτίσεις,
θαν δύσκολα τα πράματα!
Αμ μεν ηξέρεις γράμματα,
εμ μπόρα την κρατήσεις.

Τα γράμματα στον άδρωπον, εν φώς μέσα στα μμάδκια,
είτ΄επιστήμονας γινεί,
είτε δουλεύκει το υνί,
μέσα εις τα χωράφκια.

Μα τζι΄οποιανδήποτε δουλειάν, ο άδρωπος τζι΄άν κάμνει,
θά ΄σιει να κάμει με χαρκιά,
πρέπει να ξέρει πόσα δκιά,
τζιαι πόσα εν που πιάννει.

Πρέπει να ξέρει γράμματα, να μπόρα λοαρκάζει,
δουλειάν με όποιονδήποτε,
να μεν γιελιέται τίποτε,
πουλά είτε γοράζει.

Για τούτον γιέ μου δκιάβαζε,τζιαι πάντα να θυμάσαι,
αν μείνεις αμελέτητος,
κούτσουρος απελέτζιητος,

για πάντα σου εν νάσαι.

[Φτώσια] / Ατσίκκος Γιακουμής

Φτώσια πού  εγεννήθηκες ποιοι ήτουν οι γονιοί σου
ποιοί ήτουν οι δασκάλοι σου, ποια  ήτουν η φυλή σου;
Τζιαι τζείνου ποννά ορκιστείς κατύσσιη της ζωής του
μέραν καλή πκιον εν θωρεί, κανεί σε πκιον κρεμμίστου

Ο ΠΠΑΡΑΣ / Ατσίκκος Γιακουμής

Ππαρά ποιος σε πρωτόπλασε
που ναν’ καταραμένος
στην πίσσα τζιαι στην κόλαση
τζιει μέσα ναν’ χωσμένος
ππαρά χτίζεις, χαλάς τον κόσμο αναγείρνεις
κάμνεις πολέμους σκοτωμούς
τζιαι κλάματα κουρτίζεις
πολείς, γοράζεις πλάσματα
τα πάντα καταστρέφεις
πατρίδα πίστη τζιαι τιμή κάθε καλό ξιστρέφεις

[Είμαι στραός, αγράμματος] / Ατσίκκος Γιακουμής

Είμαι στραός, αγράμματος κουλούτζιν εγ γαίζω
Μάχω ναν φως μες στη κκελλέν κοντά μου το τζιοιμίζω
δείγνει μου στράταν παρπατώ τζιαι βκαίνω τζιαι γυρίζω
με δίχως πέτρες τζιαι πηλόν δίχως αρκάτες κτίζω
σπίθκια κονάτζια ξώπρωτα μάλιμ μου που το ρίζω