Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ: Από την Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη που κυκλοφόρησε το 2005( εκδόσεις Γκοβόστης) τέσσερα (4) ποιήματα


ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ


Άλλο πρόσωπο είχε το πρωί
τί είδους μαχαίρια σε χαράκωσε έτσι;
Σε είχα προειδοποιήσει να σταματήσεις
να καλλιεργείς αδέσποτα χέρια
δεν θα φυτρώσουν
για να γράψουν τη θεσπέσια λέξη
αναπόφευκτα στράφηκαν εναντίον σου
αγανακτισμένα με την ποιότητα του εδάφους
πώς να πιάσουν με τόσο αίμα να τα ποτίζει;
Δικό τους αίμα που μέχρι πρόσφατα
στις φλέβες τους κυκλοφορούσε
να μην σε ξαναδώ λοιπόν στο αυθόρμητο
να καυχιέσαι ότι απέκτησες φτερά
για κατακόρυφη απογείωση
ό,τι κατακόρυφα ανυψώνεται
κατακόρυφα συντρίβεται
καλλιέργησε αν θέλεις σύθαμπα
από σπόρους αδήλωτου ήλιου
άλλωστε κρύβεις πολλές
ξεθυμασμένες αχτίδες
στην αποθήκη σου
ποθούν να λάμψουν φευγαλέα
πάρε ως παράδειγμα εμένα
από καιρό έχω πάψει δημόσια να ανθίζω
για να κερδίσω εύκολη πρόσβαση
στη λεπιδοφόρο νύχτα
επέλεξα το συμβιβασμό
μιας μυστικής ανθοφορίας
και φυσικά έπρεπε κάποια στιγμή να μαρανθώ
όπως είχα υποσχεθεί
στα εκ γενετής ζηλότυπα μαραμένα
όλα τα κλαδιά μου τα έστρεψα
τότε προς τα μέσα
σ’ ένα άδειο χώρο πού αν δεν δοκιμάσεις
δεν θα μάθεις ότι υπάρχει
με την πείρα και τις δοκιμασίες
σε όλες τις μορφές της κίνησης
διδάσκεσαι το σεβασμό προς την ακινησία.
Δες πόσα χρόνια κάνουνε τα δέντρα να πεθάνουν.

***

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ


Έχω χρέος, είπε
να αποτίσω φόρο τιμής
σ’ αυτό τον κόσμο
αυτός με πλούτισε
αυτός με φτώχυνε
αυτός μου εκμίσθωσε
την ρυμούλκηση του πνεύματος
μέχρι την πλήρη εκταμίευση
όλων των αισθήσεων
αυτός εντέλει συνταξιοδότησε
τα πάθη μου
ώστε τώρα ρεμβαστικά
να απολαμβάνω καπνίζοντας
της ζωής τα ερείπια
ενιότε ναι, ανεβαίνω στο απέναντι βουνό
για να επιβεβαιώσω
πόσο επιβλητικότερος
είναι ακόμα ο ουρανός
από αυτά που ευθυγραμμίζονται
στο βλέμμα μου
θυμάσαι που με ρώτησες
«γιατί όσο τον πλησιάζουμε
αυτός απομακρύνεται»;
θυμάσαι που με επίσημο τόνο με ρώτησες
«αν η θάλασσα που δείχνει να συγκλίνει
ως μαγνητισμένη στο ομοούσιο γαλάζιο,
αγνοεί τη ληξιπρόθεσμη σύμβαση χρώματος
που της δόθηκε»;
Μακριά ερώτηση. Δεν χωρεί αβρόχοις ποσίν
σ’ ένα ποίημα.
Όμως τον τυφλοπόντικα συχνά επισκέπτομαι
στον οποίο απέραντο σεβασμό τρέφω
για να τείνω ευήκοον ους
στην ερμητικά έγκλειστη
αναπνοή των νεκρών.

***

ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ


Πώς γίνεται; διερωτήθηκες
δύο διαφορετικές φωτογραφίες
να δείχνουν το ίδιο πράγμα;
Η μια – προάστια Μόσχας
χιόνι παντού, φοιτητική παρέα
που ακροβολίστηκε στις ταράτσες του χρόνου
εσύ για μια στιγμή να ισορροπείς
στις στιλβωμένες ράγιες
που χάνονταν στο αχανές βαθύ της ενδοχώρας
κι ύστερα λίγο πριν σωριαστείς στο χώμα
κάποιος που δεν ξανάδα
λες και τον παρέσυρε τρένο-φωτοβολίδα
να σε απαθανατίζει.
Η άλλη στους απέραντους αμπελώνες του Μπορντώ
στενός διάδρομος χορτόσπαρτος
κυκλωμένος κουρεμένα πυκνά φυτά
να αποκαλύπτει στο βάθος μικροσκοπική έξοδο
στη μέση της ολοστρόγγυλη κουκίδα
εσύ με μορφασμό αδιευκρίνιστο
– χαρά πρόσκαιρη ενέσκηψε πάλι.
Ποιος μας απαθανάτισε τούτη τη φορά
και τον σάρωσε ο χρόνος;
Πώς γίνεται δύο διαφορετικοί δρόμοι
να μην σε οδηγούν στο ίδιο σημείο
αλλά σαν μπανανόφλουδες
να κρέμμονται στο λοξό κορμό της μνήμης;

***


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


Ήρθε το σπίτι
και στάθηκε δίπλα
από τα ασιτικά τους κορμάκια.
Ανασηκώθηκε και τα σκέπασε.
Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν καθαρό νερό
γέμισαν τα πιάτα φαΐ
τα παράθυρα άνοιξαν
κι ένα άλλο φως χύθηκε στα προσωπάκια τους
παρασέρνοντας μακριά το φόβο του θανάτου.
Στο βάθος του σπιτιού
στρωμένα κρεβατάκια με λινά σκεπάσματα
και χοντρά πουπουλένια μαξιλάρια
τους περιμέναν
Στις τεντωμένες ακόμα παλάμες τους
(σαν ικεσία που εκπληρώθηκε)
σπόροι φύτρωναν
και γίνανε ο κήπος του σπιτιού.

Παγκόσμια Ημέρα Υγροβιοτόπων: 2 Φεβ 2016 .... Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΥΠΡΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ: 13 φεβ 2015

«ΕΡΩΤΑΣ 2»
ΠΡΟΣΚΑΛΕΙΣΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΥΠΡΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ «ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ» ΣΤΙΣ 13/2/2015 ΣΤΙΣ 06.30 μ.μ.
*
Εισαγωγή : Δρ. ΣΠΥΡΟΥΛΑ ΣΠΥΡΟΥ Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Συμμετέχουν οι λογοτέχνες:

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ
ΣΟΥΖΗ ΜΑΚΡΗ
ΓΙΑΝΝΟΣ ΛΑΜΠΗΣ
ΜΑΡΙΑ – ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΧΙΛΛΕΩΣ
ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΛΓΑ ΡΟΥΒΗΜ
ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΔΟΥΛΑΣ ΤΣΙΑΗΛΗΣ
ΜΑΡΙΝΑ ΣΑΒΕΡΙΑΔΟΥ

Ειδικό αφιέρωμα και ανάγνωση ποίησης από το έργο της 
Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου
*
Στη μουσική ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ και 
η ΕΛΕΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ
Στην ανάγνωση κειμένων συμμετέχει 
ο ηθοποιός ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ
Και στην παρουσίαση η ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ


ΔΩΡΕΑΝ ΕΙΣΟΔΟΣ

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ: Από αυτή την Ποιητική Συλλογή που κυκλοφόρησε το 2001 παραθέτουμε δύο ποιήματα του Γιώργου Χριστοδουλίδη



Φόβος


Δεν φοβάμαι το θάνατο.
Τον καυτό ήλιο φοβάμαι
του Αυγούστου.
Τη ζέστη την τρομακτική.
Πού δεν θα ‘μαι
σε κάποια αμμουδιά
να με φιλά η θάλασσα — φοβάμαι —
παρά βαθιά μέσα στο χώμα.
Με τόση ζέστη.

Οι κληρονόμοι


Περνούσε η πομπή αμίλητη
ευπρεπώς πένθιμη.
Που και που σποραδικά αναφιλητά έβρεχαν
το ξεραμένο χείλος του νεκροταφείου.
Ήτανε Μάης – ανήσυχος κι ανόθευτος.
Ο ήλιος
αυτός ο μεγάλος ανυποψίαστος
έφεγγε, έφεγγε
στ’ ακονισμένα δόντια
των κληρονόμων.

Μεταλλαγή του Γιώργου Χριστοδουλίδη


Της φόρεσε το δακτυλίδι απαλά
με μια λεπτότητα που πρώτη φορά
παρατηρούσε στις κινήσεις του.
Ύστερα πήρε απ’ τη συγκατάβαση του φεγγαριού
όλη τη φαντασία που πρόσφερε ή στιγμή
κι έφτιαξε τα μεγάλα λόγια.
Εκείνη δάκρυσε.
Πέρασαν πολλές ώρες έτσι μαζί,
ώσπου ο άνεμος έσβησε τα κεριά
και τραβήχτηκαν μέσα.
Αυτός ακόμα θυμάται
πως ξαφνικά σκλήρυναν τα χέρια του
πως όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε διόλου
μην και νιώσει τον αφέντη
που γεννήθηκε μέσα του.

Στιγμιότυπο στη Ρωσία


Έβαλε λίγο κραγιόν στο πύρινο στεφάνι των χειλιών,
χτένισε τα μαλλιά της με το βελούδο μιας απλόχερης εύνοιας
και κοίταζε προς τον παραμυθένιο κήπο.

«Ξέρεις», του είπε, «όλα ήτανε μια παρεξήγηση
που δημιούργησε ο χώρος, η στιγμή, η τρελή εποχή
κι ίσως το χιόνι που λιώνει.
Σε λίγο θα έρθει η Άνοιξη και θέλω να είμαι μόνη.
Ό δρόμος δεν χωράει δυο».

Αυτός θυμάται την ψυχραιμία που επέδειξε,
το πώς κατέβηκε στη στάση να περιμένει το λεωφορείο,
την απάντηση που του ‘ρθε στο μυαλό
μόνο σαν έκλεισε η πόρτα,
το μοναδικό μεθυσμένο επιβάτη,
τη νύχτα που ήταν μαλακή και αδιάφορη.


Γιώργος Χριστοδουλίδης 

Το Ζώο



'Ελα να μου χαρίσεις τις σίγουρες καταιγίδες
της μνήμης σου.
'Ελα καβάλλα στους ανεμοστρόβιλους
των μεσοδυτικών πολιτειών
να μου φέρεις το σίγουρο μήνυμα
της καταστροφής.
'Ελα να χαράξεις στα στήθια μου
τις συνθηκολογήσεις
τις ήττες
τους συμβιβασμούς
και μετά
μαέστρος στην μπάντα
σε πλήρη ανάταση
να εκπέμψεις
εθνοπρεπείς παιάνες παρέλασης.
'Ελα, ανορθώνοντας το μακρύ έμβολό σου
να ξεσκίσεις τα αραχνοϋφαντα πέπλα
της αθωότητας
και φθάνοντας ως τον πυρήνα
να εξέλθεις καιόμενος
σαν Κούρδος διαμαρτυρόμενος
εν μέσω παγερών καθημερινών ασχολιών.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

ΟΙ ΑΝΑΜΟΝΕΣ

της Αλεξάνδρας Ζαμπά 


2.

Η φωνή μου αντιλαλεί στους πνεύμονες
κατά μήκος παραστάτων πόνου ρέει

σε φωνάζω, ψυχή μου, πού είσαι;
Μάης είναι πρωινή ομίχλη θαμπώνει και βρέχει
το παράθυρο σου, καρδιά μου, έχει σπασμένο τογυώΙ
μούδιασμα στα δέντρα

η ξύλινη σκάλα σέρνεται στον τοίχο ταλαντεύεται

φτωχικό είν' το λεξικό χωρίς λεπτές αποχρώσεις
χρειάζομαι μια λέξη, ψυχή μου, να διαπερνά την ελληνική

μια από κείνες που κρέμονται από τα δοκάρια και αναμένουν
απ' τον κεντρικό γάντζο, καρδιά μου, λικνιζόμενη αναμένει
τον δικό σου, ψυχή μου, δύσκολο γυρισμό 


 

 8.

Η απουσία

Έρημος επίφοβος η απουσία
ξύνει τον ορίζοντα ψύχρα αστρική
σβήνει στον ουρανό πλήθος σκιές, πόνο

Το αίμα στη σιωπή χύνεται αλμυρό και
φύκι μπλεγμένο η φωνή αντιλαλεί απουσίες
ψιλόλιχνη μένει ακίνητη πιεσμένη σε κλουβί

Ξενιτεμένη στην άκρη του κόσμου η απουσία
θρηνεί άφωνη ακατανόητες κουβέντες

Προχωρεί απομονωμένη λέξη σε γλωσσάριο







15.

Μεταξύ χωματένιων λέξεων
μια νυχτερινή φωνή
θρηνεί τη ζωή

Επιμένει στα σφραγισμένα τζάμια
Ανοίγω το παράθυρο μου
η αυλή πέφτει πληγωμένη
ψυλαφίζει δίχως απάντηση

Ο ΧΑΜΟΣ


της Αλεξάνδρας Ζαμπά

1.

Δεν σ' έδιωξα       

είχες όμως τις αμφιβολίες σου    
κρυμμένες ανάμεσα στα χείλη     
κλεισμένες στο κρυφό χαμόγελο  
των ξανθιών σου μπούκλων
         
Εκείνη την ατέρμονη βραδιά       
με το κεφάλι χαμηλωμένο να μετράς βήματα   
το νεανικό σου δέρμα ούρλιαζε στη ζωή 

- η επίσκεψη δεν ήταν για σένα -
το παιχνίδι δεν είχε ακόμη τελειώσει...



3.

Πάντα η ίδια σάλπιγγα
από γη σε ουρανό σέρνεται παράπονο

και το κυματιστό βήμα νεανικών γοφών
και η ποδιά κρεμασμένη έξω
με Απρίλη και Μάη μαζί

κυματίζουν με τα σύννεφα
υψωμένα στον πάσαλο



4.
        
Με κοίταξες στα μάτια
έκρυψα βιαστικά τα χέρια κόκκινα από ντροπή
και κάτω τα μαλλιά πετούσαν





5.
... η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια         

η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε   
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια

Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο    
μπροστά σ' ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου
         
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά        
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά      
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
         
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως    
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο...



8.

Στον άσκοπο χρόνο προχωρείς άγνωστη
δίχως αγάπη μαγνήτη, νευρώδης διαφανής,

κρυμμένη στο δέρμα
εσύ
ατέλειωτη απεριόριστη γή των επιθυμιών
αρπάζεις τα είδωλα και τα ξεγυμνώνεις




10.
Αριάδνη,

λαβύρινθος
κλειδί και πόρτα εσύ
τόσον αποφασιστική όσον εύθραυστη
και διαφορούμενη στες κινήσεις
πρόβλημα εσύ
και λύση

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ : ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ Π. ΒΑΡΝΑΒΑ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝ ΣΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ Π. ΒΑΡΝΑΒΑ : ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 3 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΩΡΑ 20:00 


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ:


http://spititiskyprou.gr/wp-content/uploads/2016/01/PROSKLISI-3-FEB-2016.pdf

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ (Απόσπασμα) του Σωτήρη Π. Βαρνάβα

   
 Η ΘΗΜΩΝΙΑ

Στοίβαζε η μάνα μ’ ένα διχάλι τα δεμάτια
κι εγώ μες στην καρδιά μου τις ματιές της
σαν μου ’γνεφε να της τα δίνω
κι άλλο βλέμμα
κι άλλο δεμάτι
κι όλο δουλεύαμε
κι όλο αισθήσεις κινούσανε το κάρο
κανένα κενό δε χώριζε τα δώδεκά μου χρόνια
απ’ τα δικά της.
Κι ήταν η θημωνιά μας τελειωμένη
αλώβητα να μείνουνε τα στάχυα
φυλάγανε το ένα τ’ άλλο με το στήθος.

Μα ένα φίδι ξαφνικά
έφερε τα πάνω κάτω
γυρίζανε στον αέρα οι τροχοί
Ανάποδα το διχάλι τα δεμάτια κι οι ματιές της
το καλοκαίρι εκείνο.

Ένα απέραντο κενό.
Ψηλαφητά ψάχνω ακόμα μες στο χωράφι
κι έρχεται τις νύχτες
και μου γνέφει για τ’ άλλο δεμάτι.





Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ

Μαχαίρι της πατρίδας μου ο χάρτης.

Τι αχρείες εκδόσεις
σταγόνες αίμα τα μήκη χωριών
βογκητά οικισμοί
πλάνη τα τείχη των πόλεων
χαοτικά τυπωμένα
αποκρύπτουν τα πυκνόφυτα χώματα
προφοράς κανένα υπόμνημα
κάθε χρόνο ουδεμία προσθήκη
ή έστω εκ των υστέρων
ένας πίνακας παροραμάτων.





ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Σωριάστηκε στο στάβλο κάτω
κι είχε τα μάτια του ανοιχτά,
όπως σαν κάλπαζε μες στο χωράφι
και το χλιμίντρισμά του έσκαβε τον ορίζοντα,
ν’ ανοίξει αδύνατο η πόρτα
θυμάμαι την έσπασε ο πατέρας
λωρίδες έγινε η καρδιά μας

μιλούσε μόνο εκείνο

δεμένοι εμείς με τα λουριά του
άροτρο σέρναμε τη σιωπή μας.





            ΠΛΑΣΤΙΓ ΓΑ

Πίσω από τα πιθάρια στο κατώι
μια πλάστιγγα από κείνες που ζυγίζανε
οι προγόνοι τις προθέσεις
σωτήρια αποδείχθηκε
με τ’ ακριβή σταθμά που διαθέτει

ζωντανούς ζυγίζω τους θανάτους μου.







            ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ

                                                Στο καφενείο
                                                έρχεται ο χοντρός νονός μου
                                                                           με τις λίρες.
                                                Ούτε μία δεν είναι για σένα, λέει
                                                γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
                                                                                   που περίμενα.
                                                Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου
                                                – Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.

                                                                          ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ


Ένα δοχείο τόσο δα
διαφανές
βλέπεις απέξω μελανί
και τίποτε άλλο
πιο μέσα βλέπουνε μονάχα οι ποιητές
φλέβες που το γεμίζουνε
φόβοι να το βαθαίνουν
δαιμόνοι τ’ αναδεύουνε
πάντα ψηλά η στάθμη
χωράει μέσα νταβατζήδες, «Αγαρηνούς»
χοντρούς νονούς

και τους αδειάζουνε.






                Η ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ

                             μνήμη της αδελφής μου Ρουπίνας

Κάτω απ’ τον ίσκιο της κληματαριάς
η ραπτομηχανή
γυρίζανε τα δάκτυλα τη ρόδα του απογεύματος
γαζώνοντας τις ώρες μας
με τις κλωστές των παιδικών μας χρόνων.

Αντλούσαμε νερό απ’ το πηγάδι της αυλής
φύλλα πανέρια απλώναμε μουριάς
να κινηθούν απάνω τους οι λέξεις.
Κι ενόσω ταξίδευε ο μεταξοσκώληκας τη μοίρα του
κι άπλωνε γύρω εκείνη τη μελωδό στιγμή
τύλιγα πλάι της σ’ ένα τετράδιο
όσο μετάξι απέμεινε πριν απ’ τη δύση.

Δ ΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΗ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

Μειλίχια καθώς μιλούσε
κι οι λέξεις του ζωγράφιζαν λάμψη του πρωινού
κάτι απ’ το φως του ουρανού,
φτερούγιζαν οι άγγελοι πάνω απ’ την κεφαλή του
το λογισμό και τ’ όνειρο.
Ρίγος οι πινελιές
τοπίο τέλειο το ατελιέ,
πιο κει ο Van Gogh
το βήμα του απαλό
όλο να πλησιάζει,
ποθούσε υποθέτω
όπως κι εγώ
να έχουν τη χάρη οι στιγμές
να διαρκέσουνε τα χρώματα

να παραμείνει
ξέχειλο και το ποτάμι του ήλιου.

Κι ενόσω κρατούσε η ανάδυση
και του βουνού οι χαράδρες
πέρασμα ανοίγαν φοβερό
κάτω και πίσω απ’ τα πράγματα,
ψιθύρους ήθελα ν’ ακούσω της ψυχής του
κι άκουσα ολάκερη φωνή
αίμα να πάλλεται
κάτι από φλέβας κίνηση

πολύ μου στοίχισε η αποχώρηση.

Να μιλώ με τη γη
μαθαίνω απ’ την τέχνη του τη γλώσσα των βράχων.




            ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ Ε ΙΚΟΝΕΣ

                        ...λαμπερες ρυτιδες ιριδες νερου ανεμου
                        φως θέας
                        ετσι αφηνονται τα πραγματα
                        χωμα και πνευμα....

                                                ΣΩΚΡΑΤΗΣ  Λ. ΣΚΑΡΤΣΗΣ

                          Ι

Σαν κοιτάζω μια παλιά ραπτομηχανή
στο κατώι ξεχασμένη
γυρεύω τα δάκτυλα του κοριτσιού
τις κλωστές την υφή του καιρού
που γαζώνουν στην ούγια το χρόνο.

                        ΙΙ

Μια μηχανή σκουριασμένη συρμού
σαν συναντώ σε μέρη ορυχείου
ακούω τρόμου φωνές τα φουρνέλα
γεύομαι στον ουρανίσκο τη σκόνη
αδειάζουν μπροστά μου
καλάθια μοναξιάς
άνθρωποι της γης μαυρισμένοι.

                        ΙΙΙ

Σαν κοιτάζω γερμένο σκαρί
να κάθεται άπραγο στην προκυμαία
μυρίζω μπογιά το σανίδι παίρνει ξανά
το χρώμα της θάλασσας
ρόζοι στα χέρια του ναύτη
ανασύρουνε κάβο βαρύ
βλέπω κόμπο να δένουν στο στήθος
το σινιάλο της μάνας με δάκρυ.

                        ΙV

Σαν κοιτάζω το κανόνι στο κάστρο
μυρίζω αίμα στη χλαίνη
το γένι κρύβει το πρόσωπο
κύμα τ’ ανέμου η αρετή πίσω με πάει
τόλμη κάπου κοντά
περιφρονεί το θάνατο.




Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

Ο σιδεράς θέλει φωτιά
να φτιάξει πέταλα
τέχνη φοβερή
μια λίμα ο πεταλωτής
και δυο καρφιά
πόνο απ’ το πόδι να αφαιρέσει
μαδέρια ο μαραγκός
κι αλφάδι
πετσί κι ένα σφυρί ο τσαγκάρης
και μάτι ακριβείας
να βγαίνουνε στα μέτρα σου οι μπότες.
Κι αν έχεις σύνεργα του σιδερά
και τη φωτιά
τις λίμες του πεταλωτή
και γιατρικά
του μαραγκού και κτίστη αλφάδι
και χέρια για όλες τις τέχνες
να ’χεις
κι αγέλες άλογα
να πεταλώσεις
κι έπιπλα ωραία και μαγαζιά να αρματώσεις
αν ως απόδημος διαβιοίς
μην επαφίεσαι σ’ αυτά
μάθε οπωσδήποτε την τέχνη
του ν’ αντέχεις
συκοφαντίες διασυρμούς και τα λοιπά.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Η τελευταία ανάσα


Αυτή η ανάσα μπορεί να είναι η τελευταία μου
γι αυτό θερμά παρακαλώ σε
μη μου τη χαραμίσεις.....

************************
Κενά!!!!

Σαν τι να ‘θελες να σου πω
γι αυτά που εσύ αποφάσισες…
..ξέρεις, στις χούφτες δεν χωράν οι αποφάσεις
..πολλά «κενά» ανάμεσα στα δάχτυλα…
..και μπάζει από παντού το σ’ αγαπώ….
Λευτέρης Ελευθερίου