Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Γυναίκα / Νικολαίδης Νικίας



Γυναίκα ρόδον της ζωής,

αθάνατη συντρόφισσα τ’ αντρός,

με συνήθειες γήινες.

Φυτεύεις, ράβεις, γράφεις

μαγειρεύεις, γυρίζεις κι όταν φύγεις,

ξέρουμε πως αρχίζει ο χειμώνας,

κι έξω μας και μέσα μας.

Καρδιά μου, όπου σταθείς,

κι όποιοι ανέμοι κι αν φυσάνε,

είσαι η κυρίαρχος της γης.

Αγάπη μου, είσαι κορφή απροσπέλαστη,

οι πάντες σ’ αγαπάνε, υποκλίνονται, σε προσκυνάνε.

Κρίση, Ακρισία και Ηθική του Μιχάλη Μελετίου: Παρουσίαση του Βιβλίου του την Πέμπτη 3 Δεκ 2015


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Σωσίπατρος (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

Ποιητής (ιαμβογράφος). Σώζονται 55 στίχοι του από το έργο του «Καταψευδόμενος»

Κλέων ο Κουριεύς (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

 Ποιητής από το Κούριο και έγραψε το έπος «Αργοναυτικά», το οποίο χρησίμεψε ως πρότυπο στον ποιητή Απολλώνιο Ρόδιο.

Καστορίων ο Σολεύς (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

Ποιητής (ιαμβογράφος) από τους Σόλους. Σώζονται στίχοι από το ποίημά του «Εις τον Πάνα». 


Οι Σόλοι ήταν αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στη βόρεια ακτή της (περιοχή Μόρφου), έδρα σημαντικού βασιλείου που άνθισε από την κλασσική μέχρι και την πρωτοχριστιανική περίοδο Η πόλη αναφέρεται και από τον Σκύλακα τον Καρυανδέα, εξερευνητή του 5ου αιώνα.

Αντισθένης (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

 Ποιητής (επιγραμματοποιός), από την Πάφο. 
Σήμερα σώζονται επιγραφές με 2 επιγράμματα και 6 ελεγειακά δίστιχα. Σύμφωνα με τους ειδικούς διακρίνεται η  Ομηρική επίδραση στη γραφή του

Ποίημα για την Αμμόχωστο

 Από τα παιδιά της Α΄ 2 


Αμμόχωστος γλυκιά, 
είσαι τώρα στη σκλαβιά, 
να ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ 
και περιμένω να σε δω. 

Οι Τούρκοι ακόμα σε κρατάνε, 
σίγουρα δε σε αγαπάνε, 
όπως σε αγαπώ εγώ, 
που κάθε μέρα σε λησμονώ.

Η Κύπρος μας



Την Κύπρο κι αν σκλαβώσανε, 
οι Τούρκοι με τα όπλα, 
εμείς θα πολεμήσουμε, 
για τα μέρη μας όλα. 

Η Κύπρος κι αν μοιράστηκε 
στις καρδιές μας πάντα είναι, 
καιρός να διεκδικήσουμε 
και τους Τούρκους να νικήσουμε

Α΄Δημοτικό σχολείο Τσερίου (σχολική χρονια 2013-2014) Από τα παιδιά της Α΄ 1

H ΣΤΡΑΤΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΙ


Πιαννω την στρατα το στρατι
Τζιε αρωτω για σενα 
Χωρκο μου ριζοκαρασο 
Του αποστολου Ανδρεα 

,,,,,,,,
Γιαλουσα μου πανεμωρφη
Χωρκο του Αρκατζιελου
Στεκουμε τζιε σ’αναπολω
Τα γρονια που εγελου
,,,,,,,,,,,,,,
Η στρατες σου εγεμωννα
Ποουλες σου τες παντες
Τζιε η Γιαλουσα εσιερετου
Καμαρωννε τους παντες
,,,,,,,,,,,,,
Καρπαση μου που την λαμπρη
Εκαμνες παναηρκα
Τζιη κοπελλουδες ερκουντα
Τζιε αγοραζαν την προικα
,,,,,,,,,,,
Τωρα πια ετελιωσαση
Τα παναηρκα τζιε η χαρες σου
Ποτε να φυουν οι ατημοι
Τζιε ν’αρτουν η χαρες σου
,,,,,,,,,,,,,

Μαρινα Τακκιδη [Καπετανου]
Ριζοκαρπασο 

ΕΝ ΑΞΙΟΙ ΕΠΑΙΝΟΥ


Με το σκολείον ξεκινάς, τον κόσμον να γνωρίσεις,
τζι’ άμαν ενηλικιωθείς, τότε θα προσπαθήσεις,
να αποχτήσεις μιαν δουλειάν, για να μπορείς να ζήσεις.
Τζιαι στην ζωήν με τα καλά, αλλά τζιαι τα κακά της,
ίσως γινείς ένας γιατρός! Ίσως γινείς αρκάτης,
ίσως τεχνίτης, βοηθός, η κάπου επιστάτης.
Μπορεί ν’αννοίξεις μιαν δουλειάν, τζιαι νάσαι εργοδότης!
Μπορεί να γίνεις νομικός! Μόνιμος στρατιώτης,
δάσκαλος η γραμματικός, η να γινείς αγρότης.
Δουλειές υπάρχουσιν πολλές! Κάποιαν εν να δκιαλέξεις,
τζιαι στη ζωήν θα πας μπροστά, κάπου θα προοδέψεις,
φτάννει να έσιεις θέλησην, τζι’όρεξην να δουλέψεις.
Κάποτε ίσως αισθανθείς, πως είσ’αδικημένος,
αν δεις τον άλλον ναν πναστός, τζαι κουστουμαρισμένος,
τζιαι σού να ξυμαρίζεσαι, τζιαι νάσαι ποσταμένος.
Αν είναι δύσκολη δουλειά, που σού’ππεσεν εσένα,
θα κάμεις παρατήρησην, τζιαι Κύπρον τζιαι στα ξένα,
πως οι πναστοί πιερώννουνται, καλλύτερα που σένα.
Θα δεις στον κόσμον πλάσματα, πας τουν την γην που ζιούσιν,
που γιατί ήβρασιν δουλειάν, καλήν να βολευτούσιν,
τα άλλα επαγγέλματα, να τα περιφρονούσιν.
Ποτούτους έσιει κάμποσους, που είναι περιπαίχτες,
τζιαι γιω γνωρίζω μερικούς, τζιαι θεορώ τους φταίχτες,
διότι σχολιάζουσιν, τους σκυβαλλοσυλλέχτες.
Τζιαι τίποτ’ εν ησκέφκουνται, πως τούτοι θα ξυπνήσουν,
η ώρα δκυο που το πρωίν, τες στράτες να γυρίσουν,
να πιάσουσιν τα σκύβαλλα, να τα μετακομίσουν!
Τζιαι τα δικά τους φυσικά, έθθα τα ποηρίσουν,
παν τους τα φήκουν έσσω τους, σίουρα ννα βρομίσουν,
τζι’ έρκουνται δίχως αντροπήν, να τους κατηορίσουν!
Θα έπρεπεν τουλάχιστον, τα λόγια να ποφεύκουν!
Εν αντροπή τα πλάσματα, που τίμια δουλεύκουν,
νάρκουνται έτσι άδικα, να τα κουτσομπολεύκουν!
Ταιρκάζει τους εχτίμηση, τουλάχιστον νομίζω,
τζιαι τουν τους κουτσομπόλιες, που ξέρω τζιαι γνωρίζω,
τουλάχιστον αχάριστους, εγιώ χαραχτιρίζω.
Δουλεύκουν μες τες μυροδκιές, τζιαι πάντα ξενυχτούσιν,
τζι’ οι δήμοι μας θα έπρεπεν, πιο δίκαια να δούσιν,
τζιαι να τους δκιούσιν τα διπλά, απόσα τους ιδκιούσιν.
Προτού τελειώσω θάθελα, να πω ακόμα κάτι!
Όπου σου τύχει να βρεθείς, στην Κύπρον τζι’ άλλα κράτη,
να εχτιμάς τζιαι τον γραφκιάν, τζιαι μάστρον τζιαι αρκάτη.
Δούλεψε όπουδήποτε, ότι τζιαν θέλεις γαίνου,
μα νάναι κατανοητόν, τζιαι ντόπιου μα τζιαι ξένου,
άμα δουλεύκεις τίμια, εισ’ άξιος επαίνου!
Χαμπής Αχνιώτης

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

'Το σημάδι του ταύρου: Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννου Λαμπή



Αίθουσα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Τράπεζας Κύπρου Λεωφόρος Μακαρίου ΙΙΙ 117 Λεμεσός

Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου
στις 7:00 μ.μ. - 10:00 μ.μ.

Εκδόσεις 'ΟΣΤΡΙΑ"

Ανάλυση του βιβλίου από τον Άριστο Τσιάρτα ( Προιστάμενος της αρχής κατά των διακρίσεων)

Αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί :
Βαλεντίνα Σοφοκλέους και Γιώτα Κρος

Συντονίστρια : Μαρίνα Σαβεριάδου ( λειτουργός στον ΚΟΤ και λογοτέχνης


Η όλη ιστορία διαδραματίζεται στο Ισραήλ (Τελ Αβίβ και Ιεροσόλυμα), Τουρκία (Κωνσταντινούπολη), Ιταλία (Ρώμη) και Αγγλία (Μπαθ).
Κεντρικός μύθος γύρω από τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία και η πλοκή του βιβλίου, είναι η γνώση και η δύναμη που αποκτά ο κάτοχος του ειδωλίου του τραγόμορφου Διαβόλου Μπαθομέτ, η οποία ενισχύεται με τη διαβολική δύναμη που έχουν τα τριάντα αργύρια που πήρε ο Ιούδας για να προδώσει τον Χριστό. Σύμφωνα με το μύθο, η Μασονική κοινότητα πιστεύει ότι όταν αποκτηθεί η δύναμη αυτή, τότε θα πρέπει να εξαφανιστεί το Ιερό Ισλαμικό Τέμενος του Ομάρ που βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ και την θέση του να πάρει ο Ιερός Ναός Του Σολομώντα ο οποίος βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Με αυτό τον τρόπο θα επέλθει η Νέα Τάξη Πραγμάτων και η Παγκόσμια Κυριαρχία του Μέγα Αρχηγού του Σύμπαντος ( ΜΑΤΣ).
Οι κρυφές ανασκαφές που διενεργούνται από την Τεκτονική Στοά των Ιεροσολύμων στα θεμέλια του ναού του Σολομώντα, βγάζουν στο φως το σατανικό ειδώλιο του Μπαθομέτ και δύο από τα αργυρά νομίσματα του Ιούδα. Ένα ανελέητο κυνηγητό αρχίζει τότε για την ανακάλυψη και των υπολοίπων είκοσι οκτώ αργυρίων. Ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων συμμαχεί με τον Ιμάμη του Μπλε Τζαμιού για να αποτρέψουν τα σχέδια των Τεκτόνων. Στη Ρώμη, ο Πάπας που υπηρετεί την μασονία δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε και γίνεται συνένοχος στην προσπάθεια η ένωση των διαβολικών δυνάμεων να γίνει μέσα στην ίδια την Αγία Έδρα.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο ραβίνος Ααρών Αβούρι, γόνος του Ιμάμη του Μπλε Τζαμιού και μιας Ελληνίδας αρχαιολόγου, ο οποίος έχει μεγαλώσει σε ένα ορφανοτροφείο στην Ιερουσαλήμ. Μετά από ένα φόνο καταλήγει στις φυλακές από όπου και στρατολογείται από τη Μασονία. Η δυνατή πίστη και η αφοσίωση του προς το σκοπό που νομίζει ότι υπηρετεί, τον κάνει υποχείριο στον υπόγειο πόλεμο μεταξύ της Μασονίας, Χριστιανών Ορθόδοξων και Καθολικών και των Μουσουλμάνων.
Οι δολοπλοκίες, οι δολοφονίες, και ο πόλεμος μεταξύ των Θρησκειών αποκαλύπτουν στον Ααρών την διαφθορά, την απληστία, και την μανία των Ιεραρχών και των Εκκλησιών για επικράτηση και εξουσία.
Δολοφονίες, μυστικοί σύμμαχοι, πληροφοριοδότες και μυστικά που βλέπουν το φως, φανερώνουν την εκμετάλλευση που τυγχάνει η πίστη προς την Αλήθεια και τον Θεό, από τις Θρησκείες και τους Ιεράρχες.

Μην μιλάς, / Άθως Χατζηματθαιου


Οι λέξεις χάνουν κάθε νόημα
Τώρα μιλούν τα κορμιά
Οι αναστεναγμοί γίνονται φεγγάρια
Και ταξιδεύουν
Στον ουρανό της σάρκας
Που φωτίζεται
Απ΄ τα γλυκά σου χάδια
Αστέρια
Στα ξεχασμένα όνειρά μου
Που ζωντανεύουν στων φιλιών σου την ανάσα …


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ


 της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ελέγχοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής του. Απέναντί του πρόβαλε  μια σκοτεινή φιγούρα, που πάσκιζε να κλέψει λίγο χρώμα από τη στολή του Αϊ-Βασίλη. Μα το βλέμμα παρέμενε θολό, τα χέρια φορτωμένα  νεανικές αμαρτίες, η θέλησή του αμετανόητη.
Απόψε έριχνε στη μάχη το μεγάλο κόλπο. ΄Η όλα ή τίποτα. Από τη μια ο πλούτος των λίγων κι από την άλλη η δική του ανέχεια, που άγγιζε πια τα όρια της απελπισίας.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλο και κάποιοι θα είχαν βγει για την απαραίτητη διασκέδαση των ημερών. Κι αυτός, ενδεδυμένος με την αθωότητα ενός ΄Αγιου Βασίλη, θα μπούκαρε στα σπίτια των καλοζωισμένων και θα φρόντιζε να πάρει λίγη από τη δική τους ευτυχία. ΄Οχι, κλοπή δεν την ονόμαζε. Σαν δίκαιη μοιρασιά την έβλεπε, μια και οι λίγοι είχαν τα πολλά και οι πολλοί τα λίγα.
Από μέρες είχε βάλει στο μάτι μια πολυτελή βίλα, κάπως απομονωμένη από τα άλλα σπίτια της περιοχής. Σκύλο δεν είχε να τη φυλάει . Κάποιες πληροφορίες, που φρόντισε με τρόπο να αποσπάσει από ένα μπακάλικο της γειτονιάς, μιλούσαν για ένα μοναχικό ένοικο, εβδομήντα περίπου χρόνων, επαναπατρισθέντα από τη Νότια Αφρική, ο οποίος έμενε στη βίλα μαζί με μια αλλοδαπή οικιακή  βοηθό και έναν ηλικιωμένο κηπουρό. Εύκολη λεία! ΄Οσο για το σύστημα  συναγερμού, είχε πια αποκτήσει ειδικότητα στο είδος, μια και είχε δουλέψει ένα φεγγάρι σε εταιρεία που προμήθευε τα καταστήματα με τέτοια συστήματα σε χονδρικές τιμές.
Βγήκε στον δρόμο, καλύπτοντας τους χτύπους της καρδιάς του κάτω από την κόκκινη στολή της αθωότητας. Στην τσέπη μέσα βαθιά, ένα ρίγος τον διαπερνούσε, καθώς τον άγγιζε το μέταλλο από το κρύο περίστροφο που κουβαλούσε. Κάποιες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει ήδη να χορεύουν τον τρελό χορό της πτώσης. Ο καιρός έστηνε σαν απαιτητικός σκηνοθέτης το σκηνικό του και οι άνθρωποι τρέχανε την τελευταία  στιγμή να μάθουνε την πρόζα ενός άχαρου ρόλου και να στηθούν με αξιοπρέπεια μπρος στη μεγάλη φυγή του χρόνου.
Και τότε πρόβαλε  εκεί στη γωνία το κόκκινο γαρίφαλο. Από ποιαν άνοιξη άραγε ξέφυγε κι έφτασε μέχρι τις αισθήσεις του; Κατακόκκινο σαν αίμα ζωής, τυλιγμένο σε σελοφάν για προστασία κι από πίσω ένα μικρό τρεμάμενο χέρι, μια μικρή τρεμάμενη φράση. « Πάρτε, κύριε, σας παρακαλώ!» ΄Υστερα η φράση σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο ρολόι κι απέμεινε να κρέμεται παράφωνα επάνω στα άσπρα γένια του « Αγίου» . Ο μικρός μάζεψε δειλά το γαρίφαλό του, το έριξε σε ένα καλάθι με καμιά ντουζίνα άλλα και στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας  με το στόμα ανοικτό, με την καρδιά ορθάνοικτη. ΄Ητανε γύρω στα οχτώ, ελαφροντυμένος, παρά το κρύο, με παπούτσια άσπρα , καλοκαιρινά μες στο καταχείμωνο, μάγουλα κατακόκκινα από το πέρασμα του κρύου βοριά.
« Είσαι ο ΄Αγιος Βασίλης; Ο πραγματικός ΄Αγιος Βασίλης;» κατάφερε να ψελλίσει μετά την πρώτη έκπληξη. 
Τα έχασε. ΄Ενιωσε τα χέρια του να τρέμουν, τα έβαλε στις τσέπες, μα το περίστροφο, λες και απέκτησε ξάφνου δόντια καρχαρία, τον δάγκωσε γερά και τον μάτωσε ίσια μέσα στα ψίχουλα μιας ξεχασμένης παιδικότητας.
« ΄Ηρθες για να μου φέρεις δώρο;» συνέχισε ο μικρός και έσκυψε  με λαχτάρα ίσια στα μάτια της αγαπημένης του μορφής.
« Τον κοίταξε με έκπληξη στην αρχή, με κάποια αμηχανία στη συνέχεια.
« Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρω;» κατάφερε στο τέλος να μουρμουρίσει, με φωνή  που φάνηκε παράξενη ακόμα και στον ίδιο.
Ο μικρός αναθάρρησε. Να λοιπόν, που δεν πήγε χαμένο εκείνο το γραμματάκι που έστειλε στον ΄Αγιο Βασίλη. Με κάποιο  δισταγμό βέβαια, μια και  δεν ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στα χέρια του η ευχή του. Μα να που γίνονται και θαύματα  κι η αγαπημένη  φιγούρα με τη μακριά γενειάδα ήταν μπροστά του.
« Δεν ξέρω αν μπορείς να μου δώσεις αυτό που θέλω, κι ας είσαι ΄Αγιος…»
Κάτι μέσα του αναδεύτηκε περίεργα. Κουβαλούσε τόση θλίψη στις χορδές της ετούτη η φωνή του αγοριού, καθώς  ερχόταν και τον άγγιζε σαν παραπονεμένο χάδι, που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει:
« Και τι είναι αυτό που θέλεις;»
« Ο πατέρας μου δεν έχει δουλειά και η μάνα μου δεν έχει άλλο κουράγιο. Πουλάω λουλούδια για να έχουμε ένα κομμάτι ψωμί …Αν μπορείς, αγόρασε, σε παρακαλώ, τούτο το καλάθι με τα γαρίφαλα. Δεν είναι ακριβά, αλλά θα φτάσουν για λίγο ρύζι».
Οι   νιφάδες άρχισαν να πέφτουν πιο πυκνές  και να σκεπάζουν όλες τις γκρίζες σκέψεις και προθέσεις. Κοίταξε ξανά το αγόρι με το ελαφρύ ντύσιμο και τη μεγάλη προσπάθεια για χαμόγελο στην άκρη των χειλιών.   Και τότε μια ερινύα ξύπνησε από τον λήθαργο , ντύθηκε ξανά την εγρήγορσή της κι ήρθε  μες στην ψυχή του , τόσο βαριά, που αμέσως θέλησε να την εκτινάξει στα ύψη και να μην την ξαναβρεί στον δρόμο του.
Ακούμπησε στο μικρό, λευκό χέρι του αγοριού με δέος, όπως θα άγγιζε κανείς εικόνα του Χριστού.
« ‘ Εχω λίγα κέρματα στην τσέπη μου», είπε. « Και θαρρώ πως κάπου πιο πάνω στη διασταύρωση, καθώς ερχόμουν, ένα μικρό εστιατόριο ήταν ακόμα ανοικτό. Νομίζω πως μπορούμε και οι δύο να απολαύσουμε ένα ωραίο  ζεστό σάντουιτς με αχνιστές πατάτες. Τι λες;»
Τα χείλη του αγοριού δεν μίλησαν. Τα μάτια του, όμως, κατέβηκαν με λέξεις ορμητικές, ζεστές και πνίξανε το ψυχρό αγέρι,  που μέρες τώρα πάλευε να παγώσει τον ΄Ανθρωπο μέσα του.

Σε λίγο, με έναν  μικρό ΄Αγιο, ανηφόρισε  στην καινούργια του ζωή . Καθισμένοι οι δυο τους αντίκρυ , μοιράστηκαν ένα πιάτο και δυο χαμόγελα. ΄Ενα καλάθι κατακόκκινα γαρίφαλα ανάμεσά τους μύριζε καινούργια αρχή κι αγάπη. 

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΕΞΗ / Ορφανού Δώρα

Δεν είναι λέξη, 
δεν είναι φωνή, 
δεν είναι δάκρυ.
Μονάχα ένα πρόσωπο
τρομαχτικά χλωμό, 
μονάχα μια μορφή, 
μονάχα μια απόμακρη ματιά, 
μονάχα δυο χέρια παγωμένα κι ακίνητα. 
Κι ο ουρανός.