Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ποίηση



Δε χρειάστηκε και πολύ…
Μοναχά το μένος της αθωότητας
μέσα από τα τεράστια μάτια σου
που μεταμόρφωναν τον κόσμο.

Ποίηση μονάχα οι σιωπές
καθώς ο χρόνος σταματά
και λαχταράει.
Ποίηση οι αιχμές των ονείρων μας
μες τη σοφή απεραντοσύνη
του κάλλους.

Ποίηση μονάχα εσύ.
Κι ας μην το ξέρεις.
 

Ενόραση


 
Ενόραση

Αιώνες περπάτησα γυμνή
ανάμεσα στις φυλλωσιές του Αυγούστου
και τις πηγές που δεν στέρεψαν.

Αιώνες ξεδιάλυνα των μαντείων τ’ ανερμήνευτα,
ξέροντας πως οι ανακατωμένοι αέρηδες
ήταν η ίδια η ζωή.

Τα καμώματα των καιρών πληθαίνουν
-μοίρα του ανήσυχου Ιθακήσιου-

Αιώνες αγρύπνησα
να ανιχνεύω τα σημάδια
από ήχους άλλων ουρανών…

Αιώνες χαράχτηκα
με το λευκό των γιασεμιών
σε αυλές με το αγιόκλημα της λύπης.

Ανήσυχοι


θα καταθέτουν
πανσελήνους
οι αιώνες μου.


Εύα Νεοκλέους,Σημάδια για το δρόμο,Ακτίς 2015

Σ' ΑΓΑΠΩ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΑΤΟ ΤΡΟΠΟ / Ιωσηφίδης Ιωσήφ


Σ’ αγαπώ με ιδιαίτατο τρόπο, κάθε μόριό σου,
έχω χέρια πολλά, να σε κρατώ, να σ’ ορθώνω,
μάτια πολλά, να βλέπω μη κάτι σου λείψει,
έχω αυτιά πολλά, ν’ ακούω τον ρυθμό σου,
χέρια πολλά, να χαϊδεύω το ψηφιδωτό σου,
πόδια πολλά, να σε τρέξω όταν ορρωδείς,
κι ανάπηρος ακόμη θα σερνόμουν σε σένα,
αν ο Άδης σ’ αρπάξει, του παίζω λύρα ορφική, *
να δακρύσει, να σ’ αφήσει κοντά μου να ’ρθεις,
ξανά ο ένας γλυκός ψίθυρος στ’ αυτί του άλλου.
Το να αγαπάς είναι ζήτημα ζωής και ζωής.


Αν σ’ αδικήσω φτύσε με, φώναζέ με ληστή,
αν με αδικήσεις, η αγάπη μου συγχωρεί,
κι ας μη σωθώ, αν πρώτα εσύ δεν σωθείς,
σαν μοιράζει τα σωθικά της η αγάπη γεννά,
χωρίς αυτήν ο Θεός δεν έχει όνομα ούτε μιλιά.
Δικάζουν την αγάπη μας; Σε προασπίζομαι,
όπως ο Περικλής την Ασπασία στη δίκη της **
ολοφυρόμενος. Σ’ αγαπώ με ιδιαίτατο τρόπο.

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης, 


* Όταν ο Ορφέας έχασε τη γυναίκα του Ευρυδίκη, από δάγκωμα φιδιού, έπαιξε λυπητερά τραγούδια με τη λύρα του και τότε οι θεοί οι νύμφες και ο Άδης δάκρυσαν και ο Άδης επέτρεψε στην Ευρυδίκη να επιστρέψει με τον Ορφέα πίσω στον κόσμο.
** Ο μεγάλος ηγέτης των Αθηνών Περικλής, υπερασπίστηκε μόνος στο δικαστήριο, ολοφυρόμενος και με δάκρυα, την αγαπημένη τη Ασπασία, που την κατηγορούσαν για ασέβεια, η οποία τελικά αθωώθηκε.


ΦΘΙΝΌΠΩPO(χαϊκού) του Νίκου Πενταρά




Τα χελιδόνια
σύννεφα στον ουρανό
βροχή το δάκρυ.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Το τείχος

Με την αυγή
σαν φτάσουν οι σημαδεμένοι πρωτοπόροι -
πρωτότοκοι των δύο φυλών
με τις σημαδεμένες πόρτες
και τα καλίκια των δυνατών αλόγων
αυτοί με τα κέρατα κρεμασμένα στο λαιμό -
για μια καλύτερη ώρα
θα ηχήσουν τα κύμβαλα
τον κοφτερό τους ήχο.
Το τείχος θα πέσει

Κανεί σε πκιον / Λιασίδης Παύλος

Πόλεμε, σατανά, κακόν αξήλειφτον στον κόσμο,
παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Αδη, ψεύτη,
κλέφτη!
Οπου της Νιότης δκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς
των δκυόσμων
τζι η φάκκα στες κακόσορτες μανάες πάντα
ππέφτει.
Που κάμνουσιν παιδκιά φτωχά της πείνας,
φατσιημένα,
τζι εν εις τους φόους, τους καμούς, ομπρός
κατταρκασμένα.

Μετά τη σφαγή

Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω
γι΄ αγάπη
για τον αλχημιστή ουρανό μας
το ποσφυρό τ΄ απογεύματος
και τις Φοινικούδες της Λάρνακας. 

Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω 
για την αργυρή δροσοσταλίδα
π΄ απόμεινε στ΄ απανωχείλι του φεγγαριού 
στα ρηχά της Αμμόχωστης πόλης 
σα λουόμασταν μεσάνυχτα γυμνοί. 

Δεν ξέρω αν θα ξαναγίνω ποιητής 
να σας πω για το τραγούδι του Τρύγου 
με τις μαύρες ρόγες
και τις ελιές στα μάγουλα. 

Δεν ξέρω αν θα ξαναπώ 
για το όνειρο 
π΄ απλωμένο στην αμμουδιά της Γλυκιώτισσας
γεννούσε χίλιους ποιητές τα καλοκαίρια 
χίλιους ερωτευμένους.

Μετά τη σφαγή
μιλάει το αίμα μου.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

ΒΑΡΩΣΙΩΤΕΣ


Ήτανε μια παρέα γέροντες
σώματα γκρεμισμένα
μιλούσανε για την Ανόρθωση
και για τις παραστάσεις
στο θέατρο της Σαλαμίνας
γελούσαν τραγουδούσαν
και διασκέδαζαν
Ήτανε μια παρέα γέροντες
φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων
Δεν ήθελαν να λένε ιστορίες του πολέμου
στα εγγόνια τους
γι αυτό τις ξέχασαν
Τις Κυριακές περνούν σκυφτοί
τα οδοφράγματα
βυθίζονται στη θάλασσα
και κρυφοκλαίνε


Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Εκ του Σύνεγγυς

Μεσημέρι Καλοκαιριού του Γλαύκου Αλιθέρση

Στη μέση ο ήλιος τ΄ ουρανού κι απ΄ τα παράθυρά μου 
ο βένετος γιαλός,
στου ύπνου τ΄ αποκάρωμα ξαπλώνεται μπροστά μου
καθρέφτης απαλός.
Και μέσα στη γλαυκότη του οι γλάροι αραδιασμένοι 
φαντάζουν άσπροι ανθοί.
Κι ένα καίκι στα πανιά, τ΄ αγέρι περιμένει 
στ΄ άγνωστο να χυθεί.....


Γαλανά δακτυλιδάκια, 1919

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Τρία Ποιήματα του Νίκου Πενταρά

Φύλαξε την κάθε λέξη μου
κι απομόνωσε την ηχώ της
για να ’ρχεται
σαν φως
σαν χρώμα
και σαν άρωμα
της λυχναφής την ώρα
- την ώρα τη δικιά μας -
το τρυφερό της χάδι
να σου δίνει.



**

 
Μπλέχτηκε στο πληκτρολόγιο το Φως
και στην οθόνη του υπολογιστή μου
λάμπανε οι στίχοι μου
καταγράφοντας το θρόισμα της ανάσας σου
την ηχώ του γέλιου σου
και τις γαλάζιες στιγμές των ονείρων σου
στους απέραντους ουρανούς της αγάπης μας.
Αυτό το ποίημα Εσύ το έγραψες
μέσα από τη δική μου ύπαρξη.


***

 
Καθώς βραδιάζει κι έρχεται
κατά που λεν οι ποιητές
της λυχναφής η ώρα
που η ψυχή ενδύεται
τον πιο επίσημο μανδύα της
το φως της παρουσίας Σου
φιλικό και αλληλέγγυο
ακόμη σεργιανά
βάφοντας με το γιασεμί του χρώμα
το σταχτόπανό μας ουρανό.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Στην κόρη μου / Πιλλάς Αντώνης

 Να με θυμάσαι μες στο φως του θέρους
με τα τυφλά πουλιά
Που θα χτυπούν το φωτισμένο τζάμι σου΄ 
Άσε τα λόγια μου και τα τραγούδια μου
Κράτησε τη σιωπή μου
χρυσό ποτάμι από το φως των άστρων,
Χρυσό υφαντό 
Για να σε ντύνει 
Μες στους ακόπαστους ανέμους
Και χαμογέλα
Μες στη δόξα των πραγμάτων, 
Με το βήμα σου αντιγράφοντας
Το πέταγμα των πουλιών, 
Σβήσε τα λόγια μου και κράτησε από τη θύμησή μου μόνο
Το έντρομο χάδι απ’ του Θεού τον ίσκιο.
Και καλημέρισε βαθιά το φως
  Μέσα στην απουσία μου.

Απουσία / Πιλλάς Αντώνης


Όταν νυχτώνει αυτή η αδειανή καρέκλα βγαίνει μονάχη στην αυλή μας. 
Ύστερα ανεβαίνει στο φεγγάρι.
Κάπου βαθιά φρίσσουν 
φυλλώματα σκοτεινιασμένου δάσους
δακρύζουν άστρα έως την αυγή.

Περιδιάβαση / Πιλλάς Αντώνης


Σαν ίσκιος άλλου κόσμου πέφτει πάνω στα όρη η σιγή, σαν ίσκιος περιφέροντας στην ερημιά έως του αμίλητου ουρανού την άκρη την παιδική φωνή σου τη χαμένη.

Ποια σκέψη μυστική του Θεού να ‘χεις κλεμμένη, φτωχό πουλί που φτερουγάς εκεί πάνω απ’ την καινούργια χλόη, πριν φύγεις παίζοντας με τη στερνή του ήλιου αχτίδα, ποιο μυστικό του Θεού, κι εσύ μές στην ιερατική γαλήνη πιο στιλπνό, μοναχικό μου, εξαίσιο ρόδο;

Εμένα ο θάνατος ο θάνατος βιάζει
κι αλλού το χαμογέλιο σου,
αλλού η λάμψη σου η λιανή χαράζει.

Κάθε που πεθαίνει ένα παιδί / Πιλλάς Αντώνης


Ο Θεός προστάζει κάθε τόσο να κατέβει στον Άδη ένα παιδί, ν’ ανάψει φως καθάριο, να σύρει σιγαλά στο καρπερό σκοτάδι του τη μήτρα της καρδιάς μέσ’ απ’ του κόσμου την εξαίσιαν αδικία. Η αυγή στα χείλη της να φέρει πτερωτή, πανάρχαια σάλπιγγα με όσα τραγούδια δεν προφτάσαμε να πούμε, να ιδεί μές στη ψυχή μας πόση απόμεινε μήτρα στοργής και θέση ποια
για τ’ Όνειρο, το εκτεθειμένο δάκρυ.

Στο πένθος / Πιλλάς Αντώνης


Ο έρωτάς σου είναι στο πένθος
που γέμει αστερισμών
και ελαιώνων ίσκιους
χώρες λευκές για θερισμό
μικρά στεφάνια ουρανικά, που χέρια
βέβηλα απομακρύνουν.
Στο πένθος είναι ο έρωτάς σου
πάνω από βουλιαγμένες θάλασσες του πόνου,
ήπια λάμψη ολόγοργη
που βγάνει ανθούς και κρίνα
κάτωθε και πλησίον του σταυρού.