Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Τέσσερις εικόνες / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Βρεγμένη ημέρα
με τα μαλλιά να στάζουν
κρύες σταγόνες.


'Εφυγε ο άνεμος
η φύση σιώπησε
μέρεψ' η πλάση.


Κυλάει γλυκά
νερό στο ποταμάκι
τραγούδι λέει


Στο μαξιλάρι
έγειρε κουρασμένη
η μέρα πάλι.

Αναχώρηση / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου

φεύγει η βροχή.
Σ' αλαργηνό ταξίδι
παίρνει τις σκέψεις. 

Ο Γκρηγκόρυ



Το χέρι μου ίδρωσε γύρω στο πιστόλι. Η κυκλική αφή της σκαντάλης μού ’σκαβε το δάχτυλο.
Αντίκρυ ο Γκρηγκόρυ έτρεμε. Ολάκερος παρακαλούσε: «Μη!» Μόνο το στόμα του δεν μίλαγε. Τα χείλια του κλειστά. Στη θέση του θα τα ’νοιγα, θα βλαστημούσα, θα ’βριζα. Οι άντρες γύρω παρακολουθούσαν...
Ψες, στη λιγόλεπτή μας σύναξη, είχανε πει τη γνώμη τους: «Ναι, είναι λυπηρό, αλλά...» Η διαταγή ήταν ρητή: «Ευθύς ώς αγγελθεί ο απαγχονισμός του ημετέρου Αντωνίου, ο όμηρος Γκρηγκόρυ θα εκτελεσθεί, ο δε
νεκρός του, εν στολή, θα κρεμασθεί επί πασσάλου...» και λοιπά. Δεν ήτανε η πρώτη μου φορά, σ’ αυτό τον κλεφτοπόλεμο, που θα  εκτελούσα έναν όμηρο. Είχα αποκτήσει πείρα και ο τομεάρχης μού ανέθετε συχνά αυτές τις υποθέσεις. Η περίπτωση «Γκρηγκόρυ» ήτανε η πέμπτη. Μετά την πρώτη εκτέλεση, θυμάμαι, έκανα εμετό. Τη δεύτερη, μ’ έπιασε αναγούλα κι ένας πονοκέφαλος που κράτησε ώρες. Την τρίτη ήπια μια μπουκάλα ρούμι. Την τέταρτη δυο ποτηράκια μπύρα. Το ’ριξα στο καλαμπούρι: «Κακό ξόδι θα ’χει ετούτος με τα γουρλωμένα μάτια...» Σήμερα, που να πάρει, ήταν ν’ ανακαλύψω πως δεν είχα ολότελα
αγριέψει; Κι αυτό στην πιο ακατάλληλη στιγμή, μου χάλαγε το κέφι να κάνω το καθήκον μου.
Γιατί αυτός εδώ ο Γκρηγκόρυ είναι τόσο μίζερος κι ασήμαντος,
μια στάλα πράμα, πανάθεμά τον. Αφού και σήμερα ακόμα, το πρωί, μόλο που τ’ άκουσε στο ραδιοφωνάκι πως ο Αντωνίου εκτελέστηκε, ήτανε βέβαιος πως θα του χαρίζαμε, λέει, τη ζωή γιατί για μήνες τρωγοπίναμε αντάμα..

«Όσοι τρώνε», λέει, «απ’ την ίδια καραβάνα και πίνουν απ’ το ίδιο παγούρι, ο κόσμος να χαλάσει μένουν φίλοι». Κι άλλα παρόμοια... Πως ήταν αγαθούλης το ’χαμε μυριστεί από την πρώτη κιόλας μέρα που μας τόνε πακέταρε το αρχηγείο σαν όμηρο. Ο φιλαράκος που τον φύλαγε ήτανε σουρωμένος για καλά κι αποκοιμήθηκε. Εμείς οι άλλοι είμασταν σ’ αποστολή. Όταν γυρίσαμε, ο Γκρηγκόρυ κάθονταν αντίκρυ στον κοιμισμένο αντάρτη και ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. «Γιατί βρε Γρηγόρη δεν το ’σκασες;» ρωτήξαμε καλαμπουρίζοντας αργότερα. «Πού να πας μ’ αυτή την παγωνιά; Καλά είμαι δω».
Άρχισε η καζούρα «Πράγματι! Το περιβάλλον μας εδώ είναι μαγεία...» «Δεν ειν’ άσκημα. Οι δικοί μας οι στρατώνες είναι κόσκινο. Βάζουν από παντού...» Ρωτούσαμε συχνά για το κορίτσι του. Χαμογελούσε.
«Η Μαρία είναι φίνος άνθρωπος» μας έλεγε. «Πριν τήνε πάρω ήταν αρρεβωνιασμένη μ’ ένα παλιοτόμαρο. Την είχε παρατήσει για μιαν άλλη. Ύστερα απ’ αυτό κανένας στο χωριό δεν έλεγε να τη
ζητήσει. Δεν χάνω ευκαιρία. Πως ήτανε δεύτερο χέρι; Κουταμάρες! Χωριάτικες ιδέες φίλε μου... Ήταν όμορφη, καλόψυχη. Τι άλλο να ’θελα; Κάθε φορά που πέρναγα απ’ το μποστάνι της δεν με φόρτωνε
πεπόνια, αγγούρια; Κλέβω το λοιπόν κάμποσα ζαρζαβατικά και τα λοιπά, της τα πηγαίνω. «Μαρία, από τώρα θα σε φροντίζω εγώ!»Την πήρανε τα κλάματα. Και μένα. Άσε που έκτοτε με τάραξε στη
ζήλεια... Δεν μ’ άφηνε ούτε στης μάνας μου να πάω. Ώς τη μέρα που επιστρατεύτηκα δεν μ’ άφησε να ξεκολλήσω απ’ τα φουστάνια της. Άλλο που δεν ήθελα εννοείται...» Τις ιστορίες του τις διηγόταν με τα ίδια λόγια πάντα, πάντα με τις ίδιες στερεότυπες χειρονομίες. Τελειώνοντας γελούσε κι έχωνε τον λαιμό του παγουριού στο στόμα. Είχε δε μια γλώσσα!... Αμ’ αρχινούσε τελειωμό δεν είχε. Ακούγαμε, χαζογελούσαμε,
καλαμπουρίζαμε. Μόνο καμιά φορά, καθώς μας έλεγε τα οικογενειακά του, σοβαρεύαμε: «Ώστε κι ελόγου τους, στον τόπο τους, τις ίδιες σκοτούρες;! Δες μωρέ!»
Ο Γκρηγκόρυ, εκτός από τη φλυαρία, είχε κι άλλα προσόντα.
Ήταν θαυμάσιος μάγερας. Μια φορά μας έφτιαξε κάτι μηλόπιτες,
γλείφαμε τα δάχτυλα. Τα κατάφερνε και στο βελόνι. Όλα μας τα
κουμπιά αυτός μας τα ’ραβε. Μπάλωνε τα ρούχα, μάνταρε τις
κάλτσες, μας σιδέρωνε, μας έπλενε... Το κάνει, διάολε, η ψυχή σου να σκοτώσεις τέτοιο φίλο;
Μπορεί να λεγόταν Γκρηγκόρυ, μπορεί οι δικοί του να κρεμάσαν τον δικό μας, μπορεί ν’ αφήσαμε γυναίκα και κουτσούβελα για να τους πολεμήσουμε, μα πώς να το κάνουμε; Ήτανε φίλος μας, μας
αγαπούσε! Τις προάλλες δεν είχε σκοτώσει με το χέρι ένα σκορπιό που ανέβηκε στο σβέρκο μου; Μπορούσε κάλλιστα να τον αφήσει να με ’ξαποστείλει.
«Ευχαριστώ, Γρηγόρη!»
«Τον Θεό που μ’ έπλασε...»
Ψες η διαταγή μάς ήρθε κεραμίδα. Να εκτελεστεί, λέει, ο Γκρηγκόρυ και να κρεμαστεί, εν στολή, σε τηλεγραφόξυλο για παραδειγματισμό.
Κατεβήκαμε όλοι στο κρησφύγετο. Εκείνον τόνε στείλαμε απάνω να μας πλύνει κάτι εσώρουχα.
«Δεν είναι δίκιο...»
«Τι ’ναι δίκιο;»
«Το καθήκον!»
«Σκατά!»
«Σαν τολμάς μην το κάνεις. Θα σε δικάσουν ερήμην και μετά...,
ωρεβουάρ!»
Αυτό να μου πείτε! Δίκιο είναι να σώζεις το πετσί σου. Αυτό μάλιστα, πιάνει! Ή το μάτι σου ή το μάτι του. Το δικό του βέβαια κι ας είναι ο Γκρηγκόρυ που τρώγατε απ’ το ίδιο πιάτο και σου
ξεβρομίζει τώρα τα λερωμένα σου. Τι να γίνει; Αυτά έχουν οι «αγώνες». Είδαμε και χειρότερα. Ορίσαμε την ώρα. Για τώρα. Δεν του ’παμε τίποτα σα γύρισε απ’ τη μπουγάδα. Κοιμήθηκε ήσυχα. Ροχάλισε για τελευταία φορά. Το πρωί, άκουσε τα νέα στο
ραδιόφωνο, μας είδε σκεφτικούς και σώπασε.
Στάθηκε και μας κοίταγε κι ακόμα μας κοιτά, αποβλακωμένος.
Τώρα θα πατήσω τη σκαντάλη, μια μικρούλα σφαίρα θα σκίσει
τη ρώγα του βυζιού του, τη νύχτα μπορεί να μην κοιμηθώ, μα το
πρωί θα ξυπνήσω...
Ο Γκρηγκόρυ ψιλιάζεται τι σκέφτομαι. Απλώνει το χέρι, ρωτά:
«Αστειεύεις, φίλε! Δεν αστειεύεις;»
Τον γάιδαρο! Του αξίζει ή δεν του αξίζει να τον ξεκοιλιάσεις; Αυτό διάλεξες μωρέ να ρωτήξεις τέτοια ώρα; Αυτό απ’ όλα; Εδώ η καρδιά είναι μπαρούτι κι αυτός ρωτάει αν κάνουμε αστεία! Κάνει κανείς αστεία με τέτοια πράγματα βρε ζώον; Και του λόγου σου, σα φίλος, γιατί δεν βοηθάς, να μας διευκολύνεις, έτσι λιγουλάκι;
Να σε ξεφορτωθούμε με πιο λίγες τύψεις; Αν αγρίευες, αν έβριζες
Χριστούς και Παναγίες, αν προσπαθούσες να το σκάσεις, θα ’ταν
ευκολότερο για όλους. Και για σένα!
Ενώ τώρα; Τώρα, κύριε Γκρηγκόρυ, θα πληρώσεις μαζεμένες τις βλακείες σου: γιατί δεν έφυγες τη μέρα που κοιμήθηκε ο φρουρός· γιατί δεν το ’σκασες χτες βράδι που σε στείλαμε ολομόναχο για πλύση
απάνω, επί σκοπού το κάναμε βρε χάννο γιατί δεν μ’ άφησες να πάω απ’ το κεντρί.
Λοιπόν, μην έχουμε παράπονα. Το κρίμα στο λαιμό σου...
Ε! ε!... Τι τρέχει τώρα;
Ο Γκρηγκόρυ κλαίει... Τα δάκρυα ξεχειλίζουν, τρεχολογούν οι μύτες, κατεβαίνουν στα φρεσκοξουρισμένα μάγουλα. Γυρνάει το πρόσωπο, το μέτωπο στον τοίχο. Η ράχη του χοροπηδάει απ’ τους λυγμούς. Τώρα ’ναι η ώρα, η ευκαιρία. Τώρα που ξέρει πια πως δεν υπάρχει λύση άλλη και μας γυρνά την πλάτη.
Πιέζω τη σκαντάλη. Ένα τράνταγμα. Και δεύτερο. Αμέσως ύστερα η ράχη σταματάει το χοροπήδημα. Θαρρώ τον έχω αποτελειώσει... Ήταν εύκολο! Μα ξαφνικά ξεσπάει, τα χέρια του χτυπούν τον τοίχο, να
τον ρίξουν, λέει:
«Όχι, όχι, όχι...»
Γυρνώ στους άλλους. Περιμένω να μου γνέψουν: «Φτάνει!»
Νεύουνε: «Τι κάθεσαι μωρέ;»
Ξαναπατάω τον δράκο
Η σφαίρα τόνε βρίσκει στο σβέρκο. Το αίμα τινάζεται. Ο Γκρηγκόρυ γυρνάει, τα μάτια του κόκκινα. Ορμάει κατά πάνω μου, βαράει παντού, όπου βρει, στα τυφλά.

«Σας μισώ, σας μισώ...»
Άδειασα το πιστόλι. Έπεσε κι άρπαξε τις κνήμες μου. Σα να’θελε να κρατηθεί. Ξεψύχησε μ’ ένα σπασμό, το στόμα, τα ρουθούνια του γιομάτα αίμα. Ίδια κι οι αρβύλες μου κι οι κάλτσες μου.
Μείναμε ασάλευτοι να τον κοιτάμε. Όταν συνήλθαμε σκύψαμε απάνω του, να τον σηκώσουμε. Τα
χέρια του είχανε ξυλιάσει, δεν ξεκολλούσανε απ’ τα ποδάρια μου. Τα ’χω ακόμα τα σημάδια... Κόκκινα και βαθιά, σάμπως να τα ’σκαψε μαχαίρι.
«Να τόνε ντύσουμε; Κι άντε μετά να βρίσκεις στύλο», γκρίνιασαν οι άντρες.
Γύρισα και τους κοίταξα.
«Κιοτήδες!» Χαμηλώσανε τα μάτια. Σώπασαν.
«Λοιπόν;»
«........»
«Σκάφτε τον τάφο».
Ούτε την άλλη μέρα, ούτε την παράλλη, ούτε καμιά φορά το αρχηγείο δεν μας ζήτησε αναφορά. Ήτανε σίγουροι οι κύριοι πως είχαμε συμμορφωθεί και τον κρεμάσαμε στον πάσσαλο, εν στολή...
Ούτε και γνοιάστηκαν να μάθουν τι ’χε απογίνει τέλος πάντωνο όμηρος Γκρηγκόρυ: Πέθανε ή ζει;

"Εν παρενθέσει..." (απόσπασμα)

α:

Μες στη φωτιά
(δεν αγαπάνε, βλέπετε, αυτά!)
τη ζηλευτή τους ζούνε ειρήνη τα ορυχτά

Απ'τα φυτά κι απάνω αργά, οκνά
η σκάλα της αγάπης αρχινά
κι όλο ανεβαίνει:

Χρώμα
             Πείνα
                       Λόγος
                                   Κι ένας Πόνος
που όλο και βαθαίνει

Τα μάτια των ανθρώπων καίνε προς τα μέσα
στην αφανέρωτη μεριά η φλόγα ασθμαίνει

(Την πείνα της αγάπης ο Γολγοθάς χορταίνει).



γ:

Σε μια στιγμής αγάπης
εγνώρισα το βάρος της αγάπης
φόρεσα το χρυσόμαλλο πανάρχαιο δέρας

(Οι καρδιές μας παραδείσια απόμωρα πουλιά
που τα φτερά τους τόσο επλούμισαν
που πια δεν τα σηκώνει ο αέρας).



ζ:

Τι όμορφη που έγινες
μεμιάς
ασάλευτη, γυμνή, μπροστά μου
σιωπηλή
σαν αίνιγμα μαρμαρωμένο
εμπρός στη λύση του

Ωσανά!

(Αργότερα
σαν ντύθηκες και μίλησες ξανά
Ξύπνησα απ'τις πλάνες του αμύητου).



ιε:

Έρωτα του λοιπού, καλή μου,
το χειμώνα, μόνο καταχείμωνα,
συγκεκριμένα
στ' αφόρητο κρύο
και τα καλοριφέρ όλα σβησμένα

(Στο ντάλα καλοκαίρι πώς να κρύψει
κανείς τα κροταλίσματα οδόντων και την ψύξη;)

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ψηντρή βασιλικιά μου

Ψηντρή βασιλικιά μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου

Έβκα στο παραθύρι κόρη το γυάλλενον
να δω το πρόσωπό σου το σιμιγδάλενον

Στην σκάλα που ξεββαίννεις να ξέββαιννα κι εγιώ
σκαλίν και σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ

Τέσσερα τζιαι τέσσερα

Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.


Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.


Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.


Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.


Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.


Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.


Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.


Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.


Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,


να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δε θα τον ξαναδεί.

Γιασεμί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου

Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!

Αγάπησά την `πού καρκιάς

Αγάπησά την `πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την


Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς


Αγάπησά την `πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά `που το στενόν της


Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς


"Αγάπησά την που καρκιάς, τζι είχα το για καμάριν,
μα τζείνη περιπαίζει με, που να την δω κουβάριν!"


Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δώσ’ μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς

σας δίνει το ελεύθερο / Παναγιώτου Ευτυχία

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.

κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.

με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.



και πυροβολούν αλύπητα.

κανείς δεν με βρίσκει.


εστιάζουν σε ό,τι λέγεται

—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—

και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.


εγώ όμως ζω

— χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.


σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.

για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα 

ό,τι αξίζει.


κάπως έτσι αναπνέω.

πώς να το πω απλά;


μέσα στον κόσμο χάνεις

μόνο νύχτες.

Πώς μίλησε ένα παιδί πριν πολλά χρόνια / Μηχανικός Παντελής


Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.
Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε
τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.

Το βάπτισμα / Μούζουρου- Νεοφύτου Ανδρούλα

Το μικρό μου ξαδελφάκι,
να το εδώ με τη νονά,
ήλθε χριστιανό να γίνει,
χριστιανό να κοινωνά.
Στη γεμάτη κολυμβήθρα
το βουτάει ο παπάς,
τρεις φορές Άγια Τριάδα
τ’ ονομάζει χαρωπά.
Και το χρίει μ’άγιο μύρο
πα στο μέτωπο απαλά
κι η μικρή του λαμπαδίτσα
σαν Χριστούλης μας γελά.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Η Ορμήθκεια στα παλιά Γρόνια / Ζήνωνος Παναγιώτης



Ορμήθκεια είσιες στα παλιά, τη γην σου φυτεμένη,
ποικίλα δέντρα καρπερά, τζιαι δάση στολισμένη.


Που εν τα γρόνια τα παλιά, Ορμήθκεια που μυρίζαν;
πορτοκαλιές τζιαι λεμεονιές μες τον τζιαιρόν π’ ανθίζαν;


Τωρά εμείναν άποτα, γιατ’ εν έσιει νερά
ρωστούσιν, ξερανίσκουσιν, τζιαι φκάλλουν τα δεντρά.


Ήσουν Ορμήθκεια ξακουστή, στα ρόθκια που γιορκούσες,
μα τζιαι στες ρέντες που φκάλλες, τον κόσμον σου τζιαι ζούσες.


Ήσουν το ομορφότερον, χωρκόν των περιχώρων,
γιατ’ είσιες ολοπράσινον της γης σου κάθε χώρον.


Θωρούν σε τζιαι λυπούνται σε, τζι οι ξένοι τζι οι δικοί σου,
που ήτουν που κατάντισεν; η ομορφκιά της γης σου;

Δημητρός Μ. Δημητριάδης(1892-1964)

Ο Δημητρός Μ. Δημητριάδης(Λεμεσός, 1892-1964) φοίτησε μέχρι την τέταρτη τάξη του Γυμνασίου και ακολούθως εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος και κατόπιν ως διευθυντής και εκδότης εφημερίδων.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή ( Βήματα στη χλόη , 1923) έφερνε, στον απόηχο των κυρίαρχων ρευμάτων και τάσεων της δεκαετίας του 1920, μια λεπτή λυρική νότα. Στη συνέχεια, όμως, το κλίμα της ποίησής του αλλάζει (Εμείς κι οι άλλοι , 1942) και κυριαρχεί η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων, ενώ παράλληλα υιοθετείται ο ελευθερωμένος ή/ και ο ελεύθερος στίχος. Εκτός από την πρωτότυπη ποιητική και θεατρική του δημιουργία, αξιοσημείωτο είναι και το μεταφραστικό του έργο (Τζ. Κητς, Ε. Α. Πόε, Ου. Ουίτμαν, Μ. Γκόρκι κ.ά.)

Άνοιξη / Δημητριάδης Μ. Δημητρός

Κάμποι πρασινοσκέπαστοι, λουλουδισμένοι κάμποι,
με τ’ άνθια τα μυριόχρωμα και το πυκνό χορτάρι,
με το χρυσό το λιόφωτο, το ευωδιαστό θυμάρι,
και τη δροσιά την πρωινή που ίδιο ασήμι λάμπει.
Πουλιά με τα χαρούμενα τραγούδια σας που λέτε

πάνω στα κλώνια των δεντρών, την ώρα που πετάτε,
λεύκες που ονειρεύεστε, πλατάνια που γελάτε,
πεύκα σιγαλομίλητα, ιτιές που όλο κλαίτε.
Ευτυχισμένοι άνθρωποι που γοργοπερπατείτε
με πρόσωπα ζωγραφιστά με της χαράς τις χάρες


όλα στον ίδιο τον σκοπό αρμονικά λαλείτε,
και μιας ζωής καλόχυμης φέρνετε το σημάδι
που την ξαναζωντάνεψαν χιλιόζωες λαχτάρες
και ξανανιώνει μέσα της κάθε παλιό ρημάδι.