Και μή μου άπτου
Έλεγε η φωνή
Θρηνώντας το γλυκύτατό της έαρ
Μην το αγγίσετε εσείς που το φιλήσατε
Το σκοτεινό ανοίγοντας
Στο μέτωπό του φρέαρ
Αφήστε να κολλάει ανεξίκακο
Το αυτί των αλλοφύλων το κομμένο
Με βάγια να περάσει τ’ αεράκι του
Ώς την συκομορέα του Ζακχαίου
Με τις ουρές χελιδονιών
Ψαλίδισε τον θάνατο
Με χαίρε απ’ τις λαύρες τις αγίες
Το σώμα του ὁ Μαχαιράς το μύρανε
Των ορεινών του Ευαγόρα βαφτιστήρι
Έαρ γλυκύ μου, έκλαιγε η φωνή
Από Αλέξανδρο σ’ Αλέξανδρο αγιασμένο
Το κάλλος σου αβασίλευτο
Χαρτί και καλαμάρι ιστορημένο
Με τα καρφιά στα χέρια της
Τραβούσε από τις ίνες της
Κι έραβε το πλευρό το λογχισμένο
Ό,τι πονούσε κι έσφαζε
Αλάλητο το κράταγε
Για να λιπαίνει
Μες στα δόντια αλεσμένο
Σ’ άλλη πλευρά ηλιόλουστη
Το νήπιο που ετοίμαζε
Έρωτα σ’ επιτάφιο ανθισμένο
Και μή μου άπτου ολόλευκη
Δραπέτευε η φωνή
Στους Εμμαούς να κόψει το ψωμί της
Και στα παλιά λημέρια της
Να βρει την αντοχή της
Γκιώνης τις νύχτες έκλαιγε
Μα η αυγή την εύρισκε με κυλισμένο λίθο
Να; μπαίνει στα φυλλώματα
Κι αθέατη κι απότακτη
Του άλλου έαρος πουλί
Να ετοιμάζει ήχο.