Σου πήρανε το δρόμο σου,
παππού! Πενήντα χρόνια
είν’ αρκετή, στον τόπο
μας, αθανασία για σε
και τ’ όνομά σου. Μη
κανείς θα ζήσει κιόλας αιώνια;
Κι ο που τιμήθηκε σα
θεός κι εκείνος π’ άγιασε,
όταν θα ξεψυχήσ’ η γη,
σαν το ’παθε η σελήνη,
ό,τι όνομα κι αν έχουνε,
θα ξεχαστούν κι εκείνοι.
Δε θα θυμώσω, γέροντα.
Και πώς, μες στην καρδιά μου,
που ζουν τα χαμογέλια
σου, μπορεί ν’ ανάψει οργή;
Μα με την ηρεμότατη και
σίγουρη μιλιά σου,
χαϊδεύοντας τη φόρμιγγα
που πήρ’ απ’ τον Ερμή,
μορφή πως ήσουνα, θα
ειπώ, με πνεύμα ταιριασμένη
από τις πιο εκλεκτές που
φάνηκαν στην οικουμένη.
Γιατρός, τον άρρωστο
έβλεπες με μάνας τρυφεράδα
κι αν η Επιστήμη πάσκιζε
σαν άγνωρο παιδί,
της λέξης σου η λεπτή
ευωδιά και του ματιού η γλυκάδα,
στη μητρική, τον
άρρωστο, κρατούσανε τη γη.
Κι αν ήτανε φτωχός
κανείς, η πείνα μη σ’ τον πάρει
φεύγοντας, του άφηνες
λεπτά, κάτ’ απ’ το μαξιλάρι.
Φίλος κι εφαρμοστής, στη
ζωή, του ελληνικού του λόγου,
περπάταγες σκορπίζοντας
και γνώση σου και βιος.
Κι εχθρός μονάχ’
αλύγιστος του μίσους και του ψόγου,
σε σύμβολα έκλεινες απλά
το εσώτερό σου φως.
“Γεμώννω το τσιμπούκιμ
μου καπνόν που το πουντζίμ μου,
πυρκολοώ τζ’ αφταίννω
το, λαμπρόν που το φλαντζίμ μου”.
Δίστιχο τέτοιο να
χαρούν, πολλοί δε θα μπορούσαν.
Μα ο παπουτσής που σ’
άκουγε σαν το ’λεες κι ο ψαράς
γροικούσαν κάτι
αφάνταστο και σου χαμογελούσαν,
κομμάτια της παγκοσμικής
αγάπης και χαράς.
Απλός και υπέροχος
ανάθρεφες μια κοινωνία
που με τις πλέον
ευγενικές την έβαλ’ η ιστορία.
Σου πήρανε το δρόμο σου,
παππού! Πικρό λιγάκι.
Μ’ αν ευνοϊκό πετύχει το
τραγούδι μου καιρό,
αυτό θε να ’ναι το δικό
σου, ω γέροντα, σοκάκι,
δικό σου κι απαράγραφτο,
σαν τέμενος ιερό.
Κι εδώ, κάτι περσότερο
οι διαβάτες θα γνωρίσουν,
πώς ελεγόσουν και μαζί,
στον τόπο μας, ποιός ήσουν!