Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Η Ι. Π. του Μεσολογγίου τίμησε τον ποιητή Σωτήρη Π. Βαρνάβα






Παρουσιάστηκαν οι τέσσερις ποιητικές συλλογές του.

Μια ξεχωριστή ποιητική βραδιά πραγματοποιήθηκε στο Μεσολόγγι την  Τετάρτη 7.3.2018 στην Αίθουσα Συνεδριάσεων Διοικητηρίου, την οποία διοργάνωσαν ο Πολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Ι.Π Μεσολογγίου, το Πνευματικό Κέντρο Ι.Π. Μεσολογγίου και η Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία και στην οποία παρουσιάστηκαν οι 4 ποιητικές συλλογές του ποιητή Σωτήρη Π. Βαρνάβα, και συγκεκριμένα οι συλλογές του Ψήγματα Απείρου (2006), Ηχογράμματα (2008), Χρεόγραφο (2013) και Γράμματα Εμπράγματα (2015) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Ο κ. Λάμπρος Μπίσσας, Προέδρος του Πολιτιστικού Λαογραφικού Συλλόγου Ι.Π. Μεσολογγίου, χαιρέτισε την εκδήλωση,  ενώ το συντονισμό της είχε ο καθηγητής κ. Παναγιώτης Κοντός, Πρόεδρος της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας.
Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο κ. Σωκράτης Λ. Σκαρτσής (ποιητής, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών), η κ. Χρυσούλα Σπυρέλη (Διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας, σχολική σύμβουλος), ο κ. Δημήτρης Δραγγανάς (φιλόλογος, έφορος Βαλβείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης), ο κ. Θανάσης Αγάθος (Επικ. Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τμήμα Φιλόλογίας Εθνικού Καποδοστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών) και η κ. Χρύσα Γραβάνη-Λύρου (δικηγόρος, υποψήφια Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου).
Την ποιητική βραδιά παρακολούθησαν ο κ. Νίκος Μπαλαμπάνης, Αντιπεριφερειάρχης, ο κ. Πάνος Παπαδόπουλος, Πρόεδρος του Νομαρχιακού Νοσοκομείου, ο κ. Σπύρος Διαμαντόπουλος, Δημοτικός Σύμβουλος, η κ. Διονυσία Σαμαντά, Πρόεδρος του εργαστηρίου «Παναγία Ελεούσα», η κ. Έλενα Ζαβιτσανάκη, Γραμματέας του Δ.Σ. της Βυρωνικής Εταιρείας, η κ. Τιμόκλεια Ντάνου, εκπρόσωπος του Πνευματικού Κέντρου, ο κ. Ανδρέας Χαρματζής, Διευθυντής του Δημητρούκειου Ειδικού Δημοτικού Σχολείου Μεσολογγίου, ο κ Επαμεινώνδας Λύρος, εκπρόσωπος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Αιτωλοακαρνανίας και η κ. Μαρία Καψάλη, Διευθύντρια του 5ου Δημοτικού Σχολείου Μεσολογγίου, καθώς και πλήθος κόσμου.
Το πάντρεμα των απαγγελιών των εξαιρετικών ποιημάτων από τους ομιλητές της εκδήλωσης και τον ίδιο τον ποιητή με τις εμβριθείς αναλύσεις του έργου του δημιούργησαν μια ζεστή και γεμάτη συγκίνηση βραδιά για όλους τους παρευρισκόμενους.
Μετά από μια συνοπτική εισήγηση του Σωκράτη Σκαρτσή για την ποίηση του Σωτήρη Βαρνάβα τονίζοντας την αυθεντικότητα  που τη διακρίνει, πήρε το λόγο η κ. Χρυσούλα Σπυρέλη. Κεντρικός άξονας της ομιλίας της, ήταν «οι αγαπημένοι χώροι του ποιητή, οι εσωτερικοί  και οι εξωτερικοί, οι  φανταστικοί αλλά και οι αναγνωρίσιμοι, όπως εμφανίζονται  στα σύντομα αλλά και στα εκτενέστερα και αφηγηματικού τύπου ποιήματα των συλλογών  Ψήγματα Απείρου και Ηχογράμματα.  Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στον τρόπο που ο Σ. Βαρνάβας αποτυπώνει στην ποίησή του το σπίτι, το οποίο είναι για τον άνθρωπο ο μόνος σταθερός προστατευτικός χώρος ή αλλιώς η «δική του γωνιά» μέσα στον άξενο κόσμο. 
 Διάβασε το  ποίημα «Ελεγεία σε λα Ελάσσονα» (σελ. 12) και τόνισε ότι  «Το σπίτι του Βαρνάβα προβάλλει με τη διάσταση της σεφερικής ποιητικής εικόνας («Το σπίτι κοντά στη θάλασσα») πρόκειται, δηλαδή,  για την αφηγηματική του νόστου ενός εκπατρισμένου. Γενικότερα τα Ηχογράμματα αποτυπώνουν το υπέδαφος της προσωπικής και συλλογικής περιπέτειας, ανιχνεύουν ενταφιασμένα θραύσματα του λίκνου μας ή τις παλμικές κινήσεις των αγαπημένων μας φωνών».
Ακολούθησε στο βήμα ο κ. Δημήτρης Δραγγανάς ο οποίος , εκτός από τις εξαιρετικές απαγγελίες ποιημάτων από το βιβλίο του κ Σωτήρη Βαρνάβα «Χρεόγραφο» μεταξύ άλλων είπε:
«Η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. O. Ελύτης.» Η ποίηση συνιστά τεκμήριο της ανθρώπινης πνευματικότητας που αποτελεί τη  βάση του πολιτισμού μας. Γι αυτό, σε κάθε εποχή έχουμε ανάγκη τους ποιητές, τους ανθρώπους που επιμένουν να φτιάξουν τη δική τους γλώσσα προκειμένου να εκφράσουν τις πιο λεπτές αποχρώσεις των σκέψεων και των συναισθημάτων τους. Η φωνή του ποιητή Σωτήρη Βαρνάβα, σεμνή κι αληθινή, μας εμπιστεύεται αποθησαυρίσματα από τη διαδρομή του στη ζωή, υποστηρίζοντας μια άλλη ποιότητα που φωτίζει αλλιώς τη ζωή. Επίμονες οι αναμνήσεις, εγκατεστημένες πεισματικά, διεκδικούν τη θέση τους μέσα μας (στενός κορσές οι αναμνήσεις μπερδεύονται στις λέξεις σου).Από την άλλη, μορφές ιερές όπως της μητέρας, ανεξίτηλες μέσα στο χρόνο συντηρούν με την παρουσία τους πολύτιμα συναισθήματα,(και στα λευκά σεντόνια που ύφαινε διαβάζω διαδρομές) Επίσης, το αίσθημα του χρέους αναδύεται). συμπαγές επιβάλλοντας την αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητά του (ξερίζωσα μια πέτρα από τη γη πήρα χαλκό από βαθιά και χάραξα την οφειλή Το έργο του Σωτήρη Βαρνάβα επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ότι οι ποιητές είναι οι πιο δυνατές συνειδήσεις που κρατάνε ψηλά τη σημαία της ψυχής, άγρυπνοι θεματοφύλακες του μυστηρίου της ζωής «.
Ο  κ. Θανάσης Αγάθος παρουσίασε την ποιητική συλλογή του Σωτήρη Π. Βαρνάβα «Γράμματα Εμπράγματα» όπου μεταξύ άλλων τόνισε:
«Η ποιητική συλλογή του Σωτήρη Π. Βαρνάβα Γράμματα Εμπράγματα απαρτίζεται από 45 σύντομα ποιήματα και βρίσκεται σε ένα πλαίσιο διαλόγου με τις τρεις προηγούμενες συλλογές του (Ψήγματα απείρου, 2006· Ηχογράμματα, 2008·Χρεόγραφο, 2013), καθώς αποτελεί μια ελεγεία για τα ταπεινά πράγματα της καθημερινότητας, τη μνήμη, τους προγόνους, τις ρίζες, τη χαμένη πατρίδα ,αλλά και έναν φόρο τιμής στην ποίηση και στους ποιητές. Τα ποιήματα είναι γεμάτα από εικόνες που ανακαλούν μονάκριβες αναμνήσεις άλλων εποχών: η γενέθλια γη, τα χωράφια, ο στάβλος, η κληματαριά, η θημωνιά, το πατρικό σπίτι συνιστούν τόπους μνήμης φορτισμένους και πολύτιμους. Οι λατρεμένοι νεκροί της οικογένειας ξαναζωντανεύουν μέσα από την ποίηση και η απώλεια γίνεται λιγότερο οδυνηρή όταν φιλτράρεται από τις λέξεις».

Από την πλευρά της η  κ. Χρύσα Γραβάνη-Λύρου, παρουσιάζοντας  μια μικρή ανθολόγηση αποσπασμάτων από τα κείμενα που γράφτηκαν για το βιβλίο του Σωτήρη Βαρνάβα «Γράμματα Εμπράγματα » σημείωσε:
…..»Κάτι άλλο που μπορεί να διακρίνει κανείς στην ποίηση του Σωτήρη Βαρνάβα, είναι ότι αυτή  συνδιαλέγεται και με άλλες τέχνες όπως  η ζωγραφική . Σημειώνεται ότι τα εξώφυλλα των βιβλίων του, ‘Χρεόγραφο’ και ‘Γράμματα Εμπράγματα’ καθώς και αρκετά ποιήματα από τα βιβλία αυτά, φιλοτεχνήθηκαν από το Χρόνη Μπότσογλου. Προβολές των σχεδίων αυτών προβλήθηκαν στην αρχή της εκδήλωσης. Τα σχέδια αυτά , όπως επισημαίνει ο Αλέξης Ζήρας , δεν συνοδεύουν απλώς τα ποιήματα. Έγιναν με αφορμή αυτά, έτσι ώστε να δημιουργούν έναν εμφανή διάλογο μαζί τους. Όπως παρατηρεί ο ίδιος κριτικός, οι διάλογοι γενικότερα, έχουν μια ιδιαίτερη σημασία στα ποιήματα  του Σωτήρη Βαρνάβα.  Ο ποιητής δημιουργεί  μια διακειμενική συνομιλία με Έλληνες και ξένους ομότεχνους του, που σκοπό έχει να αυξήσει τη δραστικότητα του κάθε αναφερόμενου ποιητικού λόγου. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τον διάλογο που ανέπτυξε με τη ζωγραφική του Χρόνη Μπότσογλου. Τα σχέδια όπως και τα ποιήματα μιλούν σχεδόν την ίδια γλώσσα! Ανακαλούν την αίσθηση της λαϊκής ζωής στην ύπαιθρο της Κύπρου στα προ της εισβολής χρόνια, αναδίδουν την αίσθηση του χοϊκού περιβάλλοντος, των απλών ανθρώπων, της πανίδας της νήσου, αίσθηση που απλώνει τις ρίζες της στον ιδιαίτερο τρόπο αναπαράστασης του βίου της οικογένειας του ποιητή. Προς επίρρωση μάλιστα αυτού του καρποφόρου πάρε δώσε ποίησης και ζωγραφικής, υπάρχει και το τεκμήριο ενός ποιήματος, του «Διάλογοι με τον Χρόνη Μπότσογλου» ), όπου ο Βαρνάβας αφηγείται μια επίσκεψη στο εργαστήρι του καλλιτέχνη «.

Παίρνοντας το λόγο ο ίδιος ο ποιητής είπε: «Και επειδή με την ποίηση αυτό που κάνουμε, είναι να συνεχίζουμε αυτό που ξεκίνησαν κάποιοι άλλοι, δηλαδή να καθαρίζουμε ένα μικρό μονοπάτι  ο καθένας μας  από αγκάθια και κοφτερά χαλίκια, ώστε να  γίνεται εφικτό  το πέρασμα της ελευθερίας, της αλήθειας και  της δικαιοσύνης,  θα ήθελα να τελειώσω με την ανάγνωση του ποιήματος μου «Η φωνή του Μεσολογγιού» από ιδιωτική μου συλλογή.» Η εκδήλωση έκλεισε με την ανάγνωση του ποιήματος αυτού από τον ποιητή. Δίνεται εδώ ένα μικρό απόσπασμα:
……Κι ο άνεμος με του ουρανού το νεύμα
πήρε το λόγο λέγοντας κι εκείνος
το δίκιο  τους πως  θα φυσάει
όσο τη γη φωτίζει το φεγγάρι
κι όσο ανατέλλει ο ήλιος την ανατολή

Κ ι ενόσω τα πράγματα
μιλούσαν στη ψυχή τους
κι από ψυχή ακουστά οι τύραννοι δεν έχουν
«Ελευθερία ή Θάνατος» ακούστηκε βαθιά
η φωνή του  Μεσολογγιού.

Την ακούω κάθε φορά
σαν ξεδιπλώνω  του κόσμου το χάρτη.



Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

TA Χασαμπούλια - Οι εκδικητές της Κύπρου

Το Σπίτι : Ποιητική Σύνθεση του Θεοδόση Νικολάου εκδοθείσα το έτος 2002

ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ: Ποιητική Συλλογή του Θεοδόση Νικολάου εκδοθείσα το έτος 1980

ΔΟΚΙΜΟΣ

Οι άλλοι γύρευαν τον ήλιο
Εκούσιοι αιχμάλωτοι της θαλπωρής του.
Αυτός αναζητούσε την ομίχλη
Και τη σκοτεινή της ελευθερία.
Έλεγε-
Αυτό το φως πού κατεβαίνει από ψηλά
Αυτό το φως που ποταμίζει προς το σκότος
Δεν είναι για μάς.
Είναι γι’ αυτούς
Πού κρατούν στο ένα χέρι
Το εκμηδενισμένο βάρος της Τροίας
Και στο άλλο
Το χαμόγελο το υγρό του Αστυάνακτα.
Είναι γι’ αυτούς που έχουν τελειώσει την προσευχή
Και είναι έτοιμοι πια για να πεθάνουν.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ένα ποτάμι κουρασμένο
Που έχασε το δρόμο του
Μες στους κορμούς των δέντρων
Και ξενυχτάει παγωμένο
Μες στο δάσος
Η ζωή τους.

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οί φλόγες της ρομφαίας κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα άγρυπνα
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Πού στιλβώνει ένα χάλκινο σκεύος.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Το χαμόγελο τούτο είναι οικείο
Το γνωρίζω
Το χαμόγελο τούτο είναι το δικό μας χαμόγελο.
Λησμονημένο σε συντρίμματα ήμερων
Εγκαταλελειμμένο σε κάποια αγορά, κάποιες πλατείες
Μέσα σε τόση πάλη για να φτάσουμε ως εδώ.
Σε τόσους συμβιβασμούς τόσες υποχωρήσεις
Για να μπορέσουμε να χαμηλώσουμε τις κραυγές της μοίρας μας.
Το χαμόγελο τούτο είναι το δικό μας χαμόγελο
Κι επιστρέφει και πάλι σ’ εμάς
Ύστερα από μια περιπλάνηση
Αλλά γράφεται στο πρόσωπο του παιδιού.


H REBECCA JESSIE ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Ο κάτω κόσμος αν δεν έκλεβε
Για μια στιγμή μονάχα
Το φως του απάνω κόσμου
Αν δεν δανειζόταν την αυτοκρατορική χλαμύδα της νυχτός
Προ πάντων αν δεν άνθιζε εκείνο το χαμόγελο
Στα χείλη της αβύσσου
Δεν θ’ αντηχούσε με χαρά το πρώτο βήμα
Μέσα στις κάμαρες
Όπου το σκότος το πικρό
Μετρά το Χρόνο.

Εικόνες : Ποιητική Συλλογή του Θεοδόση Νικολάου εκδοθείσα το έτος1998

Από την Συλλογή αυτή το ποίημα :


ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Στον Φοίβο Σταυρίδη

Α

Γελούν όσοι δεν άκουσαν την ηχώ
Των σταθερών βημάτων. Μα ποιός θ’ ακούσει
Μέσα στην ταραχή και τις φωνές του κόσμου;
Ασθμαίνουμε για ν’ αυξήσουμε την αγάπη μας
Για ό,τι θηρεύει η αίσθηση κι αιχμαλωτίζει.
Και η ψυχή συντετριμμένη σαν κοχύλια πάνω στα λάφυρά μας,
Που η θάλασσα στο τέλος, με ακατάπαυστη κίνηση ελαφρύνει
Και στην άμμο εναποθέτει.
Ἢ το ενισχυμένο χέρι άλλες φορές
Με στρίψιμο επιδέξιο
Αποσπά μ’ ευκολία από το βράχο.
Είδα τον καπετάνιο να γελά
Με την πίπα του στο στόμα να καπνίζει
Ενώ το καράβι του βούλιαζε.
Γελούν ακόμα γιατί δεν έχουν κατεβεί
Σκαλί σκαλί τη σκάλα
Και δεν λεηλατήθηκε η ακοή τους
Από τα σκουριασμένα σιδερικά καθώς χτυπούσαν
Σε σιδερικά. Δεν έχουν ακούσει τα κλειδιά
Να γυρίζουν δυο και τρεις φορές στις κλειδαριές.
Κι εκείνες τις φωνές του πόνου να μαυρίζουν
Μέσα στις απέραντες κάμαρες το σκότος
Δεν άκουσαν.
Αν ξέραμε
Ίσως πάνω στα χείλη μας θ’ άνθιζε
Ένα πικρό μικρό χαμόγελο μονάχα
Όπως αυτό που βλέπεις στο πρόσωπο των αγαλμάτων
Γραμμένο από τους Έλληνες τεχνίτες
Τον καιρό που ερωτεύονταν τις πέτρες.

Β

Ο ήλιος ρίχνει τα μαλλιά του από ψηλά
Και οι πέτρες κοκκινίζουν από τις γλώσσες της φωτιάς·
Λιποθυμά το χόρτο και γέρνει μέσα στον καπνό.
Όμως αυτή την κώχη δεν την πιάνει.
Όπως ο σπουργίτης διατηρεί απόσταση ασφαλείας
Από το πλησίασμα παιδιού με το πέταγμά του
Έτσι οι έλικες στην άμιλλα τους προχωρούν
Και βρίσκουν τόπο για ν’ απλώσει τα φύλλα του το αμπέλι
Τόπο για τη στερεομετρία της ταξιανθίας
Και ύστερα δροσιά για τον καρπό
Στην αιώρα των ανέμων. |
Δροσιά ακόμα και για την οχιά
Όταν τυλίγεται επάνω του με φρόνηση.
Άλογα τρέχουν χρεμετίζοντας
Κι ανάμεσα τους το πιο ευγενικό και ωραίο
Το τριανταφυλλί άλογο διακρίνεις.
Τόσο ελαφρό
Ελευθερωμένο τώρα από το βάρος της σοφίας
Που λες δεν τρέχει αυτό
Αλλά πετά.

Γ

Η γνώση διδάσκει την ταπείνωση
Κρούοντας αθέατες χορδές
Και γεμίζοντας τον αιθέρα με ήχους
Που μήτε το ρεύμα που τρέχει,
Μήτε το φύλλο που ψιθυρίζει
Μήτε και το κρυφό αηδόνι
Έχει γνωρίσει.
Συλλαβίζουμε και τα χρόνια περνούν
Κι εμείς μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως
Δεν μπορούμε να πάμε στην άλλη σελίδα.
Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φωτός
Πρέπει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς να βάλουμε
Την ίδια ποσότητα του σκότους.
Έτσι για να χαρούμε τη χάρη της χορηγίας
Πρέπει τα δάκτυλά μας
Να ψηλαφήσουν το περίγραμμα της απουσίας της.
Αυτό το μάθημα
Είναι το μέγιστον μάθημα.

Δ

Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν’ αλλάζουν τις όψεις του προσώπου της.
Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερεκχειλίζει η αγάπη
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν’ αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.

Ε

Ιδού λοιπόν και η λίμνη.
Χωρίς επιθυμίες, χωρίς όνειρα
Για να ξυπνά τις μυστικές επιθυμίες
Και όνειρα παλαιά ν’ ανακαινίζει.
Η λίμνη αφήνει γύρω τα βουνά και το τοπίο
Να κατοικούν μες στα νερά της.
Ποιο είναι το είδωλο, και ποιο είναι το αντικείμενο
Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και ποιά η σκιά του;
Δεν μπορείς να πεις
Ούτε ακόμα και στη φωτογραφία
Που τη γυρίζεις πάνω κάτω μες στα χέρια σου.
Σύννεφο κυλά τριανταφυλλί
Ταράζει την επιφάνεια τού νερού
Κι ευθύς διαμελίζεται σ’ αμέτρητα πουλιά
Που κοιμούνται και ονειρεύονται ταξίδια,
Σκύβεις διψασμένος
Μα το νερό
Ξεφεύγει από τα δάχτυλα αλμυρό.
Όμως αυτή η ωραία μορφή που ενατενίζεις
Είναι το πρόσωπό σου
Που το βλέπεις τώρα μέσα στην ομορφιά του ουρανού
Και είναι ανάγκη να το αγαπήσεις
Για ν’ απαλείψεις έτσι τις ρυτίδες και τα σημάδια της φθοράς.
Γιατί και η λίμνη φεύγει με την αποδημία των πουλιών
Και απομένει μια λευκή έκταση
Που αστράφτει και τυφλώνει, την δράση.
Γι’ αυτό βύθισε το βλέμμα σου μέσα στο γαλάζιο
Καθώς ξεδιπλώνεται απαλό πάνω από την κεφαλή σου
Κι άφησε τούς υιούς των υποζυγίων
Συντρίβοντας τον καθρέφτη που σκληρύνεται
Να τρυγούν με υπομονή τον λευκό καρπό της.

Νικολάου Θεοδόσης (βιογραφία)

Γεννήθηκε στην Πάφο. Mεγάλωσε στην Aμμόχωστο όπου απεφοίτησε από το Eλληνικό Γυμνάσιο Aμμοχώστου. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Δούλεψε ως φιλόλογος και ως Λυκειάρχης στην Aμμόχωστο και Λάρνακα ως το 1990.
Eξέδωσε τα παρακάτω λογοτεχνικά έργα:
  • Pίζες στο χώμα, διηγήματα, Kύπρος 1958 
  • Παπαδιαμάντης, σύντομο σχεδίασμα βίου και θεωρίας του έργου του, Kύπρος 1961 
  • Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα, Eστία, Aθήνα 1966 
  • O ποιητής T.S. Eliot, Kύπρος 1969 
  • Πεπραγμένα, ποιήματα, Kύπρος 1980. (Kρατικό Bραβείο Ποίησης) 
  • H πνευματική φυσιογνωμία της Aμμοχώστου, 1983 
  • Eικόνες, ποιήματα, Kύπρος 1988 
  • Tο σπίτι, ποιητική σύνθεση, Nεφέλη, Aθήνα 2002
Aπεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 2004.

Έρωτας / Νικολάου Θεοδόσης


Ο έρωτας είναι ένα μαρτύριο κι ένας καημός που δεν αναπνέει
Πυρπολεί την ψυχή μας και τη γεμίζει με στάχτες.
Δέντρο που φλέγει και κατατρώγει την κόκκινη ομορφιά του
Μέσα στο καλοκαίρι.
Η νύχτα ξεφορτώνει την οδύνη της πάνω στο μέτωπό μας.
Ο ύπνος ετοιμάζει τραγικά προσωπεία που θα φορέσουν τα
όνειρα.
Μας ξεφεύγει ο σπάγκος
Κι ο χαρταετός μας
Άθυρμα στη συνομιλία των ανέμων.

Στα χέρια μας στάχτες, στο κορμί μας αιθάλη.
Κι όμως πρέπει ν’ αντέξουμε να δούμε το φεγγάρι.
Απόψε ο κύκλος του τριακοσίων εξήκοντα μοιρών.

Ένα ζευγάρι ερωτευμένων με το κεφάλι μέσα στο Γαλαξία
Εγκάθειρκτοι στη φυλακή των χεριών τους
Περιφρονούν τις στιγμές και μιλούν για αιώνες
Κι όμως η άλλη μέρα τούς τοποθετεί σε χωριστούς δρόμους.

Το φεγγάρι ανεβαίνει τις σκάλες τ’ ουρανού.
Ανάβει στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι.
Χορδίζει τα τριζόνια.
Θα μας σκεπάσει με σεντόνια
Που στάζουν αρμύρα και γαλάζιο
Και θ’ αγρυπνήσει στο στρώμα μας.

Το σπίτι (απόσπασμα) / Νικολάου Θεοδόσης


β΄

Το πότε χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.
Η χρονολογία στο υπέρθυρο φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.

Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του
Είναι στρώματα από κόκκαλο 
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα. 
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.

Οι άνεμοι και η θάλασσα 
Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού. 
Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης
Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα, 
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά
 τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων. 
Εδώ γεννήθηκα.

Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου* / Νικολάου Θεοδόσης



Μεγάλη η δόξα του Αρχιεπισκόπου της Κύπρου.
Φορεί σάκο σαν αυτοκράτορας
Κρατεί σκήπτρο σαν αυτοκράτορας
Και υπογράφει σαν αυτοκράτορας
Δια κινναβάρεως. 

Η φήμη του όμως δεν είναι μόνο Αρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου
Αλλά Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου.
Πρώτα το Νέας Ιουστινιανής
Που πολλές φορές παραλείπεται
Χάριν συντομίας 
Ή και από άγνοια.

Νέα Ιουστινιανή… Νέα Ιουστινιανή…
Πού είναι η παλιά και πού η νέα;
Μήτε παλιά υπάρχει, μήτε νέα.
Εκεί που ήταν, άλλες πολιτείες τώρα ζουν 
Με ξένα ονόματα και ξένους ανθρώπους,
Ή μονάχα το σίδερο αναταράζει τη μνήμη
Καθώς ανοίγει τα καινούρια αυλάκια.
Μνήμη που καίει χωρίς να καίγεται
Καημός που δεν δροσίζει. 

Νέα Ιουστινιανή…
Σκόλοπας* που ακατάπαυστα διατρυπά
Τις φτερούγες της αυτοκρατορικής δόξας
Ασήκωτη άγκυρα στην έπαρση.



* Η Νέα Ιουστινιανή ήταν πόλη στην Αρτάκη του Ελλή- σποντου, όπου όρισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ να μετοικήσουν Κύπριοι (691-699 μ.Χ.), κυρίως από την περιοχή της Κωνσταντίας (δηλ. της Σαλαμίνας), κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί στον τίτλο του Αρχιεπισκόπου η φράση «Νέας Ιουστινιανής»

Ρέα Κουμίδου - Ερέλ (μικρή αναφορά)

Η Ρέα Κουμίδου- Ερέλ γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε ψυχολογία στη Ελβετία. 

Ποιητικές Συλλογές:

  • Οδοιπορία
  • Παραμύθια: (1972)
  • Συμφιλίωση (Ιωλκός 1973)

Λοιπά: Ενα κορίτσι της ηλικίας μου : διήγημα μιας μαθήτριας (1974)

Ο ΓΛΥΠΤΗΣ / Κουμίδου - Ερέλ Ρέα

Φάσεις δύο: Τα μονομορφικά και τα διμορφικά του.
Μονομορφικά- επηρεασμός.
Αρχέτυπες μνήμες και μύθοι....
Κατακόρυφη δομή
σύμβολα χτισμένα το ένα πάνω από το άλλο- 
τοτεμικά
καταλήγουν σ΄ ένα μπούστο
Θυμίζοντας Σύβιλλα Παρσιφάη ένα Ορφέα.

Διμορφικά- φάση δεύτερη.
Σύνθεση - εξέλιξη-
δυο μορφές απαλλαγμένες
από περιγραφικά στοιχεία.
Στο χώρο στέκουν πατώντας σε σημεία τρία
στο άπειρο ελεύθερο αγκάλιασμα ερωτικό.

Ένα "prospectus" κομψότατο του 1970
μια βιογραφία πελώρια
ένας νέος άνθρωπος. 

Σκόρπιοι στίχοι / Κουμίδου - Ερέλ Ρέα

[..] Ξανοίγονταν με τα βαλιτσάκια τους
στα χέρια 
οι παραμορφωμένοι 
και γω χειρότερη τους θαύμαζα.

......


[...] Απ΄το παιχνίδι του ακόμα πιο μικρός

.....

[...] πως απόψε μπορώ να κοιμηθώ 
με τόσο βάρος χαράς;

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Η θέση του χρόνου: Ποιητική Συλλογή του Λίνου Ιωαννίδη,από τις εκδόσεις: Το Ροδακιό, 2014

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Τὸ κορμὶ συγκολλοῦσε τὰ βάρη του
ἔπεφταν ὅμως εἰκόνες
κατέρρεαν
οἱ κατακόρυφες δομὲς τοῦ προσώπου του
οἱ γοητευτικὲς μεταφράσεις τῶν ἰδεῶν του
Φωνὴ παρέσερνε τὰ λόγια
μετακινοῦσε τοὺς ἤχους
ν’ ἀλλάξουν θέση τ’ ἀντικείμενα
τὰ σύννεφα νὰ ρίξουν τὸ βάρος τους
σμήνη φτερῶν
ν’ ἀνθίζουν
στὴ νεότερη γῆ
νὰ φυτρώνουν
στὴν πικρότερη θάλασσα

**
ΔΕΝΤΡΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
Θυμοῦμαι
ἔμοιαζε νερὸ
ἔμοιαζε χρυσὸ
σκοῦρο ξανθὸ
κι ἀνάβλυζε τὸ χῶμα
καθαρὸ
κάτω στὰ πόδια της νὰ βγεῖ
τὸ μαῦρο δέντρο μὲ τὰ κρίνα
Θυμοῦμαι χωρὶς νὰ ξέρω
θά ’τανε γῆ
θά ’ταν πηγὴ
στεριὰ καὶ τώρα
θά ’χει στερέψει τὸ κορίτσι
**
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΩΝ ΚΡΙΝΩΝ
Εὐώδιαζε ὁ ὕπνος
ἄνθιζε
τὸ σύννεφο ὑγρὸ
ἄνοιγε
ἅπλωνε ἕνα σεντόνι
βρεγμένα κρίνα στὸ λαιμό της
Ἔσταζε τὸ σύννεφο
ὁ ὕπνος στὸ λαιμό της ἔγερνε
τὸ καλάθι μὲ τὰ κρίνα
ἔγερνε κι ἔσταζε
χρῶμα κι ἔφεγγε
χρῶμα βαθύλευκο βαθὺ
τὸ καθαρὸ τῆς μέρας