Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

1974 / Τέμβριου Αθηνά

 


Λήθη στους χειμώνες που περνούν
αν ζητά η καρδιά ή το παράπονο
πικρού καλοκαιριού ή ένα καράβι που αρχινά
ταξίδι στα βαθιά,
μα όλο κινά και πνίγεται
μαζί με ξένους ναυτικούς
σε ξένες θάλασσες.
Έρχεται ο χρόνος, γυρολόγος
κρυφά να εναγκαλίζεται
ώρες πικρού καλοκαιριού
και κυνηγούμε τ* όνειρο
τ’ όνειρο της λευτεριάς.
Πατρίδα πολυτάραχη το βιος
σου πάει και χάνεται.
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΛΥΚΟΦΩΣ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Το ταξίδι του ήλιου τελειώνει όπου να ’ναι ·
παρηγοριά ωστόσο το λυκόφως·
δίνει ανάσα, δίνει ελπίδα
ποιος ξέρει
ό,τι δεν πρόλαβες
έχεις ακόμα καιρό
υπάρχει το λυκόφως.
Ένα πολύτιμο δώρο του ήλιου
ένα χαμόγελο απ’ το χρόνο
μια καλησπέρα στη νύχτα
που αναπόφευκτα πλησιάζει.

ΑΓΩΝΙΑ ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Κι εσύ εκεί!
Ν’ αγναντεύεις το βαθύ πέλαγος
περισυλλέγοντας θρυμματισμένα αισθήματα
προσπαθώντας να συναρμολογήσεις
τα σκορπισμένα κομμάτια της ιστορίας
να ξανακτίσεις ομφάλιους λώρους
κι αετώματα σε ρημαγμένους Παρθενώνες.

Εκεί!
Να περιμένεις το καράβι να γυρίσει και πάλι
από κείνο το ταξίδι
των δυόμιση χιλιάδων χρόνων·
τόση αγωνία βυθισμένη στο όνειρο…

Φλεβάρης 2008

ΑΔΙΕΞΟΔΟ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Τα δάκρυα της
μιλούν όλες τις γλώσσες·
της δυστυχίας, της αγωνίας,
της απόγνωσης, της απελπισίας·
όλες τις γλώσσες·

της καρδιάς
της αλληλεγγύης
της ελπίδας·

τα ματαιωμένα της όνειρα
σε όλες τις γλώσσες
με πικρία και πόνο
εκπέμπουν αγάπη.

Νοέμβρης 2012

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ / Γιώργος Μολέσκης

 

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ
II

Κάθε μέρα συνεχίζω ένα ταξίδι στον κόσμο.
Ταξιδεύω με αεροπλάνα, πλοία, τρένα, λεωφορεία,
μπαίνω σε θέατρα, βλέπω παραστάσεις,
ακούω συναυλίες,
τρώω εθνικά φαγητά σε παλιά εστιατόρια,
επισκέπτομαι τόπους που δεν θα ξαναδώ ποτέ,
περπατώ σε δρόμους που δεν θα ξαναπεράσω,
επισκέπτομαι εκθέσεις και μουσεία,
συναντώ φίλους που έφυγαν μακριά
και άλλους που έφυγαν για πάντα,
συναντώ ξένους ανθρώπους…

Συνεχίζω κάθε μέρα αυτό το ταξίδι.

Τα εισιτήρια όλα πληρωμένα,
όλα τα αρώματα κι όλες οι γεύσεις δοκιμασμένα,
τα χρώματα κι οι μουσικές καταγραμμένα
σ’ έναν δίσκο που παίζει διαρκώς
και με κρατά ξάγρυπνο
να περπατώ πάνω σ’ αυτό το άνισο
και ταλαιπωρημένο σώμα του κόσμου.

Όλα είναι παρόντα στην κάθε μου μέρα,
που την ανεβαίνω
ως ένας Οδυσσέας ή ένας Λεοπόλδος Μπλουμ
και γυρίζω φορτωμένος τις νύχτες
στο σπίτι μου και στη ζωή μου…

VI

Στις αποσκευές μου εκατοντάδες επιστολές
γραμμένες σε πόλεις και χώρες του κόσμου
που ήρθαν και με βρήκαν σε τόπους
που όλο ξεμακραίνουν,
με το μελάνι τους να ξεθωριάζει σαν τις μνήμες
κι όμως να κρατούν ακόμη
κάτι από τα χρώματα και τις αρχιτεκτονικές,
κάτι από τις γεύσεις και τ’ αρώματα άλλων τόπων,
από τα χαμόγελα κι από τους ήχους της φωνής
ανθρώπων που όλο φεύγουν.

Συναντήσεις, φιλίες, εξομολογήσεις
με τόσους που χάθηκαν στις στράτες του κόσμου
κι άλλους που έκαναν πανιά
για τη σκοτεινή θάλασσα στην άλλη όχθη.

Μπερδεύονται στη μνήμη μου
άνθρωποι που ήρθαν και που έφυγαν,
άνθρωποι που ήταν και δεν είναι.

Άλλες φορές μπερδεύονται οι νεκροί κι οι ζωντανοί
κι αρχίζουν να επαναλαμβάνουν ιστορίες
που συνέβησαν κάποτε,
συγχύζοντας το πού και το πότε,
ιστορίες μισοξεχασμένες που περιμένουν ένα τέλος.

Κάποτε χάνεται η αρχή, κάποτε μακροτραβά το τέλος
κι όλο περιμένουμε την τελευταία ιστορία
για τη μέρα εκείνη που έπεσε στον κλήρο,
που βάρεσε πιο πολύ στη ζυγαριά απ’ όλες τις άλλες.

 

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Λυκόσκυλα : Ποιητική Συλλογή της Αγγέλας Καιμακλιώτη (2 ποιήματα)


ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Σκυφτοί κομπάρσοι εξόριστοι λιχνίζουνε στ’ αλώνι,
κοιμίζουν το γλυκό ψωμί σε μάλλινο σεντόνι.
Χρόνους σε χέρι μητριάς υπομονής ζυμάρι,
βορά στα φαύλα στόματα σουλτάνου μακελάρη.

Αιμορραγούν τα σώσπιτα στου χρόνου το μαντάλι
βουνά σκυφτά και προσκυνούν του ξένου το κεφάλι.
Πεύκα γονατιστά φιλούν αρχαία παραλία,
χαράτσι, λύτρα δεν ξεχνώ σε χώρα εναλία.

Είναι που έμεινε σκυφτό το προδομένο σώμα,
είναι που φανερώθηκαν μικροί θεοί από χώμα.
Μια γκρίζα ναρκοθέτηση πικρή εμφύλια ζώνη,
σκιώδη τα λημέρια τους και πολεμούσαν μόνοι.

Υπάρχει ένα κομμάτι γης το βλέμμα να φυτεύεις
και να βλασταίνει η πίκρα σου σαν πάψεις να πιστεύεις.
Υπόκλιση φανατική, τυφλή στις περιστάσεις,
αλισβερίσι Ανατολής γίναν οι καταστάσεις.

Υπάρχει άραγε ουρανός αν θέλεις να πετάξεις,
σαν ένας μύστης του καιρού το νήμα του ν’ αδράξεις;
Χτυπούν καμπάνες μυστικά στου Μαχαιρά τα όρη,
μακάρι να τις άκουγαν, αθάνατε Γρηγόρη.

^^

ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ

Σωσίβιο ήτανε πιστεύω οι αισθήσεις τους.
Εκείνες με γλιτώσανε.
Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου,
(με τα σαγόνια και τα σάλια)

είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου;
Διέκριναν το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά μου;
(Από θαλασσινό μεθύσι επέστρεφα.)

Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στον λαιμό
Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;
Άκουσαν την πατρίδα
που μέσα μου αλυχτούσε;
(Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή.)

Πάντως το ρύγχος τους ακούμπησαν στα πόδια μου.
Μύρισαν κάθε ίχνος που περπάτησα,
υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους.
Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση
(η κορωνίδα των αισθήσεων).

Η γεύση, ναι.
Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.
Δεν την αντέχουν.
Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα
της πικρής φυλής μου.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΚΙ ΑΝ ΕΛΘΕΙ… / Πετρίδης Πέτρος

 

Κι αν έλθει
ο αγνοούμενος γιος μας
και δεν βρει
ούτε μάνα ούτε πατέρα;
Μακάρι να έλθει
ο αγνοούμενος γιος μας
κι ας μη βρει
ούτε μάνα ούτε πατέρα.

ΚΥΠΡΟΣ 1974

 

Είδε κι αυτός
το άσπρο χρώμα
να γίνεται μαύρο.
Το γέλιο του να γίνεται
θρήνος.
Και το Περιστέρι
να πετιέται
σαν ξεσκισμένη
μάσκα από την
άφτερη συνείδηση
των ανθρώπων.

ΕΡΩΤΙΚΟ / Οικονομίδης Λεωνίδας


Κι όταν σμίγανε τα σώματά τους
στο ξύλινο κρεβάτι
οι αναστεναγμοί τους
πάλλονταν μέσα του
και το έκαναν να τρίζει
Αποκρινόταν στον έρωτά τους
που του χάριζε ζωή
κι ονειρευόταν τότε
την ανθισμένη αμυγδαλιά
που υπήρξε κάποτε …
Πόσο καιρό κράτησε
ο συγχρονισμός
δεν ήθελε να το σκέφτεται
Μόνο που, τώρα
όταν ακούει τρίξιμο
δεν είναι πια η απόκριση
στον έρωτά τους
Είναι το πικραμύγδαλο του χρόνου
που ωρίμασε, άνοιξε
και ράγισε το πρόσωπο τους …
© Λεωνίδας Οικονομίδης, Φεβράρης 2024
(Ερωτικές Φεγγοβολές)

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Μαρία Χριστοδούλου : Τρία ποιήματα από την ποιητική συλλογή: Χειρονομίες στο φως


 ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ

Ο ήλιος στη ραχοκοκαλιά
της νεραντζιάς
ζεσταίνει το αίμα
της υπομονής.
Φλούδες εσπεριδοειδών
μαζεμένες στο καλάθι
για το γλυκό του κουταλιού.
Μέρες ελπίδας
αράχνες αγριεύουν
στους ιστούς η ζωή και ο θάνατος.
Η γεύση στον ουρανίσκο
προχωρά σαν ταχύπλοο
στο οπτικό νεύρο.
Ευτυχία Ελευθεριάδου.
Την καλούν στο βήμα.
Διαβάζει τη διαθήκη της.
Ξεκινά.
Ο ήλιος στη ραχοκοκαλιά
της νεραντζιάς
και λέει και μιλά ελεύθερη
για μια μαργαρίτα που σφραγίζει
την αγάπη.
Λιποθυμά.
Η σειρήνα του ασθενοφόρου
επαναφέρει την άνοιξή της.
Αφήστε την ήσυχη, φωνάζει ο τραυματιοφορέας
δεν βλέπετε;
Χαμογελά.

**
ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Χασμουριέσαι.
Ληστές, αγκάθια
ψυχές πηγαινοέρχονται
φωνές, λαρύγγια ξεχειλωμένα.
Η ιστορία
ακροβατεί λησμονημένη.
Σε παίρνει και πάλι
ο ύπνος.
Απλώνεις χέρι
να θρέψεις την πείνα.
Αρπακτικά οι μνήμες
γδέρνουν.
Κλαις.
Σε αγνοούν οι άλλοι.
Κρατάς το κεφάλι στον ώμο.
Ο νους κινδυνεύει.
Ξυπνάς.
Κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρο.
Παλίρροια η αναμονή
ριζωμένη στην κοιλιά της.
Σε εννιά μήνες.

***
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Σαν με βρουν στο κάτασπρο δωμάτιο
θα έχω παρέα ακτινογραφίες αστεριών
κι ένα πουλί να κελαηδά κόντρα στο έρεβος.
Η αναπνοή θα κατηφορίσει
σε ασφυκτικό κενό
κι οι έγνοιες θα στριφογυρνούν
ερινύες να με κατασπαράξουν.
Οι απλήρωτοι λογαριασμοί
θα στοιβάζονται κι αυτοί ως επάνω.
Επείγει να στήσω θέατρο σκιών
με περικοκλάδες χλωροφύλλης για φόντο
και με κομπάρσους γάτες και σκυλιά
απεικονίσεις της καθημερινότητάς μου.
Κοίτα τα δάκτυλα πώς κινούνται
λυτρωτικά στις ψευδαισθήσεις.
Το κρεβάτι καταφύγιο
πλάι στην πύρινη εστία.
Έτσι, για να ζεσταίνεται
ο χειμώνας μου.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Ο Πολυκράτης της Σάμου / Κορφιώτη Παναγιωτίδου Βέρα

 


Η Ελλάδα τιμούσε πάντα

τους ριψοκίνδυνους περιπετειώδεις άνδρας
τους ευγενείς τυχοδιώκτες
τού απρόσμενου, τού ασύλληπτου

Ωστόσο καμιά υποδοχή δεν έγινε
στον αυστηρό τυχοδιώχτη τού πνεύματος
επέστρεψε από τα πέρατα της γης
γεμάτος σοφία και ξένες ρήσεις
γεμάτος θησαύρισμα όπου η σκέψη υπερέχει

Ο Πολυκράτης δεν αντέχει καμιά εναντίωση
καμιά αλλαγή προσανατολισμού
είναι γεμάτος καχυποψία
κατέχει ανάρμοστο πλούτο
εξαναγκάζει τούς άλλους σε σιωπή

Οπωσδήποτε φιλοξενεί στιχοποιούς
χάριν αίγλης τού ονόματος του
στους αιώνες να αντηχεί

Τούς τιμητές
της ανυπέρβλητης τάξης λάτρεις
τούς αφιλοκερδείς ερευνητές τού αληθινού
δεν τους ανέχεται, τα μάλιστα τούς αποφεύγει

Για τον είρωνα τύραννο 
ο Πυθαγόρας δεν είναι παρά επικίνδυνος παρείσακτος
ένας χειραγωγός ιδεών
ικανός να ενσπείρει αλήθεια
η ένταση στο βλέμμα του
ρωτά κάθε ύπαρξη:
«Ποιος είσαι…»
Με την ίδια ένταση ρωτά τα άστρα
ρωτά τούς τυράννους
που καταστρέφουν και οικοδομούν ακατάπαυστα
ανάλογα με τις ορέξεις τους
σπαθίζοντας τούς όμοιούς τους
και κωφεύοντας μέχρι και στα βογκητά

ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ / ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ

 


Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.

Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.
.
 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ / Μπίσσα Πόπη

 



Την ψυχή μου πάνω απ’ όλα
τη φυλάω
μη θεριέψουνε τ’ αγκάθια
και τη ρίξουνε στα βάραθρα.
Την ψυχή μου πάνω απ’ όλα
την ακούω
της μιλάω
ακουμπάω σ’ αυτήν τους ήχους και τις λέξεις,
τα αισθήματα και τις φωνές.
Την αφήνω να ωριμάσει
γιατί αλλιώς δεν ημερεύει.
Μόνο τότε δεν φωνάζει
αλαφιασμένη.
Μόνο τότε ταξιδεύει
σε σοκάκια κι ασταμάτητες τροχιές και μακρινές.
Πάνω απ’ όλα λοιπόν, ψυχή μου,
πάνω απ’ όλα
παρέα με το δάκρυ.
Για να λυτρωθείς.
Να λευτερωθείς.
Και ν’ ατενίσεις
τ’ άλλα, τα όμορφα και τα μεγάλα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗΣ / Μπίσσα Πόπη

 

Ένα παράθυρο στο φως
εν μέσω ερειπίων.
Ένα παράθυρο στο φως
εν μέσω χαλασμάτων
εν μέσω οβίδων
εν μέσω μιας ανείπωτης καταστροφής
εν μέσω θανάτου
εν μέσω στάχτης.
Και μια γυναίκα που στέκει μπρος στο φως.
Μια γυναίκα που κοιτάζει
μ’ ένα σκουφί
στο χρώμα του αίματος.
Να κοιτάζει
το γκρίζο
το μαύρο
το όχημα που σπέρνει φωτιά.
Η γυναίκα με το βρέφος αγκαλιά
κοιτάζει για ένα παράθυρο στο φως.

Πόπη Μπίσσα (Βιογραφικό σημείωμα)

 Η Πόπη Μπίσσα γεννήθηκε το 1977 στη Λευκωσία από Κύπρια μάνα και Μεσολογγίτη πατέρα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με κατεύθυνση στις Νεοελληνικές σπουδές (1999) και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Αγγλίας στον τομέα των Παιδαγωγικών (Master of Arts in Education /Lifelong Learning). Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου από το 2003. Είναι μέλος σε λογοτεχνικές και ποιητικές διαδικτυακές ομάδες.

Παράλληλα, ασχολείται με τη ζωγραφική και παρακολουθεί μαθήματα από την παιδική της ηλικία στο Εργαστήρι Τέχνης Νικόλα Παναγή. Κατέχει GCE 0 Level στη ζωγραφική κι έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις του εργαστηρίου. Από το 2008 μέχρι το 2010 συμμετείχε στην καλλιτεχνική ομάδα Earth Art του εργαστηρίου η οποία πραγματοποίησε ταξίδια κι εκθέσεις ζωγραφικής στην Κούβα, στην Πορτογαλία και στην Τσεχία. Το 2011 παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση με τίτλο «θάλασσες του κόσμου» στη Λευκωσία και Λεμεσό. Έχει ασχοληθεί επίσης με τον χορό flamenco και συμμετείχε σε παραστάσεις χορού στη Λευκωσία. Γνωρίζει Αγγλικά και Ιταλικά. Αυτή είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή