ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Όταν κοιμάσαι,
βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα
και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου.
Να ξέρεις εγώ
(ναι εκείνο το εγώ μου)
Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα
και να ψάχνω την Αφροδίτη.
Είμαι ερωτευμένος
γιατί ξεχνώ στο μέτρημα.
Κι ύστερα πάλι απ΄ την αρχή
(τελετουργίες της νύχτας)
Να ξέρεις εγώ,
Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις.
Μιλώ όλο και λιγότερο.
Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής
και σηκώνω το χέρι για βοήθεια.
Αγκίστρι της αγάπης.
Πως η σιωπή είναι το δόλωμα
και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα
στους γαλαξίες της.
(τελετουργίες της ποίησης)
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αφθονία του άρτου ήταν εμφανής,
ακόμα και σε περιόδους πολέμων.
Οι στρατιώτες δεν έσκαβαν χαρακώματα.
Έχτιζαν τοίχους με προζύμι.
Την μέρα ο ήλιος φούσκωνε το ζυμάρι.
Κάθε που έπεφταν βόμβες
χώριζε η κόρα από την ψίχα.
Ήτανε εκείνη η στιγμή
που έτρεχαν οι άνθρωποι κι άρπαζαν
άλλοι την κόρα και άλλοι την ψίχα.
Γέμιζαν οι αποθήκες ψωμί.
Πόσο ψωμί μπορεί να χωρέσει στις αποθήκες!
Οι καθ΄ όλα επιστάμενοι κατανόησαν και τούτο πρόβλημα.
Στην συνεδρίαση της ογδόης υπέγραψαν
-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-
να μην γίνει άλλο ψωμί.
Οι στρατιώτες τώρα δεν χτίζουν τοίχους με προζύμι.
Χτίζουν τοίχους με τα σώματα τους.
Κάθε που πέφτουν βόμβες, γεμίζουν τα χαρακώματα.
Οι άνθρωποι τώρα τρέχουνε να σκεπάσουν τα χαρακώματα.
-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-
Το λιγοστό ζυμάρι που απόμεινε
συνηθίζεται να το σταυρώνουν.
ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ
Στα σώματα των νεκρών ηρώων,
που στέκονται ακίνητα από φτυαριές χωμάτων και άσπρα μάρμαρα.
Στα σώματα αυτά που κάποτε γερνούσαν, μα τώρα για δείτε
δείτε νεκροί μου άνθρωποι, δεν γερνούν μαζί μας,
θ΄ απλώσω τις ισοτιμίες της ζωής, νεκροσέντονα.
Ίση δικαιοσύνη, ίση εξουσία, ίσοι μπροστά σε όλα
Μα τούτες οι ισοτιμίες της ζωής ξεπεράστηκαν,
και μοιάζουν τόσο μακρινές ηδονές.
Τώρα οι άρχοντες εκπληρώνουν την εκπόρνευση
και ανασκάπτουν τους τάφους μας
και πετούνε τα άσπρα μάρμαρα
με μια μαύρη απλή γραφή
και το πρόθεμα που μας πληγώνει : αν
αν- ιση δικαιοσύνη,
αν- ιση εξουσία,
αν- ισοι μπροστά σε όλα
ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ
Ας φυλλομετρήσουμε
τους νεκρούς μας
και σήμερα
ταΐζοντας
τα πρόβατα
με παχιές
ειδήσεις
λίγο πριν
νηστέψουμε
και κοινωνήσουμε
με το αίμα
και το σώμα
του Κυρίου
Ημών και
Υμών.
Στο ένα χέρι
κρατώ τον καφέ
στο άλλο
το μικρό παιδί.
Φύγαμε
για την παραλία.
Το μικρό παιδί
τραγουδούσε:
"Μια και είμαι εγώ παιδί
ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά τα δυο μου
χέρια τα χτυπώ."
Μέχρι τώρα είχα μετρήσει είκοσι.
ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ
Χιόνι
Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της,
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού.
Καίει ότι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
Βροχή
Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
Ιδρώτας
Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες : Με το παραπάνω
και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
Γάλα
Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια ,
καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
Αίμα
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δένδρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα μας να πιούνε.
ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΠΟ ΘΛΙΨΗ
Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη.
Η απαλή μυρωδιά της
απλώνεται σαν διάφανο ρούχο γυναίκας
σ΄ ένα ατσάλινο σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια
μα δεν στεγνώνει.
Κάθεται ανέμελη
πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών του κήπου μας
και άμοιρα εκείνα, την αγκαλιάζουν
έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν,
για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος.
Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,
με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά,
ρυθμικά,
σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,
φεύγει και χάνεται
γίνεται,
φύλλο
ένα αστέρι,
σύννεφο
γίνεται χρόνος
χάνεται.
Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου,
μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες
άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε.
Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,
παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες
απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους
πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.
Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς.
Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.
Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,
στις αδειανές κάμαρες,
στους απελπισμένους δρόμους μας ,
στους τάφους των δωματίων μας.
Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,
κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,
να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας
και να μου ανοίξει ένα χθες.
Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.
Μα είναι η θλίψη!
Πως πάλι με πρόλαβε;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Θρυμματισμένο το χαμόγελό σου.
Έρχεται χειμώνας μου είπες στα χείλη σου
και το φιλί σου θα ναι παγωμένο.
Θυμάμαι πως φοβόσουν πάντα τον χιονιά
κι έτρεμες σαν έβλεπες πουλιά καρφιτσωμένα,
στους πάγους της λίμνης μας.
Όπου έπινε σιωπηλά νερό
το λαβωμένο ελάφι της Άρτεμης.
Βέβαια θνητή μου λυπημένη αγάπη,
σου εξήγησα όταν έβρισκα καιρό
και δραπέτευα από στίχους
και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου,
ότι ο χειμώνας περνά πάντα με υπομονή.
Κι ας μ΄ αγαπούσες επιτέλους λιώνοντας τους πάγους,
στα χείλη σου,
με ότι απόμεινε από το κορμί που πύρωσε,
από τον θάνατο του χρόνου.
ΕΛΠΙΔΑ
Επισκεπτήριο συνήθης ώρα χαράς θεού.
Μέρα Μεσημέρι!
Ένα σύννεφο λιπόσαρκο κοιμάται στη μέση τ΄ ουρανού,
έτοιμο να γίνει πούπουλο και στάχτη
κι όχι βροχή, όπως θα περίμενε ο κόσμος.
Ο αγέρας μουχλιασμένος μπαινόβγαινε στα σωληνάκια.
Αλίμονο μας κρύωνε και κλείναμε τα βλέφαρά μας.
Οι ασθενείς ξεψυχούσαν απ΄ την ανία της ζωής.
Το άσπρο σεντόνι πάντα αδιάβροχο.
Και κείνη η καυτή ανάσα
σαν σφύριγμα ζωής μέσα σε χαραμάδα.
Εσύ λες ελπίδα. Εγώ μια μέρα που έφυγε. Παγίδα του χρόνου.
Πέτρες οι ώμοι μου ουρανέ! Βουνά που κουβαλώ,
στον πόνο και την μοναξιά μας.
Τελειώνει η σκηνή. Πέφτει η αυλαία. Όλοι στον πρύμνη.
Μπαλώνουμε το δέρμα μας σήμερα.
ΦΟΒΟΣ
Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
ΠΟΣΟ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ
Δεν ξεχώριζαν οι εποχές,
σαν μου έλεγες: θα πεθάνω.
Εγώ περίμενα υπομονετικά,
πίσω από την κρυφή συμπόνια μου
τον θάνατό σου.
Πόσο με βόλευε ο θάνατός σου!
Η αγάπη μου ήταν τυλιγμένη
μέσα στο σάβανό σου,
πριν ακόμα πεθάνεις.
Και μ΄ αυτό σε έντυσα.
Με την αγάπη μου.
Θυμάσαι αγάπη μου, το σάβανό σου;
Άσπρο κεντημένο με εικόνες αγίων
από το παζάρι της Τρίτης. Κάθε Τρίτη
στην Κεντρική πλατεία.
Πέμπτη μου έλεγες σταυρώθηκε
και εγώ σου ψιθύριζα:
ναι αλλά και Πέμπτη πέθανε.
Δεν περίμενα ποτέ το Σάββατο
να σε αναστήσω.
Το χέρι μου, αχρεία προέκταση τι σου πρόσφερε;
Μια φτυαριά χώμα και ένα χτύπημα πίκρας στον τάφο.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.