Ποιήσεις των παρακάτω:
2. Λεωνίδας Γαλάζης
3. Λεύκιος Ζαφειρίου
4. Στέφανος Ζυμπουλάκης
5. Στέφανος Κωνσταντινίδης
6. Γιάννος Λαμπής
7. Ματθαίος Νικόλα
8. Μιχάλης Πασιαρδής
9. Νίκος Πενταράς
10. Άγις Χαραλαμπιδης
Τ Ο Χ Ρ Η Σ Ι Μ Ο Α Τ Ι Μ Ω Ρ Η Τ Ο / Πάμπος Βοσκαρίδης
.
Μέρα που είναι
όλοι έχουν τις απαντήσεις
ποιοι το κάνανε
γιατί το κάνανε
ήταν προδοσία
ή ανοησία
ήταν εκεί ή στο Τρόοδος
διέφυγε ή τον διέφυγαν
έχω όμως μια ερώτηση
που κανείς δεν απαντά
ποιοι ωφελήθηκαν
και συνεχίζουν ακόμη να ωφελούνται
από το ΑΤΙΜΩΡΗΤΟ
το άφρον πραξικόπημα
αν θα προσπαθήσετε απάντηση να δώσετε
προσπαθείστε να λογαριάσετε χώρια
το ΑΤΙΜΩΡΗΤΟ, το άφρον πραξικόπημα
από την ατιμώρητη, τη βάρβαρη εισβολή
και κρατείστε την απάντηση για σας
47η Μαύρη Επέτειος του άφρονος και προδοτικού πραξικοπήματος. / Λεωνίδας Γαλάζης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ
α
ΚΑΡΛΟΤΤΑ:
Αλλ’ οι προδόται, οι εχθροί της προσφιλούς Πατρίδος
Επί τραχήλου θέτουσιν όνυχας τυραννίδος [...]
ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ:
Γυμνοί οι προμαχώνες μας, οι φύλακες κοιμώνται [...]
(Πολυξένη Λοϊζιάς, Η Δούλη Κύπρος, Εν Λεμησσώ Κύπρου, Εκ
του Τυπογραφείου Σάλπιγγος, 1890, 24).
Προδομένη περιφέρεσαι στο ακροθαλάσσι της Κερύνειας.
Άδεια πολυβολεία
Σκοποί κοιμούνται στα φυλάκια.
Για όλα φρόντισε ο Ιάκωβος.
Σαρακηνοί τρώνε τώρα τις σάρκες
Αυτής που ονόμασες πατρίδα σου.
Ελαφρά τη καρδία ο Ιάκωβος
Πούλησε τα πάντα για το στέμμα.
Πουλημένα τα ηλιοβασιλέματα
Πουλημένες οι αναμνήσεις
Από κουτούς που πίστεψαν
Στις υποσχέσεις του νόθου.
Προδομένη αντικρίζεις τη θάλασσα της Κερύνειας
Βλέπεις το πλοίο που θα σε πάρει μακριά να πλησιάζει
Μαυροντυμένη, βλέπεις τους προδότες
Μέσα στα βρόχια μιας τεράστιας αράχνης.
Άσε που οι κήρυκες ομιλούν περί εθνικής σωτηρίας
Άσε που βλέπουν την άνοιξη να πλησιάζει.
Το γεγονός είναι πως αφήνεις την Κερύνεια
Το γεγονός είναι πως μας εγκαταλείπει η Κερύνεια
Άδειους και μωρούς κι ανόητους ακολούθους
Ενός ακόμη πιο ανόητου αρχομανούς
Πυρομανούς και μητροκτόνου.
Της προσφιλούς πατρίδος τ’ ακρογιάλια
Βαρύς ζυγός στον τράχηλο
Ζητωκραυγές που ξάφνου κόπασαν
Και πύκνωσαν τα σύννεφα
Κι αρχίσανε κατάρες και βλαστήμιες
Από ποικίλες κατευθύνσεις.
Εκείνος άρπαξε το στέμμα απ’ το κεφάλι σου
Το πραξικόπημα ήταν γεγονός.
Πολλοί χορεύανε κι άλλοι χειροκροτούσαν
Την άνοιξη που δήθεν πλησίαζε
Άλλοι εκφωνούσαν πύρινους λόγους
Έχοντας ήδη παραδώσει τα πάντα στη φωτιά
Φωνασκούσαν για τη γαλάζια θάλασσα
Μη βλέποντας το κόκκινό της χρώμα.
Κραυγές υστερικές της μάνας σου
Καθώς επιβιβάζεσαι.
Αγαπημένε μου λαέ,
Τόσο εύκολα σε πλάνεψαν
Κατασκηνωτές του Τροόδους
Ελεγκτές κάθε κινήσεως, σκέψεως, προθέσεως
Πάσης εν γένει ενεργείας.
*
15.7.1974 / Λεύκιος Ζαφειρίου
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς —πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του- άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.
Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.
ΘΡΗΝΟΣ / Στέφανος Ζυμπουλάκης
Αίμα και αίμα από τα περιστέρια των παιδιών
κι΄ υγραίνονται οι υάκινθοι.
Μα τι απομένει;
Χαράζει η αυγή, η μέρα
στάζει από δάκρυο και πόνο.
Ο Νόμος (ποιος νόμος σε τέτοια συστολή
σε τέτοια διαμάχη).
Κόσμος παράταιρος
κόσμος που έρχεται σε γνώριμες στιγμές
και φεύγει το ίδιο πάλι
καθώς η περιπλάνηση στα χείλη του
τραγούδι
γίνεται τ΄ όραμα, γίνεται ζωή.
Κι όμως στα σίγουρα, το πέρασμα
κανείς δεν το γνωρίζει.
Το κύμα υποτάσσει το χορό
κι΄ έτσι καθώς αγκαλιασμένο μες το θέαμα
καθώς το θρήνο πλημμυρίζουν οι ψυχές
θρηνάει κι΄ αυτό μαζί τους.
15 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ 1974 / Στέφανος Κωνσταντινίδης
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριες τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974
Οι μουσικοί της ιστορίας / Γιάννος Λαμπής
( 15 Ιουλίου 1974, Κύπρος)
που κρατούσε μια κιθάρα με σπασμένες τις χορδές
κι ένας τραγουδιστής που ήτανε μουγκός,
στέκονταν σε μια γωνιά
και τραγουδούσαν μέρα και νύχτα στους περαστικούς
χωρίς όμως κανένας να σταθεί για λίγο
έστω από περιέργεια, για να τους ακούσει,
ώσπου μια μέρα πέρασε ένας πεθαμένος
στάθηκε, και βουρκωμένος
έβαλε το χέρι, εκεί που κάποτε κτυπούσε μια καρδιά
και τράβηξε μια σφαίρα, την φίλησε και την έριξε μέσα στο άδειο το καπέλο,
« αδελφός την έριξε», μουρμούρισε,
δακρύσανε κι αγκαλιαστήκανε κι έβγαλαν όλοι μαζί ένα βογγητό
που μίλαγε για μια πατρίδα προδομένη,
οι ζωντανοί όμως πάλι δεν τους άκουσαν, τους άκουσαν όμως οι πεθαμένοι
και σήμαναν προσκλητήριο για όλους τους αδικοχαμένους
για όλους τους νεκρούς της ιστορίας
και γέμισαν κόκαλα κι αίματα οι δρόμοι
χέρια και πόδια κομμένα κρεμάστηκαν απ’ τα μπαλκόνια
κι έριξε τότε μαύρη βροχή κι αχολόγησαν μαύρα μοιρολόγια,
ντράπηκαν τότε οι ζωντανοί
και φώναξαν μαζί τους, είπαν τον φονιά, φονιά
και τον προδότη με το όνομα του
κι ύστερα πήραν αίμα απ’ τους νεκρούς
κι έγραψαν απ’ την αρχή, έτσι όπως πρέπει να γράφεται η ιστορία,
αρχινώντας με την λέξη ελευθερία.
Άτιτλο / Ματθαίος Νικόλα
σιώπα να φτυχούμε
Εμάθαν σε στην προδοσιάν
Εν καρτεράς τζείντην δροσιαν
Που μεις την λαχταρούμε
τζεινοι που εν ι-ξέρουν
Που τον οχτρόν λατρέφκουσειν,
γι'αρφό τους τον ι-θέλουν
αφού εν τους θέλετε
Τζιαι φταίτε τους πάντες για την εισβολή,
γιατι τους ονομάζεται αδέρφια;;
ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΥ 15.7.74 / Μιχάλης Πασιαρδής
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.
15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974 / Νίκος Πενταράς
δεν φορέθηκε ποτέ ξανά από τότε
μπήκε στο χρονοτούλαπο
πουκάμισο μαύρο τώρα
πενθεί τις θαλασσιές μέρες μας
που δολοφονήθηκαν
από φίλια πυρά
ανάμεσα στους αλαλαγμούς
πολεμικών εμβατηρίων
και τον σπαραγμό της μάνας μου
«Παναγία μου, εκασαπέψαν τα παιδκιά μας».
«εκασαπέψαν» = σφαγιάσαν
ΑΣΤΕΓΕΣ ΕΡΙΝΥΕΣ / Άγις Χαραλαμπίδης
Μάταια
προσπαθούν τόσα χρόνια
συνείδηση να βρουν
να στεγαστούν
το έργο τους να ολοκληρώσουν‧
στη ζούγκλα όμως
που αυτοί γεννήθηκαν
που μεγάλωσαν
που αυτής τους νόμους εμπέδωσαν
ν’ ακουμπήσουν πού οι ερινύες
πώς να στηριχθούν
το καθήκον τους να πράξουν;
Κι έτσι
χωρίς αναστολές
την αρπαγή με τη βία
τον σφετερισμό με την αδιαντροπιά
την κλεψιά με την πονηριά
ανενόχλητοι συνεχίζουν.
Για πόσο ακόμη;