Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ : Ποιητική Συλλογή του Μιχαλάκη Γ. Τσαππαρίλα ( Μέρος 2ον. Της ζωής, της φύσης και του πολέμου.)

Στον πατέρα μου

σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                                                            που μου έχει διδάξει

                              Στην μητέρα μου

                                                για όσα στη ζωή μου έχει δώσει

                              Στην οικογένεια μου

                                               για την κατανόηση και

                                                          τη βοήθεια στην κάθε μέρα

 

 **



  1. Λευτεριά
  2. Το ξέρω Μάνα
  3. Μπροστά στη ζωή
  4. Μοναξιά
  5. Γαλήνη
  6. Εξομολόγηση
  7. Πατρίδα
  8. Κύπρος
  9. Είμαστε άνθρωποι
  10. Κύκλος (μεταπολεμικός)
  11. Μήνυμα
  12. Νοσταλγικό
  13. Ξεκινήσαμε
  14. Απόφοιτος
  15.  Ιθάκη


**

 ΛΕΥΤΕΡΙΑ

 

Μάνα

        Πως μπορούμε να μένουμε

                      με σφραγισμένο στόμα

                          όταν τα πλοκάμια της αβύσσου

                              σε κουβαλούν στην αθέλητη

                                            πορεία τους ;

Πως θα τους αφήσουμε

           να σκοτώσουν τούτο

                   τον ολόφωτο ήλιο μας ;

Μάνα,

       Αν η θλίψη ζωγραφίζει

                          τα πρόσωπα μας

Αν ο ήλιος κλαίει

                         τη συμφορά μας

Αν το σκοτάδι πλάκωσε

                          τα  όνειρα μας

Ας είναι, Μάνα

Τη ψυχή μας δεν μπορούν

            να τη αλυσοδέσουν

Δεν μπορούν να μας γονυπετήσουν

            μπροστά στην άρνηση

Μάνα,

Θα ξανανοίξουμε τα φτερά

                      της ελπίδας μας,

Θα ξαναζυμώσουμε

                           την πίστη μας.

Θ’ακολουθήσουμε τη πορεία

                               του ήλιου μας.

Θα ξαναζωντανέψουμε

                                  την προσταγή μας

                                                   της γης μας

                                                     ‘’ΛΕΥΤΕΡΙΑ’’

 

1968

 

 

 

 

 

 

 

 


ΤΟ ΞΕΡΩ ΜΑΝΑ

                                                       (στη μητέρα μου)

Πόσο θα τόθελα, μάνα

         να σ’ έβλεπα να μπλέκεις

               το τραγούδι της ελπίδας

                     καθισμένη σαν κάθε βράδυ

                          στο κατώφλι του φτωχόσπιτου μας,

                               να καρτεράς τον πατέρα

                                     με το κουρασμένο του βήμα.

Ν’ αγναντεύεις τον γυρισμό

          των παιδιών σου.

                 Ο ένας απ’ το περίπατο

                        στην αμμουδιά την ολόξανθη

                               και ο άλλος να σου φέρνει

                                     τον καρπό της αγάπης του.

Πολύ θα τόθελα, μάνα.

Όμως

              (τώρα ξεφύτρωσε αυτό το ‘’όμως’’)  

Ξέρω πως τώρα θα κάθεσαι

             κάτω από κάποιο δέντρο

                         που έγινε σπίτι και αυλή σου.

Ξέρω πως για ελπίδα δεν μιλάς,

          μόνο σιγοκλαίς και καταριέσαι

                 (κι αν στη ζωή

                                        δεν  καταράστηκες ποτέ).

Ξέρω πως δίπλα σου κουρασμένος

           κάθεται ο πατέρας

                  κοιτώντας τα σφικτά

                       σαν τανάλιες χέρια του.

Ναι, μάνα,

      ξέρω πως σήμερα

             δεν θαρθουν τ’ αδέλφια μου

                                          κοντά σου.

Σήμερα φυλάνε τη τιμή 

              της αγαπημένης τους

                       και το μέλλον

                                της ζωής μας.

Μην κλαις, μάνα.

Κανένας δεν θα κλέψει

                  το τραγούδι μας.

Κανένας δεν θ’ αφήσει

                  μοναχό τ’ εγγόνι σου.

Το ξέρω, μάνα,

                το ξέρω.

 

 

 

 **

 

 

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

 

Καθισμένος στο βράχο

ατενίζω τη πλατειά θάλασσα.

Ένα καράβι με προσμένει

για το μεγάλο ταξίδι.

Μόνος εγώ καπετάνιος

Μόνος εγώ επιβάτης του.

Θα βάλω πλώρη

για το άγνωστο.

Τιμόνι η ψυχή μου

Πανιά η καρδιά κι ο νούς.

Ψηλά στο κατάρτι

ένα  λάβαρο:

                          ‘’ΑΓΩΝΑΣ’’

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ

 

Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι

για ν’ ανεβούμε  εκεί ψηλά στο φως.

Ένα αστέρι μας φωτίζει.

Θα φτάσουμε στη κορφή

για μας,

           για τους γονείς μας,

                         για τη Πατρίδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ

 

Ας πούμε την αλήθεια

Τέλειωσαν πια τα ψέματα,

οι παιδικές δικαιολογίες.

Δώδεκα χρόνια ζούσαμε

χωρίς κόπους, έγνοιες. Αρχοντικά.

Τώρα,

        με τ’ απολυτήριο στα χέρια,

ξανοιγόμαστε στης ζωής το πέλαγος.

Όλοι προσμένουν ανταπόδοση,

                           βοήθεια,

                                   αγώνες.

Ας μη τους γελάσουμε!

 

 

 

 

 

 


ΜΟΝΑΞΙΑ

 

Κάθομαι με συντροφιά

τη μυστικότητα της νύκτας.

Το πικ-απ της φύσης

ανοιγμένο στη διαπασό

σκορπίζει γύρω μου

τη μελωδία της βροχής.

Τρέμω από το κρύο

της μοναξιάς μου.

Αναζητώ τη ζεστασιά

στη θερμάστρα με τη μάρκα

‘’Άνθρωπος’’.

Σπατάλησε ο χρόνος

το φωταέριο της.

Κανένας δεν θέλει

να μου προσφέρει

μια σταλιά για δανεικό.

Όλοι το πωλούν

‘’τοις μετρητοίς’’.

 

 

 

 

 

ΓΑΛΗΝΗ

 

Κουράστηκα αναζητώντας

              μεσ’ τη νύκτα τη γαλήνη.

Τη βρήκα μεσ’ το κάμπο

              την ώρα που γεννιόταν ο ήλιος.

Τη χάρηκα συντροφιά

              με τα γλυκοτράγουδα

                 της θάλασσας.

 Σκίρτησε μεσ’ τη καρδιά μου

              σαν με χάιδεψε τ’ αγέρι

 Τη δέχτηκα δώρο ανεκτίμητο,

               απ’την ελια

                          και  το ψωμί

                                         τ’αγρότη.

 

 

 

 

 

 


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Θέλησα να κουβεντιάσω με τον άνεμο.

Δεν θέλει όμως ν’ ανακόψει

τον δρόμο του σφυρίγματος του.

Προχώρησε σ’ όλη τη φύση

σαν δικτάτορας. Αλαζονικός.

Γύρισα στον ουρανό

για να του κλέψω μια κουβέντα.

Τυλίχτηκε κοκκέτικα το μαύρο

πέπλο του και με κεραυνοβόλησε.

Παρακάλεσα τα σύννεφα

να  με συντροφέψουν.

Μούριξαν μιαν άρνηση.

Στράφηκα στα δέντρα.

Κατακίτρινα απ’το μίσος.

Μου γύρισαν τη πλάτη.

Φώναξα στη θάλασσα.

Μου απάντησε μ’ ένα μουγκρητό

που ξέφυγε απ’ το γιγάντιο στόμα της

Τρόμαξα. Ήμουνα μόνος.

 

Τότε ανοίχτηκε η γη

και μου πέταξε μια φωνή.

‘’Αγάπη, μου ψιθύρισε,

Αγάπη και Ειρήνη.’’

Τράνταξε η καρδιά μου

Αναθάρρεψα.  Αναπήδησα.

‘’Αγάπη!

Ειρήνη!’’

Άνεμε, Ουρανέ. Σύννεφα.

Γλυκειές, χαρούμενες μορφές

Μου χαμογελούν

Με χαϊδεύουν

Δέντρα. Θάλασσα.

Τ’ αδέλφια μου.

Μου τραγουδούν

Μου  γλυκομιλούν.

 

‘’Συγχωρείστε με αδέλφια

Ξέπεσα. Γυρνόφερνα

                                       με τον πόλεμο

Συγχωρείστε με’’

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΤΡΙΔΑ

Τι είναι Πατρίδα;

Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά;

Μην είναι οι πέτρες, το νερό, το χώμα ;

Ή μήπως τ’ αγέρι που φυσά

και η βροχή που πέφτει ;

Ή το ελεύθερο πουλί

            που στο βουνό πετά ;

Αναρωτιέμαι,

                          σκέφτομαι

                                               και κρίνω;

Πατρίδα είναι όλα αυτά

          κι ακόμη είναι οι άνθρωποι

                       που τη ζωή τους δίνουν

                                 το αίμα

                                               τον ίδρωτα τους

για τη δική τη προκοπή

             για τη δική τη χάρη

                       για λευτεριά του τόπου

Είναι το γάλα τ’ ορφανού

          το   φάρμακο τ’ αρρώστου

Είναι η μάνα του παιδιού

          και το ψωμί του εργάτη

Είναι η χαρά του έρωτα

           και το φιλί της πρώτης μας αγάπης.

ΚΥΠΡΟΣ

Κύπρος μου πανέμορφη

και πολυξακουσμένη

που σμίξαν όλες οι ομορφιές

και φτιάξαν το κορμί σου.

Βουνά, λαγκάδια, ποταμοί

παντού σε αγκαλιάζουν

και οι αφροί της θάλασσας

γύρω σου τραγουδούν.

Τα κάλλη σου είναι θαυμαστά

μα ξακουσμένο ένα.

Η λεβεντιά των γιών σου.

Παλεύουν ασταμάτητα,

πληγώνονται, πεθαίνουν,

μα πάλι ανασταίνονται

και ξαναπολεμάνε.

Βάλανε μέσα τους σκοπό

κι ορκίστηκαν με φλόγα:

Ή θα πεθάνουν όλοι τους

Ή θα Σε λευτερώσουν.

 

 

 

 

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Τι θέλουν τούτ’ οι ξένοι

      που βυζαίνουν το κορμί σου

              Κύπρος γλυκειά μου αγαπημένη ;

Γιατί λεκιάζουν τ’ ακρογιαλιά σου;

Γιατί κουβαλήθηκαν μ’ όλα

          τα κάλλη και τη δύναμη τους

                το μίσος των ματιών τους

                    και το τρόμο των θωρακισμένων τους ;

Δεν ξέρουν πως το κορμί σου

             είναι για τρυγητούς και  για χορους;

Δεν το μάθαν πως είσαι φτιαγμένη

             για αγάπες και χαρές ;

Να τους το πούμε αγαπημένη

         Εσύ για μας

              Εμείς για σένα

                      Άλλους δεν θέλουμε

                             να κλέβουν το ψωμί μας.

                                   Να σκοτώνουν

                                        το πράσινο της γης μας.

                                            Να δολοφονούν

                                                   την Ειρήνη μας. 

                                                         Ναι,

                                                               Την Ειρήνη μας.

 

Ας έλθουν να βαφτίσουν μαζί μας

            στην κολυμπήθρα της Ειρήνης.

Ας έλθουν σαν Άνθρωποι

Είμαστε Άνθρωποι.

         Θα τους ανοίξουμε

               τη πόρτα της καρδιάς μας

                         θα τους δώσουμε

                                  τη καρδιά μας.

Ας έλθουν σαν Φίλοι.

           Θα τους χαρίσουμε

                    το κλειδί του Είναι μας.

                           Θα τους δωρίσουμε

                                         το Είναι μας.

Όχι σαν ξένοι.

         Θα κλείσουμε τα σύνορα

                  της καρδιάς μας.

                        Θα τους αφήσουμε έξω

                                 απ’ τη ψυχή μας.

                        Θα τους στολίσουμε

                                 με  τ’ αγκάθια

                                    της καταφρόνησης.

Ξέρουμε να τραγουδούμε 

                      την Αγάπη

                 Θέλουμε να τραγουδούμε

                                        την Χαρά.



*

ΚΥΚΛΟΣ (μεταπολεμικός)

                                                       (Στον πατέρα μου)

Χτες

        δέναμε τα θεμέλια

                 για να χτίσουμε τη φωλιά μας. 

        Φτιάχναμε πόρτες και παράθυρα

                 για να φυλάξουμε την ευτυχία μας.

Σήμερα

        κατάστρεψαν όλες τις φωλιές

                 απ’ τα θεμέλια

         κλέψανε την ευτυχία μας

                  παραβιάζοντας τις πόρτες.

Αύριο

        θα φτιάξουμε πύργους

                  με ατσάλινα θεμέλια

        και την ευτυχία μας

                  θα την φυλάξουμε

                              στα βάθη

                                          της καρδιάς μας.

 

 

 

 

 

 

ΜΗΝΥΜΑ

                                                      (Στο Φοίβο Μεράνο)

Τούτη η νύκτα

              στη ξένη γη

λες και είναι δίδυμη

              με κείνες τις καλοκαιριάτικες

                          του Βαρωσιού μας,

                                   αδελφέ μου.

Ακάλεστες οι θύμησες

                      κουβαληθήκαν:

                οι ατέλειωτοι θαλασσινοί

                           περιπάτοι μας,

                                το γέλιο σου

                                     σαν φεγγαριού ακτίνα.

 Η βεβαιότητα σου:

    ‘’ Όλους μας χωρεί τούτος

           ο μικρός πανέμορφος τόπος.

                       Μην μας το κλέψουν.΄΄

Ναι, φίλε μου

Δεν ήθελες

    να μας κλέψουν τη γαλήνη

                                και τη φιλία μας.

Σε χάσαμε,

                όπως χάσαμε

                        την ολόχρυση αμμουδιά μας 

                            και την ησυχία μας.

Ναξερα,

             αδελφέ μου,

                            πουναι κρυμμένη

                                    κείν’ η πεποίθηση σου,

                                                  το γέλιο

                                    και η ολόθερμη καρδιά σου.

Θα σου στελλα

                    μ’ ένα ολόλευκο περιστέρι

                                  το μήνυμα

                                          πως πάντα

                                            Σε καρτερούμε.

 

 

 

 

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ

Κείνα τα ξενοδοχεία τα πανύψηλα

που ερχόταν οι ξένοι να τα χαρούν,

να θαυμάσουν τη λεβεντιά της νιότης μας

και το πλούτο της φιλοξενίας μας.

 

Κείνο τ’ ακρογιάλι το πανέμορφο, το πολύχρωμο,

που δρόσιζε κι’ ατσάλωνε

εμας και τα παιδιά μας

τους δικούς και τους ξένους μας.  

 

Κείνες οι πέτρες οι αρχαίες της Σαλαμίνας

που μεσ’ τα χρόνια και τους αιώνες

μαρτυρούν την προέλευση μας

και στέκουν φύλακες πιστοί της Ιστορίας μας.

 

Κείνες οι γείτονες της εργατιάς

με το τραγούδι και το χαμόγελο

το γιασεμί και τους λεμονανθούς

με την καρδιά την απέραντη.

 

Κείνα να μνήματα τα νιόσκαφτα

που φύλαγαν τους νεκρούς μας

άβουλους ήρωες των τελευταίων ημερών.

 

Κείνα

           κείνα

                       κείνα………………………………….

Δεν κλαίμε,

            Αμμόχωστος αγαπημένη.

                            Πονούμε,

                                          Μα δεν ξεχνούμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΙΘΑΚΗ

Έχω αφήσει την καρδιά μου στην Ιθάκη

και τώρα , σαν άλλος Οδυσσέας, πολεμώ

πότε θα βρω ένα καράβι να με φέρει

στο τελευταίο του λυτρωμού μου το λιμάνι.

 

Κουράστηκα απ’ της θάλασσας το παιδεμό

και τις πολλές των σειρήνων παγίδες.

Αναρωτιέμαι αν η ψυχή μου έχει σώμα,

Αν έχω χέρια, πόδια ή κεφάλι.

 

Θεοί βοηθιέστε  ένα άμοιρο πιστό.

Ποσειδώνα, κύλισε μου το καράβι,

Φούσκωσε τα πανιά της ζωής μου

Οδήγησε με στη πολυπόθητη Ιθάκη.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ : Ποιητική Συλλογή του Μιχαλάκη Γ. Τσαππαρίλα (Μέρος 1ον. Δέκα τραγούδια αγάπης)

 Στον πατέρα μου

σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                                                            που μου έχει διδάξει

                              Στην μητέρα μου

                                                για όσα στη ζωή μου έχει δώσει

                              Στην οικογένεια μου

                                               για την κατανόηση και

                                                          τη βοήθεια στην κάθε μέρα

Πίνακας Ποιημάτων 

1.    Σε μια μικρή Αφροδίτη

2.    Τι θέλεις ;

3.    Της αγάπης

4.    Κύκλος

5.    Αλήθεια

6.    Αποχωρισμός

7.    Αναμνήσεις

8.    Χαμένη ευτυχία

9.    Της Έλενας

10.Της Μαρίας και του Κωσταντίνου




ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

 

Καθισμένος στο βράχο

αναζητώ τη μορφή σου

μικρή μ’ Αφροδίτη

μεγάλη μ’ αγάπη.

Καρτερώ να με πάρεις

στα βαθειά σου νερά

στο χρυσό σου παλάτι

στων ψαριών τη φωλιά.

Να μου δείξεις τα πλούτη,

που  για μένα να κρύβεις.

Να μου δώσεις αγάπη

και μαζί μου να βγεις.

Σαν αηδόνια θα ζούμε

στη στεριά εδώ πέρα

μονοιασμένοι αιώνια

στη μικρή μας φωλιά.

*

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ

 

  Τι θέλεις;

Να ρίξω τον ήλιο

για να δώσω στον κόσμο

τη δική σου τη λάμψη;

  Τι θέλεις;

Να σκοτώσω τ’ αστέρια

για να μην έχεις αδέλφια;

   Τι θέλεις;

Να φέρω μπροστά σου

τη γη, τη σελήνη, το συμπάν;

  Τι θέλεις;

Για πες μου τι θέλεις,

για να δεις πως σε θέλω!

 

*

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

I

Αγάπη μου,

Το κύμα, που στα πόδια μου

τραγούδια μουρμουρίζει,

μου φέρνει τα δικά σου λόγια,

μου φανερώνει τη μορφή σου.

Νοιώθω τους  κτύπους της καρδιάς σου,

σαν τότε,

                στο πρώτο μας φιλί.

II

Αγάπη μου,

Μιλώ με τα δέντρα,

Ψιθυρίζω  στα άνθη

Διαλαλώ σ’ όλη την φύση:

Πάντα σε θυμάμαι

Αιώνια σ’ αγαπώ!

 *

ΚΥΚΛΟΣ

 

Χτες

      που μαζί κτίζαμε τα όνειρα μας

              διάβαζες στο μέτωπο μου

                  τη χαρά της ξεγνοιασιάς. 

Σήμερα

       που μόνος ζυμώνω το μόχθο μου

              διαβάζεις στα ροζιασμένα χέρια μου

                  το τέλος των ονείρων

                         και βλέπεις στο είναι μου

                                το κτίσμα

                                     της πραγματικότητας.

Αύριο

     σαν πορευτείς μαζί μου

          θα σε στολίσω

               με το μύρο

                     της νίκης μας.

 *

ΑΛΗΘΕΙΑ

 

Θυμάσαι,

              Μαρία.

Τότε,

      που ξεπρόβαλλε ο ήλιος

         των δώδεκα ανοίξεων μας,

Με ρωτούσες

         με ποιό καράβι   

                       θα διαβώ το πέλαγος.

Τώρα

    Το σχεδιάγραμμα της ζωής

           είναι τυπωμένο στις φούχτες μου.

               Τ’ αχνάρια του μόχθου

                   στολίζουν το ρυτιδωμένο

                                πρόσωπο μου.

Η νίκη έστησε το κάστρο της

    μεσ’ τα κατάβαθα της ψυχής μου

Στον ιστο της καρδιάς μου

          κυμάτιζε το φλάμπουρο

                                     της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.

*

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

Φεύγω μικρή μ’ αγάπη

απ’ τα γλυκά σου χείλη

απ’ τη δική σου αγκάλη.

Με κάλεσε η Πατρίδα

γλυκειά μ’ αγαπημένη

και πρέπει να πηγαίνω

τώρα, πριν είν’αργά.

Μην κλαίς, αγαπημένη,

πάλι κοντά σου θάμαι,

θα σου μιλώ σαν πρώτα

και θάχω τα φιλιά σου.

Θάμαι στην αγκαλιά σου

στη κάθε μου στιγμή.

Φεύγω και πάλι θάρθω

Μη κλαις και μη πονείς

Μου φώναξε η Πατρίδα,

μη μου το αρνηθείς.        

Να πας, αγαπημένε

και πίσω να γυρίσεις

μονάχα μην αργήσεις

γιατί θα περιμένω

πότε θάρθει η μέρα

κοντά μου να σε δω,

να σ’εχω στο πλευρό μου,

να σου γλυκομιλώ.

*

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Φύσηξε ο αέρας

και μου κουβάλησε το τραγούδι

της παλιάς, χαμένης αγάπης.

Οι αναμνήσεις πήραν να στριφογυρίζουν

σαν κακά δαιμόνια του μυαλού μου.

 

Το πρώτο βλέμμα της

               πλημμυρισμένο από ελπίδα.

Δυο λέξεις της καρδιάς:

              ‘’Σ’ αγαπώ.’’

 

Μια θύελλα μέσ’ την Άνοιξη.

Η φυγή μου σαν λιποτάχτης

              της νύκτας.

 

Αέρα, φύγε

Άφησε με μονάχο δίχως

τις θλιβερές μου αναμνήσεις.

 *

ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ

                                                                  (στη Ν.)   

Ήθελα

             (θέλαμε κάποτε κι οι δυο)

                    Με το πρωινό αεράκι

                           μ’ ένα χαμόγελο και δυο φιλιά

                                    να ξεκινούσαμε για ν’ απαλλάξουμε

                                              τον Άνθρωπο απ’ τους πόνους.

Μεσ’το μεσημεριάτικο λιοπύρι

                 με την ικανοποίηση  για συντροφιά

                              να γυρνούσαμε  στη δική μας φωλιά.

Και τα δειλινά να  τα χαρίζαμε

               στη χαρά των παιδιών μας

                       στη μελωδία της ευτυχίας

                               στη ομορφιά της φύσης

                                          στην ιερότητα της τέχνης μας.

 

Ήθελα

    (κάποτε θέλαμε κι οι δυο)……………………

         Δυο βήματα απόμειναν

Δεν άντεξες.

           Σ’ έχασα

                    Όπως έχασα αυτό,

                                 που κάποτε

                                                 θέλαμε

                                                          κι οι δυό.


*

Της Έλενας

 

Τόσο καιρό μέσα

             στην αναγκαστική σιωπή

                        της καθημερινότητας.

Μέσα στη καθημερινότητα

                                της ανάγκης

ξέχασα, παιδί μου,

                τη μελωδία της χαράς

ξέχασα τη χαρά της ξεγνοιασιάς. 

Ξέχασα, ξέχασα πολλές χαρές

                 του κόσμου, της ζωής μας.

Συγχώρεσε με!

Μα τώρα πρέπει

             να τραγουδήσουμε 

                          τα πρώτα βήματα σου

                                      στο μονοπάτι της ζωής.

Πρέπει,

        ναι, πρέπει να σου πω,

                          παιδί μου,

                                τα λόγια της καρδιάς μου:

‘’Νάσαι Καλόκαρδη

         κ’ Ευτυχισμένη,

                 κορούλα μου!’’

                                                      3/4/1982

 *

 Της Μαρίας και του Κωσταντίνου

 

Κείνο το΄αθώο, επίμονο,

              ικετευτικό βλέμμα σου,

σαν με κοιτάς βαθειά

              βαθειά στα μάτια

τρυπώνει στης ψυχής μου  τα κατάβαθα

με μια αγάπη ανείπωτη,

                     απέραντη, θαυμάσια

Κείνα τα μικρούτσικα

                             χεράκια σου

με τ’ άγγισμα  τ’ αγγελικό,  τ’ ανάλαφρο

                 σηκώνουν  όλο το βάρος, τα βάσανα

                                 και της ημέρας  τις σκοτούρες.

Κείνο το χαμόγελο σου

                                 το γλυκύτατο,

που από μόνο του

                      με γεμίζει χαρά

και ευτυχία απέραντη.

Κείνα, όλα εκείνα που αθώα

                      και αγνά μου προσφέρεις

νάναι για σένα στη ζωή σου

                      οι ευχές μου.

                                                                         20/2/2017

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ: "ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ" [ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ] Εκδόσεις : Γκοβόστη

 

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ: "ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ" [ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ] Εκδόσεις : Γκοβόστη


 Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου 


Ιστορίες που εξελίσσονται με διαρκή εναλλαγή εσωτερικού και εξωτερικού φωτισμού. Όπου το φωτεινό εναλλάσσεται ακατάπαυστα με το σκοτεινό και περισσότερο με το γκρίζο, κάτω από τη σκέπη του οποίου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να εκδηλωθούν πτυχές του συνειδητού και του ασυνείδητου κόσμου της αφηγήτριας, αμέσως ή εμμέσως, μέσω των δράσεων και των συμπεριφορών των κεντρικών προσώπων των ιστοριών της. Φως και σκοτάδι, βίωμα και μυθοπλαστική εκδοχή ενός απολύτως συνυφασμένου με την απλή –όσο και πολυσύνθετη– καθημερινότητα των συνηθισμένων ανθρώπων που μας περιβάλλουν ή κρύβονται μέσα μας, αναζητώντας πεισματικά τρόπους να δηλώσουν την παρουσία τους, ενώ στην επιφάνεια της γραφής βυθίζονται ή υπερυψώνονται καθρέφτες, αντανακλώντας σκηνές της σύγχρονης ατομικής ή συλλογικής, πραγματικής ή φαντασιακής, ζωής. 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Στέλλα Ρωτού γεννήθηκε και ζει στη Λευκωσία της Κύπρου.

Το πρώτο της βιβλίο (μέσ’ από τις θάλασσες) εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη το 2018. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα. Συμμετείχε σε συλλογικές ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης.

Τα μολυβένια στρατιωτάκια ... του Πούλλου Ανδρέα του Χρίστου

 


Για την ακρίβεια πρόκειται περί κανονικών στρατιωτών

εκπαιδευμένων στα όπλα με το ‘’επ’ωμου’’  ‘’παρά πόδα’’

και ‘’προσοχή’’ και στην περίσταση με το ‘’εφ’όπλου

λόγχη’’ και’’ έφοδος’’.

Φέρουν κανονικές εξαρτύσεις , στολή αγγαρείας

ή μάχης, εκπτύσσονται, συμπτύσσονται

ή αναπτύσσονται σύμφωνα με τα παραγγέλματα.

Λιώνουν το ίδιον εύκολα όπως τα μολυβένια

στρατιωτάκια μιας και μοίρα τους τόχει

να παίζουν με τη φωτιά, η μοίρα τους τόχει

να γίνονται παρανάλωμα της φωτιάς.

Κανείς δε τα ρωτά για ‘’πού ‘’και ‘’γιατί’’.

Τα φορτώνουν στα καμιόνια και τα αδειάζουν

στο ‘’στόμα του λύκου’’, στο ύψωμα ‘’αετοφωλιά’’

ή στη χαράδρα ‘’ο θάνατος’’.

Κανείς δε τα ρωτά για ‘’πού’’ και ‘’γιατί’’.

Πρόχειρα τα θάβουν στον πρώτο λάκκο που σκάβουν∙

πρόχειρα τους αναπέμπουν και κάποια ευχή.

Κανείς δε ξέρει για ποιο στρατιωτάκι να πρόκειται.

Κανείς δε ρωτά ποιού κρίκου λύθηκαν οι αρμοί.

Στη μάνα τους φροντίζουν να στείλουν και κάποιο χαρτί.

Πρόκειται για το ίδιο χαρτί μ’αλλαγμένο μονάχα το όνομα.

Μιλά για κάποιο στρατιωτάκι που μ’όλο που ήξερε

πως ήτα καμωμένο από μολύβι δε δείλιασε να τα βάλει με τη φωτιά.

Πουθενά δεν αναφέρεται ο λόγος γιατί σώνει και καλά

το σώμα του να ταΐσει τη φωτιά, γιατί σώνει και καλά

το μολύβι του να γίνει παρανάλωμα της φωτιάς.

Όλα τα στρατιωτάκια του κόσμου παρατάσσονται στη γραμμή.

‘’Εν-δυο’’,  ‘’προσοχή’’,’’ ανάπαυση’’, δουλεύουν μηχανικά,

εκτελούν κατά παραγγελία, αποθνήσκουν κατά διαταγή.

Χύνουν το μολύβι τους στην ικανοποίηση κάποιας φωτιάς.

Κανείς δε μπαίνει στο κόπο να ρωτήσει ποιος άναψε τη φωτιά.

Γιατί τα στρατιωτάκια νάναι κατά κανόνα τα θύματα των εμπρηστών∙

τα στρατιωτάκια ν’αποτελούν τα κατά παράδοση προσανάμματα της φωτιάς∙

τα στρατιωτάκια να παριστάνουν τους πυροσβέστες , όταν

τα συστατικά τους πυροδοτούν τόσον εύκολα τη φωτιά∙

τα σώματα τους τρέφουν τόσον πλούσια την πυρκαγιά,

σαν λαμπάδες ανάβουν στο κόνισμα των πυροτεχνουργών,

των κάθε λογής εμπόρων πυρίων και πυρίτιδος!

 

Από την ποιητική  συλλογή  ‘’ Μύθοι και επιμύθια  ΄΄

ΕΚΔΟΣΗ  1991

Η έπαρση της σημαίας... του Πούλλου Ανδρέα του Χρίστου

 



 

Εσύ πάντως δεν την υπέστειλες

ούτε λεπτό!

Την κράτησες αναπεπταμένη

αρνούμενος να την παραδώσεις

εις ξένας χείρας!

Κι όταν οι εχθροί παραπλήθυναν

επί του Βράχου,

όταν κάθε βράχος και πέτρα

μολύνθηκε από την παρουσία τους,

χωρίς ουδ’ επί στιγμήν να διστάσεις

τη τυλίχτηκες κατάσαρκα  κι έπεσες

μαζί της στο κενό∙

την εναγκαλίστηκες σαν αγαπημένη

κι εξακοντίστηκες μαζί της

στο διάστημα,

κάνοντας τη να φρικιάσει από έπαρση∙

ν’ αναγαλιάσει μέχρι τη τελευταία πτυχή

της ψυχής της από ρίγη δικαιολογημένης

περηφάνιας!

 

ΑΠΟ TH  ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΄΄ ΜΕΜΝΗΣΟ ΄΄

ΕΚΔΟΣΗ 2006