Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

ΩΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΝΕΡΟ: Ποιητική Συλλογή της Χριστιάνας Αβρααμίδου εκδοθείσα το έτος 2008

...

8
Λίγα τελικά πράγματα
δεν πεθαίνουν με το χρόνο –
ούτε καν με τη ζέστη του καλοκαιριού –
που είναι πάντα αφόρητη
και μόνοι ξαπλώνουμε τα βράδια.
Κανείς να μην μας ακουμπάει,
να μην μας αγγίζει…
κανείς.
12
Απ’ τη στιγμή που το ίδιο το φεγγάρι έχει αρχίσει να
ψεύδεται
πως να πειστείς
πως έρχεται το βράδυ;
13
Αν είναι η ποίηση ευλογία και χάρισμα
γιατί ούτε ένα καλάθι
δεν γέμισα με ψάρια;

...

25
«Παρακαλώ μην αγγίζετε» και «προσοχή εύθραυστο»
– σκορπισμένες εντολές μες τη βιτρίνα.
Μα τι να σε κάνω Ομορφιά
σαν δεν μπορώ να σε αγγίζω…
«Δέκα μέτρα απόσταση» από τον πίνακα κρατήστε,
και από τα «είκοσι να απολαμβάνετε τη θέα».
Μα τι να την κάνω τη ζωή
σαν δεν με αφήνουν να τη ζήσω;
«Παρακαλώ μην αγγίζετε»
και προπαντός μην ξεχνάτε
«ό,τι από εδώ μέσα σπάσετε
το πληρώνετε ακριβά»…

...

34.
Γελάω πολύ,
μα μια ζωή
είμαι για κλάματα.
35
Ξέχασες τη σκιά σου
Και αν θες περνάω
να την αφήσω έξω απ την πόρτα
37
Κάπου σε Ιούλη μέσα
ήρθαν καταστροφές,
μα η γιαγιά επέμενε
σχολείο να μας στέλνει
γράμματα για να μάθουμε,
που δε στείλαμε
ποτέ.

Εσένα σε έχω Ξαναγαπήσει: Ποιητική Συλλογή της Αβρααμίδου Χριστιάνας εκδοθείσα το έτος 2014

 Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
όλες
δεν τις θυμάμαι.
Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.
Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
–μέσα–
δεν χώραγαν άλλοι.
Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,
Αγάπη.

****

Χίλια και ένα
μέτρησα χθες βράδυ τα μέλη μου.
Μόνο σε μία
και όχι σε χίλιες και μία νύχτες.
Στις χιλιάδες προσωπικότητές μου συστήθηκα
να τις αγγίξω επιχείρησα,
με στένευαν όμως
τα καινούργια μου παπούτσια.

Χίλιες και μία νύχτες σε θυμήθηκα.
Δεν σε συγχώρεσα όμως
σε καμία.
Μνήμες και λεπτομέρεια
πολύ μού στοίχισαν
χίλιους και έναν στίχους ξαναθυμήθηκα,
ούτε ένας
δεν ήτανε δικός μου.

****

Στον Θανάση

Τις μεγαλύτερες αλήθειες
τις λέμε όσο είμαστε μικρά.
Με λόγια απλά
χωρίς καμιά τελεία.

****

Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά,
πάμε για καφέ το βράδυ;
Να περπατήσουμε χωριστά,
και όπου θέλει η Αθήνα,
ας μας βγάλει.

«Φτάσε σε οργασμό κάποια στιγμή»
«σκεφτόμαστε», Γιάννη μού έλεγες,
«πολύ»
αν και εγώ δεν σκέφτηκα
ποτέ τον θάνατό σου.

—«Ωραίο γούστο έχεις στους άνδρες» έλεγες.

—Έμεινα χωρίς παιδί…

Τον οργασμό
μπορείς να μιμηθείς
δεν μπορείς όμως

την αγάπη.

****

ΠΟΙΗΣΗ

κανείς δεν θα ψάξει να σε βρει
μα θα σε δει στη στροφή
σε ένα τοίχο
ολοκόκκινη μπροστά του.

Θα σε δει,
θα σε αρνηθεί,
τρεις φορές το τιμόνι
θα στρίψει απ΄ την άλλη.

***


.....

Βροχές,
εμμονές,
ενοχές,
κραυγές

ένα μηδέν
σαράντα χρόνια
ίδιο μοιάζει.

....

Το τέλος ....

Αργώ πολύ να καταλάβω.

Άτιτλο / Αβρααμίδου Χριστιάνα



Είσαι εκείνο το είδος της νύχτας
που με κάνει να καρφώνω τα μάτια στην αλήθεια
την ξαπλωμένη μες στον απόηχο της σιωπής σου.
Και είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της λύπης
που χαμογελά και μυρίζει όπως τα κρίνα,
αφήνοντας την πόλη
να αγαπιέται εν αγνοία της.

Και σαστίζεις…
σαν σου φανερωθεί η καρδιά της ομορφιάς μου
και πασχίζεις να ζήσεις.
Μα είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της απουσίας
που αγγίζει κακομαθημένα σαν κύμα,
και εκείνο ακριβώς το είδος της σκιάς
που φεύγει κρυφά
στις μύτες των ποδιών της…

Όλες Οι Μέρες Χιόνι (αποσπάσματα) / Αβρααμίδου Χριστιάνα


1.ΣΤΑΜΑΤΑ να μπαίνεις εμπόδιο στην ευτυχία μου και μη ζητάς την υπέρβαση να κάνω.Χρόνια ολόκληρα μου πήρε να σου μοιάσω χρόνια να παραμορφωθώ.
2.

ΕΝΑ εκατομμύριο λέξεις έχω να πω,

ένα εκατομμύριο θάλασσες.

Ένα εκατομμύριο λάθη στο σακάκι μου,
μα «ας είναι που φεύγεις η τελευταία αυτή φορά».
Έπαψε η ηχώ στην αμμουδιά…
Ο καιρός δε λέει να φτιάξει.
Ένα πρόχειρο έβαλα στο τραπέζι πρωινό,
δίπλα του,
εκατομμύρια λάθη...
3.
ΕΧΕΙ πολύ φεγγάρι απόψε,
και από τότε που σε αγάπησα
αυτά τα φοβάμαι.
Είναι λες και χρωστάς
στα περσινά καλοκαίρια μια χάρη.
Είναι λες και ακούμπησες τον παλιό εαυτό σου στο πλάι.
Περιττό το φεγγάρι απόψε.
Κι από τότε που σε αγάπησα,
φοβάμαι.
4.
ΤΟ ΜΥΑΛΟ μου επικίνδυνο
για τις γειτονιές τις παλιές.
Εκεί που τα άτυχα παιδιά
Κοιτάζονται στα μάτια.

5.
ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ...
Περίσσια μας φάνηκαν τα φώτα.
Ώρα χαράματα ιδρωμένοι σηκωθήκαμε
και σβήσαμε τον ήλιο.
6.
ΧΙΛΙΟΙ και δύο τρόποι υπάρχουν να αγαπάς
μα απ' αυτούς
δεν έμαθες κανένα.
7.
ΔΕΝ καταλαβαίνω
πώς όλα προλαβαίνουν να συμβούν
μέσα στο γέλιο και το κλάμα σου.
8.
ΤΟ ΜΟΝΟ που μπορούσα να δω απ' τη θέση μου,
ήταν οι κύκλοι από καπνό που ανάπνεες.
Και ήθελα να σου κλείσω το μάτι
-το δεξί-
και ας μην το ξανάκανα ποτέ μου.
Αν τα προβλήματα σου είναι πολλά,
δώσε μου να λύσω έστω κι ένα.
9.
ΤΙΠΟΤΑ δεν έκανα για σένα.
Αν και σε έσωσα από βέβαιο θάνατο
-ακόμα ένα…
Πιο μελαχρινό,
πιο ώριμο,
πιο σέξι.
10.
ΕΙΝΑΙ κυρίως τα βράδια που διψάω
γιατί σε σκέφτομαι πολύ
κι ιδρώνω.
11.
Ο ΑΕΡΑΣ της νύχτας έχει πια κρυώσει.
Μαύρη πάντα η σελήνη,
γένους θηλυκού.
12.
ΕΙΝΑΙ μια από κείνες τις μέρες
που ό,τι και να κάνω έχει ζέστη.
Και πρέπει ν' αποδείξω
πως μπορώ να σταθώ
έστω στο ένα μου πόδι
έστω στο αριστερό.
13.
ΔΕΝ με νοιάζει τι βρίσκεται
κάτω απ' το πουκάμισό σου.
Ασχολούμαι με την αγάπη,
μα όχι σε τέτοιο βαθμό.
14.
ΕΙΜΑΣΤΕ δύο τελευταίες στιγμές
τίποτα άλλο.

15.
ΑΝ ΚΑΠΟΙΑ μέρα αγγίξω το Τέλειο,
με πάσα λεπτομέρεια
τις απορίες σου θα λύσω.
Μεγαλώσαμε και πρέπει να παραδεχτούμε
έρωτα κάναμε
μα δεν κάναμε παιδί.
16.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ είναι
που δεν λες να καταλάβεις το λίγο σου.
Τα ρούχα που φόρεσες βαριά
για τη γη των γυμνών και των ξένων.
17.
Μ' ΕΧΕΙΣ κάνει να περπατώ στα σκοτεινά
και σημασία να μη δίνω στην Αγάπη.
18.
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ λιγόστεψε
κι άλλο πια δεν βαστάει
τις παραξενιές σου να μετράει
και με κούφια λόγια
να σε ντύνει το πρωί.
19.
ΚΑΠΟΙΟΣ πίστεψε σε μένα,
κι έχει αρχίσει στη θάλασσα
αναταραχή.
Σου 'πα μην λες το όνομά μου πολύ
Αν το ακούσει η Ζωή,
θα τρομάξει.
20.
ΜΗΝ προσπαθείς τόσο πολύ.
Η άσπρη μέρα που θα 'ρθει
θα 'ναι γεμάτη χιόνι.
Και μην κουράζεσαι πια πολύ
οι μέρες σου όλες άσπρες,
όλες οι μέρες
χιόνι.
21.
ΔΕΝ ξέρω κατά πόσο για όλα αυτά
ευθύνεται το πρωί,
το μεσημέρι,
το βράδυ
ή τα ταξίδια
που δε σώσανε να γίνουνε ποτέ.
22.
ΜΟΥ 'μαθες τα αρχικά της καληνύχτας,
και ξέρω τώρα πια
πότε νυχτώνει.
23.
ΠΟΝΑΩ…
σε γόνατα, δάχτυλα, χείλη.
Μα πιο πολύ πονάω
που έφυγες πριν ένα λεπτό,
χωρίς να δεις που πονάω
να πονέσεις.
24.
Ο ΚΟΣΜΟΣ Σάββατο βράδυ δεν αγαπάει.
Είπε να περιμένω Κυριακή.
Ο κόσμος Σάββατο βράδυ ούτ' απαντάει.
Και μου 'πε πάλι να ρωτήσω Κυριακή.

25.
ΔΕΝ ξέρω τι μου συμβαίνει,
κρατάει όμως πολύ,
και σώθηκε η υπομονή
από την τόση ζέστη.
26.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ που διάλεξες να με ερωτευτείς
ήμουν ακόμα παιδί,
από άγνωστη ήσουν για μένα φυλή
κι ανάποδα έβαζες τα βράδια το σταυρό σου.

27.
ΕΧΩ πια χάσει την αίσθηση του χρόνου,
την έχω αφήσει στο παγκάκι της γειτονιάς.
Εις γνώσιν μου κείτεται εκεί τα τελευταία οχτώ
χρόνια.
Αν είναι εκεί!
Κι αν είναι οχτώ!
Αφού έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου.
28.
ΜΗΝ μιλάς άλλο για όνειρα τα βράδια...
Δεν υπάρχουν πολλά
στη ζωή να με κρατήσουν.
Λίγος καπνός,
μια βότκα
και ένα πορτοκάλι.
29.
ΛΕΝΕ τα δύσκολα περνούν μα σε μένα επιστρέφουν.
Ταξίδι δεν κάνει πια κανείς
και όλοι φεύγουν.
Μυριάδες πέτρες ρίχνω στη θάλασσα
που πάντα
σε στοχεύουν.
30.
ΘΑ μπορούσα να σου δώσω
λίγη απ' τη θλίψη μου
είναι ξανθιά, είναι λεπτή και έχει όμορφα μάτια.
Την κρατώ ζεστή, κάτω απ' το μαξιλάρι
μέχρι που βαραίνουν οι ώμοι τα βράδια.
Θα μπορούσα να σου δώσω αρκετή απ' τη θλίψη μου,
μα φοβάμαι
μη δεθείς κι εσύ μαζί της.
31.
ΔΕΝ είναι οι λέξεις, μην το πεις.
'Αλλοι ευθύνονται
για την κατάντια της αγάπης.
32.
ΔΕΝ καταλαβαίνω,
γιατί ενώ εγώ ελπίζω πολύ,
όλοι λένε πως δεν έχω καμιά ελπίδα.
33.
ΛΕΣ: -«Πώς να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα;»
και λέω: -«Τρέχα, θ' αργήσουμε,έρχεται ο κατακλυσμός".
Και αν χαθούμε εμείς,
θα εξαλειφθεί το είδος μας,
που είναι το πιο Ωραίο,
το πιο Φαντασμαγορικό.
34.
ΣΟΥ επιτρέπω να με κοιτάς όλο το απόγευμα
μα να με αγαπάς μονάχα το Σεπτέμβρη.

35.
ΣΥΝΤΗΡΟΥΜΑΙ για σένα
χρόνια κάτω από πάγους
και διατηρούμαι για σένα στα πιο βαθιά κρύα νερά
που κοιμάμαι και ξυπνάω δε ρωτάς
και έχω παγώσει τόσα χρόνια για σένα
απ' την κορφή ως τα νύχια
ολοκληρωτικά.
36.
Ό,ΤΙ αργεί να τελειώσει,
Κρατά λιγότερο.
Ειδικά όταν περπατάς με το χέρι στη μέση.
Και δεν αγγίζεις,
δεν ακουμπάς,
μα μόνο κρατάς
ουδέτερες στάσεις.
37.
ΤΟ ΠΡΙΝ, το μετά και το τώρα
ώρες πολλές μίλησαν και δεν τα βρήκαν.
38.
ΜΙΑ φορά και έναν καιρό,
στη ζωή μου άργησες πολύ να γυρίσεις.
Ήρθες πάνω στο γλέντι,
ήρθες πάνω στο φως.
Κόπιασε.
Στο τραπέζι μου πάνω φρούτα,
πικρός καφές
και παξιμάδι.
39.
ΜΙΑ φορά και έναν καιρό
της Αγάπης ζήτησα να μ' αγαπήσει.
Τη βάφτισα κάτι ολότελα απλό
που έμελλε να γίνει το όνομά σου.
40.
ΘΕΛΩ να σου μιλήσω
για το Τέλος του Κόσμου.
Να σου αριθμήσω
τα όσα με ενοχλούν πριν κοιμηθώ τα βράδια.
Οφείλω να πω:
τα σφάλματα είναι τώρα δεκατρία.
Περιττός αριθμός
Μες στο ζυγό της αγάπης.
41.
ΠΕΡΠΑΤΩ
όπου δεν μιλά κανένας.
Για το μακριά σου ευθύς κινώ
με θυμό,
κουπί,
κι αέρα.
42.
(ΔΕΝ καταλαβαίνεις τι λέω,
πόσο μάλλον αυτό που θα 'θελα να πω.)
43.
ΜΥΡΙΖΕΙ θάλασσα η κάθε αυγή...
Θα 'ναι μάλλον
που σκέφτομαι το κύμα.
44.
Ο,ΤΙ μπορεί να κάνει ένα αγόρι με ένα κορίτσι
το έκανε ο Χριστός με όλο τον κόσμο.
45.
ΔΕΝ ξέρω να αγαπώ.
Μα ξέρω όμως να σκοτώνω.
Φέρε μπροστά μου εκατομμύρια στρατό,
και αν είσαι μέσα εσύ
σκοτώνω.
46.
ΑΓΟΡΑΣΑ σήμερα με το νήμα των χεριών σου μια
Ελπίδα.
Γυναίκα έμοιαζε,
ίδια καταιγίδα.
Στα πόδια μου σύρθηκε,
τρεις φορές μ' απαρνήθηκε,
γύρισε,
με κοίταξε
και γέλασε δυνατά.
47.
ΠΑΝΩ που πίστευα πως είχες τελειώσει -αρχίνησες,
μα την καλή μου διάθεση
δεν είχα ετοιμάσει,
μια σούπα ζεστή να σου φτιάξει
(τις τσάντες απ' τους ώμους να σου πάρει)
και με ευλάβεια απ' τη ζωή μου
να σου δείξει πώς θα βγεις.

48.Ο ΧΩΡΟΣ, ο Χρόνος και ο Χάρος είναι αφέλειες που ξεκινάνε από Χ.

Οι θάλασσες /Αβρααμίδου Χριστιάνα

Της είπαν πως οι θάλασσες δεν είναι όλες ίδιες,
μα άσχημη νύχτα ήτανε αυτή που `χε περάσει.
Φόρεσε κάτι πιο ζεστό το κρύο να βγει από μέσα
και ξάπλωσε και περίμενε μια θάλασσα να φτάσει.

Εσύ είσαι έτσι μια ζωή, ανάσκελα στο κρεβάτι,
μια θάλασσα περιμένοντας που αργούσε πάντα να `ρθει.
Αφού, της είπαν πως οι θάλασσες δεν είναι όλες ίδιες,
μα άσχημη νύχτα ήτανε αυτή που `χε περάσει.

Της είπαν πως οι θάλασσες δεν είναι όλες ίδιες
και μία μόνο ικέτευε να `ρθει να την αγγίξει.
Μια θάλασσα περίμενε που να της κάνει χάρη,
στο κύμα να την πάρει, στο κύμα να την πνίξει.

Εσύ είσαι έτσι μια ζωή, ανάσκελα στο κρεβάτι,
μια θάλασσα περιμένοντας που αργούσε πάντα να `ρθει.
Αφού, της είπαν πως οι θάλασσες δεν είναι όλες ίδιες,
μα άσχημη νύχτα ήτανε αυτή που `χε περάσει.

Φόρεσε κάτι πιο ζεστό το κρύο να βγει από μέσα
και ξάπλωσε και περίμενε μια θάλασσα να φτάσει.

Άγγελος Γρηγόριος (μικρή αναφορά)

Ο Άγγελος Γρηγόριος υπήρξε έγκλειστος ποιητής στα κρατητήρια και τις φυλακές την περίοδο της ΕΟΚΑ Α΄ 1955-1959

πηγή: Το βιβλίο του Ανδρέα Κλ. Σοφοκλέους «Η Έγκλειστη Ποίηση των Φυλακών και των Κρατητηρίων 1955-1959»

Αβραάμ Νικόλας (μικρή αναφορά)

Ο Αβραάμ Νικόλας καταγόταν από τους Τρούλλους της Λάρνακας. Έγκλειστος ποιητής στις φυλακές και τα κρατητήρια

πηγή: Μητρώον Αγωνιστών της ΕΟΚΑ 1955-1959 (Τόμος Η΄) 

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής: Ποιητική Συλλογή του Κώστα Μόντη εκδοθείσα το έτος 1954




ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλιώτικα
το πέρασες το καλοκαίρι.
Δεν χρειάζεται μεγάλα πράματα
κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσεις,
μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
ένα καλοκαιράκι του Θεού.
Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνει
που να τος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
και μήνυσε πως έρχεται;
Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
για να περάσεις τον χειμώνα.
Και δεν την έχεις τη χαρά αυτήν εσύ.

ΑΛΓΕΒΡΑ

Λοιπόν, τo λυσες τόσο απλά
το πρόβλημά σου, φίλε μου.
Κι’ όσο που σκέφτομαι πως στο γυμνάσιο
δεν τα κατάφερνες καθόλου στα προβλήματα.
Αλήθεια πως δεν είναι τα σχολεία
μα η κοινωνία που τ’ απονέμει τα βραβεία.
Εγώ ο κουτός, ο πρώτος σας στις άλγεβρες,
ποχα γραμμή πάρει όλα τα αριστεία,
έκανα μια καταγραφή περίεργη
μ’ άγνωστους χίλιους δυο
που μου τα μπέρδεψαν.
Ενώ τι θετικός εσύ!
Ένα άγνωστο κατέγραψες μονάχα,
τον κεντρικό πυρήνα της δικής μου εξίσωσης,
το πρώτο προαπαιτούμενο,
την πέτρα του σκανδάλου.
Κι ήταν το πρόβλημα σου τέτοιο, μάλιστα,
που ούτε χρειαζόταν να το λύσης
ως προς αυτόν τον άγνωστο.


ΕΞΙΣΩΣΗ

Μπορεί κάποια φορά
Να χε μεγάλη διαφορά
μπορεί μια τέτοια εξίσωση να ταν γελοία
την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία
αγάπη και φιλοσοφία
Μα τώρα πια…
Μα τώρα πια…
Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες
πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες
σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη
την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,
πως θάρχονταν μια μέρα που
-όπως είχες σκεφτεί για τον παππού-
για εσένα που καυχόσουνα
να δείξεις και να κάνης
θα ταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου
να ζεις ή να πεθάνεις.

ΕΙΝ’ ΛΙΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

Είν’ λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους του Καβάφη
Μ’ όση δραματικότητα κι αν σου το περιγραφή,
γιατί επιτέλους είν’ μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι’ αυτοί οι βάρβαροι θ’ αλλάξουν πια την ζωή σου.

Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένεις,
μ’ άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένεις,
ξένος σ’ ερημικό δρομάκι ξένο
σαν φύλλο του φθινόπωρου απ’ τον άνεμο ριγμένο

και να κοιτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζεις τη φωνή σου,
να χει κοπή του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου

και το χειρότερον απ’ όλα ακόμα,
να μη βλέπεις τη λύση στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύονται και άρπουν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρεις αν δεν σου είναι το ίδιο κ´ οι τάφοι ξένοι.

ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ

Συγχωρέσε με, φίλε μου,
που ενώ είχαμε μαζί,
σαν από κάποια συμφωνία μας μυστική,
κινήσει για τη νευροπάθεια
κ’ είχαμε προχωρήσει κι’ αρκετά
στα σκοτεινά της μονοπάτια θαρρετά,
έδειξα τόσην εγώ αστάθεια
που την αποφύγα και σ’ άφησα μονάχο
να γίνω οικογενειάρχης νουνεχής,
ενώ να εσύ τι συνεπής
έγινες πρώτης τάξεως
νευροπαθής.
Ντράπηκα που σ’ αντίκρυσα
προχτές στον δρόμο
με τον σταυρό της μοίρας της γενιάς μας
στον κοκκαλιάρικο ώμο,
σ´ όλη τη φόρμα σου,
στο πλέριο φτιάξιμό σου.
Είχε το βλέμμα σου που μού ρριξες
μεγάλη δόση, βέβαια, θρίαμβο
μα ωστόσο διάβασα με πόνο στη γωνιά του
κάποιου κρυφού παράπονου τον ίαμβο,
γι’ αυτό σου λέω πως ντράπηκα.
Σε γέλασα, καλέ μου φίλε, και συγχωρέσε με,
αν και, για να με ειλικρινής,
-μην υποθέσης που στο λέω για παρηγόρια-
δεν ξέρω, αλήθεια, κι ορισμένως,
ποιος απ’ τους δυο είν’ ο γελασμένος.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Παραλλαγή / Μόντης Κώστας



Κανονικά δεν είχε τίποτα να πει ο Όμηρος
για την Κυπριακή συμμετοχή.
Και δίχως άλλο θα την παρέλειπε ολότελα
αν δε συνέβαινε να ‘ν’ Κύπριος κι ο ίδιος
κι ήταν πια δύσκολη η θέση του
και πια δε γινόταν έπρεπε να βρει αφορμή να ενδιατρίψει
όσο κι αν καταλάβαινε πως δεν ήταν για να τραγουδήσουν
ένα θώρακα οι στίχοι του,
όσο κι αν καταλάβαινε πως παρεξέκλινε.

Ένα παλιό αυτοκίνητο / Μόντης Κώστας

Ήταν ένα παλιό, σακατεμένο αυτοκίνητο. Η μια του ρόδα διπλωμέ-
νη, σπασμένα τα πλευρά του, τρύπιο τ’ αδιάβροχό του. Βροχές πολλές 
κι ατέλειωτος καλοκαιριάτικος ήλιος θα το χτύπησαν ανυπεράσπιστο 
και του πήραν το γαλάζιο του χρώμα και το γέμισαν ασπροκίτρινες 
ρυτίδες. Τα φανάρια του έχασκαν άδεια. Κάποιος τούς είχε ξεριζώσει 
τις μικρές λαμπίτσες, ίσως ο ίδιος που τα ’πλενε πριν κάθε μέρα και τα 
σκούπιζε απαλά σα να τα χάιδευε. Με το χάδι του στην καρδιά προ-
σπαθούσαν κι αυτά οληνύχτα να του δείχνουν τα χαντάκια, τις πέτρες, 
τα στριψίματα, τον κίνδυνο. Ακούραστα (κουράζεσαι όταν αγαπάς;) 
ψηλαφούσαν το σκοτάδι να ξεδιαλύσουν το καλό απ’ το κακό χωρίς ο 
ύπνος να μπορεί να τα κλείσει (κοιμάσαι όταν αγαπάς;)
Και δεν ήταν μονάχα τις λαμπίτσες, ήταν και τα στολίδια τ’ αρα-
διασμένα τόσο σοφά μπροστά στο τιμόνι που είχαν ξεριζώσει: τους 
κόκκινους δείχτες, τ’ άσπρα χερούλια, το μιλίμετρο που καθώς έδειχνε 
με το δαχτυλάκι του τα πενήντα, τα εξήντα μίλια σάστιζε πλάι του το 
ρολόι και σταματούσε στην τρελή, απέραντη στιγμή τού μεθυσιού του 
τον χρόνο.
Ήταν αραγμένο, πεταμένο, κοντά στο παράθυρό μου. Παραπέρα, 
μισό βηματάκι παραπέρα, γκρεμνιζόταν σχεδόν κατακόρυφη η χαρά-
δρα. Και τ’ αυτοκίνητο ακουμπούσε στο χαμηλό πετρόχτιστο τοίχο 
που οροθετούσε* το χάος της.
Δεν είχα ρωτήξει ποιου ήταν, πώς βρέθηκε εκεί. Το παραδέχτηκα 
χωρίς ιστορία. Τι να την κάνεις τώρα την ιστορία; Ωστόσο σκεφτόμου-
να το στερνό του κύλημα πόσο φοβερό θα ’ταν.
– Σπρώχτε, σπρώχτε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο.
Έπρεπε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο για να νιώθει καλύτερα πως 
άγγιξε το σκληρό πέτρινο τέρμα, πως δεν είχε πια ούτε τόσο δα κομ-
ματάκι δρόμου μπροστά του.
Έκανε το τελευταίο αυτό ανήμπορο βήμα άθελά του, χωρίς ψυχή, 
χωρίς φωτιά. Στο μηδενικό οι κόκκινοι δείχτες, όλοι οι κόκκινοι δεί-
χτες στο μηδενικό. Κι ήταν βέβαια, πολύ παραξενεμένο και τρομαγ-
μένο μα δεν νομίζω να είχε φανταστεί πως το ’χωναν αυτού ώσπου να 
λιώσουν τα σίδερά του. Θα ’ταν δύσκολο να το φανταστεί.
Ποιος ξέρει πόσο καιρό ήταν έτσι ακουμπημένο στον τοίχο. Απο-
κάτω είχαν μαζευτεί ένας σωρός σκουπίδια. Και τ’ αυτοκίνητο τους 
επέτρεψε και τα προστάτεψε.
– Εντάξει, μείνετε, κανείς δεν θα σας πειράξει.
Μικρή υπηρέτρια, ε μικρή υπηρέτρια, δεν μπορείς να σκουπίσεις 
κάτω από ένα αυτοκίνητο που χιλιάδες άνθρωποι μέριασαν* για να πε-
ράσει (να που χρειάζεται κι η ιστορία, να τη φοβάσαι την ιστορία). Αν 
αποπειραθείς μια τέτοια ανοησία, μα τον Θεό η φωτιά του θ’ ανάψει 
ξανά, τα σβησμένα μάτια του θα πετάξουν σπίθες, τα σκουριασμένα 
σίδερα θα τρίξουν, το τρύπιο του αδιάβροχο θ’ ανεμίσει οργισμένο, οι 
πόρτες του θα κλείσουν (τρακ!) και θα ορμήσει στον γκρεμνό σέρνο-
ντάς σε μαζί του, ασυλλόγιστο κοριτσάκι.
Θυμάμαι ένα ένα τα σκουπίδια που ήταν στοιβαγμένα κάτω απ’ 
τη φύλαξή του: Μερικά κουτιά τσιγάρων, ένα κομμάτι ξεθωριασμέ-
νο μεταξωτό ρούχο, μια ξεσκισμένη κάλτσα, μισός σπασμένος καθρέ-
φτης, σκουριασμένα καρφιά, τσαλακωμένα χαρτιά, ένα παπούτσι (δεν 
σκηνοθετώ. Έτσι ήταν). Μια φορά είχαν ζήσει, βέβαια, κι αυτά ώσπου 
ήρθε ξαφνικά ο χαμός κι έτρεξαν βιαστικά να κρυφτούν. Αλήθεια, πού 
να κρυφτούν; Πίσω απ’ το κοτέτσι, απ’ τη μεγάλη άσπρη πέτρα, απ’ 
τον σωρό τα ξύλα; Όχι. Κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο. Αυτό δεν ήταν όμοιό 
τους, δεν ήταν σκουπίδι, δεν μπορεί να γίνει σκουπίδι ένα αυτοκίνητο.
Ήταν το νούμερο 5540. Του άφησαν τον αριθμό, δεν τον χρειαζό-
ντουσαν και τον άφησαν να πεθάνει κι αυτός τον αργό, τον ατέλειωτα 
αργό θάνατο (ώσπου να λιώσουν τα σίδερα).
Τ’ αλλοπρόσαλλο* ήταν που οι πόρτες ήταν κι οι τέσσερις ανοιχτές 
σα να περίμεναν τους επιβάτες, ολάνοιχτες σαν αγκαλιές και σα φτε-
ρούγες. Κι ούτε που σκεφτόταν κανείς να τις κλείσει.
– Τι περιμένεις, δεν υπάρχει πια δρόμος, δεν υπάρχουν πια επιβάτες.
Κι όμως υπήρχε κάποιος δρόμος ακόμα. Γυρνώντας ένα απόγιομα 
στο σπίτι είδα τ’ αυτοκίνητο στην άκρια του γκρεμνού απάνω απ’ τον 
πετρόχτιστο τοίχο και τέσσερις πέντε ανθρώπους να το σπρώχνουν να 
πέσει. Οι γειτόνισσες κι ένας σωρός παιδιά ήταν γύρω και χάζευαν και
χειρονομούσαν κι απολάμβαναν. 
Είχα φτάξει την τελευταία τελευταία στιγμή, τόσο που μόλις πρό-
λαβα να το δω κι εκείνο γυρνώντας ανάστροφα χάθηκε με θόρυβο στο 
χάος.
Πίσω του αλάλαξε* το πλήθος κι έσκυψε να το δει που κατρα-
κυλούσε.
Η σπιτονοικοκυρά μου μου ξήγησε πόσο καιρό το μελετούσαν κι 
αμελούσαν. Ήταν μεγάλη ασκήμια. Και μαζευόντουσαν τόσα σκουπί-
δια αποκάτω.
Α ναι, ήταν και τα σκουπίδια. Τα είδα όλα ξεσκεπασμένα, απρο-
στάτευτα, φοβισμένα, έκπληχτα, να μένουν ακίνητα το ένα κοντά στ’ 
άλλο και να περιμένουν

[Άτιτλη στιγμή] / Μόντης Κώστας


Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;