Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Ιστορία / Τέμβριου Αθηνά


Κάποιες ψυχές είναι τυφλές
σαν πόρτες σφαλισμένες πολλές ζωές,
ατσάλι σφυρηλατημένο
στων θεών την αρχαία φωτιά.
Ήφαιστε για αυτό κουτσαίνεις
στα άδυτα του χρόνου δίχως αγάπη.
Κάποιες ψυχές τρομάζουν σαν δεν βλέπουν
την σκιά να μεγεθύνει την ύπαρξη τους
στης ψευδαίσθησης τους ατέρμονους δρόμους.
Άνθρωπε για αυτό δεν ταξιδεύεις
με την αγάπη συνοδοιπόρο.
Ορφάνεψε το φως μέσα στο σκότος σου.
Κάποιες ψυχές τον λόγο ξεγελούν
αμφισβητώντας την ιστορία,
ανολοκλήρωτες, επαναλαμβανόμενες. Κι η λεπτομέρεια
κρυμμένη σε κάποιες γραμμές που τις κούρασαν.
Θεέ ενεφύσησες εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής
για να πράξει, για τα παιδιά των παιδιών του.
Κάποιες ψυχές συνήθισαν την θυσία στον βράχο·
Δεδομένη η φωτιά τρεμοσβήνει στα ανθρώπινα μανουάλια
μέχρι ο αγέρας να την εξυψώσει με τον λυγμό του αθώου.
Ορφέα, Προμηθέα, Χριστέ καρτερεί ο ποιητής να ανατείλει ο ήλιος,
να καρπίσει η γης, να ξεχειλίσει η θάλασσα,
να γεννήσει ξανά ο άνθρωπος την Αγάπη. 


(Ήλιος και Άνεμος, Α. Τέμβριου)

Πριν γνωρίσω εσένα αγάπη μου / Λαμπής Γιάννος

Πριν γνωρίσω εσένα αγάπη μου
δεν ήξερα τι φοβόμουν περισσότερο,
την ζωή ή τον θάνατο;
Μα όταν ήρθες εσύ
ανάσανε η ψυχή μου,
μ’ έμαθες ν’ αγαπάω και τα δύο,
χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς οιμωγές
παρά μόνον με απλά πράγματα
όπως μια γλυκιά κουβέντα, ένα σφίξιμο στο χέρι,
ένα ηλιοβασίλεμα, μια ξαφνική βροχή ή ένα φιλί
κι αυτά μόνον ήταν αρκετά για να μου αλλάξουν όλο τον κόσμο
και να μάθω πως αυτοί που αγαπούν, ζουν μονάχα
όταν πεθάνουν κι αναστηθούν ξανά
μέσα στην αγκαλιά της γυναίκας που λατρεύουν

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


Τι κι αν μια πόρτα έκλεισε
Τι κι αν αυτί δεν στάθηκε
να ακροαστεί τον μονόλογό σου .
Γράψε “τέλος” και μην περιμένεις .
Μια άλλη πόρτα σε προσκαλεί
να διαβείς το κατώφλι
Καρτερεί με το χαμόγελο
ν' αγκαλιάσει τον ερχομό σου .
Ποτέ μην διακονεύεις
τα ψιχουλα αγάπης που σου πετάξανε
Αγκάλιασε την ολοκληρωμένη ευτυχία
που σε προσμένει
στο στρωμένο τραπέζι
της ανταπόκρισης.

Δώσε ----------- / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Αν τα πολλά που είχες παλιά τα έχεις χάσει
Κι αισθάνεσαι βαθιά η στέρηση πώς μοιάζει
-δώσε-
Αν η καρδιά σου ματώνει συχνά
Από συμβάντα ασήμαντα, μικρά
-δώσε-
Παίρνεις ηλιοβασίλεμα τ' απόγιομα
Κι έχεις το φως περίσσιο
-δώσε-
Αν οι πολιτικοί σου μίκραναν τη μέρα
κι οι κροίσοι σου μασάνε τον αέρα
-δώσε-
Σού 'κανε η θάλασσα τη χάρη
Και στον ορμίσκο σου μύρια φρούτα αλμυρά
-δώσε-
Μυρίζουν στον κήπο σου θεσπέσια άνθη
Σαν άγιος επιτάφιος, σαν παραδείσου πύλη
-δώσε-
Σε Μήδα αφού μετενσαρκώθης
Τριγύρω σου χρυσό το σύμπαν κλώθεις
κι ας ήσουν το πρωί ένα άφραγκο ρεμάλι
-δώσε-
Ζεις κρυμμένος σε μια πόλη μικρή
Κι αρνείσαι το εισιτήριο της φυγής
Για να είσαι ο μέγας νάνος
-δώσε-
Μα ακόμη κι εσύ ο ίδιος αν χρειάζεσαι
μια χείρα βοήθειας
και απ' άγνωστα χέρια μια αγκαλιά
-δώσε-
σε έχει ρίξει κάτω η αρρώστια
κι έχει ο δρόμος σου μικράνει
Και η ανησυχία σου αβάσταχτη
-δώσε-
[τότε τα πλείστα θα πάρεις εσύ]
Ακόμη κι εκείνοι
που χωρίς μοίρα
Χωρίς ελπίδα μισή
Στου δρόμου το έρμα που σέρνονται
Στου γκρεμού το χείλος κρεμάμενοι
Αλλάζουν για πάντα
Αν εσύ τους κοιτάξεις στα μάτια
Και πεις
"Ιδού το υστέρημά μου - πάρε κι εσύ".
Χ.Ρ. Τσιαήλης

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΚΛΑΒΟΣ ΠΙΑ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


"- Τη σκλαβιά τη βαρέθηκα,
Μάνα, κλέφτης θα γίνω.
Της σκλαβιάς δηλητήριο,
Μάνα, ως πότε θα πίνω;"
~
Κι αφού πρώτα εφίλησα
τη γλυκειά μου μανούλα,
τον ανήφορο τράβηξα
στου βουνού την κορφούλα.
~
Κι εκεί πάνω σαν βρέθηκα,
με χαρά στην καρδιά,
με λαχτάρα εφώναξα:
"-Σκλάβος δεν είμαι πια!"

ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.
Για να τον σπάσει πολεμά,
σε πόλεις κάμπους και βουνά,
χειμώνα, καλοκαίρι.
Έτσι κι εγώ σαν Έλληνας ζυγόν δεν υποφέρω
γι' αυτό με τ' άλλα τα παιδιά ξεκίνησα,
τη λευτεριά στην Κύπρο μας να φέρω.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


Σκλαβωμένη μου Κύπρος, λατρευτή μου πατρίδα
που δεμένη στενάζεις με βαριάν αλυσίδα.
Τα δεσμά τα βαριά σου σε λιγάκι θα σπάσεις
και στης μάνας Ελλάδας την αγκάλη θα φτάσεις.
Της σκλαβιάς η φουρτούνα ολοένα σε δέρνει
και τη νίκη ζητάει και γιαλός και στεριά.
Όμως νάτην, η νίκη με χαμόγελο φέρνει
σαν σε όνειρο μέσα τη γλυκιά Λευτεριά
στο κεφάλι σου, Κύπρος, με χαρά στο φορεί.

H ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


Είναι μια χώρα
μόνη ελπίδα μου
ειν' η πατρίδα μου.
Κι' αν εσκλαβώθηκε
δε μένει σκλάβα,
γιατί σαν λάβα
ανακατώθηκε.

Ερωτικό / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Καινούργιους έρωτες τώρα γνωρίζεις
και οι παλιοί λησμονιούνται, θαρρείς,
μα, όμως, φίλε μου, μόνο αν νομίζεις,
γιατί, στ’ αλήθεια, να ξεχάσεις δεν μπορείς.

Δε σβήνουν όλα, όσο κι αν κλάψεις,
δεν λησμονιούνται μέσ’ στην ζωή
κι αν, μέσ’ στη λήθη όλα τα θάψεις,
πάλι θα βγούνε κάποιο πρωί.

Ποτέ δε χάνονται μα πάντα ζούνε
κάποιοι παλιοί, της αγάπης, σκοποί
κι αν, πως λησμόνησες, τα χείλη πούνε,
άκουσε μόνο, η καρδιά τι θα σου μπει.

Δε σβήνουν όλα, όσο κι αν κλάψεις,
δεν λησμονιούνται μέσ’ στην ζωή
κι αν, μέσ’ στη λήθη όλα τα θάψεις,
πάλι θα βγούνε κάποιο πρωί.

Και που σε διώχνω, μη θυμώνεις / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Πικρό το δάκρυ απ’ τα μάτια μου κυλά
βουβά το "έχε γεια" να ψιθυρίσει
κι ό,τι γελούσε, έχει πάψει να γελά
αφού η μοίρα η πικρή θα μας χωρίσει.

Γι’ αυτό, μη θες κι εσύ να μείνεις,
στο κάθε τι πίκρα να δίνεις,
κάθε καημό να μεγαλώνεις
και που σε διώχνω, μη θυμώνεις.

Πατέρα μου / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Πατέρα μου, οι φυλακές απόψε με καλούνε,
τα σίδερά τους τα βαριά, τ’ ακούω που χτυπούν,
σαν, να με πνίξουν, θέλουνε και όλο με ζητούνε
και νιώθω κρύο, μοναξιά, εμένα να τρυπούν.

Μα γρήγορα θα βγω ξανά
για να σας ανταμώσω
και άλλους στίχους συντροφιά
και πάλι να σας δώσω.

Μην κλάψεις, ω, πατέρα μου, που πάω για ταξίδι
κι αν σε ρωτούν οι φίλοι μου, πού, τώρα, τριγυρνώ,
κρασί να δώσεις στους εχθρούς που με ποτίσαν ξύδι,
να πίνουν εις υγείαν μου, εμέ που τους κερνώ.

Κι εσείς, λουλούδια κόκκινα, που από τους κήπους κλέβω,
σας αποχαιρετώ γιατί στη φυλακή μισεύω,
γαρύφαλά μου ευωδιαστά, γεμίσετε τη γλάστρα
και στείλετέ μου ευωδιά τη νύχτα με τα άστρα.

Μα γρήγορα θα βγω ξανά
για να σας ανταμώσω
και άλλους στίχους συντροφιά
και πάλι να σας δώσω.


το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=CiUvT2AaqQ4

Ποτέ δε θα πεθάνουμε / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Γιατί μαυρίζει ο ουρανός
κι ας είναι καλοκαίρι
Λες κι η αυγή κατάμαυρο
χαμπάρι θα μας φέρει

Και να, χτυπούνε πένθιμα
κάθε χωριού καμπάνες
Κλαίνε μαζί τρεις μάνες
μαζί τους κι όλη η γη

Κι είναι γλυκό το κλάμα τους
από χαρά λες κλαίνε
Λόγια Σουλιώτου λένε
στην πένθιμη σιγή

Ποτέ δε θα πεθάνουνε
όσοι πεθάναν σήμερα
Και της σκαλαβιάς τα σίδερα
θα σπάσουν κάποια μέρα

Και θ’ ακουστούν ελεύθερα
τραγούδια πέρα ως πέρα


το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=Mr9GSV53RiA

Θα πάρω μια ανηφοριά (Λευτεριά) / Παλληκαρίδης Ευαγόρας



Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά.

 Θ' αφήσω αδέλφια, συγγενείς
τη μάνα, τον πατέρα,
μες τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
Θα 'χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι
βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα 'ρθει το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε κάμπους και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι.
Το ξέρω, θα ν' απάτη
δε θα 'ναι αληθινό.

Μες το παλάτι θα γυρνώ,
ώσπου να βρω το θρόνο.
Βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ' αυτό.

Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχ' αυτό ζητώ.

Γεια σας παλιοί συμμαθητές. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, έναν παλιό του φίλο,

Ας πάρει μιαν ανηφοριά,
ας πάρει μονοπάτια,
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά

Με την ελευθεριά μαζί,
μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω θα μ' εύρει εκεί.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης (βιογραφικό)

Γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου, στις 28 Φεβρουαρίου 1938.

Αριστούχος μαθητής. Ως μαθητής   πρωταγωνιστεί σε διάφορες διαδηλώσεις κατά των Άγγλων. 

Σε ηλικία 17 χρόνων, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση από τις γνωστές που οργάνωνε η ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ) ως αντιπερισπασμό. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγίες. Ο Ευαγόρας δεν παραδέχτηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Ήταν η αρχή του τέλους. Μια μέρα πριν τη δίκη, μπαίνει κρυφά στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα:

    Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης    

Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα από την Λυσό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά ο ίδιος συνελήφθη. Στην κατοχή του είχε ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν γρασαρισμένο. Ήταν συνεπώς ανέτοιμο για να χρησιμοποιηθεί. Επίσης κουβαλούσε 3 γεμιστήρες γεμάτες.

Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και η δίκη ορίζεται για τις 25 Φεβρουαρίου. Στη δίκη του ο Παλληκαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις τους παραδέχθηκε την ενοχή του:

    Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.    

Την επόμενη μέρα της καταδίκης του Παλληκαρίδη, οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτινγκ, με το οποίο του ζητούσαν να απονεμηθεί χάρη στον Ευαγόρα. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητά προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπαθούν να ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Ο Χάρτινγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος.

Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:

    Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.    


Απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.

Ο τάφος του βρίσκεται στα Φυλακισμένα Μνήματα στη Λευκωσία.

Στην Κύπρο / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Για σένα, Κύπρο αθάνατη,
Πατρίδα σκλαβωμένη,
Θα δώσω απ' το αίμα μου
Κάθε σταλαματιά…
Για να σε δω ελεύθερη
Και χιλιοδοξασμένη
Δε θα διστάσω,
Κύπρο μου,
Nα πέσω στη φωτιά.