Μέρες ἐπέρασαν πολλὲς ἀπ’ τὴν κακὴ τὴν ὥρα,
οἱ μῆνες χρόνια ἔγιναν κι ἀσπρίσαν τὰ μαλλιὰ.
Τ’ ἀγόρια ξεπετάχτηκαν, θέλουν νὰ μποῦν στὴ χώρα,
ἐμέστωσαν οἱ κοπελιὲς κι ἀνάθρεψαν παιδιά.
Μὰ ἐγὼ ἀκόμα νοσταλγῶ νὰ ξαναρθῶ κοντά σου
κι ὅλο ρωτῶ ξαναρωτῶ ποιὸ εἶν’ τὸ πρόβλημά σου;
Σὰν τί ’ναι ποῦ σὲ πίκρανε κι ἔχεις κλειστὸ τὸ στόμα;
Τὸ αἷμα τρέχει, αἱμορραγεῖς,
μὰ ἐσὺ μᾶς βλέπεις σιωπηλή.
Βλέπεις, ἀκοῦς, μὰ δὲ μιλᾶς. Πόσο, Θεέ μου, ἀκόμα;
Καλπάζει ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ νὰ βρεθῶ κοντά σου,
νὰ σεργιανίσω στὴ χρυσὴ ξανθή σου ἀκρογιαλιὰ.
Νὰ νιώσω τὴν ἁλμύρα σου καὶ τὴν καυτὴ ἀμμουδιά σου,
τὸ πυρωμένο σῶμα μου νὰ λούσω στὴ δροσιά.
Νὰ δῶ τὰ γλαροπούλια σου μὲ τὰ λευκὰ φτερά τους
νὰ παίζουν μὲ τὰ κύματα στὰ γαλανὰ νερά.
Ἐρωτικὰ χαϊδέματα μὲς τὴν ὑγρὴ ἀγκαλιά τους
ποὺ χρόνια τὰ στερήθηκαν ζώντας στὴν προσφυγιά.
Τὶς χοῦφτες μου λεμονανθοὺς καὶ κίτρα νὰ γεμίσω
λουλούδια μοσχομύριστα νὰ βάλω στὴν ποδιά.
Κάθε δρομάκι καὶ γωνιὰ νὰ ξαναπερπατήσω
ὅμως ὁ δρόμος σου κλειστὸς καὶ μένω μακριά.
Πόσο ἡ καρδιά μου λαχταρᾶ νὰ ξαναρθῶ κοντά σου,
νὰ ζήσω ὄμορφες στιγμὲς μέσα στὴν ὀμορφιά σου.
Μὰ ἐσὺ ἀκόμα αἱμορραγεῖς, κρατᾶς κλειστὸ τὸ στόμα.
Κι ἐγὼ τὸ νιώθω, ἀναχωρῶ. Πόσο, Θεέ μου, ἀκόμα;