Α. ΠΟΙΗΣΗ
POETRY
( « τρεις
νύξεις για τη ζωή » ΙΙΙ, )
( three hints about life , III )
ΔΩΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ , 1989 “ DORIC LINE , 1989 ”
Φυσάει ένας
αγέρας
A strong wind blows
στην αυλή απόψε out
in the yard tonight
πεισματικά την πόρτα σειώντας,
obstinately shaking the door,
αποτραβιέται και πάλι ορμά withdrawing and
rushing again
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη
terrorizing through the glass skylight
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…
the flicker of a pale lamp…
Νύχτα βαθειά – κανένας
Deep night – at lonely homes
δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια, no one dares open up,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
you never know what such an hour may bring
δίχως ξύλα στη φωτιά without
any wood in the fire
χωρίς ένα σκύλλο
without a dog
να τρέξει να ψάξει. to
run and seek out.
Ας μείνει
τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης Let, therefore, the bolt remain drawn
ως αύριο που θα
χαράξει η μέρα. until tomorrow, until daybreak.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
Then at least in full light
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων, in the
certain outline of things,
άς έλθει οποιοσδήποτε let whoever
wishes to come
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει -
and whatever he may demand -
όχι εν λευκώ,
not as a carte blanch,
μα εκεί μπροστά στα μάτια but there, under
the eyes
των ανθισμένων μυγδαλιών, of the almond trees
in bloom,
που μόνο αν
είναι δίκαιο
who will finally consent
θα συγκατανεύσουν. only if it is fair.
ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ ( Αργοί Σταλακτίτες, 1991)
BLACK BIRD (“slow stalactites”
1991)
Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί The
black bird, which we have finally come to know
που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει having seen it
cross so often
το διάστημα των ημερών μας, the expanse of
our days,
κράτα το ζωή λιγάκι
hold it, life, closed in cage
κλεισμένο στο
κλουβί.
for a while.
Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε So that we can run and
sing
μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,
blissful in the mist of ignorance,
κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε that we can lie under
the trees
χωρίς την
έγνοια της βαρειάς σκιάς του… unconcerned about his heavy shadow…
Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται Because it always
startles us. It comes
μέσα στην κάψα του καλοκαιριού in the summer’s
scorching heat,
ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’την πηγή, while we lean over the
fountainhead without a care
ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα or in a dream during
winternights
τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει again it burrows
and find us
τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς – supposedly serene,
supposedly strong-
κι ας μας περνά
ένα ρίγος στο πλατάγισμά του. even if we shudder at its flapping.
Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό We know,
oh life, that
το μαύρο πουλί πρέπει we
have to deal with
να τα βγάλουμε πέρα, this
bird in black colour,
με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –
with anything that may help us -
αστεία κάνοντας για σιγουριά, making jokes to
win more certainty,
δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει, planting trees
where we may,
μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη looking for
marble-figures in the ground
και το χαρτί
γεμίζοντας με μανία.
and
frenziedly filling up sheets of paper.
Άλγος Εσπέρας ( ΝΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΦΥΓΗΣ, A sunset-affliction ( OF NOSTOS and FLIGHT )
2001
Πάνω σε πέτρα κάθησες You sat on a
rock to take a breath,
να πάρεις ανάσα
καθώς είπες. as you said.
Ω, τι παράξενη ψυχή, Oh,
what a strange soul,
δεν πρόλαβε στον ίσκιο the head
barely had time to lean
το κεφάλι να
γείρει into the shade
και το βλέμμα
πώς αλλάζει τα χρώματα and the gaze-how it changes its hues
μές στην αδύνατη στιγμή ! at the moment of weakness !
Τώρα μια
διάθεση αόριστη
Now a vague mood
τον πρότερο
μόχθο αραιώνει,
dissolves all earlier toil,
του ύπνου
στρώνει την κλίνη
makes the bed of sleep
το πέλμα του πονεί. and
his footsole is in pain.
Μ’αυτός είναι ο
δρόμος του. Δεν θλίβεται But this
is his route. He is not sad
στα ενδιάμεσα κάποτε when
sometimes
η έφεσή του σαν λυγίζει, his
plea gets bending,
μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα
let it be a pause, a thirst quenching
ως το πρωϊ.
until the dawn break.
Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται Let him enjoy therefore and
dream
των αχναριών τη συνέχεια, the
continuation of his steps,
σε ό,τι κι αν
τύχει, σε ό,τι συμβεί.
whatever may
bafall him, what ever may happen.
Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του, Look now at the weeds, on his side,
δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες
tied to unyielding roots,
γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο
how they bend the body
σε μάταιη κίνηση φυγής. in a futile
attempt to flee.
ΣΧΟΛΙΑ
( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 ) COMMENTS ( “slow stalactites”
1991)
Α.
Κωφεύεις You play deaf
στη φωνή της μοίρας
to the voice of destiny
όσο τ’ αντέχεις
as long as you can bear to
σιγά-σιγά,
bit by bit,
και μια μέρα
and one day
ούτε που ξέρεις you
don’t even
know
ποιο δρόμο να πάρεις which
road to take
κι εύκολα ξεχνάς - and
easily you forget-
πού είναι η πλώρη where
the prow is
πού είναι η πρύμνη, and
where the stern,
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
on an island with many capes
πολλούς
δείχτες στη θάλασσα. many indicators in the sea.
B.
Μ’ ανήσυχο του ματιού τον βολβό With the eye’s bulb restless
λίγο πιο πάνω
slightly above
απ’ το μοιρασμένο the divided
μιας πόλης σχήμα, shape of e town,
στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι. stands the mountain’s dark brow.
Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του Turning away from his stony
sleep
και τ’ ανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του, and the
springtime unfurling of the slopes,
ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε has
never ever felt
φτερούγα φόβου στο βλέμμα the flutter of fear within the gaze
μήτε ανάγκη κάποτε
nor the need to lower
το πενταδάκτυλο
the five-fingered hand of his
shape-
χέρι να χαμηλώσει-
καθώς περνούν ξυστά λεπίδια while blades pass sharply,
και του φουσκώνει
with the vein of his neck
η φλέβα που
έχει στο λαιμό, from anger swelling,
σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό in a jet black sky
που λες θα ρίξει
that looks ready
στ’ άδικο χέρι τις βροντές του. to burn down the hostile gesture.
Γ.
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε And if
we speak a little too much
για τον Πενταδάκτυλο
about the five-fingered mountain
είναι γιατί
that is because
μοιάζει χτυπημένο πουλί
it resembles a wounded bird
με δυο φτερούγες
with its two wings
καρφωμένες στο χώμα.
nailed to the ground.
Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος I
believe it would be a proud eagle
με καταγωγή ίσως
perhabs a descendant
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη of the
rock with the bloody memory
μέρη Καυκάσου –
parts of Caucasus-
ένας αετός μάρτυρας an
eagle that witnessed
της σταύρωσης και της οδύνης,
the crucifixion and the agony,
που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
that flew finally far away descending
για να κτίσει
τελικά τη φωλιά του
to build its nest
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί on an
island-a green branch
αντίξοης μοίρας.
with an unfavorable fate.