Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Σωκράτης Αντωνιάδης (μικρή αναφορά)

Ο Σωκράτης Αντωνιάδης είναι συγγραφέας και ποιητής. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με  την έκδοση της ιστορικής μελέτης : Μεσαιωνικά κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, 2012  και τον επόμενο χρόνο 2013 με την  βιογραφία για τον ήρωα-ποιητή Μιχαλάκη Παρίδη (2013). 

Έργα του:

Ποιητική Συλλογή: Ανώνυμη άνοιξη, Λάρνακα, Βιβλιοεκδοτική, 2014
Ιστορική Μελέτη : Μεσαιωνικά κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, 2012 
Βιογραφία: για τον ήρωα-ποιητή Μιχαλάκη Παρίδη 2013
Λοιπά:     Η Λάρνακα του Πουρίνου / 2015
          

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Ζωή



Χαρίτος Καρατζιάς

Δώρο κρυμμένο,
σ΄ εμένα δοσμένο,
στο χρόνο που τρέχει, 
και τέλος δεν έχει. 

Αγάπη δική σας,
εγώ το παιδί σας, 
γλυκιά μου μητέρα, 
καλέ μου πατέρα. 

Ζεστή η καρδιά μου,
σ΄  ότι ανοίγει μπροστά μου, 
απλά το αγγίζω, 
το  ζω, το γεμίζω.

Χρώμα αφήνει κάθε στιγμή 
ταξίδι ανθρώπου πάνω στη Γη.
Ζωή σ΄ αντικρίζω, 
μαζί σου βαδίζω. 

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Μαρία Πυλιώτου, «Ο Ροδής»


Βλέπω τη μάνα μου με το κοπάδι να κατηφορίζει προς τη ρεματιά.  Αληθινά, δεν είναι άλλη πιο τρυφερή και πιο όμορφη απ’ αυτή.  Θα επιστρέψει το δειλινό και θα ʼχει την ποδιά της γεμάτη χαρούπια και το πρόσωπό της θα ʼναι πιο φωτεινό κι απ’ το φεγγάρι.  Ξέρω πως δε θα συναντήσω άλλη σαν αυτή, μα πρέπει να φύγω.
          Η προβατίνα που περπατάει πλάι της παραπατώντας είναι ολοστρόγγυλη σαν σακί.  Κοντεύει να γεννήσει.  Η γιαγιά κοιμάται ακόμα.  Τον τελευταίο καιρό όλο κοιμάται. 
- Όταν σταματήσεις να μου λες ιστορίες, θα φύγω, της είπα μια μέρα, κι εκείνη δάκρυσε.
Πόσο αγαπάω τα παραμύθια της… Πάντα καθόμουν και τ’ άκουγα, και δε χόρταινα!  Όταν κουραζόταν και σταματούσε, άρχιζα να παίζω.  Έπαιρνα ένα κομμάτι ξύλο κι άρχιζα να χαράζω στο χώμα τις ιστορίες της.  Τις σκηνές που μου άρεσαν πιο πολύ.  Άλλοτε φορούσα όσα κουρέλια έβρισκα και παρίστανα… Και τι δεν παρίστανα!  Βασιλιάδες, μάγους, πολεμιστές, ληστές, δράκους.  Μ’ ένα μακρύ καλάμι για κοντάρι.  Κάποτε έκανα πως βρήκα τη φωλιά του Χρυσού Αετού, κι όλοι με παραφύλαγαν να τη φανερώσω.  Δε σταματούσα ποτέ το παιχνίδι.  Μια μέρα, πάει καιρός, μπήκα κρυφά στο μαντρί, βρήκα την προβατίνα μας κι έσκυψα και βύζαξα απ’ το γάλα της.  Ήμουνα μικρός, μα θυμάμαι καλά.  Ήτανε τότε που η γιαγιά Εζραχίλ μού είχε πει το παραμύθι για τα δίδυμα, που ένας κακός θείος τα πέταξε σε μια κούνια στο ποτάμι για να πνιγούν.  Μα εκείνα σώθηκαν, γιατί στην όχθη, όπου τα έβγαλε το νερό, βρέθηκε μια λύκαινα, που κάθε μέρα τα βύζαινε με το γάλα της και τα μεγάλωσε σαν μάνα.  Εκείνα τα παιδιά, όταν μεγάλωσαν, έχτισαν μια μεγάλη πόλη κι έγιναν βασιλιάδες.
Μια άλλη φορά, που απ’ το πολύ παιχνίδι είχα κουραστεί, άνοιξα μια κυψέλη, πήρα ένα κομμάτι κηρήθρα κι άρχισα να τρώω το μέλι, φτύνοντας το κερί.  Πώς μοσχομύριζε το μέλι εκείνο!  Οι μέλισσες τριγυρίζανε γύρω μου, μα καμιά δε βρέθηκε να με κεντήσει.  Η γιαγιά λέει πως εμένα με αγαπούν.  Τις παρακολουθώ κάθε άνοιξη που μαζεύονται σαν τσαμπί σ’ ένα κλαδί της λεμονιάς γύρω από τη βασίλισσά τους… Η γιαγιά τις βοηθάει.  Μ’ ένα ματσάκι δυόσμο τις τινάζει σε μια κομμένη, σαν κούπα, κολοκύθα και τις μεταφέρει σε άδεια κυψέλη.  Όταν αργήσει να γίνει αυτό, το τσαμπί διαλύεται κι όλες τραβάνε προς το βουνό, κι εκεί σμίγουν με άλλες αγριομέλισσες.
Είναι άνοιξη!  Όπου να ʼναι, το καλοκαίρι φτάνει… Τα στάχυα στο χωράφι μας έχουν ψηλώσει.  Παίρνω σπόρους και τους ξεφλουδίζω, προτού σκληρύνουν.  Σήμερα, μέρα της μεγάλης μου απόφασης, κάνω το γύρο του χωραφιού μας.  Μπαίνω στο μαντρί.  Τα ζώα μας είναι στη βοσκή.  Θα μου λείψει η μυρουδιά και το ήρεμο βλέμμα τους.
Προχωρώ προς το πηγάδι.  Μετακινώ το καπάκι και σκύβω να δω το νερό.  Άλλοτε, όταν ήμουνα μικρός, και μόνο που μ’ έβλεπε η μάνα μου να σκύβω, τρόμαζε.  Μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου αράδιαζε του κόσμου τις ιστορίες για τα πηγάδια, που πάντα κάτι κρύβουν στο βυθό τους: φίδια φαρμακερά, άγρια θεριά, δράκους…  Να μην τα πλησιάζω, μου ʼλεγε.  Η γιαγιά θύμωνε τότε που με φόβιζε η μάνα κι έλεγε πως τίποτα δεν είχε το πηγάδι.  Μονάχα που, όποιος δεν πρόσεχε κι έπεφτε μέσα, πνιγόταν. [1]





Μαρία Πυλιώτου (βιογραφικά στοιχεία)



Γεννήθηκε στο κατεχόμενο Λευκόνοικο το 1935 και τελείωσε τις σπουδές της στο Διδασκαλικό Κολλέγιο. Υπηρέτησε την δημοτική εκπαίδευση ως δασκάλα. Τώρα είναι συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Ασχολείται όμως και  με την ποίηση. Υπήρξε γραμματέας του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Βιβλίου (εθνικού τμήματος της ΙΒΒΥ) και μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

 Έργα της:
  1. "Χαρούμενοι χαρταετοί" διηγήματα, Λευκωσία, 1976 (βραβείο εικονογράφησης και λογοτεχνικού κειμένου).
  2. "Οι Λύκοι και η Κοκκινοσκουφίτσα", νουβέλα, Λευκωσία, 1977.
  3. "Καλημέρα, Μαργαρίτα", τρία διηγήματα, Λευκωσία, 1978 (κρατικό βραβείο). Για τον «Ναζίμ και τον ψηλό κυπαρίσσι ».
  4. "Το κάστρο μας", μυθιστόρημα, Λευκωσία 1979, Εκδόσεις Πατάκη 1995, 6η έκδ. 2001.
  5. "Κι έζησαν εκείνοι καλά...", σύγχρονο παραμύθι, Λευκωσία 1980.
  6. "Τα δέντρα που τρέχουν", μυθιστόρημα, Λευκωσία 1985, εκδ. Καστανιώτης 1987 (Διεθνές βραβείο Κόρτσακ).
  7. "Τα παιδιά του ήλιου", εφηβικό μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη 1993, 8η έκδ. 2001 (κρατικό βραβείο).
  8. "Το ασημένιο καπνιστήρι", μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη 1995, 6η έκδ. 2000 (πανελλήνιο βραβείο γυναικείας λογοτεχνικής συντροφιάς).
  9. "Τζιαφέρ Γιασίντ Αλή", Εκδόσεις Πατάκη 1997, 2η έκδ. 1998.
  10. "Στα φτερά του Χρυσού Αετού", Εκδόσεις Πατάκη 1997, 3η έκδ. 2000.
  11. "Η αρβύλα που 'γινε βαρκούλα", Εκδόσεις Πατάκη 1998, 4η έκδ. 2001.
  12. "Λεώνη", εφηβικό μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη 1999 2η έκδ. 2000 (κρατικό βραβείο).
  13. "O σκύλος που έχασε την ουρά του", Eκδόσεις Πατάκη (2001).
  14. "Περιπέτεια στο Βοτανόκηπο"
  15. Μ΄ αγαπάς; Σ΄ αγαπώ!!! , Εκδόσεις Πάργα 2007.
  16. Μικρ'α Πικρά Παράταιρα / 2019

Οι πευκοβελόνες...........

Οι πευκοβελόνες που τώρα κεντάνε
                τα σταχτιά όνειρα.

Η δυσαναλογία των ταχυδρομικών περιστεριών / Νεκτάριος Ροδοσθένους


Το επόμενο τραγούδι είναι αφιερωμένο
στον άνθρωπο
που θέλησε να στείλει ένα μήνυμα
παραδοσιακά,
με τον παλιό-καλό τρόπο
Κάπου, για κάποιο λόγο…
δεν έχει σημασία
Σιγοψιθύρισε (πλεονασμός)
‘Πράγματι
είναι αξιοθαύμαστο
ένα κλουβάκι τόσο δα
να προϋποθέτει τόση ελπίδα’ (πλεονασμός)
τάδε έφη ο προαναφερθείς
που ανέβηκε
και αφέθηκε
στις ερημωμένες ταράτσες που θύμιζαν κατάθλιψη.
Που μύριζαν Αθήνα

Το χωρκό μου η Αχερίτου / Πόλια Προκόπης

Έφκαλα την απόφαση, τζιαι πία στο χωρκό μου,
σαράντα χρόνια εν εια, το σπίτι το δικό μου.
Στην πόρταν όταν έφτασα, εθέλαν να 'χω πάσο,
να δουν, τζιαι αν το εγκρίνουσην, ποτζιεί για να περάσω.

Την πόρταν όταν άνοιξαν, επία στο ταμείο,
να πιάσουν το δεκάλιρο, τζιαι που τζιαμέ να φύω.
Πρέπει να αλλάξεις την καρκιάν, προτού ρέξεις τα ττέλια,
γυρίζουν κλάματα εφτείς, αντίς που ήσιες γέλια.

Που πάτησα τα χώματα, ήτανε λυπημένα,
που ήταν υπό κατοχή, τζιαι ήταν δυστυχισμένα.
Που έφτασα εις το χωρκό, εν ούλλα χαλασμένα,
Που μου 'γιναν αγνώριστα, όπως πολλούς τζιαι ΄μένα.

Άμαν να πάεις τζιαι να δεις, τες λεηλασίες,
τες εκκλησιές, κάμουν τζαμιά, τζιαιν ούλλο γεριμίες.
Άμαν να πάεις τζιαι να δεις, με τα δικά σου μάθκια,
εφτείς ραγίζει η καρκιά, τζιαι γίνεται κομμάθκια.

Καλλύττερα να μεν πάεις, μόνο να τα θυμάσαι,
όπως τα έφυκες που πριν, την νύχτα που
τζιημάσαι.
Να τα θωρείς στον ύπνο σου, να μεν τα
λησμονήσεις

Πόλια Προκόπης (αναφορά)

Γεννήθηκε στην Κοινότητα Αχερίτου το 1937. Ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Μετά την εισβολή έμεινε στο Τέσσερα Μίλι μέχρι και το 1975 και στη συνέχεια στην Επισκοπή της Λεμεσού. Για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε ως μάγειρας στις Αγγλικές Βάσεις. Η ποίησή του είναι εμπνευσμένη από τα προσωπικά του βιώματα. 

Ροδίνη Αυγή (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στο Τρίκωμο το 1922. Το πραγματικό της όνομα ήταν: Νίνα Ιεροδιακόνου - Κυριάκου. Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Φανερωμένης. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε πολιτιστικά περιοδικά και εφημερίδες της Κύπρου. 


περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε: http://www.biblionet.gr/author/111864/%CE%9D%CE%AF%CE%BD%CE%B1_%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CF%85_-_%CE%9A%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%85

Ο διαβόητος Γιαλλούρης / Κυριάκος Παπαδόπουλος (ποιητάρης)

Θε ν’ αρχινήσω σιγανά δια να τραγουδήσω,
του Γιαλλουρκού τα πάθη του να σας τα ιστορήσω.
Όπως είναι ο ουρανός με τα άστρα στολισμένος
και το Γιαλλούρην έτσι ήτο εις τον κόσμον ξακουσμένος.
Τόσον που ακούστηκεν εις όλην την οικουμένην,
μα την ζωήν του είχεν την πάντα ’ποφασισμένην.
...

Όταν τον επερνούσασιν από την Λευκωσίαν
δεν εχώρεν η αγορά που την πολλοκοσμίαν.
Πολλοί τον ελυπήθησαν γιατ’ είχεν νοστιμάδες,
μαζεύθη κόσμος άμετρος, άνω τες δυο χιλιάδες.
...

Πολλά τον ελυπήθηκα, έρχεται μου να κλάψω,
τρία μερόνυκτα ’καμα την λύπην του να γράψω.
Είχεν αγγελικόν κορμί, πολλοί τον επαινούσιν,
ποτέ μου δεν τον ήξευρα, άλλοι μου το λαλούσιν.

Παπαδόπουλος Κυριάκος (αναφορά)

Παπαδόπουλος Κυριάκος : Λαικός Ποιητής της Κύπρου από τη Κοινότητα: Αρακαπάς Λεμεσού. Γεννήθηκε το 1872 και απεβίωσε το 1922. 

Ανδριανή Σουρή ( βιογραφικά στοιχεία)

Η Ανδριανή Σουρή γεννήθηκε στο Πραστειό Αμμοχώστου.  Σπούδασε Νοσηλευτική στην Αγγλία.  Αφυπηρέτησε το 2006 ως Διευθύνουσα του Νοσοκομείου Λάρνακας. Ασχολείται με την λογοτεχνία, την ποίηση. 

Ποιητικές συλλογές :

  • «Οπώρες Πορείας 1», 
  • «Οπώρες Πορείας 2», 
  • «Θέλω τόσα να πω», 
  • «Ψίθυροι και Μιλήματα», 
  • «Της Ψυχής μου, της Γης μας, του Κόσμου» (Εκδόσεις Πήλιο), 
  • «Το Φθινόπωρο» (Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου) και 
  • «Χαμόγελο Έβδομο» (Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου).

Μοιρολόι- Διαμαρτυρία της Ανδριανής Σουρή


Μικρό παιδί, σ΄ ελληνικό νησί
νεκρό στην αμμουδιά, αέρας το φιλά,
ο ήλιος το μοιρολογεί, το κύμα το χαϊδεύει.

-Αγόρι μου, παιδάκι μου
που ΄ναι το σπιτικό σου;
Η Μάνα σου, ο Κύρης σου
αφύλακτο σ΄ αφήσαν;
Κι ήρθε ο Άδης σ΄ άρπαξε,
δίχα να τον προσέξουν.

Μικρούλι κι ολομόναχο, πως βρέθηκες εδώ;
Οι νύχτες απορούν, οι μέρες το ρωτάνε.

-Ο πόλεμος,
σκότωσε και ερήμωσε
ότ΄ είχε κι αγαπούσε.
Με δίχα τους γονείς
βρέθηκε ξαφνικά,
στης προσφυγιάς τους δρόμους.
Απόκαμε, κουράστηκε,
μα πού Μανούλας αγκαλιά,
πουλάκι να κουρνιάσει;

Μπήκανε στην Τουρκία.
Σύγχυση, χαλασμός,
χιλιάδες πρόσφυγες,
πόνος χειροπιαστός,
πεινούσαν και διψούσαν·
ανεπαρκή τ΄ αντίσκηνα
κρύωνε, έκλαιγε
του ΄λείπαν οι δικοί του.

Σε φουσκωτό, προορισμός η Ευρώπη
Αχόρταγη, τους καταπίνει η θάλασσα,
και…
να το παιδί, σ΄ ερημικό νησί,
στην άμμο ξαπλωμένο.

Μια πεταλούδα περαστή,
στάθηκε μια στιγμή,
πετάρισε στο μάγουλο
το νεκροφίλημά της.



Κρινάκια του γιαλού,
του κάμπου παπαρούνες,
με ευωδιές με πέταλα
σκεπάστε τ΄ αγγελούδι.

Ελάτε νύφες του νερού
νεράιδες του δάσους
κύκλο και τραγουδήστε του,
άκλαυτο κι ακανάκευτο,
μη φύγει απ΄ τον κόσμο.

Ντρέπεται ο ήλιος κρύφτηκε.
Τα σύννεφα τον σκεπάζουν.
Μουντός ο ουρανός,
Δάκρυα ψιλοβρέχει…

Ο άνεμος φυσά,
ρωτά, ξαναρωτά,
γιατί τόσα παιδιά,
κακοποιούνται, χάνονται,
συχνά εκτοπίζονται,
χιλιάδες και πεθαίνουν;





9.03.016

Σ΄ όλα τα αδικοχαμένα

παιδιά του κόσμου.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

[Άλλοι εν έχουσιν παιδκιά] του Ρένου Μαρτίδη

Άλλοι εν έχουσιν παιδκιά
τζ' άλλοι βαστούν αγγόνια,
μα τούτ' η ψεύτιτζη ζωή
φεύκει σε λλία γρόνια.
Άτε τζ, αν έσεις γιον γιατρόν
τζαι κόρην δικηγόρο,
εν νάρτει κάποτε τζαιρός
πο'ν να χαθεί το δώρο.
Έτσι για σέναν εν καλλιόν
όποιαν τζ' αν έσιεις μοίρα,
νάσιεις Θεόν για φυλαχτόν
μες στην κοσμοπλημμύρα.

[Ήρτεν γλυτζίν το μήνυμαν] του Ρένου Μαρτίδη

Ήρτεν γλυτζίν το μήνυμαν
εν πρώτη του Σεπτέβρη,
η κάψες πιον να φύουσιν
τζαι λλίη δροσιά να μ' εύρει.
Να πάσιν πάλαι ούλλοι τους
ξανά μες τες δουλιές τους,
για να βαρίσ' η πούγκα τους
να ζιούν οι φαμελιές τους.
Φτωσιοί τζαι πλούσιοι άδρωποι
μαζίν εν να δουλέψουν,
οι πρώτοι εν να δρόσουσιν
τζ' οι άλλ' εν να σε κλέψουν