Άμα τζιαι γιω γεννήθηκα, την ίδιαν ημέραν,
π’αρκίνεφκα τον βίον μου,
είχα τζιαι γιω το πλοίον μου,
έτοιμον τζιαι καρτέραν.
Τζιαι μου λαλούσαν οι γονιοί, του πλοίου να γνωρίσεις,
τον χειρισμόν των μηχανών,
τζι’ άνω που είκοσι χρονών,
ταξίδιν ν’αρκινήσεις.
Μες τα σκολεία θώρουν τα, τα χρόνια να περνούσιν,
τζιαι κάμναν μου συνέχειαν, χωρίς να σταματούσιν,
μαθήματα κάθε λοής,
όπως το πλοίον της ζωής,
ίνταλος κοιβερνούσιν.
Τζιαι ούλον τούτον τον τζιαιρόν, με βοηθόν μιαν βάρκα,
συγχρόνως του σκολείου μου,
εγέμοννα του πλοίου μου,
με όνειρα τ’αμπάρκα.
Τζι’αμάκλεισα τα είκοσι, καταρτισμένος ήδη,
ούλον ελπίδες τζιαι χαρές,
εσήκωσα τες άγκυρες,
τζι’ άρκεψα το ταξίδι.
Σε λλίον λλία όνειρα, έφκαλα που τ’αμπάρκα,
τζιαι πήα τζιαι παντρεύτηκα,
τζιαι ενοικοτζιυρεύτηκα,
μα σφίξαν τα ζωνάρκα.
Το πλοίον μου ο άνεμος, άρκεψεν να το δέρνει!
Σαν ήμουν δίχως χρήματα,
άρκεφκεν πας τα κύματα,
ν’ανεβοκατεβαίνει.
Σε κάθε δυσκολίαν μου, σε κάθε μου μαράζι,
τζι’εμπόδιον που βρέχετουν,
το πλοίον μου εδέρνετουν,
που μπόρες τζιαι χαλάζι.
Μες τες φουρτούνες της ζωής, στο πλοίον τόσα χρόνια,
ήβραν με πιον τα γεραδκιά,
γιατί σαν ήμουν με παιδκιά,
εβρέθηκα μ’αγγόνια.
Μες τες τόσες μου τες μπόρες, τζιαι θαλασσοταραχές,
η ζωή μου εν εχάρει,
τζιαι το πλοίον μου εφθάρει,
πούσιεν τόσες αντοχές.
Τούντο πλοίον της ζωής μου, έθθελω να σταματήσει,
μα χάλασεν τζιεν σάζεται,
τζι’ όπως θωρώ βιάζεται,
να φτάσει εις την δύση.
Τα όνειρα που έκαμνα, πούχα τα νιάτα τάρκα,
στα χρόνια που περάσασιν,
τα πιο πολλά μουχλιάσασιν,
που μείναν μες τ’αμπάρκα.
Μα ως την ύστερην στιγμήν, θέλω τα ναν κοντά μου,
τζι’ οταν θα κρεμοτσακκιστώ,
τζιαι με το πλοίον βυθιστώ,
να βυθιστούν μιτά μου.
Χαμπής Αχνιώτης