Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Νέβη Αστραίου (αναφορά)


Η Αστραίου Νέβη γεννήθηκε στη Λευκωσία.
Σπούδασε Κοινωνιολογία στη Γαλλία.

Ποιητικές Συλλογές: 

  • 1986  «Απόπειρα» 
  • 2010  «Πρόκληση»

Αντώνης Ιντιάνος (αναφορά)

ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΙΝΤΙΑΝΟΣ  (1899-1968)

O Αντώνης Ιντιάνος γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1899. Τελείωσε το Ελληνικό Γυμνάσιο Λεμεσού και στη συνέχεια φοίτησε στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακος (1917-1919). Σπούδασε νομικά στην Αγγλία και παρακολούθησε μαθήματα Αγγλικής Φιλολογίας. Τον γνωρίζουμε με την ανάρτηση στην εφημερίδα Ηχώ της Κύπρου των πρώτων του ποιημάτων. Εργάστηκε ως δικηγόρος. ). Υπήρξε Ιδρυτικό μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και μέλος διοικητικού συμβουλίου αυτής (1936-1943).Απεβίωσε το 1968.

Έργογραφία (1899-1968)

Ø  Συνεισφορά στη μελέτη του Αντρέα Α. Κάλβου (Νέα Εστία, Αθήνα 1938)
Ø  Συλλογή ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη (1942)
Ø  Άγνωστες σελίδες από τη ζωή και το έργο του Αντρέα Κάλβου (1960)
Ø  Ιταλική συλλογή του Αντρέα Κάλβου (Κυπριακά Χρονικά, 1960)
Ø  Λογοτεχνικές μεταφράσεις των ποιητών Ezra Pound και T.S.Eliot.
Ø  Αγγλικές μεταφράσεις του ύμνου του Σολομού (ανατύπωση από τα Κυπριακά Γράμματα, 1939)

Ø  Συμβολή στη μελέτη της κυπριακής ιστορίας (ανατύπωση εκ των Κυπριακών Σπουδών, 1939)


         Περισσότερα  για τη ζωή και το έργο του μπορείτε να διαβάσετε στον σύνδεσμο: http://www.indianos.com.cy/eglou.php?s_id=30&a_id=105

ΤΗΝ ΚΑΜΑΡΑ ΑΣΥΓΥΡΙΣΤΗ

Την κάμαρα ασυγύριστη 
κρατώ, καιρός, κλειστή
και μι΄  ανυφάντρα  φίλεργη 
το πάνθος πυκνό υφαίνει 
κι απ΄ τον καιρό που μίσεψε 
παντρεμένη απομένει. 

Στην κλίνη επά τα νυχτικά 
ξαπλώνουν σκονισμένα, 
σκόρπια χαρτιά κι σκυθρωπά
στο πάνθιμο γραφείο
κι απορημένο ολάνοιχτο 
χάσκει κάποιο βιβλίο!

Και τ΄ ανθογιάλι απόκαμε
ζητώντας να κρατά
τα που στραγγίσαν στον καημό
και σκέβρωσαν λουλούδια
που της Οφήλιας νείρονται 
τα λυπηρά τραγούδια.

χυμένα τα τσιγάρα της 
στην πολυθρόνα εκεί
μι΄  άδεια μποτίλια παρεκεί
κι  ένα στεγνό ποτήρι
που γίνανε των μυρμηγκιών 
χαρά και πανηγύρι.

Κι αχ! πόσο θα τη μάλωνα 
πριχού τη στερηθώ 
για τούτη τη σφιχτότατη
των πάντων αταξία
που τώρα έχει για μένανε
πανάκριβη μι΄ αξία.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΠΟΘΟΙ


Αγρίεψέ με θάλασσα
‘Οταν με λούσεις με τη μάνητά σου
δεν θέλω ράβδους της πανσέληνου 
σε μια θυρίδα αναμνήσεων
ούτε της νύχτας αναχώρηση
σε φωταγωγημένες ώρες
Αν χρειαστεί και κάποιες νότες μου
ας σβήσουν στην υγρή αγχόνη
Κι αν επιβάλλεται , τα βήματά μου
να γίνουνε βράχοι
που πάνω θα σπάνε οι ευαίσθητοί μου φλοίσβοι
Αγρίεψέ με πέλαγο
όταν με ντύσεις με την αύρα του βυθού σου
όταν επάνω στις λεπτές μου φλέβες
αναπνεύσουν τα μικρά αγέννητα δελφίνια
Κι όταν τα τέρατα θα εφορμούν
-προϊστορικές καταβολές μου-
να εκποιήσουν ένα πλεούμενο ιστορίας μου
αγρίεψέ με
προτού γαλήνιος περιπέσω
στις μικρές διαθήκες των Θεών μου
Ε.Α.Φωτιάδου 
« Η Λίμνη των Κύκλων» , Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

Ένα σου λέω κοπελιά, ένα .. / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Ένα σου λέω κοπελιά, ένα ...
μαχαίρι πάντα να κρατάς ΄μες της ζωής το ρέμα
και αν τύχει και έρθει πόλεμος, και αν τύχει κι έρθει θλίψη
να ΄χεις μαχαίρι στην καρδιά μην τύχει να μεθύσεις
μην τύχει εσύ να λαβωθείς, μην τύχει να πληγώσεις
μες την πολλή συνάφεια μην τύχει να ξεδώσεις...

ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Τα βράδια πλέκει στο ημίφως
διάτρητο υφαντό με βελονάκι
Ισορροπία λεπτή στα δάχτυλα της
νήμα τυλίγεται το παρελθόν
Μετρά τους πόντους ρυθμικά
Πόσοι γεννήθηκαν και πόσοι φύγαν
στους τοίχους φωταψίες ασπρόμαυρες
σεντούκια με ξυλόγλυπτες γυναίκες
Στα τραπεζάκια βελονόκομπος
κέντημα πρωτινό η γηθοσύνη
προικιά αιχμηρά τρυπούν το δέρμα
-Αχ πότε πέρασαν οι χρόνοι;
Η Καλλιρρόη σιγοτραγουδώντας
αραχνοφέγγει πλάι στο γιασεμί

ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ / Σαμαράς Μ. Κυριάκος


Είμαι χαρούμενος
γιατί τα στάχυα κάρπισαν
και πλημμύρισαν τον ουρανό
γιατί ο μικρός βολβός
αναγγέλλει την κοσμογονία
κι ακόμη γιατί η ανεμώνη
συμπυκνώνει στα πέταλά της
το ουράνιο τόξο !
Είμαι χαρούμενος
γιατί το γαλάζιο φως
του ουρανού
ιριδίζει στα μάτια
του χελιδονιού !
Κι ακόμα πιο χαρούμενος είμαι,
γιατί η γυναίκα
με τα βυζαντινά μάτια
αναπνέει τη φύση,
την διαχέει στο σώμα της
και γίνεται η ίδια
μάνα της απαστράπτουσας
κτίσης !
Κυριάκος Σαμάρας

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ


Ταλέντο δεν χρειάζεται
μα ούτε χαραχτήρα,
ούτε πολύ να' χεις μυαλό
δεν θέλει να' χεις πείρα!
Να βρίσκεις τις ατέλειες
στους γύρω σου τα λάθη,
να βλέπεις ελαττώματα
και τα δικά τους πάθη!
Δεν θέλει αυταπάρνηση
ούτε σκληρό αγώνα,
πανεύκολο κι αθάνατο
θα μένει στον αιώνα!
Χριστοδούλου Θάλεια

'ΑΡΚΟΠΕΛΛΗ' (η Τρελή) /Στέλλα Βοσκαρίδου


Το μαστραππίν της
ο μισ̌ιαρός μες στην καρκόλαν της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της το κομμένον μες στο παούλον
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στο τταβάνιν
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στον σκάμνον της εκκλησ̌ιάς
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της μες στα τζ̌ερκά τ᾽αναμμένα
το τζ̌ερίν της πό᾽ν᾽άφτει
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στον σκάμνον
ο τζ̌ύρης της έν ο σκάμνος
ο τζ̌ύρης της έν ο τρούλλος
ο τζ̌ύρης της έν το τάμαν
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της το κομμένον μες στα τάματα
ο μισ̌ιαρός μες στην καρκόλαν της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της μες στην καρκόλαν της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της μες στα βυζ̌ιά της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν των βυζ̌ιών της
η μάνα της που᾽δεν όρομαν το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν των βυζ̌ιών της
η μάνα της τζ̌ι άψεν τζ̌ερίν που᾽δεν όρομαν το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν των βυζ̌ιών της
το τζ̌ερίν της πό᾽ν᾽άφτει
το τζ̌ερίν της μάνας της πό᾽ν᾽άφτει
το τζ̌ερίν της μάνας της πού᾽ σ̌ει που το 74 ν᾽άψει
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πού᾽ σ̌ει που το 74 π᾽άφτει
ο μισ̌ιαρός μες στην καρκόλαν της
ο τζ̌ύρης της μες στο παούλον
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της έν το παούλον
ο μισ̌ιαρός πά᾽στην κακρκόλαν της τζ̌αι τζ̌είνη κάθε νύχτα που τζ̌οιμάται μες στο παούλον
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της τζ̌αι το τζ̌ερίν της μάνας της
το σ̌έριν τζ̌αι το τζ̌ερίν
το σ̌έριν τζ̌ερίν
το σ̌έριν τζ̌ερίν
το σ̌έριν τζ̌ερίν
………………
το σ̌έριν τζ̌ερίν

***

Γλωσσάρι για τις Κυπριακές λέξεις στο ποίημα
Αρκόπελλη: (άρκος: άγριος + πελλός: τρελός)
μαστραππίν: μικρό δοχείο, κουβάς.
μισ̌ιαρός: σαμιαμίδι
καρκόλα: κρεβάτι
σ̌έριν: χέρι
τζ̌ερκά: κεριά, τζερίν: κερί
άφτει: ανάβει
όρομαν: όνειρο
παούλον: μπαούλο

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ


Τούντο ταξίδιν της ζωής, μοιάζει πολλά με πλοίον,
που πάνω έσιει μας τζιαι μας,
τζιαι προχωρά κατά δυσμάς,
τζιαι πάει λλίον λλίον.
Άμα τζιαι γιω γεννήθηκα, την ίδιαν ημέραν,
π’αρκίνεφκα τον βίον μου,
είχα τζιαι γιω το πλοίον μου,
έτοιμον τζιαι καρτέραν.
Τζιαι μου λαλούσαν οι γονιοί, του πλοίου να γνωρίσεις,
τον χειρισμόν των μηχανών,
τζι’ άνω που είκοσι χρονών,
ταξίδιν ν’αρκινήσεις.
Μες τα σκολεία θώρουν τα, τα χρόνια να περνούσιν,
τζιαι κάμναν μου συνέχειαν, χωρίς να σταματούσιν,
μαθήματα κάθε λοής,
όπως το πλοίον της ζωής,
ίνταλος κοιβερνούσιν.
Τζιαι ούλον τούτον τον τζιαιρόν, με βοηθόν μιαν βάρκα,
συγχρόνως του σκολείου μου,
εγέμοννα του πλοίου μου,
με όνειρα τ’αμπάρκα.
Τζι’αμάκλεισα τα είκοσι, καταρτισμένος ήδη,
ούλον ελπίδες τζιαι χαρές,
εσήκωσα τες άγκυρες,
τζι’ άρκεψα το ταξίδι.
Σε λλίον λλία όνειρα, έφκαλα που τ’αμπάρκα,
τζιαι πήα τζιαι παντρεύτηκα,
τζιαι ενοικοτζιυρεύτηκα,
μα σφίξαν τα ζωνάρκα.
Το πλοίον μου ο άνεμος, άρκεψεν να το δέρνει!
Σαν ήμουν δίχως χρήματα,
άρκεφκεν πας τα κύματα,
ν’ανεβοκατεβαίνει.
Σε κάθε δυσκολίαν μου, σε κάθε μου μαράζι,
τζι’εμπόδιον που βρέχετουν,
το πλοίον μου εδέρνετουν,
που μπόρες τζιαι χαλάζι.
Μες τες φουρτούνες της ζωής, στο πλοίον τόσα χρόνια,
ήβραν με πιον τα γεραδκιά,
γιατί σαν ήμουν με παιδκιά,
εβρέθηκα μ’αγγόνια.
Μες τες τόσες μου τες μπόρες, τζιαι θαλασσοταραχές,
η ζωή μου εν εχάρει,
τζιαι το πλοίον μου εφθάρει,
πούσιεν τόσες αντοχές.
Τούντο πλοίον της ζωής μου, έθθελω να σταματήσει,
μα χάλασεν τζιεν σάζεται,
τζι’ όπως θωρώ βιάζεται,
να φτάσει εις την δύση.
Τα όνειρα που έκαμνα, πούχα τα νιάτα τάρκα,
στα χρόνια που περάσασιν,
τα πιο πολλά μουχλιάσασιν,
που μείναν μες τ’αμπάρκα.
Μα ως την ύστερην στιγμήν, θέλω τα ναν κοντά μου,
τζι’ οταν θα κρεμοτσακκιστώ,
τζιαι με το πλοίον βυθιστώ,
να βυθιστούν μιτά μου.
Χαμπής Αχνιώτης

ΑΠΡΙΛΗΣ / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Τα ξεχασμένα παιδιά
κλωτσάνε μια μπάλα
στην αυλή του σχολείου.
Είναι 3 και 30 ακριβώς
ο ήλιος τέτοιο μήνα είναι συμπονετικός
καψώνει όμως σιγά σιγά
ένα μετά το άλλο
τα ηλιοστάσια του.
Το ξανθό κορίτσι
η μικρή κλειδούχος
ανοίγει παραφυλώντας το κάγκελο
και τρέχει προς τα έξω
για να φέρει κάτι ασήμαντο.
Η πόρτα μένει μισάνοιχτη
ένα παιδί την βλέπει και προλαβαίνει
βγαίνει από τα όρια
και γίνεται σύννεφο
ένα άλλο παιδί κάνει το ίδιο
και γίνεται αστραπή
τα άλλα παιδιά γίνονται σταγόνες και άνεμοι
τα παιδιά πολλαπλασιάζονται
τα παιδιά εξαϋλώνονται.
Κάπως έτσι
εκείνη την ηλιόχαρη μέρα
ξέσπασε
πάνω από την αυλή του σχολείου
μια αλλόκοτη καταιγίδα.

Όλοι ειν’ απλά περαστικοί / Ειρήνη Ανδρέου


Κρατούσα την ψυχή μου στην χούφτα μου
κι έτρεχα ασθμαίνοντας , ματωμένη,
με ένα τεράστιο "ΓΙΑΤΙ" να μου καίει τα σπλάχνα.
Ύψωσα το βλέμμα μου, μα το χαμήλωσα .
Χιλιάδες κραυγές , χιλιάδες ΓΙΑΤΙ κει πάνω.
Το μαχαίρι καρφωμένο βαθιά στην πληγή.
Πονούσα, αβάσταχτα πονούσα... κρύωνα.
Άρπαξα κάποιον απ το μανίκι, με έσπρωξε..
Έπεσα χάμω...άπλωσα τα χέρια για βοήθεια...
Κάποιος με κοίταξε βιαστικά , κοντοστάθηκε..
Γνωστός μου φάνηκε…αδελφός, φίλος, εραστής;
Βιάζομαι μου είπε, θα κλείσει η τράπεζα...
Κουλουριάστηκα στο χώμα… άρχισε να βρέχει…
και δώστου το ΓΙΑΤΙ μαχαίρι να γυρίζει στην πληγή.
Πού πήγανε , πού χάθηκαν οι φίλοι, οι δικοί.
όλοι αυτοί που έδινα…..έδινα….. έδινα……έδινα….
Πόσους αιώνες έμεινα εκεί , δεν ξέρω.
Ξαφνικά ένιωσα δυο χέρια να μ’ αγγίζουνε στους ώμους.
Σήκωσα το βλέμμα κι αντίκρισα ένα άγνωστο πλάσμα....
Τα μάτια του μόνο κάτι μου θύμιζαν, είχαν μια θλίψη..
Μα ήταν γεμάτα από αγάπη. «Ποιός είσαι;» Τον ρώτησα.
"Εσύ", μου απάντησε , σε έχασα ,ήσουνα αλλού"...
Μου άπλωσε το χέρι, το άρπαξα και στάθηκα στα πόδια.
«Μάζεψε και τα κομμάτια της ψυχής σου , μου είπε...
Μόνοι μας δεν τα συναρμολογούσαμε πάντα;»
Σκύβω να τα μαζέψω, τα κοιτάζω ,το ξανασκέφτομαι…
Σηκώνω το πόδι και τους δίνω μια γερή κλωτσιά .
Πάμε, του λέω. Μόνοι μας. Εγώ κι εσύ απ’ την αρχή
δίχως τα «πώς» και τα «γιατί».
Δεν έχει νόημα… όλοι είν’ απλά περαστικοί ...
Για κοίτα ποιος βγαίνει απ’ την τράπεζα ; Κοίτα, μας χαιρετά.
Πάμε,! Έκλεισε κι η τράπεζα της καρδιάς μου….
Από το βιβλίου ΦΤΟΥ ΜΑΣ.. με αγάπη "
κεφάλαιο " Της ψυχής μου η κραυγή"

ΤΟΣΟ ΦΩΣ / Νίκος Πενταράς


Αηδόνι μου,
τόσο φως
που κελαηδά μαζί σου
κάθε αυγή
με ξεγελά
και βάζω τα καλά μου
να πάω στην εκκλησιά,
γιατί νιώθω
την κάθε μέρα
Κυριακή.

Στα δικά μου παραγγέλματα / Κυπριανού Ντίνος

Στα
δικά μου παραγγέλματα
το
μούτρο μου δέν ανταποκρινόταν
είχε
απο μέρες μεσίστιο το ύφος
ενώ
υπό μάλλης και οι επιθυμίες >>
Του είχα τάξει χαρές
το
πασπάλιζα με ψευτιές
ήθελα να είναι χαρούμενο ...
Χμ ...
Του
κακοφάνηκε τις προάλλες ,
τού'ταξα θάλασσα
Εδώ
και ώρα προσπαθώ
να το καλοπιάσω μ'ένα γλυκό νεράντζι
ξέρω του αρέσει πολύ μα ,,,
η
όξυνη όψη του
με σκιάζει
το βαζάκι
με
το γλυκό εκεί θα το αφήσω
δίπλα του ...
θα γλυκανθεί σάν ονειρεύεται .
Κων/νος Κυπριανού .

ΣΤΟ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟ / Τακκίδη Μαρίνα [Καπετανου ] (Ποιητάρισσα),


Στον πενταδαχτυλο ψηλα 
Να παω να κατιτζιησω 
Να στησω ενα πολυβολο
Τζιε τουρκο να μεν αφυσω

Τες πετρες θα κατρατζιηλω
Αν ντα να δω τον τουρκο
Να ανεβεννη το βουνο
Εγιω εν θα τον αφηκω
Εγιωνη τους βαρεθηκα
Τζιε θελω να τους δκιοξω
Να τους κατατρεξω οπως μπορω
Χτυπα μου πας τα τζιερατα
Η τουρκικη σημαια
Να την ξυλωσω να με την θωρω
Να ζησω με τα μαια
Τζιε μονο την κυπριακη
Σημαια θα ζωγραφισω
Να την θωρω να σιερουμε
Οσον τζιερο θα ζησω
<<<<<<<<<<<<

Μαρινα τακκιδη [καπετανου]