Aλφα
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Ανώνυμες οι λίμνες μου μες
στην άχλυ μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Μακρύκαννο πρωινό,
εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου
και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας
τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου.
Τι θέλει ο άνθρωπος με τη
στολή του δύτη
και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του
κάμπου;
Γιατί είναι τόσο ξένος;
Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή;
Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή
έδωσε απόψε το φεγγάρι.
Γύρισα πέρα απ' τον καθρέφτη
που είχε φυτρώσει εμπρός μου.
Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί
προκύπτουν αίφνης από τη Γη
να φύγω;
Μ' ένα λεβιέ ταχυτήτων στην
κοιλιά
με μιαν εξάτμιση στην πλάτη
το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ
από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής.
Άβυσσος.
Με μια ταξιανθία αρωμάτων
και ποικιλίες μπαχαρικών
φορτωμένος
θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα
συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν
άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες
μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Αποσκευές μου, ένα λευκό
προσόψιο και το έσχατο
των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι,
να μεταλάβεις, να καταλάβεις
πως ούτο εστί το νόημα των ανέμων
που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια
των οιωνοσκόπων εραστών.
Έλα κατόπιν, να με
καλοστρατίσεις
γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ
ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας,
συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας,
που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των
άστρων.
εκείνο το φως που
τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι
Ανώνυμες οι λίμνες μου, μες
στην άχλυ μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Διάστικτο πρωινό, διαχέεται
γύρω, σαν μουσική
ενός αυλού από την ανατολή
που χρόνια πολλά πριν
χάθηκε στις χαράδρες
μ' ακόμη αντιλαλεί.
Αντιλαλεί και πάει, κι
ανοίγει μονοπάτια
κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα
τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται,
κρατούν ρυθμό.
Τι θέλει ο άνθρωπος με το
σκάφανδρο
και στέκει έφεδρος της νύχτας
απέναντι από το φως;
Γιατί είναι τόσο νέος;
Γιατί κρατά δοξάρι;
Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο
χρόνος σταματά
κι ούτε η γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει.
Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα
που φτιάχτηκαν μπροστά μου.
Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή
σε μια διαρκή ειρωνεία.
Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων.
Άφωνος στέκω μες στο
βαρύτονο τοπίο.
Δεν το αντέχω πια. Να φύγω;
Μ' ένα ποδήλατο παλιό,
ποδήλατο χωρίς πετάλια
το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ
από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα.
Άβυσσος.
Με μια χρόνια ορεσιπάθεια
στη ματιά,
άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ
να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ.
Αποσκευές μου, μια φιάλη
σφραγιστή
φέρει εντός της, τη βροχή
που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα.
Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς.
Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς
κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό
να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα
βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό.
Μακρύκαννο πρωινό
εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου.
Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά
μου
αγγίξει.
Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε
και γιόρτασε τον ουρανό μου
ίσαμε που ‘σβησε. Πυροτέχνημα.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες
μου,
έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ
Πλησίστιος, πλησιφαής κι
όμως μεσίστιος, ρωτώ:
Τι θέλει ο άνθρωπος και
στέκει έμβρυος
στη μέση αυτού του κόσμου;
Γιατί χαμογελάει πλάθοντας
τις οδύνες του
βαφτίζοντάς τες μοίρα;
Δεν κρατάει τίποτα.
Τίποτα δεν κρατάει.
Με τα χέρια στην έκταση
ανοιχτά
μοιάζει να χορεύει συνέχεια
ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα
και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει
εγκλωβισμό.
Έμβρυος. Κι ωστόσο το βλέμμα
του
γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε
μοιάζει με νύχτα.
Βρέφος, το απροσπέλαστο,
πονάει ακόμα
σε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για
χρόνια πολλά, περπατούσα
ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν
οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες.
Η λάσπη έγινε χώμα ξερό,
θρυμματίζεται στο πέρασμά μου.
Ο τοίχος όμως αντέχει.
Τόσοι σεισμοί, τόσες
ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα
δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση.
Από πέτρα σε πέτρα,
ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα
καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε
ικανά να βάζουν την καρδιά μου σ' έναν ταχύπαλμο
ρυθμό:
Ένα ξερό κλαδάκι,
ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο
λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού
μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται
παφλασμούς.
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποια να ‘ναι η αλήθεια; Τι
είναι η αλήθεια;
Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων
ορίων;
Τι θα πει όφελος, σκοπός,
έργο Τι είναι θυμάμαι;
Και τι είναι γνωρίζω;
Τι είναι αυτό και κείνο και
τ' άλλο;
γιατί ρωτάω;
γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο;
Τι ζωγραφίζει τις τροχιές
μας;
Τι μας νοιάζει;
Σε ποιο έγκλημα συμπράττω;
όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες;
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες
μου,
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ
καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες.
Τώρα, που μάζεψα τόσους
ίσκιους
που γέμισα το σάκο μου βροχές
μπορώ να κοιμηθώ
μπορώ και να κινήσω
«Ο την επταπλάσιον κάμινον
και την φλόγαν
την εν Βαβυλώνι
εις δρόσον μεταβαλών
και τους αγίους σου τρεις παίδας
σώους διαφυλάξας»*
Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση
Έπαρση;
Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη
του Χρόνου;
ωμέγα.